Ἀπόσπασμα τοῦ βίου τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου
Κάποιος μοναχός πού ἀσκοῦνταν στήν ἡσυχία μαζί μέ ἄλλους ἀδελφούς, προσποιήθηκε ὅτι τόν ἐνοχλοῦσε ἕνας δαίμονας. Οἱ συνασκητές του δέν μποροῦσαν νά ἀνεχθοῦν τήν ἀταξία του αὐτή καί γι᾽ αὐτό ἀποφάσισαν νά τόν σύρουν δεμένο στόν ἅγιο. Ἐκεῖνος ἄσκησε ἔλεγχο στόν ἀδελφό γιά τό ψέμα του καί γιατί ἐθελουσίως ἀνέμειξε τόν δαίμονα στή ζωή του καί τόν συνέτισε γιά τήν κακή ἔμπνευσή του μέ τά λόγια⋅ «Εἶναι ψεύτικη, ἀδελφέ, ἡ προσποίησή σου καί εἶναι ἀδύνατον νά ὠφεληθεῖς ἀπό αὐτήν. Πρόσεχε, λοιπόν, τόν ἑαυτό σου καί μᾶλλον νά εὔχεσαι νά φεύγουν μακριά σου οἱ ἐχθρικοί καί κακοί δαίμονες⋅ διότι ἔτσι θά ἑλκύσεις τή χάρη τοῦ Θεοῦ».
Κάποιος ἄνδρας, ἐπίσης, τόν ὁποῖο ὁ ἅγιος ἀγαποῦσε πολύ, τόν ἐπισκεπτόταν πολύ συχνά⋅ κάποια μέρα ἀποφάσισε νά τόν ἐπισκεφθεῖ ἐπειγόντως ἀπό τά χαράματα. Καθώς ἐρχόταν ὅμως εἶδε τυχαῖα νά εἶναι στόν δρόμο πεσμένο τό σῶμα ἑνός νεκροῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνδρας προσπέρασε χωρίς νά ἐνδιαφερθεῖ καθόλου γιά τήν ταφή τοῦ πεθαμένου. Ὅταν ἔφθασε στό κελλί τοῦ ὁσίου, ἄκουσε ἀπό αὐτόν πρίν ἀπό κάθε ἄλλο χαιρετισμό τά ἑξῆς⋅ «Ἀδελφέ μου, ἄν ἐγώ συναντοῦσα στόν δρόμο μου νεκρό ἐγκαταλελειμμένο, θά τόν ἔθαπτα καί ὕστερα θά συνέχιζα τήν πορεία μου». Ὁ ἄνθρωπος ἐξεπλάγη ὑπερβολικά ἀπό τόν λόγο αὐτόν καί θεώρησε ὡς θαῦμα τή διορατικότητα τοῦ πατρός.
Κάποιος ἄλλος πού ἔφερε τό ἀξίωμα τοῦ κόμητος συνελήφθη δίπλα σέ κάποιον σκοτωμένο καί γιά τόν λόγο αὐτό παραδόθηκε ἀπό τόν ἄρχοντα τῆς περιοχῆς στή φυλακή. Ἡ ποινή του ἦταν ὁ θάνατος. Ὁ πατέρας μας, χωρίς νά ἔχει πληροφορηθεῖ τό γεγονός αὐτό καί χωρίς νά ἔχει ἀκούσει κάποια σχετική φήμη, ἦλθε στόν ἄρχοντα καί ἐλευθέρωσε τόν κρατούμενο ἀπό τή φυλακή καί τόν ἀπάλλαξε ἀπό τόν ἐπικείμενο θάνατο.