“Τὶς ἐστί μου πλησίον;”

Tῆς Μαρίας Κορνάρου

“Οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον”. Αὐτὰ ἦταν τὰ λόγια ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Θεὸς στὸν Ἀδάμ, λίγο μετὰ τὴν δημιουργία του καὶ τὴν ἐγκατάστασή του στὸν Κῆπο τῆς Ἐδέμ. Ἔδωσαν μία ἐξήγηση γιὰ τὴ δημιουργία τῆς Εὔας, ποὺ θὰ συντρόφευε τὸν Ἀδὰμ στὴν ζωή του. Ὅμως ἡ κρίση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι πλάσμα μοναξιᾶς μὰ συντροφικότητας, δὲν περιορίζεται στὴν σχέση ἀνάμεσα σὲ ἄνδρα καὶ γυναῖκα. Ἀντηχεῖ σὲ ὁλόκληρη τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, ἡ ὁποία μετὰ Χριστὸν περικλείεται ἐντὸς τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ἔτσι κατανοητὴ ὡς μία διαδικασία ποὺ ἐκπληρώνεται μέσα ἀπὸ τοὺς ἄλλους: ἔτσι, ἡ ἐντολὴ “ἀγάπα τὸν πλησίον σου” διατυπώνεται ὡς πλήρωση τοῦ Νόμου. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ πλησίον, ὥστε νὰ πληρώσουμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νὰ ἰδωθεῖ καὶ σὰν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, γιατὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης μποροῦμε ἐπίσης νὰ Τὸν βροῦμε.

Τὸ ἐρώτημα “τὶς ἐστί μου πλησίον” ἦταν τὸ πρῶτο ποὺ ἦρθε στὸ μυαλὸ τῶν ἀκροατῶν τοῦ Χριστοῦ, καὶ κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἀναρωτιέται τὸ ἴδιο. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ ἐντοπίζει μὲ ἀκρίβεια τὸν πλησίον, στὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη: ὁ πλησίον ἦταν ὁ ληστευμένος καὶ χτυπημένος ἄνθρωπος ποὺ ἔκειτο στὸ πλάι τοῦ δρόμου μοναχός.Ἡ πράξη τῆς ἀγάπης ἦταν ἡ διάσωσή του ἀπ’τὴ δύσκολη ἐκείνη θέση καὶ ἡ περίθαλψή του μὲ κάθε τρόπο –μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὁ Καλὸς Σαμαρείτης ἦταν “πλησίον” γιὰ τὸν συνάνθρωπό του. Ὅμως, δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ τέλος τῆς ἱστορίας, δηλαδή, δὲν τελειώνει ἡ παραβολὴ μόνο μὲ τὴν ἀνάγνωσή καὶ κατανόηση τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ. Ἔχει καὶ βαθύτερα νοήματα, ὅπως ὅλα τὰ κείμενα, ἀκόμη καὶ αὐτὰ ποὺ τὰ γράφουν ἄνθρωποι καὶ ὄχι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὑτὰ τὰ νοήματα ἀποκαλύπτονται μέσα ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία. Σύμφωνα μὲ ἀρχαίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Αὑγουστῖνος καὶ ὁ Ὠριγένης, ἡ παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη ἐξιστορεῖ τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ μία ἄλλη διήγηση: εἶναι μία ἀντανάκλαση τοῦ σωτήριου ἔργου τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο. Στὴν παραβολή, ὁ ληστευμένος καὶ χτυπημένος ἄνθρωπος στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου εἶναι ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν παρακοή, καὶ οἱ περαστικοὶ ὅπως ὁ ἱερέας καὶ ὁ Λευἰτης δείχνουν πὼς ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν σώσουν. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης εἶναι ὁ Χριστός, ἀποκληθεὶς αἱρετικὸς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ εἶναι ὁ μόνος δυνάμενος νὰ σηκώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ πλάι τοῦ δρόμου καὶ νὰ τὸν ἀποκαταστήσει ἐντελῶς, μέσα ἀπὸ τὴν δική Του θυσία.Ἔτσι, βρίσκουμε ἕνα νέο νόημα στὴν ἀγάπη στὸν πλησίον, ποὺ εἶναι βαθύτερο ἀπὸ τὸ νόημα τῆς ἐπίγειας φιλανθρωπίας: εἶναι ἡ προσέγγιση τοῦ συνανθρώπου μὲ τὸν Χριστό, ποὺ μόνος Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ γιατρεύσει τὶς πληγές του. Ἐντοπίζουμε μία νέα εἰκόνα τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν συνάνθρωπο, ποὺ εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἑμᾶς, μέχρι θανάτου.

Ποιὸν καλούμαστε λοιπὸν νὰ ἀγαπήσουμε σὲ μίμηση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ποιὸν καλούμαστε νὰ φέρουμε στὸν Χριστό; Ποιὸν ἀναγνωρίζουμε ὡς τὸν ληστευμένο ἄνθρωπο ποὺ τὸν ἄφησαν νὰ πεθάνει στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου; Στὴν παραβολή, βλέπουμε ὅτι ὁ πονεμένος ἄνθρωπος προσεγγίζεται ἀπὸ διάφορους περαστικούς, ἐκ τῶν ὁποίων μόνο ὁ Καλὸς Σαμαρείτης σταματᾶ καὶ τείνει χέρι βοηθείας. Ὑπάρχει, λοιπόν, μία συμπτωματικὴ συνάντηση, μία ἐγγύτητα τοπικὴ μεταξὺ ἡμῶν καὶ τοῦ πλησίον μας. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καὶ στὸ νόημα τῆς λέξης, κυριολεκτικὰ: ὁ πλησίον εἶναι αὐτὸς ποὺ βρίσκεται κοντά. Ἡ ἐγγύτητα μπορεῖ νὰ πάρει πολλὲς μορφές. Σαφῶς ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ τοὺς πραγματικοὺς γείτονές μας, αὐτοὺς ποὺ ζοῦμε στὸ ἴδιο σπίτι, στὸν ἴδιοδρόμο, στὴν ἴδια εὐρύτερη περιοχή. Ἡ ἐγγύτητα μπορεῖ νὰ πάρει γίνεται κατανοητὴ καὶ μὲ πιὸ μεταφορικὸ τρόπο. Ὁ πλησίον μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ νιώθουμε κοντά μας, ἐξαιτίας κοινῆς καταγωγῆς, κοινῶν ἐμπειριῶν, κοινοῦ τρόπου σκέψης, ἢ κοινῆς ζωῆς. Ἡ προσέγγιση τῆς καρδιᾶς εἶναι ἕνας δείκτης γιὰ τὸν πλησίον μας. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ ἐντοπισμὸς τοῦ πλησίον μας δὲν χρειάζεται νὰ συνεπάγεται καὶ πολὺ μεγάλη ἀναζήτηση: ὁ πλησίον εἶναι συνήθως ἀκριβῶς μπροστά μας. Ἔτσι, γενιὲς ἐπὶ γενεῶν Χριστιανῶν ἔζησαν τὴ ζωή τους στὸν τόπο ποὺ γεννήθηκαν, περιβεβλημένοι ἀπὸ τὴν οἰκογένειά τους, τοὺς γείτονες καὶ τοὺς συμπατριῶτες τους, καὶ πάλι ἐκπλήρωναν τὸ νόμο τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ἔδειχναν ἀγάπη στοὺς ἀνθρώπους γύρω τους. Πολλὲς φορές, φαίνεται ὅτι περιμένουμε πῶς ἡ Χριστιανικὴ ζωὴ ἀπαιτεῖ νὰ ἔχουν κάτι τὸ ἐξαιρετικὸ καὶ ἀσυνήθιστο οἱ ἐπιλογὲς καὶ οἱ ἐμπειρίες μας, ὅταν στὴν πραγματικότητα τὸ ἐξαιρετικὸ καὶ τὸ ἀσυνήθιστο εἶναι ἐντός μας: εἶναι ἡ πράξη τῆς μαθητείας στὸν Χριστὸ στὴν καθημερινὴ καὶ τετριμμένη μας πραγματικότητα. Σ’αὐτὸ τὸ ἀληθινὰ ἐξαιρετικὸ κατόρθωμα τῆς ἀποδοχῆς τῶν γύρω μας, ὅσο κι ἂν εἶναι ἄσχημη ἡ συμπεριφορά τους καὶ ἄθεος ὁ τρόπος ζωής τους, ποὺ ἀναδεικνυόμαστε ὡς μαθητές Του. Ἔτσι καταλαβαίνουμε ὅτι, ὅπως ὁ Χριστὸς ἔδειξε στὴν παραβολή, ἡ σωστὴ ἐρώτηση δὲν εἶναι “τὶς ἐστί μου πλησίον”, ἀλλά, “σὲ ποιὸν εἶμαι ἐγῶ πλησίον: δηλαδή, νὰ ἐξετάζουμε τὸν ἐαυτό μας ἂν ἐκπληρώνουμε τὴν ἐντολή τῆς ἀγάπης στοὺς γύρω μας, ἀντὶ νὰ ἐπικεντρωνόμαστε σὲ ἐξωτερικὰ κριτήρια γιὰ νὰ ἀποφασίσουμε ἐὰν θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς βοηθήσουμε.

Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν ὁ δρόμος μας ὁδηγεῖ μακριὰ ἀπὸ τὴν κανονικὴ ζωή ἀνάμεσα στοὺς συνανθρώπους μας, εἴτε σὲ χῶρες μακρινὲς εἴτε στὴν ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ποτὲ δὲν τοὺς ἀφήνουμε πίσω. Ἡ ἀγάπη μας γιὰ ἐκείνους μένει στὴν καρδιά μας, καὶ πάντοτε τοὺς θυμόμαστε. Ἔτσι καταλαβαίνουμε τὸν πλησίον τῆς καρδιάς μας, γιατὶ ἀκόμη κι ὅταν ἀλλάζουν οἱ πλησίον οἱ φυσικοί, αὐτοὶ μένουν μαζί μας, σὰν μία ἀνάμνηση μακρινὴ καὶ γλυκειά. Εἶναι οἱ οἰκείοι μας, αὐτοὶ ποὺ νιώθουμε νὰ εἶναι δεμένη ἡ μοίρα μας μαζὶ μὲ τὴ δική τους, μέσω δεσμῶν οἰκογενειακῶν, ἐθνικῶν, φιλικῶν. Ἀκόμη καὶ ἀπὸ μακριά, ἐμμένουμε στὴν ἐξάσκηση τῆς ἀγάπης πρὸς ἐκείνους, μὲ τὸν τρόπο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ σὲ ἐμᾶς, μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ τοὺς φέρουμε καὶ ἐκείνους στὰ θαυμάσιά Του: στὴν προσευχή. Μέσα ἀπὸ τὴν προσευχή, ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ποτὲ μόνος, ἀλλὰ πάντοτε στὴν συντροφιὰ τῆς ἀγάπης, γιατὶ εἶναι μέσω τῆς προσευχῆς ποὺ μπορεῖ νὰ εἰσάγει τους συνανθρώπους του στὸ μέρος τὸ πλησιέστερο σ’ἐκεῖνον: στὴν καρδιά του.