ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Μιὰ κατηγορία ἁγίων γυναικῶν τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἐκείνη τῶν Οσιοπαρθενομαρτύρων. Πρόκειται γιὰ χριστιανές, οἱ ὁποῖες εἶχαν ὑποσχεθεῖ ἰσόβια παρθενία καὶ ὑπέστησαν βασανιστήρια γιὰ τὴν πίστη τους. Μιὰ ἀπὸ αὐτὲς ὑπῆρξε ἡ Ἁγία Οσιοπαρθενομάρτυς Εὐγενία.
Ἔζησε τὸν 3ο μ. Χ. αἰῶνα, στὰ χρόνια ποὺ αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης ἦταν ὁ Κόμοδος (180-192). Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἦταν φοβερὰ ἐπικίνδυνο νὰ εἶναι κάποιος Χριστιανός, ἀφοῦ οἱ Χριστιανοὶ θεωροῦνταν ἐγκληματίες καὶ διώκονταν ἀπηνῶς ἀπὸ τὸ Ρωμαϊκὸ Κράτος. Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Φίλιππος καὶ ὑπηρετοῦσε ὡς ἔπαρχος τῆς Αλεξάνδρειας. Ἦταν δὲ εὐγενὴς καὶ πολὺ πλούσιος. Ἡ μητέρα της ὀνομαζόταν Κλαυδία καὶ εἶχε δύο ἀδελφούς, τὸν Αβίτα καὶ τὸν Σέργιο. Ἦταν στολισμένη μὲ σπάνιο σωματικὸ κάλλος καὶ στολισμένη μὲ ἀρετὲς καὶ εὐγενικοὺς τρόπους.
Ὁ πατέρας της, ἂν καὶ εἰδωλολάτρης, ἦταν ἄνθρωπος ἀγαθὸς καὶ διοικοῦσε μὲ δικαιοσύνη. Συμπαθοῦσε τοὺς Χριστιανοὺς καὶ δὲν τοὺς δίωκε, ἀθετῶντας τὰ αὐτοκρατορικὰ διατάγματα. Ὑπεραγαποῦσε τὴν Εὐγενία καὶ φρόντισε νὰ τῇ μορφώσει. Εἶχε σπουδάσει ρωμαϊκὴ καὶ ἑλληνικὴ φιλολογία. Ὅταν ἔφτασε στὴν ἡλικία των 15 ἐτῶν, πληροφορήθηκε γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ θέλησε νὰ μάθει γιὰ τὴν πίστη τους. Προμηθεύτηκε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ κάποια χριστιανικὰ συγγράμματα, τὰ ὁποῖα μελετοῦσε μὲ προσοχή, κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς της. Εὔκολα διαπίστωσε ὅτι οἱ συκοφαντίες τῶν εἰδωλολατρῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν δὲν ευσταθούσαν καὶ πείστηκε πὼς ἡ πίστη τους ἦταν ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπὸ τὶς διάφορες εἰδωλολατρικὲς θρησκεῖες τῆς ἐποχῆς της. Προσπαθοῦσε δὲ νὰ βρεῖ τὴν εὐκαιρία νὰ ἀσπασθεῖ τὴν πίστη στὸ Χριστό.
Κάποια μέρα, προσποιήθηκε ὅτι ἤθελε νὰ πάει στὴν ἐξοχὴ καὶ ζήτησε τὴν ἄδεια τῶν γονέων της νὰ πάρει μαζί της τοὺς πιστούς της εὐνούχους Πρωτάν καὶ Ὑάκινθο. Στὸ δρόμο τους ἐξήγησε ὅτι δὲν θὰ ἐπέστρεφε στὸ σπίτι καὶ τοὺς ρώτησε ἂν ἦταν διατεθειμένοι νὰ τὴν ἀκολουθήσουν. Ἐκεῖνοι δέχτηκαν καὶ ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ ἕνα κοινόβιο μοναστήρι, ὅπου ἡγούμενος ἦταν ἕνας ἐνάρετος ἄνδρας ὀνόματι Θεόδωρος καὶ μαζί τους κατοικοῦσε καὶ ὁ Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς Έλενος. Γιὰ νὰ τὴ δεχτοῦν, ντύθηκε ἀνδρικὰ ροῦχα καὶ προσποιήθηκε τὸν ἔφηβο. Ἡ Εὐγενία μαζὶ μὲ τοὺς δύο εὐνούχους της ἔγιναν δεκτοὶ στὴν ἀδελφότητα, κατηχήθηκαν καὶ ἔλαβαν τὸ ἅγιο Βάπτισμα.
Ἕν τῷ μεταξὺ οἱ οἰκεῖοι της θρηνοῦσαν τὴν ἐξαφάνισή της καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὴ βροῦν. Ὁ πατέρας της κάλεσε τοὺς μάντεις καὶ τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων νὰ τοῦ φανερώσουν τὴν κόρη του. Μάταια προσπαθοῦσαν νὰ μαντέψουν γιὰ τὴν Εὐγενία. Καὶ γιὰ νὰ ξεμπερδέψουν μὲ τὸν πατέρα της, τοῦ εἶπαν ὅτι δῆθεν οἱ «θεοὶ» ζήλεψαν τὴν ὀμορφιά της καὶ τὴν πῆραν γιὰ σύζυγό τους! Ὁ ἀγαθὸς Φίλιππος τοὺς πίστεψε καὶ διέταξε νὰ τῆς κάμουν ἄγαλμα καὶ νὰ τὴν προσκυνοῦν ὡς «θεά».
Ἡ Εὐγενία πρόκοβε πνευματικὰ στὸ Μοναστήρι. Ἔφτασε μάλιστα καὶ σημεῖο ἁγιότητας, ἐπιτελῶντας θαύματα. Οἱ πιστοί της εὐνοῦχοι προσπαθοῦσαν νὰ τὴν μιμηθοῦν στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν πνευματική της προκοπή.
Ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια κοιμήθηκε ὁ ἡγούμενος Θεόδωρος καὶ τότε οἱ ἀδελφοὶ τῆς Μονῆς ζήτησαν ἀπὸ τὴν Εὐγενία (τὴν ὁποία θεωροῦσαν ἄνδρα) νὰ γίνει ὁ ἡγούμενός της. Αὐτὴ συναισθανόμενη τὸ βάρος τῆς διακονίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ φόβο μήπως ἀποκαλυφτεῖ τὸ μυστικό της, ἀρνήθηκε. Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ ἐπιμονὴ τῶν ἀδελφῶν, δέχτηκε καὶ αναδείχτηκε ἱκανότατη ἡγούμενος, καθοδηγῶντας στὴν ἄσκηση καὶ στὴν πνευματικὴ πρόοδο τοὺς μοναχοὺς τῆς Μονῆς. Ἡ ἁγιότητά της εἶχε γίνει πασίγνωστη, καθὼς καὶ ἡ θαυματουργική της χάρη, νὰ θεραπεύει τὴν ἀνθρώπινη ἀρρώστους. Ἔτρεχαν ἀπὸ ὅλη την γύρω περιοχὴ νὰ λάβουν θεραπεία χιλιάδες ἀσθενεῖς.
Ὅμως ἡ χάρη τῆς θαυματουργίας της στάθηκε ἀφορμὴ νὰ ἀποκαλυφτεῖ τὸ μυστικό της. Κάποια ἀρχόντισσα ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ὀνόματι Μελανθία εἶχε ἀρρωστήσει βαριά, κατέφυγε στὴ Μονὴ καὶ θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴν Εὐγενία. Ὅμως ὁ διάβολος τὴν πείραξε καὶ ἐρωτεύτηκε τὴν Εὐγενία, τὴν ὁποία ἐξέλαβε ὡς ὡραιότατο ἄνδρα. Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ πῆγε στὴ Μονὴ καὶ φανέρωσε σὲ Ἐκείνη τὸν ἔρωτά της. Ἡ Εὐγενία ἔγινε ἔξαλλη ἀπὸ τὸ θυμό της καὶ ἐπέπληξε σκληρὰ τὴν Μελανθία. Τότε ἐκείνη γεμάτη θυμὸ ἔτρεξε στὸν ἔπαρχο πατέρα της καὶ τὴν συκοφάντησε ὡς ἡγούμενο ὡς ἀνήθικο. Ὁ Φίλιππος διέταξε νὰ πᾶνε νὰ τὴν συλλάβουν καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσουν μπροστά του, μαζὶ μὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα, οἱ ὁποῖοι ὑπερέβαιναν τοὺς τριακοσίους καὶ τοὺς ὁδήγησε στὴ φυλακή. Δὲν ἀναγνώρισε τὴν κόρη του καὶ τὴν ἀνέκρινε. Ἡ δαιμονικὴ συκοφάντης ἔφερε καὶ μιὰ δούλη, ἡ ὁποία ἰσχυρίστηκε ὅτι τῇ βίασε ὁ ἡγούμενος. Ὁ ἔπαρχος τους ἀπείλησε μὲ θάνατο.
Βλέποντας ἡ Εὐγενία ὅτι θὰ θανατώνονταν τόσοι ἄνθρωποι, ἀποκαλύφτηκε στὸν ἔπαρχο πατέρα της, καὶ τοῦ γνώρισε τὴν ἀπόφασή της νὰ γίνει Χριστιανή. Ἐκεῖνος τὴν πῆρε μὲ τὸ ζόρι μαζί του, τὴν ἔντυσε λαμπρὰ ἐνδύματα καὶ τὴν ἀνέβασε σὲ θρόνο. Τὴν ἴδια στιγμὴ φωτιὰ ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κατέκαψε τὴν Μελανθία καὶ ὁλόκληρο τὸ οἰκοδόμημα. Προφανῶς φονεύτηκε καὶ ὁ πατέρας της.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἡ Εὐγενία, μὲ τὴ μητέρα της, τὰ ἀδέλφια της καὶ τοὺς πιστούς της εὐνούχους, ἀναχώρησε γιὰ τὴ Ρώμη, ὅπου ζοῦσαν μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Ὅμως νέο σκληρὸ διωγμὸ κίνησαν Ρωμαῖοι κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Χιλιάδες Χριστιανοὶ συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν καὶ θανατώνονταν γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Οἱ στρατιῶτες ἀνακάλυψαν τὴν Εὐγενία μὲ τοὺς ἀκολούθους της. Τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς ἔφεραν σὲ κάποιο εἰδωλολατρικὸ ναὸ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Τὰ ἀγάλματα ὅμως ἔπεσαν ἀπὸ μόνα τους καὶ στρίφτηκαν. Τότε ὁ ἔπαρχος Νικίτιος διέταξε καὶ ἀποκεφάλισαν τὸν Πρωτάν καὶ τὸν Ὑάκινθο. Τὴν δὲ Εὐγενία ὁδήγησαν σὲ παρακείμενο ναὸ τῆς Ἀρτέμιδος νὰ θυσιάσει. Ἐκείνη ἀρνήθηκε καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἔγινε μεγάλος σεισμὸς καὶ τὸ ἄγαλμα τῆς ψευτοθεάς ράγισε καὶ ἔγινε κομμάτια. Τότε τῆς ἔδεσαν μεγάλη πέτρα στὸ λαιμὸ καὶ τὴν ἔριξαν στὸν Τίβερη, ἀλλὰ σώθηκε θαυματουργικά. Τὴν ἔριξαν σὲ πυρακτωμένο καμίνι, ἀλλὰ καὶ πάλι σώθηκε. Ὁμολογοῦσε μὲ ἀπαράμιλλο θάρρος τὴν πίστη στὸ Χριστό, μεταστρέφοντας πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴ σωτηρία.
Τελικά, ἀφοῦ εἶδαν ὅτι ἦταν μάταιο νὰ περιμένουν τὴν μεταστροφή της, ἔστειλαν αἱμοβόρο δήμιο στὴ φυλακή, ὁ ὁποῖος τὴν κατάσφαξε. Τὰ ἀδέλφια της καὶ ἡ μητέρα της πῆραν τὸ σῶμα της καὶ τὸ ἔθαψαν στὴ Ρωμαία Ὁδό, τὸ ὁποῖο εἶχε γίνει πηγὴ θαυμάτων. Ἡ μνήμη της τιμᾶται στὶς 24 Δεκεμβρίου.