ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ: Ο ΣΤΥΛΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ

Ἐλάχιστοι ἄνθρωποι ἀξιώθηκαν νὰ λάβουν τὸν τίτλο τοῦ «Μεγάλου» στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, διότι αὐτὸ προϋποθέτει νὰ ὑπάρξει κάποιος ὑπέρμετρα σπουδαῖος καὶ νὰ προσφέρει ὑπέρτατες καὶ μοναδικὲς ὑπηρεσίες σὲ αὐτή. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν τίτλου τοῦ «Μεγάλου» του ἀποδόθηκε καὶ ὁ μοναδικὸς τίτλος «Στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας». Μελετῶντας κάποιος τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ τιτάνιο ἔργο του, δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ συμφωνήσει μὲ τὴν ἐπιλογὴ αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας.

Γεννήθηκε περὶ τὸ 298 στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ εὐσεβεῖς Ἕλληνες γονεῖς καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Οἱ εὐκατάστατοι γονεῖς του φρόντισαν νὰ λάβει μιὰ σπάνια κλασικὴ παιδεία, ἡ ὁποία ἄκμαζε ἀκόμα στὴν Ἀλεξάνδρεια. Παράλληλα φοίτησε στὴν περίφημη Κατηχητικὴ Σχολὴ θεολογία, ἀναδεικνυόμενος ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ὅλων τῶν ἐποχῶν. Καθοριστικὴ σημασία γιὰ τὴν κατοπινὴ πορεία τοῦ Ἀθανασίου ὑπῆρξε ἡ γνωριμία του καὶ ἡ πνευματική του σύνδεση μὲ τὸν μέγιστο ἀσκητὴ τῆς Ἐκκλησίας μᾶς Μέγα Ἀντώνιο. Κοντά του μυήθηκε στὴν εὐσέβεια καὶ χαλυβδώθηκε ὁ χαρακτῆρας του νὰ εἶναι ἀμετακίνητος καὶ ἀπόλυτα προσηλωμένος στὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν εἰσέρχεται στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ὡς διάκονος τῆς ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, μπαίνοντας στὴν ὑπηρεσία τοῦ γηραιοῦ καὶ σεβάσμιου ἐπισκόπου Ἀλεξάνδρου.

Δὲν ἔμελλε ὅμως νὰ βιώσει μιὰ εἰρηνικὴ ἱερατικὴ διακονία, διότι κατὰ τὴν χρονικὴ ἐκείνη περίοδο ξέσπασε μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καὶ πιὸ ἐπικίνδυνες θεολογικὲς θύελλες στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ φοβερὴ αἵρεση τοῦ αρειανισμού. Ὁ πρεσβύτερος τῆς ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας Ἄρειος δίδασκε ἄκρως βλάσφημες καὶ κακόδοξες διδασκαλίες, ἀνατρέποντας ἐκ θεμελίων τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπέρριπτε τὸ θεμελιῶδες δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὑποβιβάζοντας τὸν Υἱὸ σὲ κτίσμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀρνούμενος τὴν προσωπικὴ ὑπόσταση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ νεαρὸς διάκονος Ἀθανάσιος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου Ἀλεξάνδρου ἀνέλαβε νὰ ανασκευάσει τὶς βλάσφημες δοξασίες τοῦ Ἀρείου. Στὰ 325 συγκροτήθηκε ἡ Ἅ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Νίκαια τῆς Βηθυνίας γιὰ νὰ συζητηθεῖ ἡ αρειανική κακοδοξία καὶ νὰ διατυπωθεῖ μὲ σαφήνεια τὸ ὀρθόδοξο δόγμα. Ὁ διάκονος Ἀθανάσιος ἐκπροσώπησε τὸν Ἀλέξανδρο καὶ μάλιστα ὁρίστηκε καὶ γραμματείας τῆς Συνόδου. Στὶς θυελλώδεις συζητήσεις μὲ τὸν αιρεσιάρχη Ἄρειο καὶ τοὺς ὀπαδούς του, ὁ Ἀθανάσιος ἐξέπληξε μὲ τὴν ὡριμότητα τῆς σκέψεώς του, τὴ θεολογική του κατάρτιση καὶ πρὸ πάντων τὴν ἀκριβή,ἀκριβῆ ἔκφραση τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας. Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ ὑποστηρίξουμε πὼς ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὑπῆρξε ὁ πρωταγωνιστὴς τῆς Συνόδου καὶ ὁ ἐκφραστὴς τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας.

Τὸ 328 κοιμήθηκε ὁ ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος καὶ ὁ λαὸς ἀπαίτησε νὰ ἀνέβει στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο ὁ Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος ἀποδέχτηκε τὴν ὕψιστη αὐτὴ διακονία, διαρκούσης τῆς αρειανικής λαίλαπας, παρὰ τὴν καταδίκη τῆς ἀπὸ τὴν Ἅ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἐργάστηκε σκληρὰ ἀναδιοργανώνοντας τὴν ἀλεξανδρινὴ Ἐκκλησία. Ἐπέλεξε ἄξιους συνεργάτες ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔργο. Τὸ μεγάλο βάρος τὸ ἔδωσε στὴν προάσπιση τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ τὸν αντιαιρετικό ἀγῶνα. Αὐτὸ εἶχε ὅμως δυσμενεῖς ἐξελίξεις γιὰ τὸν ἴδιο. Οἱ αρειανοί καὶ οἱ ἄλλοι αἱρετικοὶ τῆς ἐπισκοπῆς του κατεῖχαν ὑψηλὰ κρατικὰ ἀξιώματα καὶ οἰκονομικὴ δύναμη. Κάνοντας χρήση αὐτῶν, εἶχαν κηρύξει ἀνελέητο πόλεμο κατὰ τοῦ Ἀθανασίου καὶ ὀχετοὺς λάσπης συκοφαντιῶν, οἱ ὁποῖες ἔφταναν ὡς τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁλόκληρη ἡ ζωή του ὑπῆρξε μαρτυρική. Ἀπό τα

46 ἔτη τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας τὰ 17 τὰ πέρασε στὶς ἐξορίες! Ἔχουν διασωθεῖ οἱ φρικτὲς συκοφαντίες ἐναντίον τοῦ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, πρὸς τὸν αὐτοκράτορα. Κατηγορήθηκε ὁ ἀσκητὴς Ἀθανάσιος γιὰ δῆθεν καὶ βιασμὸ γυναίκας! Κατηγορήθηκε ἐπίσης ὁ ἔνθερμος αὐτὸς ζηλωτὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς μάγος!

Ἀλλὰ ὁ Ἀθανάσιος ὑπόμενε μὲ καρτερία τὶς συκοφαντίες καὶ τὶς ἄδικες διώξεις. Τὴν προσωπική του πίκρα καὶ τὶς ατέλειωτες ταλαιπωρίες τοῦ τὶς προσπερνοῦσε μὲ τὴν νυχθημερὸν συγγραφὴ θεολογικῶν πραγματικῶν καὶ αντιαιρετικών ἔργων. Ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα συγγράμματά του ξεχωρίζουμε τὸ μοναδικὸ ἔργο τοῦ «Περὶ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου», ὅπου ἂν ἀναπτύσσει μὲ καταπληκτικὴ ἀκρίβεια τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὸ θεῖο πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Στὰ ἔργο τοῦ «Κατὰ Αρειανών» καταρρίπτει πανηγυρικὰ τὶς αρειανικές κακοδοξίες. Στὸ ἐπίσης περισπούδαστο ἔργο τοῦ «Κατὰ Εἰδώλων» καταρρίπτει τὸ σαθρὸ οἰκοδόμημα τῆς εἰδωλολατρίας, ἡ ὁποία στὴν ἐποχή του ἦταν ἀκόμη μιὰ μεγάλη ἀπειλὴ καὶ μιὰ σοβαρὴ πρόκληση γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Συνέγραψε ἀκόμη τὸ βίο τοῦ δασκάλου τοῦ Μ. Ἀντωνίου, καθὼς καὶ πάμπολλες ἐπιστολὲς σὲ διάφορα ἐξέχοντα πρόσωπα, οἱ ὁποῖες ἀποπνέουν σπάνιο ζῆλο γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, διότι εἶναι συνώνυμη μὲ τὴ σωτηρία. Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε πὼς μὲ τὴν 39η ἑορταστικὴ ἐπιστολή του ὁρίζεται ὁ λεγόμενος «κανόνας τῆς Καινῆς Διαθήκης», δηλαδὴ ὁρίζονται τὰ 27 γνήσια βιβλία, ἀπὸ τὰ ψευδεπίγραφα (ἀπόκρυφα) ποὺ κυκλοφοροῦσαν στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ ἔσπερναν πλάνες στοὺς πιστούς.

Κατάκοπος καὶ τσακισμένους ἀπὸ τοὺς ατέλειωτους ἀγῶνες καὶ τὶς προσωπικὲς ταλαιπωρίες, κοιμήθηκε στὶς 2 Μαΐου τοῦ 373. Ἡ Ἐκκλησία μας τὸν κατέταξε στοὺς ἁγίους της καὶ τὸν ἀνακήρυξε «Μέγα» γιὰ τὶς μοναδικές του ὑπηρεσίες του πρὸς Αὐτήν. Ὁρίστηκε δὲ νὰ συνεορτάζεται ἡ μνήμη του στὶς 18 Ἰανουαρίου, μαζὶ μὲ τὸν ἐπίσης σπουδαῖο ἀλεξανδρινὸ ἐπίσκοπο, τὸν ἅγιο Κύριλλο, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς ἔδωσε παρόμοιους ἀγῶνες γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα