Σεπτέμβρης πάλι έφτασε
και τα σχολειά ανοίγουν
κι οι μαθητές κι οι δάσκαλοι
παρέα ξανασμίγουν.
– Μα, πού είναι φέτος ο Κωστής;
– Δεν βλέπω τη Δανάη…
– Μαρίνα εσύ στέκεις εκεί;
– Ο Παύλος πού κοιτάει;
– Κυρία, εγώ είμαι, ο Κωστής…
Δεν με αναγνωρίζεις;
– Δεν είμαι εγώ η κυρία σου…
για άλλη με νομίζεις…
– Ψάχνω το πρόσωπο να δω
να μου χαμογελάει…
Παντού ίδιο βλέμμα αισθάνομαι
γύρω να με κοιτάει…
Χριστίνα, εσύ μου μίλησες;
– Όχι, η Παναγιώτα!
– Βιβή, εσύ τραγούδησες;
– Τον Αριστείδη ρώτα…
– Κωστή μου, έλα, είμαι εδώ…
εδώ και περιμένω…
– Κυρία, πώς να σ΄αισθανθώ
με πρόσωπο πια ξένο;
Όλοι είναι ίδιοι γύρω μου
και θέλω τον καθένα
να μου μιλά, να μου γελά,
να χαίρεται μ΄εμένα…
Ν΄αγγίζω, να αισθάνομαι…
να τρέχω, να φωνάζω,
να χαίρομαι, να τραγουδώ,
να παίζω, ν΄αγκαλιάζω!
– Κωστή μου, μην ανησυχείς
και θέλεις εξηγήσεις…
Θα ΄σαι ασφαλής και δυνατός,
τι άλλο να ζητήσεις;
– Κυρία, πνίγομαι βαθιά…
Θέλω να αναπνεύσω
αέρα λεύτερο, γλυκό,
ψηλά να ταξιδέψω!
– Κωστή μου, μη ζητάς πολλά…
κι αν πάλλεται η καρδιά σου,
ποιος την ακούει να σκιρτά
μαζί με τα όνειρά σου;
Στο πλήθος ένας και εσύ
ντυμένος προσωπείο…
Παιδί με θείο Πρόσωπο
σε απρόσωπο σχολείο…