Υποχρεωτικός εμβολιασμός των επαγγελματιών υγείας: Έσχατη ή αποδοκιμαστέα λύση;

Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη, πρ. Αναπλ. Καθηγητή Ποινικού Δικαίου
 
Στις 14.6.2021 η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής & Τεχνοηθικής (ΕΕΒΤ) εξέδωσε σύσταση «για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού σε ορισμένες επαγγελματικές ομάδες στον χώρο της εργασίας». Το κεντρικό ερώτημα στο οποίο κλήθηκε να απαντήσει ήταν το εξής: «εφόσον η πανδημία συνεχίζει να απειλεί και να κοστίζει ανθρώπινες ζωές και εφόσον υπάρχουν εγκεκριμένα εμβόλια τα οποία είναι ασφαλή και αποτελεσματικά, είναι ηθικά αποδεκτό να ληφθούν μέτρα υποχρεωτικότητας για τον εμβολιασμό των εργαζομένων στις δομές υγείας;».
Ωστόσο, μόνο μία από τις τέσσερις παραμέτρους αυτού του ερωτήματος είναι ορθή, αν και όχι απολύτως ακριβής: Πράγματι, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η μόλυνση με κορωνοϊό εξακολουθεί να έχει θανατηφόρο κατάληξη, ο κανόνας όμως είναι ότι αυτό ισχύει ιδίως για ασθενείς που είναι σε ηλικία άνω των 65 ετών ή πάσχουν από υποκείμενα νοσήματα. Απεναντίας, η συντριπτική πλειονότητα όσων μολύνονται με κορωνοϊό αναρρώνει κατά κανόνα μετά την εμφάνιση ήπιων ή σοβαρών συμπτωμάτων. Τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά θνητότητας πιστοποιούν ότι το αφήγημα της φονικής πανδημίας είναι άκρως παραπλανητικό. Οι υπόλοιπες τρεις παράμετροι, δηλ. ότι υπάρχουν εμβόλια α) εγκεκριμένα, β) ασφαλή και γ) αποτελεσματικά, δεν ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα για τους εξής λόγους:
Πρώτον, μέχρι προσφάτως κανένα εμβόλιο δεν είχε λάβει τελική έγκριση αλλά εξουσιοδότηση έκτακτης ανάγκης (Emergency Use Authorization). Και, πάντως, η έγκριση ως τυπικό ζήτημα δεν μπορεί να καθαγιάζει ουσιαστικές πλημμέλειες, κατά τον λόγο που κι ένας οδηγός αυτοκινήτου με εγκεκριμένο δίπλωμα οδήγησης θα φέρει ευθύνη για ανθρωποκτονία εξ αμελείας ή εκ προθέσεως, αν παραβιάσει την ένδειξη του ερυθρού σηματοδότη και σκοτώσει νομίμως διερχόμενο πεζό.
Δεύτερον, στις εγκριτικές μελέτες παρατηρείται απουσία συμμετοχής επαρκούς αριθμού συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων, όπως ηλικιωμένων ή ασθενών υψηλού κινδύνου με αυτοάνοσα νοσήματα, κακοήθειες, διαβήτη, παχυσαρκία.
Τρίτον, οι παρενέργειες των εμβολίων, που παρασκευάσθηκαν υπό μεγάλη χρονική πίεση, εμφανίζονται ενόσω ακόμη βρίσκεται υπό εξέλιξη ο μαζικός εμβολιασμός, εξ αυτού δε του λόγου συστήνεται ή αποφασίζεται η αναστολή της χρήσης κάποιου εμβολίου ή ο περιορισμός της σε πολίτες που υπερβαίνουν ένα ηλικιακό όριο (π.χ. του AstraZeneca μόνο σε πολίτες άνω των 60 ετών).
Παρότι τέτοιες τροποποιητικές αποφάσεις συνιστούν έμμεση ομολογία της πειραματικής φύσης των εμβολίων, ουδείς προβληματίζεται τι θα απογίνουν όσοι εμβολιάσθηκαν ήδη με αυτά. Φαίνεται ότι εδώ κυριαρχεί η τακτική του Πόντιου Πιλάτου: «ο γέγραφα, γέγραφα», δηλ. «όσοι εμβολιάσθηκαν, εμβολιάσθηκαν», και «αμαρτίαν ουδείς έχει»! Φυσικά, από πλευράς Ποινικού Δικαίου ένα τέτοιο φαινόμενο είναι παντελώς απαράδεκτο: Πώς είναι δυνατόν ένα φαρμακευτικό σκεύασμα που περιέχει μια εν δυνάμει θανατηφόρο ουσία να συνδέεται αιτιωδώς με τον επελθόντα θάνατο, αλλά το έγκλημα να μένει ορφανό;
Οι οργανωτές και οπαδοί του μαζικού εμβολιασμού συνηθίζουν να αναζητούν την απάντηση στο ερώτημα αυτό, επικαλούμενοι την στάθμιση κόστους-οφέλους, η οποία αποτέλεσε επιχείρημα και για την ΕΕΒΤ. Σύμφωνα με το σκεπτικό της, «ο κίνδυνος να αναπτύξει κάποιος σοβαρή νόσο COVID-19 στα μη εμβολιασμένα άτομα είναι μεγαλύτερος από τις πιθανές παρενέργειες που παρουσιάζουν τα εγκεκριμένα εμβόλια κατά της COVID-19». Άρα, «τα πιθανά οφέλη υπερτερούν των τυχόν ανεπιθύμητων ενεργειών, τόσο σε επίπεδο ατόμου όσο και σε επίπεδο γενικού πληθυσμού». Αρκεί, όμως, έστω ένα απλό προβάδισμα των ευμενών έναντι των δυσμενών συνεπειών του εμβολιασμού, για να κριθεί αυτός δικαιολογημένος;
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τους επαγγελματίες υγείας, η ΕΕΒΤ δέχθηκε ότι η αρχή της ατομικής αυτονομίας είναι λιγότερο ανελαστική γι’ αυτούς, επειδή δεσμεύθηκαν εκούσια να μην προσβάλλουν (με βλάβη ή διακινδύνευση) την υγεία ή την ζωή των ασθενών τους. Μπορεί, όμως, να ισχύσει το ίδιο και ως προς έναν επαγγελματία υγείας που, προκειμένου να μην αποτελέσει κίνδυνο για τους άλλους, θα πρέπει να διακινδυνεύσει ακόμη και την ίδια του την ζωή, εμβολιαζόμενος με ένα πειραματικό εμβόλιο; Είναι, άραγε, ορθό να θεωρήσουμε ότι, όταν ο επαγγελματίας υγείας επέλεγε το συγκεκριμένο επάγγελμα, συναποδεχόταν a priori την μετατροπή του σε πειραματόζωο και άρα απεμπολούσε εκ προοιμίου την αξία του ως ανθρώπου, εφόσον θα ξεσπούσε πανδημία, για την αναχαίτιση της οποίας θα επιχειρείτο παρασκευή εμβολίων υπό πιεστικές συνθήκες χωρίς τήρηση της συνήθους προβλεπόμενης διαδικασίας;
Ή μήπως, αντιμετωπίζοντας τον κορωνοϊό ως «αόρατο εχθρό» και την πανδημία ως (βιολογικό) «πόλεμο», θα ήταν χρήσιμο να ανατρέξουμε στο σκεπτικό μιας σημαντικής αποφάσεως βρετανικού δικαστηρίου που εξεδόθη στα τέλη του 19ου αιώνος με αφορμή την περίφημη «υπόθεση Mignonette»; Εκεί διαβάζουμε ότι «ο πόλεμος κατακλύζεται από περιστατικά στα οποία είναι καθήκον ενός προσώπου να πεθάνει και όχι να ζήσει» (“War is full of instances in which it is a man’s duty not to live, but to die”)!
Εν τούτοις, η καθηγήτρια Δικαίου στο Northeastern University Wendy Parmet, σε άρθρο που είχε γράψει προ 16 ετών, το οποίο όμως δεν φαίνεται να ελήφθη υπόψη από την ΕΕΒΤ (Informed Consent and Public Health Informed Consent and Public Health: Are They Compatible When It Comes to Vaccines?, 8 J. Health Care L. & Pol’y 2005, σελ. 71 επ.), αναφερόμενη στα νέα εμβόλια που, υποθετικώς, θα πρέπει να παρασκευασθούν σε πλαίσιο εκτάκτου ανάγκης λόγω βιοτρομοκρατικής απειλής, σημειώνει ότι «οι αξιωματούχοι της δημόσιας υγείας θα έχουν στην διάθεσή τους λιγότερες πληροφορίες ως προς την αποτελεσματικότητα ή την ασφάλεια των εμβολίων συγκριτικά με ό,τι ίσχυε για τους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς του παρελθόντος. Κατ’ αποτέλεσμα, επομένως, τα εμβόλια αυτά θα ομοιάζουν με πειραματικές επεμβάσεις, ακόμη κι αν έχουν εγκριθεί πλήρως από τις αρμόδιες αρχές».
Στο σημείο αυτό, η συγγραφέας (ό.π., σελ. 105) διατυπώνει την ακόλουθη θέση που έχει μεγάλη βαρύτητα για την σημερινή εποχή: «είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι θα ήταν ποτέ θεμιτό να εξαναγκασθούν διά νόμου οι πολίτες να υποβληθούν σε τέτοιους εμβολιασμούς [ενν.: με πειραματικά εμβόλια]. Πράγματι, αν ο αυτοπροσδιορισμός και η ενήμερη συναίνεση πρέπει να διαδραματίζουν έναν κρίσιμο ρόλο, τότε αυτό ισχύει ειδικά για τις περιπτώσεις των αβέβαιων θεραπειών [“uncertain treatments”]».
Τέλος, για να τεκμηριώσει η ΕΕΒΤ την θέση της ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός των επαγγελματικών υγείας είναι εναρμονισμένος με το Σύνταγμα, επικαλέσθηκε και το εξής επιχείρημα: Ο κατά προτεραιότητα εμβολιασμός τους αποτελεί «παράδειγμα προς μίμηση για τον γενικό πληθυσμό και ενισχύει την εμπιστοσύνη του κοινού στο Εθνικό Σύστημα Υγείας». Αν, όμως, με αυτήν την φράση υπονοείται ότι ο γενικός πληθυσμός θα παρακινηθεί να ανταποκριθεί στο αίτημα του μαζικού εμβολιασμού εμπνεόμενος από το παράδειγμα των εμβολιαζόμενων επαγγελματιών υγείας, τότε αυτό σημαίνει ότι η τελευταία κατηγορία πολιτών υποβιβάζεται κατά τρόπον απαράδεκτο σε μέσο για την επίτευξη ενός (αμφίβολης μάλιστα αποτελεσματικότητας) ευρύτερου κοινωνικού σκοπού.
Από τους προεκτεθέντες συλλογισμούς προκύπτει ότι, στην παρούσα συγκυρία, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός των επαγγελματικών υγείας με πειραματικά εμβόλια, ακόμη και ως «έσχατη λύση» στο πλαίσιο μιας «κλιμακούμενης πρωτοβουλίας» (σε αυτήν κατέληξε η ΕΕΒΤ), προσκρούει σε δυσθεώρητα εμπόδια και δεν συνάδει ούτε με το άρθρο 2 της Σύμβασης του Οβιέδο (Ν. 2619/1998), όπου κατοχυρώνεται το προβάδισμα του ανθρώπινου όντος έναντι του κοινωνικού συμφέροντος ή της επιστήμης.
Πάντως, η ρήση περί «εσχάτου λύσεως» γεννά την εξής απορία: Αν, όπως προπαγανδίζουν διαρκώς και αδιαλείπτως η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ, ισχύει όντως ότι η μόνη λύση για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι το εμβόλιο, τότε, εφόσον αυτή θέσπισε, ελαφρά τη καρδία, ως υποχρεωτικές τόσο την χρήση της μάσκας (δηλ. «το εμβόλιο πριν από το εμβόλιο» [sic]) όσο και την διενέργεια του αυτοδιαγνωστικού τεστ, θα ήταν –με βάση την πολιτική που ακολουθεί– αναμενόμενο να έχει προ πολλού ενεργοποιήσει το υποχρεωτικό πλαίσιο του εμβολιασμού είτε κατά τον Ν. 4675/2020 είτε κατά τον Ν. 4682/2020 (κατά περίεργο τρόπο, η ΕΕΒΤ ασχολήθηκε μόνο με τον πρώτο νόμο ως εάν ο δεύτερος είναι αόρατος).
Το ότι, λοιπόν, μέχρι πρότινος η κυβέρνηση προτιμούσε το μοντέλο του εθελοντικού εμβολιασμού και μόλις σήμερα ζητά την γνώμη της ΕΕΒΤ δεν σημαίνει, άραγε, έμμεση ομολογία ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός με τα συγκεκριμένα εμβόλια άπτεται ενός πολύ ευαίσθητου ζητήματος της Βιοηθικής που ξυπνά μνήμες του ζοφερού ναζιστικού παρελθόντος και γι’ αυτό πρέπει εν τέλει να θεωρηθεί ηθικά και νομικά αποδοκιμαστέα λύση; A propos, εκείνο το Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης (υπ’ αριθμ. 2361/2021, 27.1.2021), στο οποίο δηλωνόταν ότι «ο εμβολιασμός δεν είναι υποχρεωτικός» και «ότι κανείς δεν πρέπει να βρεθεί υπό καθεστώς πολιτικής, κοινωνικής ή άλλης φύσεως πίεσης για υποβολή του σε εμβολιασμό, εφόσον δεν τον επιθυμεί» πού και πώς ενταφιάσθηκε;
 
[Κυριακάτικη Δημοκρατία, 27.6.2021, σελ. 08β/24]