Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἀνασταινόταν, θὰ ἤμασταν οἱ πιὸ ἀξιοθρήνητοι καὶ ἐξαπατημένοι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορ. 15,19). Ἔτσι χρίει ἀμέσως τὴν Ἀνάσταση ὡς τὴ μεγαλύτερη ἑορτὴ τῆς Χριστιανοσύνης. Ἀλλὰ καὶ ἂν ὁ Χριστὸς δὲν γεννιόταν, δὲν θὰ εἴχαμε ποτὲ τὴν ἀνάσταση, συμπληρώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ συνδέει ἔτσι ἀναπόσπαστα τὴ γέννηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ μὲ τὴν ἀνάστασή του. Γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζει τὰ Χριστούγεννα ὡς τὴν «Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν» τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας μας.
Στὴ ζωὴ καὶ στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ οἱ δύο αὐτὲς μεγάλες ἑορτὲς ἔχουν μία ἰδιαίτερη σημασία. Ἔπαιξαν σπουδαῖο ρόλο στὴν ὑπόμνηση καὶ διασφάλιση τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος. Ὅπως τὸ Πάσχα ὑπογράφει τὸ δόγμα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι τὰ Χριστούγεννα σφραγίζουν τὸ δόγμα τῆς τελείας ἀνθρωπίνης φύσεώς του. Στὴν ἀνάσταση βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο Θεό, στὴ γέννηση βλέπουμε τὸν Θεὸ ἄνθρωπο.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας κατὰ τῶν αἱρετικῶν ποὺ ἀρνήθηκαν τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Ἰησοῦ, κατὰ τῶν μονοφυσιτῶν δηλαδή, χρησιμοποίησε τὴ θεία ἐνσάρκωση καὶ ἐνανθρώπισή Του, ἐνῷ ἐναντίον ἐκείνων ποὺ ἀρνήθηκαν, καὶ τυφλὰ ἀκόμη ἀρνοῦνται, τὴ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ χρησιμοποίησε ὡς ἀπόδειξη τὴ θεία του Ἀνάσταση. Ἔτσι, εἶναι βεβαίως τὸ Ἅγιον Πάσχα «ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων», ἀλλὰ καὶ τὰ Χριστούγεννα, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, εἶναι ἡ μητρόπολις, ἡ μήτηρ καὶ ἡ ρίζα τῶν ἑορτῶν μας.
Καθὼς μελετοῦμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ τὴ λατρευτικὴ-λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, πληροφορούμεθα ὅτι στὴν Ἀνατολὴ μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου (4ος αἰ.) ἑόρταζαν μαζὶ τὰ Χριστούγεννα καὶ τὰ Θεοφάνεια. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συνετέλεσε τὰ μέγιστα νὰ διαχωριστοῦν τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων καὶ νὰ ἀποτελέσουν ἰδιαίτερη ἑορτή. Γι’ αὐτὸ ὁ μέγας αὐτὸς πατὴρ καὶ μέγιστος κήρυκας τοῦ θείου λόγου ἀφιέρωσε δύο θαυμάσιες καὶ μοναδικὲς ὁμιλίες «Εἰς τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος». Σὲ αὐτὲς τὶς ὁμιλίες μὲ προσοχὴ καὶ θεία δύναμη ἐμβαθύνει στὸ ἄφατο μυστήριο τῆς θείας ἐνσαρκώσεως καὶ μὲ λυρισμὸ ἀλλὰ καὶ θεολογικὴ σοφία ἐξυμνεῖ τὸ γεγονὸς καὶ τὴν ἑορτή.
Συγκεκριμένα γράφει: «Σκέψου πόσο μεγάλο εἶναι νὰ βλέπεις τὸν ἥλιο νὰ ἔχει κατέλθει ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ τρέχει πάνω στὴ γῆ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ἀφήνει παντοῦ τὶς ἀκτῖνες του. Ὅταν λοιπὸν αὐτό, ἂν συνέβαινε στὸν αἰσθητὸ ἥλιο, θὰ ἄφηνε κατάπληκτους ἐκείνους ποὺ θὰ τὸ ἔβλεπαν, σκέψου καὶ συλλογίσου τώρα πόσο μεγάλο εἶναι νὰ βλέπεις τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης νὰ ἀφήνει ἀπὸ τὴ σάρκα του τὶς ἀκτῖνες καὶ νὰ καταυγάζει τὶς ψυχές μας».
Σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ὁμιλίας του ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὰν μικρὸ παιδὶ ἐκφράζει τὰ ἐσώψυχα τῆς ὑπάρξεώς του καὶ χαίρεται γιὰ τὸ μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως καὶ θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ λυτρωτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, γράφει μὲ γλαφυρότητα καὶ ζωντάνια: «Μυστήριο παράξενο καὶ παράδοξο βλέπω. Βοσκοὶ μοῦ γεμίζουν τὰ αὐτιὰ ὄχι παίζοντας ἀλλὰ ψάλλοντας οὐράνιους ὕμνους. Ἄγγελοι ψάλλουν, ἀρχάγγελοι μελωδοῦν, ὑμνοῦν τὰ Χερουβείμ, δοξολογοῦν τὰ Σεραφείμ, ὅλοι γιορτάζουν βλέποντας τὸν Θεὸ στὴ γῆ καὶ τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό. Τώρα ποὺ ὅλοι σκιρτοῦν, θέλω καὶ ἐγὼ νὰ σκιρτήσω, ἐπιθυμῶ νὰ χορέψω, θέλω νὰ πανηγυρίσω. Χορεύω καὶ ἐγώ, ὄχι παίζοντας κιθάρα, ὄχι κουνώντας θυρσό, ὄχι κρατώντας αὐλούς, ὄχι ἀνάβοντας λαμπάδες, ἀλλὰ ἔχοντας μαζί μου ἀντὶ γιὰ μουσικὰ ὄργανα τὰ σπάργανα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα μου, αὐτὰ «ἡ ζωή μου, αὐτὰ ἡ σωτηρία μου, αὐτὰ ὁ αὐλός μου, αὐτὰ ἡ κιθάρα μου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔρχομαι κρατώντας αὐτά, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ πῶ μὲ τὴ δύναμή τους, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
Ὅταν ὅμως ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος προσπαθεῖ μὲ τὴν πεπερασμένη ἀνθρώπινη λογικὴ νὰ ἐμβαθύνει στὸ μυστήριο τῆς «θείας οἰκονομίας», τῆς θείας ἐνσαρκώσεως, νιώθει ἀδύναμος καὶ σιωπᾶ λέγοντας μόνο τὰ ἑξῆς: «Συγχωρῆστε με, παρακαλῶ, ποὺ θέλω νὰ σταματήσω ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀκόμη τὸν λόγο. Φοβοῦμαι νὰ ἐξετάσω τὰ ὑπερφυσικά, καὶ δὲν ξέρω πῶς ἢ ποῦ νὰ στρέψω τὰ πηδάλια τῶν λόγων μου. Τί νὰ πῶ ἢ τί νὰ ἀναφέρω; Βλέπω ἐκείνη ποὺ τὸν γέννησε, βλέπω ἐκεῖνον ποὺ γεννήθηκε, μὰ δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ ξεκαθαρίζω τὸν τρόπο τῆς γεννήσεως».
Ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους λόγους καὶ ὁμιλίες ὁ ἅγιος Πατέρας ὁμιλεῖ γιὰ τὴ σημασία τῆς ἑορτῆς, ἐπειδὴ ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουν, ὅπως ἀπὸ τὴν πηγὴ οἱ ποταμοί, οἱ διάφορες ἑορτὲς τοῦ λειτουργικοῦ μας ἔτους (τὰ Θεοφάνεια, τὸ Πάσχα, ἡ Ἀνάληψη, ἡ Πεντηκοστή). Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο ἡ ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, δικαιοῦται νὰ ἔχει τὴν «προεδρία». Γι’ αὐτὸ προσθέτει καὶ λέγει: «Τὸ μεγαλύτερο καὶ ὕψιστο μυστήριο καὶ παράδοξο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ ἄσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔλαβε θνητὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Τὸ νὰ θελήσει νὰ γίνει ἄνθρωπος, ἐνῷ ἦταν Θεὸς, καὶ νὰ ἀνεχθεῖ νὰ ταπεινωθεῖ τόσο, ὅσο οὔτε ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δύναται νὰ χωρέσει, αὐτὸ εἶναι τὸ πλέον φρικτὸ καὶ ἀκατάληπτο».
Βεβαίως, ἴσως κάποιος ἀντιτείνει ὅτι ὅλος ὁ κόσμος σχεδὸν γνωρίζει τὰ Χριστούγεννα καὶ μάλιστα τὰ ἑορτάζει τὶς ἡμέρες αὐτές. Ἡ γέννηση ὅμως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει καμία ἀπολύτως σχέση μὲ τὴν κοσμικὴ ἑορτή. Αὐτὴ ἴσως εἶναι μία θαυμάσια ἑορτὴ γιὰ τὸ πεπτικό μας σύστημα ἢ γιὰ τὶς ἐθιμοτυπίες μας, ἀλλὰ σίγουρα ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι τὰ Χριστούγεννα. Γιὰ τὸ μικρό ποίμνιο, γιὰ τοὺς χριστιανοὺς δηλαδὴ ὄχι τῆς ἀστυνομικῆς ταυτότητος ἀλλὰ τῆς συνειδήσεως, τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἕνα μυστήριο ἀπρόσιτο, ἄφατο καὶ ἀνέκφραστο καὶ στὸν πιὸ μεγάλο σοφό. Μέσα στὴν ἐκκλησία εἶναι μία ἀκόμη ἑορτὴ ποὺ συνεπικουρεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ βιώσουνὀντολογικὰ τὴν ἐνσάρκωση καὶ ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ὡς ἕνα γεγονὸς τοῦ καιροῦ ἐκείνου ἀλλὰ ὡς μία ζῶσα πραγματικότητα τοῦ σήμερα, ὡς ἕνα μόνιμο παρὸν στὴ ζωή μας.
Ἐξάλλου, γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία καὶ θεολογία αὐτὸ θὰ πεῖ ἑορτάζω: «ξεφεύγω ἀπὸ τὸν χρόνο μου καὶ ἀπὸ τὸν τόπο μου καὶ εἰσέρχομαι στὴν αἰώνια ὥρα, στὸ αἰώνιο παρὸν τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ζήσω τὴν ἱστορία Του ὡς ἱστορία μου, γιὰ νὰ βιώσω τὴ ζωή Του ὡς ζωή μου. «Σήμερον γεννᾶται» ψάλλει τὶς ἡμέρες αὐτὲς ἡ Ἐκκλησία μας καὶ καταλύει τὰ χρονικὰ καὶ τοπικὰ ὅρια τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος, μεταφέροντας τοὺς πιστοὺς σὲ ἕνα διαρκὲς παρόν. Ἔτσι εἰσέρχεται τὸ θεϊκὸ μέσα στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα».
Ὅταν αὐτὸ εἶναι τὸ βαθύτερο νόημα κάθε ἑορτῆς, μποροῦμε πολὺ καλὰ νὰ κατανοήσουμε πόσο ἀνταποκρίνεται ὁ ἑορτασμὸς τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων στὴ σημασία τῶν Χριστουγέννων. Σίγουρα, πάντως, τὰ Χριστούγεννα δὲν εἶναι ἢ δὲν πρέπει νὰ εἶναι μία ἑορτὴ ρουτίνας ἢ ἐθιμοτυπίας. Τὰ Χριστούγεννα εἶναι πέλαγος καὶ ὠκεανός ἐμπράκτου καὶ ἐνσάρκου ἀγάπης, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ Θεὸς ἔγινε ἔνσαρκη εἰκόνα τοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου, τέλειος ἄνθρωπος, καὶ γεμίζει καὶ ὁλοκληρώνει μὲ τὸν ὠκεανό τῆς ἀγάπης του ὅλη τὴν κτίση, λογικὴ καὶ ἄλογη.
Ἂς δοῦμε ὅμως πῶς ὑπομνηματίζουν τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τρεῖς ἄλλοι μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὸν «Περὶ ἐνανθρωπίσεως» λόγο του γράφει: «Αὐτὸς (ἐννοεῖ τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ) ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ θεοποιηθοῦμε ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι. Αὐτὸς ἐφανέρωσε τὸν ἑαυτό Του μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, προκειμένου ἐμεῖς νὰ λάβουμε ἔννοια τοῦ ἀοράτου Θεοῦ Πατρός. Αὐτὸς ὑπέμεινε τὴν προερχόμενη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὕβρη, γιὰ νὰ κληρονομήσουμε ἐμεῖς τὴν ἀθανασία».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μὲ γλαφυρότητα ὑπογραμμίζει: «Αὐτὸς ποὺ εἶναι θεΐκὰ πλούσιος πτωχεύει. Πτωχεύει γιατὶ λαμβάνει τὴ δική μας φθαρτὴ καὶ θνητὴ ἀνθρώπινη σάρκα, προκειμένου νὰ πλουτίσουμε ἐμεῖς ἀπὸ τὴ δική του θεότητα. Αὐτὸς ποὺ εἶναι πλήρης χάριτος κενοῦται, προκειμένου ἐμεῖς νὰ γεμίσουμε ἀπὸ τὴ δική του πληρότητα. Ποιός εἶναι ἆραγε ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος αὐτῆς; Ποιό εἶναι τὸ μυστήριο ποὺ μὲ ἀφορᾶ; Ἐγὼ ὅταν πλάσθηκα, μετέλαβα τῆς θείας εἰκόνος καὶ δὲν τὴν ἐφύλαξα. Τώρα ἐκεῖνος μεταλαμβάνει τὴ δική μου σάρκα γιὰ νὰ σώσει τὴν εἰκόνα καὶ νὰ ἀθανατίσει τὴν ἀνθρώπινη σάρκα μου».
Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος στὴν ὁμιλία του «Εἰς τὸ γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», μὲ ἔμφαση καὶ διδακτικότητα διδάσκει καὶ θεολογεῖ: «Ὁ πρὸ αἰώνων μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁ ἀναφής, ὁ ἀσώματος καὶ ἄσαρκος, ὑπεισέρχεται τώρα στὸ δικό μου φθαρτὸ καὶ ὁρατὸ σῶμα. Ἆραγε, γιατί; Γιὰ νὰ τὸν βλέπουν καὶ μὲ τὴν ἴδια τὴν ἔνσαρκη παρουσία του νὰ διδάσκει. Ἀφοῦ μᾶς διδάξει, θὰ μᾶς χειραγωγήσει (καθοδηγήσει) πρὸς τὸ μὴ βλεπόμενον». Τέλος, κατὰ τὴ ρήση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «Καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀγαποῦν καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ μᾶς μισοῦν», χρόνια πολλά καί, κυρίως, χριστοκεντρικά, σωτήρια καὶ ἀνυπόκριτα.
Ἑπομένως, ἀγαπητοὶ ἀναγνῶστες, «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε»!!!
*Ὁ Ἰωάννης Ἐλ. Σιδηρᾶς εἶναι θεολόγος, ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς καὶ νομικός.