Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

 

     Με­τά φό­βου Θε­οῦ ἀλ­λά καί μέ θερμή πα­ρά­κλη­ση πρός τόν Θεό νά μέ φω­τί­σει νά ἐκ­φρά­σω σω­στά τό πιό ση­μαν­τι­κό βίω­μά­ μου· τή με­τα­στρο­φή μου στήν Ὀρ­θο­δο­ξία.

Ὁ παπ­πο­ῦς μου, Ἰ­τα­λός στήν κα­τα­γω­γή, ἀ­πό τήν Σι­κε­λί­α καί ἀρ­χι­τέ­κτο­νας στό ἐ­πάγ­γελ­μα βρέ­θη­κε στήν Κων­σταν­τι­νο­ύ­πο­λη. Στά τέ­λη τοῦ 19ου αἰ­ώνα ὁ Σουλ­τά­νος τόν ἔ­στει­λε στή Θεσ­σα­λο­νί­κη γιά νά κτί­σει δη­μό­σια κτή­ρια. Στή Θεσσαλονί­κη, ἡ ὁποία ἀ­νῆ­κε τό­τε στήν Ὀ­θω­μα­νι­κή Αὐ­το­κρα­τορί­α, ἔ­ζη­σε ἕ­ως τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Ἕ­να ἀ­πό τά ὀ­κτώ παι­διά του ἦ­ταν ὁ πα­τέ­ρας μου. Κι ἐ­γώ γεν­νή­θη­κα στή Θεσσαλονί­κη, ὅ­που σπο­ύ­δα­σα καί δη­μι­ο­ύρ­γη­σα οἰ­κο­γέ­νεια. Ἀ­πό παι­δί προ­σπα­θοῦ­σα νά ἀν­τα­πο­κρί­νο­μαι στά θρη­σκευ­τι­κά μου κα­θή­κον­τα.

Κα­θώς φοι­τοῦ­σα στό γαλ­λι­κό σχο­λεῖ­ο Δε­λα­σάλ, ἡ κα­τή­χη­ση ἦ­ταν ἀ­πα­ρα­ί­τη­τη, δι­ό­τι τήν ἐ­πι­μέ­λεια τοῦ σχο­λε­ί­ου τήν εἶ­χαν μο­να­χοί κα­θο­λι­κοί. Κάποια ἡ­μέ­ρα κα­τέ­φθα­σε ἕ­νας κα­θο­λι­κός ἱ­ε­ρέ­ας καί ἔ­κα­νε συ­ζή­τη­ση μέ ἔ­φη­βους κα­θο­λι­κο­ύς. Κά­λε­σαν κι ἐ­μέ­να. Κατά τή συ­ζή­τη­ση μέ ρώ­τη­σε ἄν θέ­λω νά γί­νω ἱε­ρέ­ας. Ἀπάντησα ἀρνητικά.  Παρό­λο πού μέ συγ­κί­νη­σε ἡ πρό­τα­ση, ἀρ­νή­θη­κα.

Σπο­ύ­δα­σα ἰ­α­τρι­κή στό Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσσαλονί­κης καί νυμφεύτηκα Ἑλ­λη­νί­δα ὀρ­θό­δο­ξη. Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι δέν εἴ­χα­με προ­στρι­βές ἐξαι­τί­ας τῆς δι­α­φο­ρε­τι­κό­τη­τάς μας στό δόγμα.

Με­τά τόν γά­μο βρε­θή­κα­με στήν Ἑλ­βε­τί­α, ὅ­που ἄ­νοι­ξα ἱ­α­τρεῖ­ο. Ἐ­κεῖ ἀ­πο­κτή­σα­με δύ­ο κό­ρες οἱ ὁ­ποῖ­ες βα­πτί­στη­καν κα­θο­λι­κές. Συ­νο­λι­κά ζή­σα­με στήν Ἑλ­βε­τί­α ἕν­δε­κα χρό­νια.

Ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς δι­α­μο­νῆς μας στήν Ἑλ­βε­τί­α ἦ­ταν νά χα­λα­ρώ­σου­με κά­πως στά θρη­σκευ­τι­κά μας κα­θή­κον­τα. Ὁ φι­λε­ύ­σπλα­χνος Θε­ός ὅ­μως μᾶς λυ­πή­θη­κε, μᾶς κά­λε­σε κοντά Του, καί μᾶς ὑ­πεν­θύ­μι­σε ὅ­τι δί­χως ἀ­γώ­να θά με­ί­νου­με ἐκτός νυμφῶνος. Ἀλ­λά πῶς μᾶς κά­λε­σε, ἄς μέ φω­τί­σει ὁ Πανάγαθος, νά σᾶς τό με­τα­φέ­ρω σω­στά στή συ­νέ­χεια.

Ἔπειτα ἀπό ἕν­δε­κα χρό­νια ξε­νι­τειᾶς ἐ­πι­στρέ­ψα­με στήν πα­τρί­δα. Κα­τοι­κία  καί ἰ­α­τρεῖ­ο στή Θεσ­σα­λο­νί­κη. Παρό­λο πού ὅ­λα πή­γαι­ναν πο­λύ κα­λά, με­τά ἀπό τέσ­σε­ρα χρό­νια ἀ­πο­φα­σί­σα­με νά ἐγ­κα­τα­στα­θοῦ­με στά Ν. Μου­δα­νιά Χαλ­κι­δι­κῆς. Αὐ­τό ἔ­γι­νε, δι­ό­τι μᾶς συ­νέ­βη κά­τι ἐν­τε­λῶς ξαφ­νι­κό καί ἀ­νε­ξή­γη­το. Καί σή­με­ρα ἀ­κό­μη ἀ­πο­ροῦ­με. Προ­σω­πι­κά ὅ­μως ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι, ἄν δέν γι­νό­ταν ὅ­λα αὐ­τά, πῶς θά γνώ­ρι­ζα τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Τό σχέ­διο ὅ­μως τοῦ Θε­οῦ προ­χω­ροῦ­σε καί μᾶς ἔ­δει­χνε τόν δρό­μο πού ἔ­πρε­πε ν᾿ ἀ­κο­λου­θή­σου­με.

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ἡ πα­ρου­σί­α τῆς Πα­να­γί­ας ἄρ­χι­σε νά γί­νε­ται πιό αἰ­σθη­τή στό σπί­τι μας μέ τό ἑ­ξῆς πε­ρι­στα­τι­κό: Ὁ Θε­ός πῆ­ρε τή για­γιά τῆς συ­ζύ­γου μου καί στό σπί­τι μας ἦλ­θε ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας Ὁ­δη­γή­τριας. Τήν εἰ­κό­να  ὁ παπ­πο­ύς της τή βρῆ­κε μέ θαῦ­μα, θαμ­μέ­νη στή γῆ. Ἡ σύ­ζυ­γος με­γά­λω­σε μέ τήν πα­ρου­σί­α αὐ­τῆς τῆς εἰ­κό­νας καί ἔ­ζη­σε κά­ποι­α θα­ύ­μα­τά της καί ἐν συνεχείᾳ  αἰ­σθαν­θή­κα­με καί οἰ­κο­γε­νεια­κῶς τή χά­ρη Της. Ἡ Πα­να­γί­α Ὁ­δη­γή­τρια μέ τή χά­ρη Της καί τήν πρε­σβε­ί­α Της μέ βο­ή­θη­σε νά βά­λω τέλος στήν ἀ­να­ζή­τη­σή μου, ἄν δηλαδή θά παραμείνω καθολικός ἤ θά μεταστραφῶ στήν Ὀρθοδοξία. Πῶς ἔ­γι­νε αὐ­τό, θά τό δοῦ­με πιό κά­τω.

Οἱ κό­ρες μου φοι­τοῦ­σαν στά μέ­σα τοῦ Δη­μο­τι­κοῦ Σχο­λε­ί­ου. Γιά ἐκ­κλη­σια­σμό τίς πή­γαι­να, ὅ­σο ἦ­ταν δυ­να­τόν, στήν κα­θο­λι­κή ἐκ­κλη­σί­α στή Θεσσαλονί­κη. Γιά δέ τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση ἐρ­χό­ταν κα­θο­λι­κός ἱ­ε­ρέ­ας γιά το­ύς κα­θο­λι­κο­ύς τῆς γύ­ρω πε­ρι­ο­χῆς καί ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση γι­νό­ταν στό ἰα­τρεῖ­ο.

Ἐ­πει­δή μέ τή σύ­ζυ­γο ἀ­πό παι­διά πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με κα­τη­χη­τι­κό σχο­λεῖ­ο, ἀ­πο­φα­σί­σα­με νά στείλουμε  καί τίς κό­ρες μας. Δέχτηκα νά πᾶ­νε στά Μου­δα­νιά, ἐ­άν τίς δέ­χον­ταν ὡς κα­θο­λι­κές πού ἦ­ταν. Δέν εἶ­χε ὅ­μως τό­τε γιά παι­διά. Μία κυ­ρί­α ὅ­μως εἶ­πε στή σύ­ζυ­γο: «Ἄν θέ­λε­τε νά ἀ­κο­ύ­σε­τε λό­γο Θε­οῦ, κά­θε Σάββατο στό Μο­να­στή­ρι τοῦ Τιμίου Προ­δρό­μου στή Με­τα­μόρ­φω­ση Χαλ­κι­δι­κῆς ὁ­μι­λεῖ ὁ Γέροντας π. Γρη­γό­ριος.

Ἦ­ταν κα­λο­κα­ί­ρι καί πή­γα­με οἰ­κο­γε­νεια­κῶς. Ὅ­λα πρω­τό­γνω­ρα γιά μᾶς. Πο­λύς κό­σμος στό προ­α­ύ­λιο, ὅ­που θά γι­νό­ταν ἡ ὁ­μι­λί­α, Μέ πολ­λή προ­σο­χή, ἴ­σως καί μέ πε­ρι­έρ­γεια πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με τήν ὁ­μι­λία­. Πι­στε­ύ­ου­με ὅ­τι ὅ­σα ἀ­κο­ύ­σα­με ἐ­κε­ί­νη τήν ἡ­μέ­ρα δέν ἦ­ταν τυ­χα­ῖα, ἀλ­λά θέ­λη­μα Θε­οῦ. Πι­στέ­ψα­με ὅ­τι αὐ­τή ἡ ὁ­μι­λί­α ἔ­γι­νε εἰ­δι­κά γιά μᾶς. Ὁ Θε­ός μᾶς κα­θο­δή­γη­σε σ᾿ αὐ­τή τήν ὁ­μι­λί­α γιά νά προ­βλη­μα­τι­στῶ καί ν᾿ ἀρ­χί­σω τήν ἀ­να­ζή­τη­ση καί μά­λι­στα μέ ἔν­το­νο ἐν­δι­α­φέ­ρον.

Ὁ σε­βα­στός Γέροντας ἀ­να­φέρ­θη­κε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί στήν ἱστορία του. Ἦ­ταν συγ­κλο­νι­στι­κό γιά μέ­να καί τή σύ­ζυ­γό μου. Οἱ κό­ρες δέν πο­λυ­κα­τα­λά­βαι­ναν λό­γῳ τῆς ἡ­λι­κί­ας τους. Τό συγ­κλο­νι­στι­κό ἦ­ταν ἡ πε­ρι­γρα­φή τῆς εἰ­σβο­λῆς τῶν Λα­τί­νων Κα­θο­λι­κῶν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ἐ­πί Βέκκου (Πα­τρι­άρ­χου) καί τῆς ἄ­σχη­μης συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τους ἀ­πέ­ναν­τι στά Μο­να­στή­ρια καί τούς μο­να­χο­ύς οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν δέ­χον­ταν νά συν­λει­τουρ­γή­σουν μα­ζί τους. Μέ κα­τέ­πλη­ξε ὁ Γέροντας, για­τί μι­λοῦ­σε μέ ἠ­ρε­μί­α καί μέ πό­νο ψυ­χῆς. Ἐ­πί­σης ἀ­να­φέρ­θη­κε καί σέ κά­ποι­ες δι­α­φο­ρές μας πού δέν ἐ­πι­τρέ­πουν τή συλλει­τουρ­γί­α καί τήν συμ­προ­σευ­χή, δι­α­φο­ρές πού ἐ­πῆλ­θαν με­τά τό Σχί­σμα, ἀ­φοῦ οἱ Κα­θο­λι­κοί κα­τήρ­γη­σαν ἤ ἀλλοίωσαν κά­ποι­ες πα­ρα­δό­σεις τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς πίστεως. Ἐ­δῶ κά­νω μί­α ἐ­πι­σή­μαν­ση σχε­τι­κά μέ τήν κα­θο­λι­κισμό. Ὅ­ταν ἤ­μουν μι­κρό παι­δί καί ἐ­μεῖς οἱ κα­θο­λι­κοί νη­στε­ύ­α­με. Ἀλ­λά κά­ποι­α στιγμή, δέν ἐν­θυ­μοῦ­μαι χρο­νο­λο­γί­α, μέ τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Πάπα ἡ νη­στε­ί­α κα­ταρ­γή­θη­κε. Ἐ­πί­σης, ὅ­ταν θέ­λα­με νά κοι­νω­νή­σου­με, πη­γα­ί­να­με στή Θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α νη­στι­κοί. Ἀλ­λά καί αὐ­τό κα­ταρ­γή­θη­κε. Ἐ­πα­νέρ­χο­μαι ὅ­μως στήν ὁ­μι­λί­α. Ἡ σύ­ζυ­γός μου, ὅ­πως μοῦ ἐ­ξή­γη­σε με­τά, τά ἀν­τι­με­τώ­πι­σε ὅ­λα ὡς ἑ­ξῆς: Ὅ­ταν ἄ­κου­σε τά τῶν κα­θο­λι­κῶν σκέ­φτη­κε ἐ­μέ­να καί μέ κο­ί­τα­ξε γιά νά δεῖ τήν ἀν­τί­δρα­σή μου . Μέ εἶ­δε νά ἀ­κο­ύ­ω μέ ἐν­δι­α­φέ­ρον. Ἔ­κα­νε ὅ­μως τόν λο­γι­σμό ὅ­τι  δέν θά το­ύς πή­γαι­να ξα­νά ἐ­κεῖ. Μόλις μπή­κα­με στό αὐ­το­κί­νη­το γιά τήν ἐ­πι­στρο­φή πε­ρί­με­νε νά  ἀ­κο­ύ­σει τήν ἀντίδρασή μου. Ἐ­γώ ὅ­μως τῆς εἶ­πα πώς ὅ­τι ἔ­χου­με τό­σες δι­α­φο­ρές. Πρέ­πει νά συ­ζη­τή­σω μέ κά­ποι­ον εἰ­δι­κό καί νά μοῦ πεῖ ἀ­κό­μη τί πρέ­πει νά δι­α­βά­σω γιά νά πλη­ρο­φο­ρη­θῶ τά πάν­τα. Καί αὐ­τό ἔ­πρα­ξα. Συ­ζή­τη­σα μέ Γέροντες καί προ­μη­θε­ύ­τη­κα τά σχε­τι­κά βι­βλί­α. Γιά τόν λό­γο αὐ­τό ἐ­πι­σκε­φτή­κα­με ὀρθόδοξα μο­να­στή­ρια.

Ὅ­ταν μά­θαι­να κά­ποι­α ἀ­λή­θεια σχε­τι­κή μέ τίς δι­α­φο­ρές μας, ἡ ὁ­πο­ί­α δέν ἄ­φη­νε πε­ρι­θώ­ριο ἀμ­φι­σβή­τη­σης ,αἰ­σθα­νό­μουν λύ­πη, ἀλ­λά καί ἱ­κα­νο­πο­ί­η­ση. Ἡ χρι­στι­α­νι­κή πίστη ξα­νοι­γό­ταν μπρο­στά μου, ὅ­πως ὁ Χρι­στός μᾶς τή δί­δα­ξε καί ὅ­πως οἱ Πα­τέ­ρες μᾶς τήν πα­ρέ­δω­σαν.

Ἀλ­λά ὁ Θε­ός μοῦ ἔ­δω­σε καί μί­α τε­λευ­τα­ί­α εὐ­και­ρί­α νά βι­ώ­σω κι ἄλ­λες κα­τα­στά­σεις σχε­τι­κές μέ τό θέ­μα γιά νά βγά­λω καί μό­νος μου συμ­πε­ρά­σμα­τα, ἀλ­λά καί νά ἀν­τι­δρά­σω δι­και­ο­λο­γη­μέ­να.

Ἡ ἑ­πό­με­νη κί­νη­σή μας ἦ­ταν ἡ ἑ­ξῆς: Ἐγ­κα­τα­στα­θή­κα­με στή Γαλ­λί­α με­τά ἀ­πό τά τέσ­σε­ρα χρό­νια πού ἤ­μα­σταν στά Μου­δα­νιά. Θά ἐκ­φρα­στῶ κά­πως ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κά, δι­ό­τι πολ­λές κα­τα­στά­σεις εἶ­ναι προ­σω­πι­κές.

Στή Γαλ­λί­α πα­ρα­μο­νές με­γά­λης ἑ­ο­ρτ­ῆς πῆ­γα μέ τίς κό­ρες γιά ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση στήν κα­θο­λι­κή ἐκ­κλη­σί­α. Ἀν­τι­κρί­σα­με ἀρ­κε­τά ἄ­το­μα στό κέν­τρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τόν ἱ­ε­ρέ­α μπρο­στά τους. Τόν πλη­σί­α­σα καί τοῦ εἶ­πα ὅ­τι θέ­λου­με νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με. Μᾶς ὑ­πέ­δει­ξε νά κα­θή­σου­με κοντά στο­ύς ἄλ­λους. Μά τοῦ εἶ­πα, ἐ­άν ὅ­λοι αὐ­τοί εἶ­ναι γιά ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση θά ἀρ­γή­σου­με πο­λύ. Ὄ­χι μοῦ λέ­ει. Θά τε­λει­ώ­σου­με ἀ­μέ­σως καί μᾶς ἐ­ξή­γη­σε. Θά κα­θήσετε καί ὅλοι σας θά λέ­τε τίς ἁ­μαρ­τί­ες σας ἀ­πό μέ­σα σας κι ἐ­γώ θά δι­α­βά­σω τήν συγ­χω­ρη­τι­κή εὐ­χή. Ἔ­μει­να ἄ­φω­νος. Ἐ­γώ στήν Ἑλ­λά­δα ἤ­ξε­ρα ἄλ­λα. Κάθε ἕ­νας μό­νος του μέ τόν ἱ­ε­ρέ­α. Δη­λα­δή ἀ­να­ρω­τή­θη­κα σέ κά­θε χώ­ρα ἔ­χουν τό δι­κα­ί­ω­μα νά κά­νουν ὅ­ποι­ες ἀλ­λα­γές θέ­λουν; Με­τά ρώ­τη­σα ἀ­πό πε­ρι­έρ­γεια καί μοῦ εἶ­παν ὅ­τι σέ ἄλ­λη ἐκ­κλη­σί­α δι­α­φο­ρε­τι­κά γί­νε­ται.

Γιά τή Θε­ί­α Κοι­νω­νί­α πή­γα­με στήν Ἑλ­βε­τί­α, στήν πό­λη πού κα­τοι­κο­ύ­σα­με κά­πο­τε. Ἦ­ταν πο­λύ κοντά στά σύ­νο­ρα μέ τή Γαλ­λί­α καί μέ τήν εὐ­και­ρί­α θά βλέ­πα­με καί γνω­στο­ύς. Εἶ­χε ἀρ­κε­τό κό­σμο, διότι ἦ­ταν με­γά­λη ἑ­ορτή. Γι᾿ αὐ­τόν τόν λό­γο κα­τά τή στιγμή τῆς Θε­ί­ας Κοι­νω­νί­ας σχη­μα­τί­στη­καν τρεῖς σει­ρές. Γρή­γο­ρα ὅ­μως ἔ­νι­ω­σα με­γά­λη ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας κοι­νω­νοῦ­σε στή με­σα­ί­α σει­ρά, στήν ἀ­ρι­στε­ρή σει­ρά το­ύς πι­στο­ύς κοι­νω­νοῦ­σε ἕ­νας λα­ϊ­κός, καί στή δε­ξιά σει­ρά κοι­νω­νοῦ­σε το­ύς πι­στο­ύς μί­α λα­ϊ­κή. Ἐ­πι­δί­ω­ξα νά κοι­νω­νή­σου­με ἀ­πό τόν ἱ­ε­ρέ­α, ἀλ­λά ἡ ψυ­χο­λο­γι­κή μου κα­τά­στα­ση δέν ἦ­ταν ἐν­τά­ξει. Συγ­χρό­νως δι­α­πί­στω­σα ὅ­τι ὁ λα­ϊ­κός πού κοι­νω­νοῦ­σε το­ύς πι­στο­ύς ἦ­ταν συ­νά­δελ­φος ἰ­α­τρός ἀ­πό πα­λιά. Γνω­ρι­ζό­μα­σταν καί οἰ­κο­γε­νεια­κῶς.  Ἐάν ἤ­μου­να στή δι­κή του σει­ρά, θά μέ κοι­νω­νοῦ­σε ὁ συ­νά­δελ­φος καί φί­λος μου.

Με­γά­λη ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση καί με­γά­λος προ­βλη­μα­τι­σμός, ἀλ­λά ἕ­ως ἐ­κε­ί­νην τή στιγμή δέν εἶ­χα λάβει κά­ποι­α ἀ­πό­φα­ση. Τήν ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση αὐ­τή ἀ­κο­λο­ύ­θη­σε ἡ ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση ἀ­πό τήν ἐρ­γα­σί­α. Προ­έ­κυ­ψε με­γά­λη οἰ­κο­νο­μι­κή κα­τα­στρο­φή. Ἔ­φτα­σα σέ ση­μεῖ­ο νά βλέ­πω ὡς μό­νη λύ­ση νά που­λή­σω τό σπί­τι στήν Ἑλ­λά­δα καί νά με­ί­νω πλέ­ον δί­χως δι­κή μου στέ­γη. Ἡ ἐλ­πί­δα νά ἀ­πο­φύ­γω αὐ­τή τήν ὀ­δυ­νη­ρή λύ­ση ἦ­ταν ἕ­να κτῆ­μα πού εἶ­χα, ἀλ­λά δυ­στυ­χῶς δέν γι­νό­ταν τί­πο­τε ἐφό­σον καί οἱ κτη­μα­το­με­σί­τες τό ἀ­πέ­κλει­σαν ὅ­τι θά γί­νει κά­τι, ἐφό­σον δέν ὑ­πῆρ­χε ζή­τη­ση. Κάθε ἡ­μέ­ρα πού περ­νοῦ­σε ἦ­ταν εἰς βά­ρος μας.

Ἀλ­λά εὐ­τυ­χῶς καί τόν Θεό δέν τόν ξέ­χα­σα. Ζήτησα τή βο­ή­θειά Του μέ με­σί­τρια τήν Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κο. Προ­σευ­χή­θη­κα ἐκ μέσης καρδίας μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας Ὁ­δη­γή­τριας καί συγ­χρό­νως ἔ­κα­να ἕ­να τά­μα. Τό θαῦ­μα ἔ­γι­νε καί τό τά­μα ἐκ­πλη­ρώ­θη­κε, ὅ­πως θά δοῦ­με πα­ρα­κά­τω.

Τό πρό­βλη­μά μας τό γνώ­ρι­ζε ἕ­νας φί­λος μας στήν Ἑλ­λά­δα, στήν πε­ρι­ο­χή Ν. Μου­δα­νι­ῶν. Τόν εἶ­χα πα­ρα­κα­λέ­σει ἐ­άν ἐν­δι­α­φερ­θεῖ κά­ποι­ος γιά τό κτῆ­μα νά μᾶς τη­λε­φω­νή­σει.

Εἶ­χαν πε­ρά­σει μό­λις λί­γες ἡ­μέ­ρες ἀ­πό τό τά­μα πού ἔ­κα­να, χτύ­πη­σε τό τη­λέ­φω­νο τό ὁ­ποῖ­ο σή­κω­σε ἡ σύ­ζυ­γος· ἦ­ταν ὁ φί­λος μας πού ἀ­νέ­φε­ρα πιό πά­νω. Με­τά τόν χαι­ρε­τι­σμό κατ᾿ εὐ­θεῖ­αν τῆς εἶ­πε: Ἄ­κου­σε, ἔ­γι­νε ἕ­να θαῦ­μα καί τῆς ἐ­ξή­γη­σε ἀ­μέ­σως. Ἐ­νῶ εἶ­μαι πο­λύ συ­νε­πής στό ὡ­ρά­ριο τῆς ἐρ­γα­σί­ας μου, δέν ξέ­ρω πῶς μοῦ ἦλ­θε προ­χθές καί ἐγ­κα­τέ­λει­ψα τήν ἐρ­γα­σί­α σχε­δόν μι­σή ὥ­ρα πιό ­νω­ρίς. Κάποιος ὅ­μως μέ ἀ­να­ζή­τη­σε τήν τε­λευ­τα­ί­α στιγμή καί, ἐ­πει­δή ἦ­ταν σχε­τι­κά ἐ­πεῖ­γον, μέ ἀ­να­ζή­τη­σε καί στό σπί­τι. Ἐ­νῷ συ­ζη­το­ύ­σα­με τήν ὑ­πό­θε­σή του, αὐ­τός κά­θε τό­σο ἔ­λε­γε: Τί ὡ­ρα­ί­α πού εἶ­στε ἐ­δῶ στήν ἐ­ξο­χή καί ἡ γυ­να­ί­κα μου ἐ­πι­θυ­μεῖ ἕ­να σπί­τι στήν ἐ­ξο­χή. Τότε τοῦ εἶ­πα γιά τό κτῆ­μα σας. Ἔ­δει­ξε ἐν­θου­σια­σμό καί ἐ­πι­θυ­μί­α νά τό δεῖ ἐ­κε­ί­νη τή στιγμή. Τόν πῆ­γα, τό εἶ­δε, τοῦ ἄ­ρε­σε καί με­τά ἀ­πό συγ­κα­τά­θε­ση τῆς γυ­να­ί­κας του εἶ­πε ἐν­τά­ξει. Ὅ­λα ἐ­ξε­λί­χθη­καν  καί ὅ­λα τα­κτο­ποι­ή­θη­καν τα­χύ­τα­τα. Τε­λι­κά σ᾿ αὐ­τό τό κτῆ­μα εἴ­κο­σι χρό­νια ἕ­ως τώ­ρα δέν χτί­στη­κε κα­νέ­να σπί­τι!

Ὅ­ταν ἐ­πι­στρέ­ψα­με γιά δε­ύ­τε­ρη φο­ρά στήν πα­τρί­δα οἱ φί­λοι ­μας καί οἱ πε­λά­τες μου μᾶς δέ­χτη­καν μέ χα­ρά καί ὅ­λα πῆ­γαν πο­λύ κα­λά.

Μέ τήν πρώ­τη εὐ­και­ρί­α ἐ­πι­σκε­φτή­κα­με τό μο­να­στή­ρι τοῦ Τιμίου Προ­δρό­μου­· ἤ­μου­να μό­νος μέ τή σύ­ζυ­γο. Στήν ἐ­πι­στρο­φή, ἐ­νῷ ὁ­δη­γοῦ­σα, τῆς εἶ­πα ὅ­τι ἀ­πο­φά­σι­σα νά βα­πτι­στῶ Ὀρ­θό­δο­ξος. Τῆς ἐ­ξή­γη­σα ὅ­τι ἔ­τα­ξα στήν Πα­να­γί­α ὅ­τι μό­λις ὅ­λα τα­κτο­ποι­η­θοῦν θά βα­πτι­στῶ. Οἱ κό­ρες μου δέ­χτη­καν ἐ­πί­σης νά βα­πτι­στοῦν. Ἦ­ταν ἤ­δη ἔ­φη­βες καί εἶ­χαν ἐμ­πε­δώ­σει πολ­λά γιά τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α πα­ρα­κο­λου­θών­τας το­ύς προ­βλη­μα­τι­σμο­ύς μου ἀλ­λά καί τίς δι­α­πι­στώ­σεις μου.

Γιά λί­γους μῆ­νες κατηχηθήκαμε καί με­τά ἔ­γι­νε ἡ βά­πτι­σή μας στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἁ­γί­ου Ἀρ­σε­νί­ου στό Βα­το­πέ­δι Χαλ­κι­δι­κῆς. Ἡ βά­πτι­σή μας ἔ­γι­νε ἀ­πό το­ύς σε­βα­στο­ύς Πα­τέ­ρες π. Γρη­γό­ριο καί π. Θε­ό­κλη­το, πού τό­σο μᾶς βο­ή­θη­σαν καί μᾶς βο­η­θοῦ­νε στήν πο­ρε­ί­α μας. Ἀ­νά­δο­χος, γνω­στή καί φί­λη τῆς οἰ­κο­γε­νε­ί­ας ἀ­πό τήν ὁ­πο­ί­α καί τόν σύ­ζυ­γό της ἀ­κο­ύ­γα­με συ­χνά λό­για ὠ­φέ­λι­μα γιά τήν πε­ρί­πτω­σή μας.

Κα­τά τή δι­άρ­κεια τοῦ μυ­στη­ρί­ου ζή­σα­με καί οἱ τρεῖς μας ἀ­ξέ­χα­στες στιγ­μές καί συ­ναι­σθή­μα­τα. Δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά εἰ­πω­θοῦν δη­μο­σί­ως. Ἐ­κεῖ­νο πού μπο­ρῶ νά πῶ μό­νο εἶ­ναι, ὅ­τι ὅ­λα μαρ­τυ­ροῦ­σαν τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ.

Δο­ξά­ζω τόν Θεό πού ἀ­κό­μη μοῦ ὑ­πέ­δει­ξε τόν δρό­μο τῆς ἱε­ρω­σύ­νης, ἀ­φοῦ, μέ τήν βά­πτι­σή μου, ὁ φι­λε­ύ­σπλα­χνος Θε­ός μέ ἀ­πάλ­λα­ξε ἀ­πό τίς πολ­λές ἁ­μαρ­τί­ες τοῦ πα­ρελ­θόν­τος. Βέβαια εἶ­χε προ­ηγη­θεῖ τῆς βα­πτί­σε­ως καί ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα ὅ­τι μπο­ρῶ νά γί­νω ἱ­ε­ρέ­ας καί μοῦ ἔ­γι­νε ἡ πρό­τα­ση, εἶ­πα τό ναί μέ χα­ρά, ἀλ­λά καί μέ φό­βο κα­τά πό­σο θά φα­νῶ ἀν­τά­ξιος στήν πρό­σκλη­ση τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­ταν ἤ­μουν νέ­ος, εἶ­πα τό ὄ­χι στήν ἴ­δια πρό­τα­ση τῶν καθολικῶν. Δέν θά πά­ψω νά εὐ­χα­ρι­στῶ τόν Θεό πού μέ φώ­τι­σε τό­τε ν᾿ ἀρ­νη­θῶ, ἀλ­λά δέν θά πά­ψω κυ­ρί­ως νά τόν εὐ­χα­ρι­στῶ πού μοῦ ἀ­πο­κά­λυ­ψε ποῦ βρί­σκε­ται ἡ ἀ­λή­θεια.

 

Μέ ἀ­γά­πη Χρι­στοῦ κι εὐ­χα­ρι­στί­ες πρός ὅ­λους

π. Κων­σταν­τῖ­νος

 

 

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Γ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠΤ. 2010