της Μαρίας Κορνάρου
«Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ» (Α΄ Ιω. δ΄18)
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔκλεισε τὴν πόρτα τοῦ γιὰ νὰ μἠν τὀν βρίσκει ὁ θάνατος. Δὲν θεωρεῖ ὄτι τοῦ χρωστάει τίποτε, ἐλπίζει μάλιστα πὼς ἴσως νὰ μὴ συναντηθοῦν ποτέ. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δὲ γνωρίζει παρελθὸν οὔτε μέλλον, κι ἔπαψε πιὰ νὰ μιλᾶ γιὰ αἰωνιότητα. Ἔτσι, φαντάζεται τοῦ θανάτου τὸ πρόσωπο φοβερό, κατάμαυρο. Κι ἄς ἔχει πείσει τὸν ἐαυτό του πὼς δὲν είν’ ὁ θάνατος παρὰ σκιά, παρὰ μεγάλος ὕπνος, κι οὔτε ὑπάρχουνε φωτιἐς και βάσανα κι ὀδύνες στὴν ἄλλη ζωή. Οὔτε ὡς ἀπλή ἀνυπαρξία, ὅπως τὸν φαντάζεται, δὲν ἀντέχει τὸ θάνατο ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὁ ἐγκλωβισμένος στὴν πολύχρωμη φλυαρία ποὺ κατήντησε τὴν επίγειά του ζωή. Πόσο μάλλον ἄν ἤξερε πὼς ὁ θάνατος εἶναι μία θύρα ποὺ ὁδηγεῖ στὸ ἐπέκεινα, κι ὁ δρόμος διαφέρει ἀνάλογα μὲ τὶς πράξεις που’ χει ὁ καθένας καμωμένες στὸν πρόσκαιρο βίο του. Τὰ πιὸ φανταχτερὰ συγχωροχάρτια δὲ θα’ πειθαν πιὰ τὶς ταλαιπωρημένες ψυχές, καὶ μιᾶς ποὺ ἔχουν καταργηθεῖ πρὸ πολλοῦ κι αὐτά, μόνη λύση μένει νὰ φύγουν ἤ νὰ κρυφτοῦν. Τώρα κρύβονται. Ἀργότερα ἴσως ψάξουν ἕνα δρόμο ποὺ νὰ οδηγεῖ έκτός τῆς θνητῆς ὑπάρξεως, σὲ τόπο ἀσφαλούς ἀθανασίας. Μὰ οὔτε θὰ τοὺς περάσει ὁ λογισμὸς πὼς μόνος δρόμος τέτοιος ὑπάρχει ν’ άκολουθεῖς τὸ Χριστό, ποὺ έκείνοι Τὸν ἀρνήθηκαν. Σὰν θὰ τὸ μάθουν, θα’ ναι πολύ ἀργά, καὶ θα’ χει γκρεμιστεῖ κάθε πόρτα κλειδωμένη καὶ κάθε σκοτεινὴ γωνιὰ ποὺ προσέφερε κρυψώνα ἀπό τὸ θάνατο.
Τὶ ἄλλο εἶναι ὁ θάνατος, ἄν ὄχι ὁ μεγαλύτερός μας φόβος; Κι ὅλα τ’ ἄλλα ποὺ φοβόμαστε, στὸ θάνατο ἀναφέρονται: ἡ πτωχεία, ἡ καταισχύνη, ἡ ἀποτυχία, ὅλα αὐτά δὲ θὰ μπορούσαν βέβαια νὰ τρομάξουν ἕναν ἀθάνατο. Γιατὶ ὁ ἀθάνατος θα’ βρισκε χρόνο νὰ τὰ ἐπιδιορθώσει, νὰ φτιάξει τὰ πράγματα ἀπ’ τὴν ἀρχή, σωστά. Ὅμως ὁ θνητός, μπροστὰ στὸ φόβητρο τοῦ θανάτου, πρέπει νὰ φτιάξει ἔστω τὴν παρούσα ζωὴ σὲ μέτρα ἀρεστά, εἰδάλλως δὲ θὰ πάρει μαζὶ τοῦ οὔτε τὴν εὐχάριστη ἀνάμνηση, οὔτε τὴν δόξα, οὔτε τὴν ἀπόλαυση, ὅταν θὰ φύγει γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο. Ἔτσι νομίζει, τουλάχιστον, ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος. Ἡ αλήθεια εἶναι, ὅπως διαβάζουμε ξεκάθαρα στὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου, ὅτι οὕτως ή ἄλλως δὲ θὰ πάρει τίποτα μαζί του. Ἐπιμένει ὁ κοσμικὸς στὴν πίστη στὴν παρούσα ζωή, σὰ σὲ μία πρόσκαιρη ἀλλὰ γλυκιὰ παρηγοριὰ μπροστὰ στὸ ἄλγος τῆς θνητότητας. Ὁ Χριστιανὸς δὲ θησαυρίζει σ’ αὐτό τὸν κόσμο, γνωρίζοντας πὼς τίποτε ἀπ’ ὅσα μαζεύει δὲ θὰ τοῦ φανεῖ χρήσιμο τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Οἱ ποινὲς καὶ τὰ φόβητρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου δὲ μποροῦν νὰ τὸν λυγίσουν, ἀφοῦ τὸ μεγάλο φόβητρο, ὁ θάνατος, ἔχει κατακρημνιστεῖ. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀνακρινόμενος γιὰ τὴν πίστη τοῦ ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, ἐξέφρασε αὐτὴ τὴν ἀφοβία τοῦ ἀληθοῦς Χριστιανοῦ. «Πῶς δὲ φοβᾶσαι;» ρώτησε ὁ ἔπαρχος, βλέποντας τὸ Βασίλειο ἀτάραχο μπροστά στὶς ἐπαπειλούμενες τιμωρίες. «…[Δ]ὲ φοβᾶται δήμευση αὐτός ποὺ δὲν ἔχει τίποτα, ἐκτός ἀπό τὰ τριμμένα παλιὰ ρούχα καὶ μερικά βιβλία…Ἡ ἐξορία πάλι δέ με τρομάζει, γιατὶ δὲν ἔχω τόπο δικό μου…Τὰ βασανιστήρια; Τὶ νὰ τὰ κάνουν αὐτά σὲ σώμα σὰν τὸ δικό μου;…Μὲ ἀπειλεῖς μὲ θάνατο; Θἀ μου γίνεις εὐεργέτης. Αὐτὸ ποθῶ κι έγῶ, νὰ πάω πιὸ γρήγορα στὸ Θεό, γιὰ τὸν ὁποίο ζῶ καὶ ἀγωνίζομαι…»
Στὴν ἀπάντηση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ πατέρα τῆς Εκκλησίας μας βλέπουμε τὸ παράδοξο ποὺ βιώνει ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος: Ὁ φόβος θανάτου γίνεται πόθος θανάτου! Γιατὶ ὁ θάνατος δέν ειναι τέλος, ἀλλά συνάντηση μὲ τὸ νυμφίο τῆς ψυχῆς. Ἄν γιὰ ἑμάς ὁ θάνατος φαίνεται σκοτεινὴ καὶ φοβερὴ ὥρα, εἵμαστε κατ’ ὄνομα Χριστιανοί. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει τὸ Χριστιανὸ νὰ δείξει τὴν πίστη του στὸ Χριστὸ μὲ τὴν περιφρόνηση στὸ θάνατο. Οἱ ἄπιστοι καλὰ κάνουν νὰ τὸν φοβοῦνται, γράφει, γιατὶ δὲν ἔχουν ἐλπίδα ἀναστάσεως. Ὅμως ὁ Χριστιανὸς ποὺ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή, πῶς θὰ δικαιολογηθεῖ, εἄν ἀπὸ τὴ μία ὁμολογεῖ πίστη στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀπὸ τὴν ἄλλη φοβᾶται τὸ θάνατο ὅπως οἱ ἄπιστοι; Ἀφοβία θανάτου, πάντως, δὲ σημαίνει καὶ ἀνεύθυνη στάση ζωῆς. Ὁ Χριστιανὸς δὲν ἔχει φόβο θανάτου, ἔχει ὅμως φόβο κολάσεως. Ὡς πρὸς τὸ θάνατο, ἔχει τὴ μνήμη του, ὅπως συμβουλεύουν οἱ πατέρες, τὴ συνείδηση ὄτι μιὰ μέρα θὰ τὸν ἐπισκεφθεί καὶ έκείνον τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ὁδηγεί στὴ μετάνοια.
Ἡ σύνδεση ἀνάμεσα στὴν ἀγάπη καὶ τὸ φόβο ἴσως διέφευγε ὡς τώρα τῆς προσοχής μας. Εἶναι δύσκολο νὰ τὴν κατανοήσουμε, ἀφοῦ δἐν ἔχουμε τὸ φωτισμένο νοῦ ποὺ ἐρμηνεύει τὶς γραφές, ὅπως εἴχαν οἱ πατέρες τῆς Εκκλησίας μας. Ὅμως, στὴ σύγχρονη πανδημία, ἀποκαλύπτεται διὰ τῆς ἐμπειρίας ἀκόμη καὶ σὲ ἑμάς ὅτι «ὸ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τὴ ἀγάπη». Οἱ Χριστιανοὶ τῶν παλαιῶν χρόνων, ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ θανάτου, ἤταν άπό τοὺς πρώτους ποὺ συμπαραστέκονταν στοὺς ἄρρωστους, ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ἤταν μολυσμένοι ἀπό μεταδοτικὲς ἀσθένειες. Ὁ ἱστορικὸς Εύσέβιος Καισαρείας περιγράφει τὴ συμπεριφορά των Χριστιανῶν καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν κατὰ τὴ διάρκεια μίας πανδημίας στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. Οἱ εἰδωλολάτρες ἀπέφευγαν ὅποιον νοσοῦσε, ἔδιωχναν άκόμη καὶ τοὺς οἰκείους τοὺς ἀπὸ τὸ σπίτι εἄν εἴχαν τὴν ἀσθένεια καὶ τοὺς ἄφηναν στὸ δρόμο μισοπεθαμένους. Οἱ Χριστιανοί ἀντίθετα, ἔψαχναν καὶ περιέθαλπαν τὸν κάθε ἄρρωστο, καὶ ἔφταναν νὰ πεθαίνουν οἱ ἴδιοι, ἔχοντας μολυνθεῖ ἀπό τὴν ἀσθένεια γιὰ νὰ βοηθήσουν τοὺς ἄλλους νὰ τὴν ξεπεράσουν. Ἐκείνο τὸν καιρό, ὄταν κάποιος πέθαινε ἀπό τὴ μολυσματικὴ ἀσθένεια, οἱ εἰδωλολάτρες δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ τὸν ἀγγίξουν γιὰ νὰ τὸν θάψουν. Οἱ Χριστιανοὶ ἔπλεναν τοὺς κεκοιμημένους ἀπὸ τὴ λοιμικὴ νόσο, τοὺς ἀγκάλιαζαν, τοὺς ἔκλειναν τὰ μάτια μὲ τὰ χέρια τοὺς καὶ τοὺς κήδευαν…
Σήμερα ἡ κατ’ ὄνομα Χριστιανικὴ κοινωνία ἀντιμετωπίζει τὴ λοιμικὴ νόσο μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Οἱ νοσούντες ἀπομονώνονται ἀπ’ ὅλους, μάλιστα ἀπαγορεύεται διὰ νόμου νὰ τοὺς πλησιάσει κανείς. Ἀπαγορεύεται νὰ ἐπισκεφθεῖ κανεὶς στὸ νοσοκομεῖο αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κορωνοϊό. Νοσοκόμοι κατὰ τὸν πρῶτο ἐγκλεισμὸ περιέγραφαν τὴ δυσκολία ἑνὸς θανάτου ἀπὸ κορωνοϊό: εἶναι ἕνας μοναχικὸς θάνατος, καθὼς ὁ ἀσθενὴς πεθαίνει χωρὶς νὰ ἔχει τὴν παρηγοριὰ τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας δίπλα τοῦ, στὸ νοσοκομειακὸ κρεβάτι, ἀπομονωμένος. Δὲν επιτρέπεται οὔτε νὰ κηδευτεῖ κανονικά, ἀλλά μὲ περιορισμένο ἀριθμό ἀτόμων. Θάβεται χωρὶς νὰ τοῦ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμό, χωρὶς ν’ ἀγγίξουν κὰν τὸ φέρετρο, ποὺ τὸ κουβαλοῦν ντυμένοι μὲ προστατευτικὲς φόρμες σὰ νὰ πρόκειται γιὰ τοξικὴ ούσία καὶ ὄχι άνθρώπινο σώμα. Ἡ ἱερότητα τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει χῶρο σὲ μία κοινωνία ποὺ φοβᾶται μὴ νοσήσει.
Εμεῖς οἱ Χριστιανοί, πῶς συγκρινόμαστε μ’ ἐκείνους τοὺς πρώτους Χριστιανούς; Πολὺ ὑπολειπόμαστε. Σίγουρα ὅμως, μποροῦμε νὰ βροῦμε ἕνα τρόπο ν’ ἀγαπήσουμε τοὺς
συνανθρώπους μας, κατὰ τὸ μέτρο ποὺ μποροῦμε. Ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ δὲ μπορεῖ νὰ χωριστεῖ ἀπό τὴν ἀγάπη στὸν πλησίον. Καὶ ἡ ἀγάπη αὐτὴ δὲ μπορεῖ νὰ ἐκδηλωθεῖ, ἂν δὲν συντρίψουμε πρώτα τὸ φόβο ποὺ φυλάει τὸ τρεμάμενο ἐγῶ μας. Ἡ ἀγάπη μὰς ἐλευθερώνει. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Λουκάς Συμφερουπόλεως, «στὸ φόβο ὑπάρχει τυραννία, καὶ ἐκείνους ποὺ στὴν καρδιά τοὺς δὲν ὑπάρχει ἀγάπη, ὁ φόβος τοὺς εμποδίζει νὰ ζοῦνε, ὁ φόβος τοὺς καταδιώκει. Ὁ φόβος βασανίζει ὅλους εκείνους, στοὺς ὁποίους δὲν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ειναι εἰρήνη καὶ δικαιοσύνη»