Νικόλαος Ζωσιμάς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδέλφους Ζωσιμάδες, τοὺς μεγάλους ἐθνικοὺς εὐεργέτες τῆς Ἠπείρου. Γεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα τὸ 1759 καὶ ἀπεβίωσε τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1842. Μεγαλύτεροι ἀδερφοὶ του ἦταν οἱ: Ἰωάννης, Ἀναστάσιος καὶ Θεοδόσιος, καὶ μικρότεροί του οἱ δίδυμοι Ζώης καὶ Μιχαήλ.
Ἔμαθε τὰ γράμματα στὴν πατρίδα του. Σὲ ἡλικία οὔτε εἴκοσι χρόνων ἐγκατέλειψε τὴν ὑποδουλωμένη πατρίδα του καὶ πῆγε μαζὶ μὲ τὸν Θεοδόσιο καὶ Μιχαὴλ στὸ Λιβόρνο τῆς Ἰταλίας γιὰ νὰ κάνει ἐμπόριο. Δὲν ἔμεινε καὶ πολὺ ἐκεῖ, ἀφοῦ ὁ πρόωρος θάνατος τοῦ ἀδερφοῦ του Ἰωάννη, ποὺ εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὴ Νίζνα τῆς Ρωσίας, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Ἰταλία καὶ νὰ πάει στὴ Ρωσία. Στὴ Νίζνα ἐρχόμενος πῆρε τοὺς δύο ἀδερφοὺς του Ἀναστάσιο καὶ Ζώη καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Μόσχα, τὸ ἐμπορικὸ κέντρο τῆς χώρας. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε μὲ τόση ἐπιτυχία στὸ ἐμπόριο, ποὺ ἡ περιουσία ποὺ ἀπέκτησε ἦταν ἀμύθητη. Ἐξίσου μεγάλη ὑπῆρξε καὶ ἡ δράση του ὡς εὐεργέτη τοῦ ¨Ἔθνους. Δώρισε μεγάλη συλλογὴ ἐκκλησιαστικῶν καὶ ἄλλων βιβλίων καὶ πλούσια νομισματικὴ συλλογὴ ὑπὲρ τῆς πατρίδας. Μὲ τοὺς τόκους τοῦ κληροδοτήματος συντηροῦνταν:
– τὸ δημόσιο ἑλληνικὸ σχολεῖο στὰ Ἰωάννινα (ἡ μετέπειτα Ζωσιμαία σχολὴ)
– τὸ γηροκομεῖο Ἰωαννίνων
– οἱ ἐκκλησίες τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τῆς Ἁγίας Μαρίνας, τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἡ περίβλεπτος (Κοιμησέως τῆς Θεοτόκου), ἡ Ι.Μ. τοῦ Σωτῆρος στὸ Νησὶ
– τὸ νοσοκομεῖο Ἰωαννίνων
– ἡ ἑλληνικὴ κοινότητα Νίζνας στὴ Ρωσία
– τὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο καὶ τὸ ὀρφανοτροφεῖο τῆς Πάτμου.
Ἐπίσης κάθε χρόνο προικοδοτοῦνταν 25 πτωχὰ ἢ ὀρφανὰ κορίτσια ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα ἢ τὸ Ζαγόρι, ἐνίσχυε οἰκονομικὰ πτωχοὺς, φυλακισμένους τῆς γενέτειράς του, ἐνῷ χρηματοδότησε τὴν ἔκδοση τῶν κυριακοδρομίων τοῦ Θεοτόκη καὶ τὴ δωρεὰν διανομή τους σὲ πόλεις καὶ χωριά.
Τὸ φαινόμενο τῶν ἐθνικῶν εὐεργετῶν σύμφωνα μὲ τοὺς ἐρευνητὲς δὲ συναντᾶται σὲ τέτοια ἔκταση καὶ ἔνταση σὲ κανένα ἄλλο γένος παρὰ μόνο στὸ ἑλληνικό. Ἴσως, τὸ ἀρχοντικὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς προσφορᾶς τῶν ἐθνικῶν εὐεργετῶν νὰ ὀφείλεται στὸ περιβάλλον ποὺ ἀνατράφηκαν καὶ γαλουχήθηκαν, στὸ θάλπος τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ τῆς ἑλληνικῆς οἰκογένειας. Ἔστω, σὲ μικρὸ βαθμό, μποροῦμε νὰ γευτοῦμε αὐτὸ τὸ μονάκριβο πνεῦμα (εὐλάβειας καὶ φιλότιμου) τῶν ἐθνικῶν μας εὐεργετῶν ἀπὸ τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα τῆς διαθήκης τοῦ Νικολάου Ζωσιμᾶ.
Προοίμιον Διαθήκης
Ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας, ὁμοουσίου, καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος,
τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ
καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν!
Ἐν ἔτει τῷ σωτηρίῳ ᾳωμά (1841), Μαρτίου 18, ἐγὼ ὁ Νικόλαος Παύλου Ζωσιμᾶς εὐγενὴς Γραικός, καὶ Ἱππότης τοῦ δευτέρου Τάγματος τῶν Ταξιαρχῶν τοῦ Σωτῆρος τῆς Ἑλλάδος, ἐκ τῆς ἐν Ἠπείρῳ πρωτευούσης πόλεως τῶν Ἰωαννίνων, εὑρισκόμενος ἐν Νίζνῃ, πόλει τῆς Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ ἔχων, θείῳ ἐλέει, σῶον τὸν νοῦν μου, ὑγιεῖς τὰς φρένας μου, καὶ ἁπάσας μου τὰς αἰσθήσεις, φοβούμενος δὲ τὸ ἄδηλον καὶ ἀπρόοπτον τοῦ θανάτου, ἀπεφάσισα ἰδίᾳ βουλῇ καὶ αὐτοπροαιρέτῳ γνώμῃ ἵνα, διὰ τῆς παρούσης μου Διαθήκης, διατάξω ἅπασαν τὴν μετὰ τῶν μακαρίτων Αὐταδέλφων μου κοινὴν καὶ ἀμέριστον περιουσίαν, χαρισθεῖσαν ἡμῖν παρά τῆς τοῦ παναγάθου Θεοῦ ἀπείρου εὐσπλαχνίας, ἐν τῷδε τῷ ματαίῳ βίῳ, διὰ τῶν ἰδίων ἡμῶν κόπων καὶ ἱδρώτων· τῆς ὁποίας περιουσίας ἔμεινα ἐγὼ μόνος, νόμιμος, καὶ τέλειος κληρονόμος, καὶ τὴν ὁποίαν θέλω ὀνομάζειν ἁπλῶς Ἰδικήν μας.
Δέομαι οὖν τῆς θείας Αὐτοῦ ἀγαθότητος, ἵνα μὲ καθοδηγήσῃ διατάξαι αὐτήν, κατ’ εὐαρέστησιν τοῦ πανάγαθου Αὐτοῦ θελήματος, πρὸς ἀνάπαυσιν τῆς ψυχῆς τῶν μακαρίτων Γονέων μου, καὶ Αὐταδέλφων μου, καὶ ἐμοῦ.
Ἐν πρώτοις λοιπὸν συνιστῶ τὴν ταπεινήν μου ψυχὴν εἰς τὴν τοῦ Θεοῦ εὐσπλαχνίαν, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, τοῦ φύλακός μου Ἀγγέλου, καὶ πάντων τῶν Ἁγίων τῆς οὐρανίου Βασιλείας, ἔπειτα δίδωμι τὴν ὀφειλομένην συγχώρεσιν πρὸς ἅπαντας κοινῶς τοὺς ἀδελφοὺς μου Χριστιανούς, καὶ πρὸς ἐκείνους, οἵτινες λόγῳ ἢ ἔργῳ μὲ ἠδίκησαν, ἢ παρεπίκραναν, παρακαλῶν αὐτοὺς ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας, ἵνα συχωρήσωσι καὶ ἐμοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ, ὅ,τι ὡς ἄνθρωπος, εἴτε ἐν ἔργῳ, εἴτε ἐν λόγῳ ἥμαρτον πρὸς αὐτούς· καὶ ἑπομένως δυνάμει τοῦ δικαιώματος, τελείου, νομίμου καὶ μοναδικοῦ κληρονόμου ἁπάσης τῆς μετὰ τῶν μακαριτῶν Αὐταδέλφων μου κοινῆς καὶ ἀμερίστου περιουσίας ἡμῶν: ἀποκαθιστῶ γενικοὺς Ἐπιτρόπους μου πληρεξουσίους διοικητὰς τῆς παρούσης μου διαθήκης, καὶ μόνους αὐτῆς ἐκπληρωτάς, τοὺς προσφιλεστάτους μοι φίλους…
Ἀπὸ τὴν Διαθήκη τοῦ ἀοιδίμου Νικολάου Π. Ζωσιμᾶ, ἐν Μόσχᾳ,
ἐκ τῆς τυπογραφίας Ἀ. Σεμέν, 1844.