«Θεμέλιον γάρ ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός».
(Α΄ Πρός Κορινθίους, Γ΄, 11)
Ζοῦμε ἐδῶ καί ἀρκετά χρόνια τή συστηματική προσπάθεια ἐξοστρακισμοῦ τῆς χριστιανικῆς πίστης καί τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης ἀπό κάθε θεσμό καί κάθε πτυχή τοῦ δημόσιου ἀλλά καί τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου τῶν Ἑλλήνων. Δέν ὑπάρχει ἀσφαλῶς καμμία ἀμφιβολία, ὅτι πάντα ζούσαμε σέ ἕναν κόσμο πού ἡ δύναμη τοῦ κακοῦ, ἡ κατίσχυση τοῦ πονηροῦ καί ἡ πρακτική ἀδυναμία τοῦ ἀγαθοῦ συνιστοῦσε σκάνδαλο τό ὁποῖο, στά μέτρα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς, ἦταν καί παραμένει ἀνερμήνευτο. Αὐτό πού συνεῖχε ὅμως, πάντοτε, τήν καθημερινή μας ζωή καί ἀπέτρεπε τήν πλήρη ἠθική διάλυση ἦταν ἕνα κοινωνικό αἴσθημα πού προσανατόλιζε ἐπαναληπτικά τίς ψυχές, μέ ὅλες τους τίς ἀδυναμίες, πρός τήν παρήγορη μητρική θαλπωρή τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σταδιακή ἀπάλειψη αὐτοῦ τοῦ αἰσθήματος, ἀργά ἀλλά σταθερά, δέν ἔχει ἀνοίξει ἁπλῶς διάπλατα τόν δρόμο πρός τήν πρωτοφανῆ πολιτισμική κατάπτωση πού γνωρίζει ὁ Νέος Ἑλληνισμός στίς ἡμέρες μας. Ὁδηγεῖ μέ μαθηματική ἀκρίβεια στόν ἱστορικό θάνατο τοῦ Γένους μας, τό ὁποῖο ἀφενός πιέζεται βιολογικά καί ἀπειλεῖται μέ δημογραφική κατάρρευση καί ἀφετέρου πιέζεται ἰδεολογικά μέσῳ ἑνός νέου διχασμοῦ πού ἀπειλεῖ νά διαρρήξει τήν μέ κόπο ἀποκτημένη ἱστορική μας ἑνότητα.
Δέν εἶναι, φυσικά, ἀποκομμένη αὐτή ἡ ἐξέλιξη ἀπό τόν γενικότερο ἀποχριστιανισμό τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ἐπιχειρεῖται ἐδῶ καί αἰῶνες ἀλλά μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση ἀπό τά τέλη τοῦ 20ου αἰώνα. Ὡσάν κάποιες δυνάμεις νά ἀπέσυραν τό ἀναποτελεσματικό ὅπλο τῆς βίας (μέ τό ὁποῖο εἰς μάτην δοκίμασαν νά ἐξαφανίσουν τήν Ἐκκλησία στήν Ἀνατολική Εὐρώπη), διότι ἀνακάλυψαν ἕνα πολύ πιό ἰσχυρό ὅπλο: τήν ἀτομική καί τή συλλογική διάβρωση. Ὅποιος συναισθάνεται τή βαθύτερη κρισιμότητα τῆς ἐποχῆς μας, πέρα ἀπό τήν ἐντυπωσιακή προφάνεια τῆς οἰκονομικῆς κρίσης καί τῶν ἄλλων ἐξωτερικῶν γεγονότων, δέν μπορεῖ παρά νά σταθεῖ μέ περίσκεψη καί νά στοχαστεῖ μία σειρά ἀπό κινδύνους πού διαγράφονται πλέον ἄμεσοι. Ἡ Ἱστορία μπορεῖ νά ἀποδειχθεῖ πολύτιμος σύμβουλος τόσο ἐπειδή οἱ ἀναλογίες τῆς σημερινῆς κρίσεως παραπέμπουν ἀπευθείας σέ δύο ἐφιαλτικά προηγούμενα (στούς χρόνους τῆς ὑποταγῆς τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου στή ρωμαϊκή ἰσχύ καί στήν ὕστερη φάση καταρρεύσεως τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς ρωμέηκης αὐτοκρατορίας) ὅσο καί ἐπειδή ἡ μόνη δυνατότητα διασώσεως τοῦ Γένους εἶναι ἐκείνη ἀκριβῶς πού λειτούργησε στά προηγούμενα αὐτά. Στήν πρώτη περίπτωση διά τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ χάρη στόν ἐκχριστιανισμό του καί στή δεύτερη διά τῆς διαφυλάξεως τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητος μέσα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή.
Θά ἀναρωτηθεῖ φυσικά ὁ δικαιολογημένα καχύποπτος σέ μεγάλα λόγια ἀναγνώστης: Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ κίνδυνοι πού δικαιολογοῦν τόσο δραματικές διαπιστώσεις; Πέρα ἀπό τήν οἰκονομική κρίση καί τήν προφανῆ ἀδυναμία νά ὑπερασπίζεται μία χώρα χρεωκοπημένη τά ἀγαθά καί τά δίκαιά της, ἡ πιό ἀνησυχητική ἐξέλιξη εἶναι ἡ ὅλο καί πιό ἔντονη ἐσωτερική ἠθική διάσπαση, οἱ ὀξυνόμενες ταξικές συγκρούσεις καί ὁ χωρίς ὅρια ἀτομικισμός πού καθιστᾶ κενό γράμμα κάθε συλλογική ἀξία καί μεγεθύνει τούς ἐξωτερικούς κινδύνους. Οἱ κίνδυνοι αὐτοί ἐδῶ καί ἀρκετό καιρό δέν περιορίζονται πλέον στίς γνωστές παραδοσιακές ἀπειλές πού προέρχονται ἀπό τόν ἐπεκτατισμό τῶν βορείων καί ἀνατολικῶν γειτόνων μας ἀλλά ἔχουν καταστεῖ κατ’ οὐσίαν ἐσωτερικοί λόγῳ τῆς δημογραφικῆς κρίσεως καί τοῦ ἐξελισσόμενου ἐποικισμοῦ τῆς χώρας ἀπό μουσουλμανικά κύματα πού θά ἀνατρέψουν σέ λίγες δεκαετίες πλήρως τήν πληθυσμιακή σύνθεση τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ὑποβαθμίζοντας δραματικά τό ἐπίπεδο πολιτισμοῦ καί συρρικνώνοντας τίς ἐλευθερίες πρός δόξαν τοῦ πολυπολιτισμοῦ.
Παράλληλος μέ αὐτό τόν ἐξελισσόμενο ἐποικισμό, ἐνισχυόμενος ὁμοίως μέ τό ἐπιχείρημα τοῦ πολυπολιτισμοῦ, εἶναι καί ὁ κίνδυνος τῆς ἐκκοσμίκευσης. Μιᾶς ἐκκοσμίκευσης διπλῆς, τόσο τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν ὅσο καί αὐτῆς τῆς ἴδιας της Ἐκκλησίας ὅταν αὐτή περιορίζει αὐτοβούλως τήν θεία ἀποστολή της! Παρατηροῦμε ἔτσι μία ὅλο καί ἰσχυρότερη πίεση στό πολιτικό πεδίο ἀπό δυνάμεις ἐντός καί ἐκτός τῆς χώρας πού ἐπιθυμοῦν τήν περιθωριοποίηση ὄχι ἁπλῶς τῆς διοικούσας Ἐκκλησίας ἀλλά τῆς ἴδιας της χριστιανικῆς πίστης ἀπό κάθε πτυχή τοῦ δημόσιου καί τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου. Ἡ πίεση αὐτή διευκολύνεται, ἐπειδή οἱ ἴδιοι οἱ χριστιανοί (μέ τήν εὐθύνη δυστυχῶς μεγάλου μέρους τοῦ κλήρου καί τῆς διοικούσας Ἐκκλησίας ἡ ὁποία ἀναζητᾶ κοσμικά στηρίγματα ὡσάν νά μήν ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν Ἱδρυτή Της) ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό εὐαγγελικό πνεῦμα καί τήν πατερική διδασκαλία, σέ σημεῖο πού ὁ φτωχός Ἰησοῦς, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ νά μοιάζει σχεδόν ξένος καί μυθικός. Ὁ ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου σκανδαλισμός καί ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τή ζωή καί τά μυστήρια της πίστεως, ἐξυπηρετεῖ τέλεια τά σχέδια καί τίς στοχεύσεις ὅσων μεθοδεύουν τή διάρρηξη τοῦ ἱεροῦ δεσμοῦ ἑλληνικότητας καί ὀρθοδοξίας.
Σάν νά μήν ἔφταναν οἱ κίνδυνοι αὐτοί, τά τελευταῖα χρόνια βλέπουμε νά ἐξαπλώνεται μία νεοπαγανιστική δεισιδαιμονία πού ἐμφανίζεται ὡς ἀρχαιολατρία ἐνῷ στήν πραγματικότητα εἶναι ἁπλῶς ἀντιχριστιανισμός καί ἀναζήτηση προσχήματος ἀνηθικισμοῦ. Ἡ δεισιδαιμονία αὐτή θέλει νά ἀγνοεῖ ὅτι πρῶτοι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι ἀνακάλυψαν τό ψεῦδος καί τά ἀδιέξοδά της ἀρχαίας θρησκείας καί ἀναζήτησαν τή λύτρωση στόν Ἕνα Θεό, τόν Λόγο τοῦ ὁποίου προεικόνισαν. Θέλει ἐπίσης νά ἀγνοεῖ ὅτι χάρη στή σύνδεση ἀπό τούς μεγάλους Ἕλληνες- Χριστιανούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἐπιτευγμάτων τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος μέ τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, διασώθηκε ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία στήν Ἀνατολή, ἀναγεννήθηκε τό ἑλληνικό γένος, ἀνέλαβε τήν ἡγεσία μιᾶς αὐτοκρατορίας καί συνέχισε τήν πορεία τοῦ ὥς τίς ἡμέρες μας. Οὔτε ἡ ἰσλαμοποίηση τῆς Ἁγίας Γῆς, οὔτε ἡ τουρκοποίηση τῆς Ἑλληνικῆς Μικρᾶς Ἀσίας, οὔτε ἡ ἀποστασία τῆς πρεσβυγενούς Πρώτης Ρώμης πού ὑποτάχθηκε στά γερμανικά φύλα καί διολίσθησε στήν παραχάραξη τῆς κοινῆς ἀλήθειας, μπόρεσε νά διαρρήξει τή βαθιά ἑνότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καί τήν ἀπαρασάλευτη πίστη του στά πάτρια. Θά ἐπιτρέψουμε νά συμβεῖ αὐτό στίς ἡμέρες μας;
Εἴμαστε πλέον στόν καιρό τῶν ἀποφάσεων. Οἱ ἀποφάσεις ὅμως ἀπαιτοῦν γρήγορο νοῦ καί καρδία καθαρά. Ἕνας τυφλός συντηρητισμός πού ἀπό ἀντίδραση στίς προαναφερθεῖσες ἀπειλές θά ὁδηγοῦσε σέ μία στάση μή πνευματική, σέ παραμόρφωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας καί σέ φανατισμό πού ἀκυρώνει τήν οὐσία τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς στάσεως (ἡ ὁποία πρέπει νά καθοδηγεῖ ὄχι μόνο τή διακήρυξη τοῦ καλοῦ ἀλλά καί τήν στάση ἀπέναντι στό κακό) δέν θά εἶχε κανένα ἀποτέλεσμα. Ἡ ὑποχώρηση σέ πολιτικές σκοπιμότητες καί ἀνίερες ἐκμεταλλεύσεις τῶν ἱερῶν συνιστᾶ κίνδυνο ἐξίσου σοβαρό μέ τήν ἄρνηση τῶν ἱερῶν. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, στό ὄνομα μιᾶς «χριστιανικῆς καθαρότητας» δέν μποροῦμε νά περιφρονοῦμε τήν ὑλική διάσταση τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς, διάσταση πού καί αὐτή εὐλογήθηκε καί ἀποτελεῖ πολύτιμη δωρεά τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας γιά τά δίκαια καί τό μέλλον τοῦ Γένους δέν εἶναι ἐθνοφυλετική ἐκτροπή, ἀλλά περιφρούρηση ἑνός θείου δώρου πρός τούς ἀνθρώπους καί προστασία ἑνός ἱεροῦ περιβάλλοντος. Περιβάλλοντος εὐχαριστίας, δοξολογίας καί ἐλεύθερης λειτουργικῆς ζωῆς.
Αὐτό τό περιβάλλον καλούμαστε σήμερα νά ἀνασυγκροτήσουμε. Λαός χωρίς ὑψηλές ἠθικές καί πνευματικές δυνάμεις, οὔτε εὔρυθμο κράτος μπορεῖ νά συγκροτήσει, οὔτε οἰκονομική ἰσχύ νά διατηρήσει, οὔτε ἐπωφελεῖς διεθνεῖς σχέσεις νά συνάψει, οὔτε ἀξιόμαχες ἔνοπλες δυνάμεις νά παρατάξει. Ἤδη ἡ ἀποξένωση ἀπό τήν ἑλληνορθόδοξη πνευματική παράδοση ἔχει συνεπιφέρει πλῆθος στρεβλώσεων σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ὅταν τά πρῶτα βήματα τοῦ παιδιοῦ γίνονται σέ μία οἰκογένεια χωρίς πνευματική ἑνότητα καί σέ ἕνα σχολεῖο πού εἶναι μᾶλλον ἕνας μηχανισμός ἐργαλειακός παρά χῶρος παιδείας, ἐπαγγελματικό ἐργοτάξιο ἀντί περιβάλλον ἄνθησης τῶν δωρεῶν, τῶν χαρισμάτων καί τῶν ἀρετῶν μέ τίς ὁποῖες κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἔχει προικιστεῖ, ὅταν σέ μία κοινωνία πού ἡ οἰκογένεια καί τό σχολεῖο ἀπό πολύχρωμο θερμοκήπιο ἀγάπης, ἐνθάρρυνσης καί καλλιέργειας φρονήματος, μεταβάλλονται σέ ἕνα γκρίζο τοπίο πρόωρης ἀγωνίας, μόνο δεινά μπορεῖ νά περιμένει κανείς γιά τό αὔριο αὐτῆς τῆς κοινωνίας.
Ὁ ἀγώνας πού ἀνοίγεται μπροστά μας, ἡ ὑπεράσπιση τῆς ἐθνικῆς μας διάρκειας καί τῆς πνευματικῆς μας συνέχειας, δέν εἶναι νέος. Ὁ τρόπος ὅμως πού θά ἀναλάβουμε αὐτό τόν ἀγώνα θά πρέπει νά εἶναι νέος, ἄν θέλουμε νά ἀντιμετωπίσουμε πραγματικά τά δεινά πού ἐπέρχονται. Ὁ ἀγώνας αὐτός δέν θά εἶναι μία ἀντίδραση μέ κοσμικούς ὅρους, μέ ὅρους ὑλικῆς βίας ἤ ρητορικῆς ἐκμετάλλευσης. Ἡ πρόκληση σήμερα εἶναι ὁ διαρκής αὐτοέλεγχος, ἡ συνειδητοποίηση τοῦ κύριου ἔργου μας πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν πνευματική μας ὁλοκλήρωση, ἀπό τή γέννηση μέσα στόν καθένα μας ἀτομικά (καί στήν κοινωνία μας συλλογικά) τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ φανέρωση κι ἡ βίωση ἀπό τώρα, ἀπό τόν παρόντα κόσμο, στή σημερινή Ἑλλάδα, τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Τριάδας. Μέ ἄλλα λόγια ἡ βίωση τῆς Ἀναστάσεως πρό τοῦ Θανάτου. Καί καθώς στά χρόνια πού ἔρχονται ἡ ὑπεράσπιση τῆς προγονικῆς μας κληρονομιᾶς θά ἀπαιτήσει τό ἦθος τῶν Νεομαρτύρων, ἄς θυμηθοῦμε πώς «οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ».
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2010