25 Ιουνίου 2014 σε ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ (4oς ἕως 7ος) Φλωρεντίνας Μπεϊντουλλάι Φιλολόγου Εἰδικῆς Ἀγωγῆς 1. Εἰσαγωγὴ Πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἦταν γνωστὸς ὁ ἀσκητικὸς βίος σὲ πολλὲς θρησκεῖες. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὅμως ἡ ἄσκηση δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν Χριστιανική, γιατί καὶ οἱ προϋποθέσεις ἦταν ἐντελῶς διαφορετικές, ὅπως ἐπίσης ἡ ἀφετηρία καὶ ὁ στόχος. Στὴν ἐργασία μας αὐτὴ, θὰ ἀναφερθοῦμε στὸν Χριστιανικὸ καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὸν Ὀρθόδοξο μοναχισμό. Βέβαια τὸ θέμα εἶναι τεράστιο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαντληθεῖ μέσα σὲ αὐτὸ τό πόνημα. Ὁ ὅρος μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ταυτόσημος μὲ τὸν ὅρο ἀσκητικὴ ζωή, γιατί ὁ μοναχὸς ἀσκεῖται στὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴ γιὰ νὰ φτάσει στὴ θέωση, τηρώντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μοναχισμὸς ἔχει τὶς ρίζες του στὸν ἴδιο χρόνο ποὺ κάποιοι Χριστιανοὶ ἀκολούθησαν τὴν ἀγαμία μέσα στήν Ἐκκλησία, μάλιστα ἀπὸ τὶς Ἀποστολικὲς ἡμέρες γιὰ νὰ γίνουν μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἐνεργοῦσαν σύμφωνα μὲ τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας (Α΄ Θεσ. 2,17) ποὺ ἀφιέρωναν ἐξ ὁλοκλήρου τὸν ἑαυτόν τους στὸν Χριστό, στὴ ζωὴ καὶ στὸ σωστικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη συναντοῦμε τὴν τάξη τῶν παρθένων, ἐκείνων δηλαδή τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν ἀφιερωθεῖ στὸν Χριστὸ ψυχοσωματικά. Αὐτὴ ἡ τάξη μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ πρόδρομος τοῦ ὀργανωμένου μοναχισμοῦ. Στὰ μεταποστολικὰ χρόνια, μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ποὺ εἶναι χρόνια διωγμῶν, παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο τῆς ἀναχώρησης καὶ τοῦ ἐρημιτισμοῦ, τῆς ἀπομάκρυνσης δηλαδή ἀπὸ τὶς πόλεις, τὶς κοινότητες καὶ τὶς ἐγκαταστάσεις στὶς ἐρήμους. Σημείωσε ἀμέσως μὲ τὴν ἔμφασή του τεράστια ἀνάπτυξη καὶ προώθησε στὸ ἔπακρο τὶς ἠθικὲς ἀρχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ. Βασικὸ στοιχεῖο τοῦ μοναχισμοῦ, εἶναι ὁ ἀσκητισμός. Οἱ μοναχοὶ δὲν εἶναι κάποιοι ἰδιότροποι ἄνθρωποι ποὺ ἀπὸ ἰδιορρυθμία βγῆκαν ἀπὸ τὶς πόλεις καὶ κατοικοῦν μέσα σὲ μερικὰ Μοναστήρια, ἀλλὰ «οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ», κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, «οἱ εὐαγγελικῶς ζῶντες» κατὰ τὸν Εὐάγριο τὸν Ποντικό, «οἱ μάρτυρες τῆς προαίρεσης», κατὰ τὸν Μεγάλο Ἀθανάσιο, «οἱ συνεχιστὲς τῆς μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας», κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο, «ἡ κόμη ποὺ κοσμεῖ τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἐπειδὴ νεκρώθηκαν κατὰ κόσμο καὶ δοξάζουν τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τοὺς πρώτους μεταχριστιανικοὺς αἰῶνες παρατηρήθηκε ἰσχυρὸ ρεῦμα φυγῆς ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ γιὰ λιμάνι καταφυγῆς προσφέρονταν οἱ ἐρημιὲς τῆς Νιτρίας, τῆς Σκήτης, τοῦ Σινᾶ, τῆς Παλαιστίνης, τῆς Συρίας καὶ ἀργότερα τοῦ Πόντου. Ὁ μοναχισμὸς ἔφτασε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴ Συρία. Τὸ πρῶτο Μοναστήρι ἱδρύθηκε τὸ 382 μ.Χ. καὶ ἡ μοναστικὴ ζωὴ γνώρισε τὴν μεγαλύτερη ἄνθιση τὸν 5ο καὶ τὸν 6ο αἰῶνα μὲ τὴν ὑποστήριξη τῆς ἀριστοκρατίας καὶ μίας σειρᾶς Αὐτοκρατόρων. Κύριο χαρακτηριστικό τῆς ἄσκησης, εἶναι ἡ ἀπάρνηση ὅλων τῶν ἐγκοσμίων ὄχι μόνο τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν οὐδετέρων ἀνέσεων καὶ ἀπολαύσεων. 2. Λόγοι φυγῆς στὴν ἔρημο Οἱ περισσότεροι μελετητὲς τῆς κοινωνιολογίας τοῦ Χριστιανισμοῦ προσδιορίζουν ὡς κυριότερη αἰτία τὴ φυγὴ τῶν Χριστιανῶν στὴν ἔρημο, τοῦ διωγμοῦ κατὰ τὰ μέσα τοῦ 3ου αἰῶνα καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ 4ου. Ὅταν οἱ διωγμοὶ σταμάτησαν, πολλοὶ Χριστιανοὶ προτίμησαν νὰ παραμείνουν στὴν ἔρημο, ὄχι μόνο γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ὅπως ἡ φτώχεια καὶ οἱ δυσβάσταχτοι φόροι, ἀλλὰ κυρίως γιὰ πνευματικοὺς λόγους. Πίστευαν ὅτι ἡ ἐγκόσμια ζωὴ ἀποτελοῦσε ἐμπόδιο στὴν πνευματική τους ἐξέλιξη, ἐνῶ ἡ ζωὴ στὴν ἔρημο θὰ τοὺς βοηθοῦσε νὰ περάσουν στὰ τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέωση. 3. Μορφὲς μοναχισμοῦ Ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν μοναχικὸς τύπος τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων εἶναι ὁ ἀναχωρητικός. Στὴ συνέχεια, δημιουργοῦνται οἱ Λαῦρες καὶ ὁλοκληρώνεται ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Κοινοβίου. Ὁ ἀναχωρητὴς ἀσκητεύει στὴν ἔρημο μόνος του. Ἡ Λαύρα εἶναι πολλὲς Σκῆτες μαζὶ, μὲ ἑνιαία μοναχικὴ ὀργάνωση καὶ διοίκηση. Μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἐνδιάμεση μορφὴ μοναχικῆς ζωῆς ἀνάμεσα στὸν ἐρημιτισμὸ καὶ τὸ Κοινόβιο. Τὸ Κοινόβιο εἶναι ἕνα ἑνιαῖο συγκρότημα κτιρίων μὲ ναό, τὸ γνωστὸ Μοναστήρι, ὅπου ζεῖ ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς μοναχῶν. Οἱ Κοινοβιάτες βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ προεστῶτος τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἐρημίτες ἔχουν τὸν Πνευματικό τους Γέροντα. Οἱ ἀναχωρητὲς ζοῦν σχεδὸν ἀπομονωμένα σὲ σπήλαιο σὲ πρόχειρα Κελλιὰ ἢ καὶ πάνω σὲ στύλους. 4. Ὁ πατὴρ τοῦ μοναχισμοῦ: Μέγας Ἀντώνιος Θεωρεῖται ὁ θεμελιωτὴς τοῦ μοναχικοῦ βίου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀνταλλάξει τὰ γήινα καὶ τὰ φθαρτὰ ἀγαθὰ μὲ τὰ αἰώνια καὶ ἄφθαρτα. Ἂν καὶ δὲν ἦταν ὁ πρῶτος μοναχὸς, οὔτε ὁ πρῶτος ἀσκητὴς τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὅταν γεννήθηκε ὁ ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος εἶχε ἀποσυρθεῖ στὴν ἔρημο, ὡστόσο ἄφησε ἔξοχο παράδειγμα ἀσκήσεως. Ὁ Μέγας Ἀντώνος γεννήθηκε τὸ 251 μ.Χ. στὴν Κόμα τῆς Ἂνω Αἰγύπτου. Προερχόταν ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια, ἀλλὰ μοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχούς. Γρήγορα ἀποσύρθηκε στὰ περίχωρα τῆς Ἡρακλουπόλεως καὶ μετὰ κατοικοῦσε σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο τάφο ὅπου πολεμήθηκε πολὺ ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Τὸ 285 μ.Χ. πέρασε τὸν Νεῖλο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Λυβικὴ ἔρημο Πισπίρ, ὅπου ἀσκήθηκε σκληρὰ στοὺς διάφορους πειρασμοὺς τῶν δαιμόνων γιὰ 20 χρόνια. Σὲ ἡλικία 50 ἐτῶν ὁ Ἀντώνιος, μετὰ ἀπὸ σκληρὸ πνευματικὸ ἀγῶνα ἀξιώθηκε νὰ ἀποκτήσει μεγάλη πνευματικὴ δύναμη, τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας καὶ τὴν ἱκανότητα νὰ θεραπεύει ἀρρώστους. Στὸ διωγμὸ τοῦ Μαξιμιλιανοῦ τὸ 311 μ.Χ. πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια μὲ σκοπὸ νὰ μαρτυρήσει. Ἐκεῖ στήριξε τοὺς Χριστιανούς, ἂν καὶ δὲν μαρτύρησε. Ἀργότερα μετακινήθηκε πρὸς τὸ ὄρος Κολζίμ, ὅπου ἔμεινε ὡς τὸ 338 μ.Χ., ἐγκαταλείπει ἔτσι τὴν ἀγαπημένη ἔρημο γιὰ νὰ κηρύξει ἐναντίον τοῦ Ἀρειανισμοῦ, θρησκευτικῆς αἱρέσεως στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου πῆγε ὕστερα ἀπὸ παράκληση τῶν Ἐπισκόπων, συγκλονίζοντας τὸν λαὸ μὲ τὴν ἀκτινοβολοῦσα ἁγιότητά του. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν ἔρημο, δεχόταν πλῆθος ἀπὸ ἐπισκέπτες ἀκόμα καὶ ἀπὸ Αὐτοκράτορες. Πέθανε σὲ ἡλικία 105 χρονῶν τὸ 356 μ.Χ. Κατὰ τὸν Μέγα Ἀντώνιο ἡ μεγαλύτερη ἀρετὴ γιὰ τὸν μοναχὸ εἶναι ἡ διάκριση, γιατί τὸν βοηθᾶ νὰ δεῖ καθαρὰ τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο, νὰ ἑρμηνεύσει καλύτερα τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ κατευθύνει σωστὰ τὴν ἄσκησή του. Σύμφωνα μὲ τὸν Μέγα Ἀντώνιο ἡ μέγιστη τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ διάκριση, διότι ὁδηγεῖ μὲ ἀσφάλεια στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Διάκριση εἶναι ἡ ἱκανότητα νὰ διακρίνει κανεὶς τὴν ἀλήθεια, νὰ κρίνει μὲ δικαιοσύνη, νὰ ἀποφασίζει καὶ νὰ ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. 5. Παχώμιος, ἱδρυτὴς τοῦ Κοινοβίου Ὁ Παχώμιος ἐγκαινίασε τὴν κοινοβιακὴ ζωὴ πρῶτος στὴν ἄνω Αἴγυπτο, ἔγινε μοναχὸς σὲ νεαρὴ ἡλικία. Γεννήθηκε γύρω στὸ 290 μ.Χ. στὴν Λατόπολη τῆς Αἰγύπτου. Μαθήτευσε κοντὰ στὸν Ἀσαΐτη Παλαμῶνα ἀπὸ τὸν ὁποῖο διδάχθηκε αὐστηρὴ νηστεία, ἀδιάλειπτη προσευχή, ἐργασία καὶ ἐλεημοσύνη. Μετὰ ἀπὸ 10 χρόνια ἕνα ὅραμα τὸν ὁδήγησε νὰ ἱδρύσει Μοναστήρι στὸ Ταβέννησι, ἕνα ἔρημο χωριὸ κοντὰ στὸν Νεῖλο, ὅπου συγκεντρώθηκαν 100 μοναχοὶ σὲ αὐτό. Αὐτὸ, τὸν παρακίνησε νὰ ἱδρύσει 11 Μοναστήρια ἀπὸ τὸ 320 ὡς τὸ 345 μ.Χ. Ὁ κανόνας τοῦ μοναχικοῦ βίου ποὺ ἄφησε ὁ Παχώμιος βασίζεται στὴν ἀποταγή, τὴν ἄσκηση, τὴν ἐργασία καὶ τὴν προσευχή. Οἱ μοναχοὶ ζοῦσαν ὁμαδικά, ἐργάζονταν, προσεύχονταν καὶ ἔτρωγαν μαζί. Ἡ ὑπακοὴ ἦταν πολὺ σημαντική. Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὴν Χριστιανικὴ ἱστορία ποὺ τόσοι ἄνθρωποι ὀργανώθηκαν σὲ μία κοινότητα, ἑνότητα καὶ ἀλληλεγγύη. Μετὰ ἀπὸ τὸν Ἀντώνιο καὶ τὸν Παχώμιο τὸ μοναχικὸ καὶ τὸ Κοινοβιακὸ πρότυπο συνδυάστηκαν μὲ διάφορους τρόπους. 6. Νέος τύπος μοναστηριοῦ, ἡ Λαύρα Ἡ Λαύρα ἀναπτύχθηκε στὴν Παλαιστίνη καὶ ἀποτελεῖ ἕναν εἰδικὸ τύπο Μοναστηριοῦ μὲ μερικὰ ξεχωριστὰ Κελλιὰ ἢ σπήλαια γύρω ἀπὸ ἕναν κοινὸ οἶκο. Σὲ αὐτὰ τὰ Κελλιὰ κατοικοῦσαν ἐρημίτες ποὺ συγκεντρώνονταν γιὰ κοινὴ λατρεία τὰ Σάββατα καὶ τὶς Κυριακές. Στὴ Συρία καὶ στὴν Μεσσοποταμία πρωτοεμφανίστηκε ὁ ἀναχωρητισμὸς στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ὁ μεγαλύτερος Σύρος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Ἐφραὶμ ὁ Σύρος ποὺ γεννήθηκε στὴ Νισίβη τῆς Μεσσοποταμίας τὸ 306 μ.Χ. Νέος ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, μαθητὴς τοῦ ἀναχωρητῆ ἁγίου Ἰακώβου. Ἡ αὐταπάρνηση στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες τοῦ χάρισε πολὺ νωρὶς τὴν καθαρότητα καὶ τὸν ἁγιασμὸ, ἐνῶ παράλληλα χωρὶς νὰ σπουδάσει τὴν κοσμικὴ σοφία τῆς ἐποχῆς του ἀπέκτησε τὴ θεία σοφία καὶ τὸ διδασκαλικὸ χάρισμα. Tό 363 μ.Χ. ὅταν ἡ Νισίβη ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Περσῶν, πολλοὶ Χριστιανοὶ κατέφυγαν στὴν Ἔδεσσα τῆς Συρίας. Μαζί τους πῆγε καὶ ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ καὶ μετὰ ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη ἄνοιξε διδασκαλεῖο ὅπου δίδασκε τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσέβεια. Σὲ αὐτὸ φοίτησαν πολλοὶ Ἐδεσσιανοὶ ποὺ ἀναδείχθηκαν σπουδαῖοι διδάσκαλοι τῆς Συριανῆς ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος ἀγωνίστηκε καὶ κοπίασε γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη πολεμώντας μὲ ἐπιτυχία τὶς αἱρέσεις τοῦ Ἄρειου καὶ τοῦ Βαρδισανοῦ. Διακόνησε μὲ αὐταπάρνηση τοὺς Ἐδεσσιανοὺς στὸ μεγάλο λιμὸ τοῦ 372 μ.Χ. Ὁ Ἐφραίμ, ὁ διάκονος τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἐδεσσιανῶν, κατέστησε τὸν ἑαυτὸ του ἄξιο νὰ μνημονεύεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸς λοιπόν, ἀφοῦ βάδισε ἐπάξια τὴν ὁδὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χωρὶς νὰ ξεφύγει καθόλου ἀπὸ τὴν εὐθεία ὁδό, καταξιώθηκε νὰ λάβει τὸ χάρισμα τῆς φυσικῆς γνώσεως, τὴν ὁποία διαδέχεται ἡ θεολογία καὶ ἡ ἔσχατη μακαριότητα. Ἀφοῦ ἄσκησε πάντοτε στὸ ἔπακρο τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ ἐποικοδομώντας συνεχῶς μὲ αὐτὴν γιὰ πολλὰ χρόνια ἐκείνους ποὺ πήγαιναν σὲ αὐτόν, ἀργότερα βγῆκε ἀπὸ τὸ Κελλί του γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο: ὅταν ἔπεσε μεγάλη πείνα στὴν πόλη τῶν Ἐδεσσιανῶν, νοιώθοντας αὐτὸς ὁ ζηλωτὴς τοῦ Χριστοῦ μεγάλη συμπόνια γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἐπαρχίας ποὺ πέθαναν ἀπὸ τὴν πείνα, πῆγε στοὺς πλούσιους καὶ τοὺς εἶπε: «Γιὰ ποιὸ λόγο δὲν ἐλεεῖτε τὴν ἀνθρώπινη φύση πού ὁδηγεῖται στὸν θάνατο, ἀλλὰ ἀφήνετε τὸν πλοῦτο σας νὰ σαπίζει πρὸς καταδίκη τῶν ψυχῶν σας;». Ἐκεῖνοι τότε, ἀφοῦ σκέφτηκαν τάχα σωστά, εἶπαν στὸν Ἅγιο: «δὲν μποροῦμε κανέναν νὰ ἐμπιστευτοῦμε γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τοὺς πεινασμένους προσφέροντας ψωμί. Γιατί ὅλοι ἐκμεταλλεύονται τὴν εὐκαιρία». Ἀπαντᾶ ὁ ἐνάρετος αὐτός: «Τί γνώμη ἔχετε γιὰ μένα, πῶς σᾶς φαίνομαι;». «Σὲ θεωροῦμε ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ». «Ἂν μὲ θεωρεῖτε ἔτσι, ἐμπιστευθεῖτε σὲ μένα τὴν φροντίδα τῶν πεινασμένων». Πραγματικὰ εἶχε τὴν ἐκτίμηση ὅλων. 7. Ὁ Ἡσυχασμός, ἐμπνευστὴς ἑνὸς μεγάλου Πατέρα Ὁ Μέγας Βασίλειος τὸ 357 μ.Χ. ταξίδεψε στὴν Μεσσοποταμία, Συρία, Παλαιστίνη καὶ Αἴγυπτο μὲ σκοπὸ νὰ μελετήσει τὶς διάφορες μορφὲς ἀσκήσεως γιὰ νὰ διαλέξει τὴν πιὸ κατάλληλη. Γιὰ τὸν ἀναχωρητισμὸ κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι, ἂν καὶ ἀξιοθαύμαστος δὲν θὰ βοηθᾶ τοὺς ἀνθρώπους νὰ βελτιωθοῦν μέσα ἀπὸ παραδείγματα καὶ συμβουλές. Ἔτσι ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπέλεξε τὸν Κοινοβιακὸ μοναχισμὸ, ἀλλὰ διέκρινε ὅτι οἱ οἶκοι τοῦ Μεγάλου Παχωμίου ἦταν ἀρκετὰ μεγάλοι γιὰ νὰ ἐπιτηρηθοῦν σωστά. Ἵδρυσε μία κοινότητα μετρίου μεγέθους καὶ αὐτὸ ἀποτέλεσε τὸν κανόνα σὲ ὅλη τὴ Βυζαντινὴ περίοδο. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἂν καὶ θεωρεῖται κοινωνικὸς πατήρ, ὅμως ἔχει βαθύτατες ἐμπειρίες τῆς νηπτικῆς καὶ ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Τονίζει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἡσυχίας τοῦ νοῦ γιὰ νὰ προσανατολιστεῖ πρὸς τὸν Θεό. Θεωρεῖ ὅτι οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ ἀκολουθοῦν ἕνα πρόγραμμα ἡμερήσιας ζωῆς κατὰ τὸ ὁποῖο ὑμνοῦν συνεχῶς τὸν Θεὸ καὶ παράλληλα ἀσχολοῦνται μὲ διάφορες ἐργασίες. Ἔτσι συνδυάζεται ἡ θεωρία καὶ ἡ πράξη, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ὑπακοή. 8. Ψυχωφελεῖς διηγήσεις γιὰ τοὺς ἀσκητὲς τῶν πρώτων αἰώνων Τὸ κεφάλαιο αὐτὸ ἀναφέρεται στὴν ἱερὴ θεωρία καὶ στὴν πρακτικὴ ἀρετὴ τῶν ἀσκητῶν τῶν πρώτων αἰώνων, ἔτσι ὅπως ἀποκαλύπτονται σὲ διάφορες διηγήσεις τῶν τριῶν ἔργων ποὺ δημοσιεύτηκαν τὸν 5ο καί 7ο αἰῶνα. Τὰ ἔργα αὐτὰ εἶναι: Ἡ κατ᾿ Αἴγυπτον τῶν μοναχῶν ἱστορία ἀπὸ ἀνώνυμο συγγραφέα. Ἡ Λαυσαϊκὴ ἱστορία τοῦ Παλλαδίου καὶ τὸ Λειμωναρίου τοῦ Μόσχου. Ἡ Λαυσαϊκὴ ἱστορία ἔλαβε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸν Λαῦσο τὸν θαλαμηπόλο τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Β΄ ἢ Κουβικουλάριο, στὸν ὁποῖο ἀφιερώνεται τὸ ἔργο. Ἀπὸ τὴν ἱστορία τῶν μοναχῶν τῆς Αἰγύπτου δίνεται σὲ ἁδρὲς γραμμὲς μία σύντομη περιγραφὴ 5 ὀνομαστῶν μορφῶν τοῦ ἀσκητισμοῦ, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁ Ἀπολλώς, ὁ Παῦλος καὶ κάποιοι ἀναχωρητὲς τῆς Νιτρίας. Κύριο χαρακτηριστικό τῆς ἄσκησης εἶναι ἡ ἀπάρνηση ὅλων τῶν ἐγκοσμίων ἀνέσεων καὶ ἀπολαύσεων. Ἀναδεικνύονται οἱ ἀρετὲς τῆς ταπείνωσης, τῆς ὑπακοῆς καὶ τὴν ὑπομονῆς ποὺ χαρακτηρίζουν τοὺς ἀσκητές. Ἰδιαίτερη ἀναφορὰ δόθηκε στοὺς Ἁγίους Πατέρες Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο καὶ Μακάριο ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα ὑπάρχουν στὸ Λαυσαϊκό. Αὐτοὶ οἱ ἀσκητὲς ξεχωρίζουν γιὰ τὰ πολλὰ θαύματα πάνω στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν κτίση, καθὼς ζοῦσαν μυστηριακὴ ζωή. Ἀξιώθηκαν τοῦ διορατικοῦ χαρίσματος καὶ τῆς νίκης τους κατὰ τῶν δαιμόνων. Διακρίθηκαν γιὰ τὴν μετάνοια, ποὺ εἶναι μία οὐσιώδης ἀρετὴ τῶν ἀσκητῶν. Ἦταν παράδειγμα μεγάλης ἐγκράτειας καὶ ὑπερβολικῆς πενίας. Οἱ ἀσκητὲς ἦταν ἀπελευθερωμένοι ἀπὸ τὰ πάθη τους καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο ζοῦσαν στὴν προαδαμικὴ ἐποχὴ ποὺ ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια θηρία ἦταν ἤρεμα. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς ὑποταγῆς ποὺ εἶχαν τὰ θηρία στοὺς ἀσκητὲς, εἶναι ἡ περίφημη ἱστορία γιὰ τὸν ἀββᾶ Γεράσιμο μὲ τὸ λιοντάρι. 9. Ἄνθη τοῦ Κοινοβίου καὶ τῆς ἐρήμου Σὲ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο, θὰ ἀναφερθοῦμε στοὺς ἑξῆς ἐρημίτες: Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ χάρισμα τῆς διάκρισης καὶ γι᾿ αὐτὸ ὀνομάστηκε παιδαριογέρων. Σὲ μεγάλο βαθμὸ μετανοίας ἔφτασε ἕνας μεγάλος ἀναχωρητὴς τῆς Σκήτης, ὁ Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοπας. Στὰ Κελλιὰ ἀσκήθηκε ὁ Εὐάγριος, ὁ ὁποῖος ξεκινώντας ὡς ἀναγνώστης μετὰ ἀπὸ διάφορες περιπέτειες ἔδωσε τὸν ὅρκο τοῦ μοναχοῦ ἀναχωρώντας γιὰ τὸ ὄρος τῆς Νιτρίας ὅπου ἔλαβε πολλὰ χαρίσματα καὶ ἀναδείχθηκε δεινὸς συγγραφέας. Στὸ ὄρος τῆς Νιτρίας ξεχώριζαν ὁ Ἀμμούν καὶ Παμβώ. Ὁ Ἀμμούν ἔζησε ζωὴ παρθενίας μετὰ ἀπὸ κοινὴ ἀπόφαση μὲ τὴ σύζυγό του. Ἔπειτα ἀσκήτεψε στὴν Νιτρία ὅπου ἔφτασε σὲ ὑψηλὰ μέτρα ἀρετῆς. Ὁ Παμβώ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς ἐλεημοσύνης καὶ τῆς ἀφιλαργυρίας. Ἡ ζωὴ στὸ Κοινόβιο ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἀρχίζοντας τὴν πορεία της μὲ τὸν ἱδρυτὴ της τὸν Παχώμιο, ἔχει νὰ ἐπιδείξει μεγάλες πνευματικὲς φυσιογνωμίες. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ἀπολλώς, πατέρας 500 μοναχῶν μολονότι εἶχε μεγάλη ταπείνωση. Ἡ δύναμη τοῦ λόγου του ἔκανε πολλοὺς εἰδωλολάτρες νὰ πιστέψουν στὸν ἀληθινὸ Θεό. Πολλὰ Μοναστήρια ἵδρυσε ἕνας ἄλλος Κοινοβιάτης, ὁ Ὤρ. Μολονότι ἦταν ἀγράμματος νουθετοῦσε 1.000 μοναχοὺς–ὑποτακτικοὺς ποὺ ἀγωνίζονταν γιὰ τὴ σωτηρία τους κάνοντας πολλὰ θαύματα καὶ θεραπεῖες. Ἐπιπλέον τὸ χάρισμα τῶν θαυμάτων ἔλαβε καὶ ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἔζησε στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου στὴ Σκόπελο. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἄνδρες ἀσκητὲς στὸ Κοινόβιο, διακρίθηκαν καὶ γυναῖκες ἀσκήτριες. Δύο παραδείγματα τέτοιων ἀσκητριῶν, εἶναι ἡ Ἀματαλίδα καὶ ἡ μαθήτριά της ἡ Ταώρ. Ἡ Ἀματαλίδα καθοδηγοῦσε πνευματικὰ 60 μοναχές. Μὲ τὴ θεία διδασκαλία καὶ τὴν ἀγάπη της. Ἔφτασε σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπάθειας. 10. Ἀσκητικὲς ἀκρότητες Εἶναι αὐστηρὲς μορφὲς τοῦ ἐρημιτισμοῦ ποὺ παρατηρήθηκαν στὴν Συρία λόγῳ τοῦ κατάλληλου τόπου καὶ κλίματος. Οἱ μορφὲς αὐτὲς εἶναι ἔγκλειστοι, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν σὲ θολωτὰ καλυβάκια, σπηλιές, τάφους ἢ σὲ τρύπες στὴ γῆ. Σὲ τέτοιες ἐγκλεῖστρες ἐργάζονταν τὰ διακονήματά τους καὶ προσεύχονταν. Οἱ βοσκοὶ περιφέρονταν γυμνοὶ στίς ἐρημιὲς καὶ γιὰ τροφὴ τους ἔτρωγαν χόρτα. Στυλίτες ἢ κιονίτες. Ζοῦσαν ἐπάνω σὲ στύλους, ἐνῶ οἱ δενδρίτες ἀσκήτεψαν στὰ δέντρα. Σκητιῶτες. Ἡ σαλότητα διὰ Χριστὸν, ἦταν καὶ αὐτὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς αὐστηροὺς τρόπους ζωῆς τῶν ἀσκητῶν. Φοροῦσαν κουρελιασμένα ροῦχα, ὑποκρίνονταν τοὺς δαιμονισμένους ἢ σαλοὺς καὶ δὲν ἔχαναν εὐκαιρία νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς ἄλλους. 11. Συμπερασματικὲς σκέψεις Ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη πλευρὰ προσπάθεια, πάλη, ἐπιμονή, ἐξάσκηση τῆς ἐλεύθερης θέλησης. Πρέπει νὰ κρατᾶμε σὲ ἰσορροπία δύο συμπληρωματικὲς ἀλήθειες, χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα, ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὴν ἑκούσια συνεργασία μας οὔτε ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ κάνει τίποτα. Ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας οὐσιαστικὸς ὅρος, γιατί δίχως αὐτὸν ὁ Θεὸς δὲν κάνει τίποτα. Ἡ σωτηρία μας ἀποτελεῖ τὴν σύγκλιση δύο παραγόντων ποὺ εἶναι ἄνισοι ὡς πρὸς τὴν ἀξία, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο ἀπαραίτητοι. Θεϊκὴ πρωτοβουλία καὶ ἀνθρώπινη ἀνταπόκριση. Αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ Θεὸς εἶναι ἀσύγκριτα πιὸ σημαντικὸ, ἀλλὰ καὶ ἡ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁπωσδήποτε ἀπαραίτητη. Ετικέτες - Σχετικά Θέματα Φλω¬ρεν¬τί¬νας Μπε¬ϊν¬τουλ¬λάι Επόμενο Προηγούμενο