Γράφει ο Γιάννος Γεωργιάδης, Δικηγόρος και Νομικός Σύμβουλος στην Κύπρο
Ο φόβος έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο λόγω του μεγάλου αριθμού ανθρώπων που διαγνώστηκαν θετικοί και του αριθμού των θανάτων που καταγράφηκαν ως COVID 19.
Οι αρχές, τουλάχιστον στις περισσότερες χώρες, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν αυτό το ζήτημα έσπευσαν να επιβάλουν δρακόντεια μέτρα τα οποία αναμφίβολα παρεμβαίνουν σε μεγάλο βαθμό σε βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων.
Στην Κύπρο, η κυβέρνηση από τον περασμένο Μάρτιο επιβάλλει τέτοια παράνομα και δυσανάλογα μέτρα χωρίς τη συγκατάθεση της Βουλής των Αντιπροσώπων, ως προβλέπεται στην Κυπριακή νομοθεσία.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα, ως κατοχυρώνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΕΣΔΑ), δυνάμει του Κεφαλαίου 23 είναι πλέον μέρος του «Ευρωπαϊκού Κεκτημένου» κι έχει ενσωματωθεί στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ ο οποίος είναι νομικά δεσμευτικός, σε όλα τα Κράτη Μέλη, δυνάμει του Άρθρου 6(1) της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Ο περιορισμός των θεμελιωδών αυτών δικαιωμάτων επιτρέπεται μόνο υπό ειδικές και συγκεκριμένες περιστάσεις για την προστασία της Δημόσιας Υγείας. Υπό το πρίσμα της λεγόμενης πανδημίας, η ΕΕ ψήφισε τον Κανονισμό 2021/953 σχετικά με πλαίσιο για την έκδοση, την επαλήθευση και την αποδοχή διαλειτουργικών πιστοποιητικών εμβολιασμού κατά της COVID-19, διαγνωστικού της ελέγχου και ανάρρωσης από αυτή (Ψηφιακό Πιστοποιητικό COVID της ΕΕ) με σκοπό να διευκολυνθεί η ελεύθερη κυκλοφορία κατά τη διάρκεια της πανδημίας της COVID-19, με στόχο τη διασφάλιση, αφενός, της ελεύθερης κυκλοφορίας των ατόμων εντός της ΕΕ και, αφετέρου, της προστασίας της δημόσιας υγείας. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτοί οι στόχοι, βάσει του Προοιμίου του Κανονισμού, πρέπει να επιτευχθούν με τη χρήση ορθών επιστημονικών στοιχείων, ταυτόχρονα αποφεύγοντας τον περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων μέσω δυσανάλογων μέτρων και μέτρων που προκαλούν διακρίσεις. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ, οι Κανονισμοί έχουν άμεση και αυξημένη ισχύ, που σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να ενσωματωθούν στο εθνικό δίκαιο για να τεθούν σε εφαρμογή ούτε να επικυρωθούν στο εθνικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, εάν το τελευταίο είναι αντίθετο με το πρώτο, ο Κανονισμός θα υπερισχύσει.
Βάσει των μέχρι των τωρινών δεδομένων, φαίνεται ότι στόχος της ΕΕ δεν υπήρξε ποτέ η επέκταση της χρήσης του Ψηφιακού Πιστοποιητικού COVID ως προϋπόθεση ή απαίτηση για την είσοδο προσώπων σε εστιατόρια, εμπορικά κέντρα, σχολεία, στους χώρους εργασίας ή σε οποιοδήποτε άλλο χώρο και πολύ λιγότερο για εξωτερικούς χώρους. Αυτά τα μέτρα είναι σαφώς δυσανάλογα και δημιουργούν διακρίσεις καθώς επηρεάζουν δραματικά και διαταράσσουν την καθημερινή και επαγγελματική ζωή των πολιτών. Επηρεάζουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματά τους, καθώς είναι και σε πλήρη αντίθεση με το δίκαιο της ΕΕ και με το πνεύμα και τις διατάξεις του Κανονισμού 2021/953. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 6 του Προοιμίου του Κανονισμού, αναφέρεται στο γεγονός ότι τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης για λόγους δημόσιας υγείας. Ωστόσο, αυτοί οι περιορισμοί πρέπει να βασίζονται σε συγκεκριμένους και περιορισμένους λόγους δημοσίου συμφέροντος και πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, ιδίως την αναλογικότητα και τη μη διάκριση. Ο Κανονισμός, στην παράγραφο 7 του Προοιμίου του, αναφέρει επίσης ότι, αν και επί του παρόντος, φαίνεται ότι τα άτομα που έχουν αναρρώσει από την Covid-19 κατά τους προηγούμενους έξι μήνες έχουν μειωμένο κίνδυνο μετάδοσης του SARS-CoV-2, οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να αποδείξει σύμφωνα με έγκυρα επιστημονικά στοιχεία, ότι δεν αποτελεί σημαντικό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία (π.χ. επειδή έχει ανοσία στον ιό) δεν πρέπει να περιορίζεται. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο παρών κανονισμός δεν εκδόθηκε για να καταστήσει δυσκολότερη την ελεύθερη διακίνηση ή να επιβάλει περιορισμού πέραν των αναγκαίων, αλλά για να τη διευκολύνει. Στην παράγραφο 12 του Προοιμίου αναφέρεται ότι «Θα πρέπει να διευκολύνει, όποτε αυτό είναι δυνατόν με βάση επιστημονική τεκμηρίωση, τη σταδιακή άρση από τα Κράτη Μέλη των περιορισμών κατά τρόπο συντονισμένο από τα Κράτη Μέλη, λαμβανομένης υπόψη της άρσης των περιορισμών στην επικράτειά τους». Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η παράγραφος 14 του Προοιμίου στην αναγράφεται ότι «[ο Κανονισμός] Δεν θα πρέπει να νοείται ωσάν να διευκολύνει ή να ενθαρρύνει τη θέσπιση περιορισμών της ελεύθερης κυκλοφορίας ή περιορισμών άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, ως αντίδραση στην πανδημία της COVID-19, δεδομένων των αρνητικών συνεπειών που έχουν οι περιορισμοί αυτοί στους πολίτες και τις επιχειρήσεις της Ένωσης». Αυτές οι δύο τελευταίες παράγραφοι δείχνουν σαφώς ότι με κανέναν τρόπο οι περιορισμοί δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται με δυσανάλογο τρόπο ή με τρόπο που θα δημιουργούσε και θα ενθάρρυνε τις διακρίσεις μεταξύ των πολιτών της ΕΕ. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής της ΕΕ Κρίστιαν Γουίγκαντ, σε συνέντευξη Τύπου, τόνισε ότι ένα πιστοποιητικό εμβολιασμού, όπως το Ψηφιακό Πιστοποιητικό COVID της ΕΕ, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως προϋπόθεση για την άσκηση της ελεύθερης διακίνησης, καθώς αυτό θα ήταν αντίθετο με τις κύριες αρχές του Πιστοποιητικού.
Επίσης, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι πολλά άρθρα του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ φαίνονται να παραβιάζονται μέσα από την υφιστάμενη κατάσταση των μέτρων στην Κύπρο, περιλαμβανομένων του Άρθρου 3 (Δικαίωμα ακεραιότητας του προσώπου), Άρθρου 8 (Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα), Άρθρου 12 (Ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι), Άρθρου 14 (Δικαίωμα εκπαίδευσης), Άρθρου 15 (Ελευθερία επιλογής επαγγέλματος και δικαίωμα προς εργασία), Άρθρου 16 (Επιχειρηματική Ελευθερία), Άρθρου 20 (ισότητα έναντι του νόμου), Άρθρου 21 (Απαγόρευση διακρίσεων), Άρθρου 35 (Προστασία της υγείας), Άρθρου 45 (ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής) και το Άρθρου 49 (Αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας αξιόποινων πράξεων και ποινών).
Στην Κύπρο, από την 01η Ιουλίου 2021, η κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή την απαίτηση οι πολίτες της είτε να έχουν εμβολιαστεί εναντίον του ιού, είτε να κατέχουν rapid test κάθε 72 ώρες ή να έχουν πιστοποιητικό ανάρρωσης από την Covid-19 το οποίο να μην είναι πέραν των 6 μηνών. Επιπλέον, έχει ανακοινωθεί ότι από την 01η Αυγούστου 2021, τα έξοδα για τη διενέργεια των rapid test δεν θα επιχορηγείται πλέον από την κυβέρνηση, το οποίο είναι σε πλήρη αντίθεση με το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ημερομηνίας 29 Απριλίου 2021. Στο εν λόγω Ψήφισμα, στην παράγραφο 1, το Ευρωκοινοβούλιο καλεί τα Κράτη Μέλη «να διασφαλίσουν καθολικούς, προσβάσιμους, έγκαιρους και δωρεάν διαγνωστικούς ελέγχους, προκειμένου να εξασφαλίσουν το δικαίωμα στην ελεύθερη κυκλοφορία εντός της ΕΕ χωρίς διακρίσεις για λόγους χρηματικών ή οικονομικών πόρων, στο πλαίσιο του πιστοποιητικού EU COVID-19». Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι στις 25 Ιουνίου 2021, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εξέδωσε ενδιάμεση καθοδήγηση μέσω της οποίας ανέφερε ότι «Όλα τα άτομα που πληρούν τον ορισμό ύποπτου κρούσματος για την COVID-19 θα πρέπει να προβαίνουν σε εξέταση για SARS-CoV -2, ανεξάρτητα από την κατάσταση εμβολιασμού ή το ιστορικό ασθενειών τους». Για να προσφέρει περαιτέρω καθοδήγηση σχετικά με τα παραπάνω, ο ΠΟΥ παρέχει συγκεκριμένο ορισμό του τι συνιστά ύποπτο κρούσμα για την Covid-19, το οποίο πρέπει να πληροί τόσο τα κλινικά όσο και τα επιδημιολογικά κριτήρια. Όσον αφορά τα κλινικά κριτήρια, αυτά ορίζονται ως η οξεία εμφάνιση πυρετού και βήχα ή η οξεία έναρξη οποιωνδήποτε τριών ή περισσοτέρων συμπτωμάτων από πυρετό, βήχα, γενική αδυναμία / κόπωση, κεφαλαλγία, μυαλγία, πονόλαιμο, κορύζα, δύσπνοια, ανορεξία / ναυτία / έμετος διάρροια, αλλοιωμένη ψυχική κατάσταση. Τα επιδημιολογικά κριτήρια ορίζονται ως η διαμονή ή εργασία σε περιοχή με υψηλό κίνδυνο μετάδοσης του ιού ή έχουν ταξιδέψει σε μια τέτοια περιοχή εντός 14 ημερών πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων ή εργάστηκαν σε κλάδο της υγειονομικής περίθαλψης, εντός των 14 ημερών πριν από την έναρξη συμπτωμάτων. Επομένως, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, είτε ένα άτομο έχει εμβολιαστεί εναντίον της νόσου είτε όχι, θα πρέπει να προβεί στη διενέργεια διαγνωστικής εξέτασης εάν παροτσιάσει συμπτώματα. Ωστόσο, είναι επίσης πολύ σημαντικό να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον ΠΟΥ «Η εκτεταμένη διενέργεια διαγνωστικών εξετάσεων ασυμπτωματικών ατόμων επί του παρόντος δεν συνιστάται ως στρατηγική λόγω του σημαντικού κόστους που σχετίζεται με αυτήν και της έλλειψης δεδομένων σχετικά με τη λειτουργική της αποτελεσματικότητα».
Επομένως, βάσει των ανωτέρω, η πολιτική της κυπριακής κυβέρνησης να επιβάλλει στους πολίτες την αναγκαστική διενέργεια rapid test και τον εμβολιασμό παραβιάζουν τις διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, τον Κανονισμό 2021/953 καθώς και το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 29ης Απριλίου 2021 και αποτελεί προδήλως μέτρο το οποίο προκαλεί διακρίσεις. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση αντιμετωπίζει αυτό το ζήτημα όχι μόνο είναι δυσανάλογος και προκαλεί διακρίσεις, αλλά αποτελεί και παράβαση των άρθρων 5 και 16 της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Αξιοπρέπειας του Ανθρώπου αναφορικά με την Εφαρμογή της Βιολογίας και Ιατρικής: Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (ETS αριθ. 164) – Η Σύμβαση του Οβιέδο, η οποία προστατεύει το δικαίωμα ελεύθερης και ενημερωμένης συναίνεσης σε ιατρικές διαδικασίες, καθώς και τα δικαιώματα που παρέχονται σε άτομα που υποβάλλονται σε έρευνα.
Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι είναι ευρέως αποδεκτό το γεγονός ότι τα διαθέσιμα εμβόλια στην αγορά βρίσκονται ακόμη σε δοκιμαστική βάση και έχουν λάβει μόνο άδεια έκτακτης ανάγκης από τους FDA (U.S. Food and Drug Administration) και τον EMA (European Medicines Agency). Σε αυτές τις περιπτώσεις, εφαρμόζεται το άρθρο 16 της Σύμβασης του Οβιέδο και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει περιορισμός, ακόμη και για λόγους δημόσιας υγείας, στην ελεύθερη και ενημερωμένη συγκατάθεση που πρέπει να δώσει ένα άτομο για να υποβληθεί σε έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 26 του Σύμβαση. Κανείς δεν πρέπει να υποχρεώνεται είτε άμεσα είτε έμμεσα να εμβολιαστεί, όπως επιβεβαιώνεται και από το Ψήφισμα 2361 (2021) του Συμβουλίου της Ευρώπης, ιδίως υπό το πρίσμα του πειραματικού τους χαρακτήρα. Με βάση τα υπάρχοντα επιστημονικά στοιχεία, δεν υπάρχει δικαιολογία επιβολής σε κανένα Κράτος Μέλος τέτοιων δρακόντειων μέτρων και, στην πραγματικότητα, μόνο στην Κύπρο επιβάλλονται επί του παρόντος.
Υπό το φως των τελευταίων ανακοινώσεων της Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων, ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που εγείρεται είναι το δικαίωμα που δίνεται σε ιδιώτες να ελέγχουν εάν ένα άτομο έχει εμβολιαστεί ή έχει rapid test ή πιστοποιητικό ανάρρωσης από την Covid-19. Ο Κανονισμός σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων (GDPR) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του άρθρου 6, παρέχει μόνο συγκεκριμένους λόγους για νόμιμη συλλογή και χρήση προσωπικών δεδομένων που δεν ισχύουν σε αυτήν την περίπτωση, ειδικά επειδή τα διατάγματα που προβλέπουν το δικαίωμα αυτό είναι παράνομα. Επιπλέον, το άρθρο 23 του Κανονισμού προβλέπει τις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να επιβληθεί περιορισμός στο δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων, που περιλαμβάνουν και την εθνική ασφάλεια. Ωστόσο, μέρος των απαιτήσεων για την επιβολή τέτοιων περιορισμών είναι να είναι απαραίτητοι και αναλογικοί, κάτι που, όπως εξηγείται παραπάνω, δεν ισχύει στην Κύπρο.
Τέλος, έχει δηλωθεί από την κυβέρνηση ότι σκοπός είναι η αντικατάσταση του ισχύοντος νόμου σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας (Περί Λοιμοκάθαρσης Νόμος Κεφ. 260). Στον νέο αυτό νόμο, η κυβέρνηση φαίνεται να σχεδιάζει να παρέχει την εξουσία στον Υπουργό Υγείας να εκδίδει διατάγματα χωρίς την έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων, όπως είναι η απαίτηση σήμερα, βάσει του άρθρου 3(1) του περί Καταθέσεως στη Βουλή των Αντιπροσώπων των Κανονισμών που Εκδίδονται με Εξουσιοδότηση Νόμου Νόμος του 1989 (Ν. 99/1989). Κάτι το οποίο θα έδιδε ακραία δύναμη στον Υπουργό Υγείας να περιορίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα χωρίς να περάσει από τους απαραίτητους ελέγχους σε μια δημοκρατική κοινωνία. Πρέπει να σημειωθεί ότι μια τέτοια διάταξη θα ήταν αντίθετη με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς όλοι οι περιορισμοί οι οποίοι μπορούν να επιβληθούν στα Ανθρώπινα Δικαιώματα που προστατεύονται και παρέχονται βάσει αυτού, επιτρέπονται μόνο μέσω νόμων που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή. Το Υπουργικό Συμβούλιο στην Κύπρο εξουσιοδοτείται να εκδίδει διατάγματα μόνο σύμφωνα με το άρθρο 183 του Συντάγματος, υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα κηρύσσεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία διαρκεί μόνο για 2 μήνες και έχει εγκριθεί από τη Βουλή. Αυτό δείχνει τη σημασία της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην Κύπρο η χώρα δεν κηρύχθηκε ποτέ σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Επίσης, από τον Μάρτιο του περασμένου έτους ο Υπουργός Υγείας εκδίδει διατάγματα βασιζόμενος στο άρθρο 6 του περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου χωρίς την έγκριση της Βουλής, κατά παράβαση του άρθρου 3(1) του Ν. 99/89, το οποίο τα καθιστά εξ υπαρχής άκυρα.
Ως ανάφερε ο Δικαστής Δαυίδ σε απόφαση του Κυπριακού Δικαστηρίου «Αποτελεί καθήκον και υποχρέωση τους [των Δικαστηρίων] να διαφυλάξουν τη νομιμότητα, σε όλες της τις εκφάνσεις, προστατεύοντας στο τέλος της ημέρας τον ίδιο τον θεσμό της απονομής της δικαιοσύνης, διακηρύσσοντας προς πάσα κατεύθυνση πως στα πλαίσια μιας ευνομούμενης πολιτείας και ενός κράτους δικαίου η πιστή εφαρμογή του νόμου υπερισχύει οποιασδήποτε σκοπιμότητας».
Στην Κύπρο έχουν καταχωρισθεί αγωγές εναντίον της κυβέρνησης, του Υπουργού Υγείας και των μελών της Συμβουλευτικής Επιδημιολογικής Επιτροπής οι οποίες εκκρεμούν και μέσω των οποίων διεκδικούνται αποζημιώσεις και άλλες θεραπείες για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αμέλεια. Ας ελπίσουμε ότι η δικαιοσύνη θα επικρατήσει, κατόπιν δίκης όπου θα παρουσιαστούν επιστημονικά στοιχεία που δείχνουν ότι τα μέτρα που ελήφθησαν ήταν τόσο παράνομα όσο και δυσανάλογα.