Ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ έχει οδηγήσει τους δημοσιογράφους να απωλέσουν τη δημοσιογραφική τους ανεξαρτησία, όπως αποκαλύπτει η έρευνά μας. Άλλα ιδρύματα ακολουθούν το παράδειγμά του.
Ήταν σαν μια συμφωνία με τον διάβολο- και σίγουρα έκανε τους συντάκτες στο National Public Radio να είναι νευρικοί και ανήσυχοι. Η συμφωνία ήταν η εξής: το NPR, μαζί με μια επιλεγμένη ομάδα μέσων ενημέρωσης, θα ενημερωνόταν για μια επερχόμενη ανακοίνωση από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ μια μέρα πριν από οποιονδήποτε άλλον. Αλλά σε αντάλλαγμα, το NPR θα έπρεπε να εγκαταλείψει την ανεξαρτησία του για τα ρεπορτάζ. Ο FDA θα υπαγόρευε από ποιον θα μπορούσε και από ποιον δεν θα μπορούσε να πάρει συνέντευξη ο ρεπόρτερ του NPR.
«Οι συντάκτες μου νιώθουν άβολα όταν τίθεται όρος ότι δεν θα μπορούμε να αναζητήσουμε σχολιασμό [στην είδηση]», έγραψε ο ρεπόρτερ του NPR Rob Stein στους κυβερνητικούς αξιωματούχους που πρότειναν τη συμφωνία. Ο Stein ζήτησε λίγο περιθώριο για να κάνει ανεξάρτητο ρεπορτάζ, αλλά του αρνήθηκαν κατηγορηματικά. “Δεχτείτε τη συμφωνία ή απορρίψτε την”. Το NPR δέχτηκε τη συμφωνία. «Θα είμαι στην ενημέρωση», έγραψε ο Stein.
Αργότερα εκείνη την ημέρα, τον Απρίλιο του 2014, ο Stein -μαζί με δημοσιογράφους από περισσότερους από δώδεκα άλλους κορυφαίους οργανισμούς μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των CBS, NBC, CNN, Washington Post, Wall Street Journal και New York Times- εμφανίστηκε σε ομοσπονδιακό κτίριο για να πάρει την ανταμοιβή του. Κάθε δημοσιογράφος που ήταν παρών είχε συμφωνήσει να μην κάνει ερωτήσεις σε πηγές που δεν ήταν εγκεκεριμένες από την κυβέρνηση μέχρι να δοθεί το πράσινο φως.
“Νομίζω ότι τα εμπάργκο που προσπαθούν να ελέγξουν την πρόσβαση σε πηγές πληροφόρησης είναι επικίνδυνα επειδή περιορίζουν τον ρόλο του ρεπόρτερ, του οποίου η δουλειά είναι να κάνει μια πλήρη διερεύνηση σε ένα θέμα”, λέει η πρώην δημόσια συντάκτρια των New York Times, Margaret Sullivan. “Είναι πραγματικά ανάρμοστο για μια πηγή να λέει σε έναν δημοσιογράφο με ποιον μπορεί και με ποιον δεν μπορεί να μιλήσει”. Ο Ivan Oransky, διακεκριμένος συγγραφέας με θέση στο Δημοσιογραφικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και ιδρυτής του ιστολογίου Embargo Watch, συμφωνεί: “Νομίζω ότι είναι εντελώς λάθος”.
Αυτό το είδος συμφωνίας που προσφέρεται από τον FDA -γνωστής ως “κλειστό εμπάργκο”- είναι ένα όλο και πιο σημαντικό εργαλείο που χρησιμοποιείται από επιστημονικές και κυβερνητικές υπηρεσίες για να ελέγξουν τη συμπεριφορά του επιστημονικού Τύπου. Ή έτσι φαίνεται. Είναι αδύνατο να το πει κανείς με σιγουριά γιατί συμβαίνει σχεδόν εξ ολοκλήρου στα παρασκήνια. Γνωρίζουμε μόνο για τη συμφωνία με τον FDA λόγω μιας “αντιδραστικής” φράσης που εισήγαγε μία συντάκτρια των New York Times. Αλλά για αυτήν την παραβίαση της μυστικότητας, κανείς εκτός της μικρής κλίκας κυβερνητικών αξιωματούχων και έμπιστων ρεπόρτερ δεν θα γνώριζε ότι οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν αυτήν την [κυβερνητική] υπηρεσία είχαν παραιτηθεί από το δικαίωμά τους να κάνουν ανεξάρτητο ρεπορτάζ.
Έγγραφα που αποκτήθηκαν από το Scientific American μέσω αιτημάτων του Νόμου για την ελευθερία της πληροφορίας δίνουν τώρα μια ανησυχητική εικόνα των τακτικών που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο του επιστημονικού Τύπου. Για παράδειγμα, ο FDA διαβεβαιώνει το κοινό ότι έχει δεσμευτεί για τη διαφάνεια, αλλά τα έγγραφα δείχνουν ότι (ιδιωτικά) η υπηρεσία αρνείται την πρόσβαση σε πολλούς δημοσιογράφους -συμπεριλαμβανομένων αυτών από μεγάλα μέσα όπως το Fox News- και ακόμη και τους εξαπατά με μισές αλήθειες, για να τους εμποδίσει στην διερεύνηση ενός θέματος. Ταυτόχρονα, ο FDA “εκπαιδεύει” μια ομάδα δημοσιογράφων τους οποίους κρατά σε “γραμμή” με τη χρήση απειλών. Και η υπηρεσία έχει κάνει πρακτική της να απαιτεί απόλυτο έλεγχο σε ποιους μπορούν και σε ποιους δεν μπορούν να μιλήσουν οι δημοσιογράφοι μέχρι να βγουν οι ειδήσεις στο ευρύ κοινό, κωφεύοντας στις διαμαρτυρίες δημοσιογραφικών ενώσεων και υποστηρικτών της ηθικής στα μέσα ενημέρωσης, και εν τέλει παραβιάζοντας τις δικές του γραπτές πολιτικές.
Χρησιμοποιώντας κλειστά εμπάργκο και άλλες μεθόδους, ο FDA, όπως και άλλες πηγές επιστημονικών πληροφοριών, αποκτά τον έλεγχο δημοσιογράφων που υποτίθεται ότι παρακολουθούν στενά αυτά τα ιδρύματα. Οι φύλακες μετατρέπονται σε υπηρέτες. “Οι δημοσιογράφοι έχουν εκχωρήσει την εξουσία στο επιστημονικό κατεστημένο”, λέει ο Vincent Kiernan, επιστημονικός συντάκτης και πρύτανης στο Πανεπιστήμιο George Mason. “Νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον και κάπως ανεξήγητο, απ’ τη στιγμή που θεωρούμε γενικά τους δημοσιογράφους ως ανθρώπους που δεν τους αρέσει να εκχωρούν την εξουσία”.
Οι δημοσιογράφοι είναι προετοιμασμένοι για χειραγώγηση από μια σύμβαση που χρονολογείται δεκαετίες πίσω: το εμπάργκο. Το εμπάργκο είναι μια παρασκηνιακή συμφωνία μεταξύ των δημοσιογράφων και των ανθρώπων που καλύπτουν -δηλαδή των πηγών τους. Μια πηγή παρέχει πρόσβαση στον δημοσιογράφο υπό τον όρο ότι δεν μπορεί να δημοσιεύσει οτιδήποτε πριν από μια συμφωνημένη ημερομηνία και ώρα.
Ένα εκπληκτικά μεγάλο ποσοστό θεμάτων σχετικά με την επιστήμη και την υγεία είναι προϊόν εμπάργκο. Τα περισσότερα από τα μεγάλα επιστημονικά περιοδικά προσφέρουν στους δημοσιογράφους εκ των προτέρων αντίγραφα των επερχόμενων άρθρων -και τα στοιχεία επικοινωνίας των συγγραφέων- υπό τον όρο να μην “ψάξουν” το θέμα μέχρι να λήξει το εμπάργκο. Αυτά τα εμπάργκο θέτουν τον εβδομαδιαίο ρυθμό της επιστημονικής κάλυψης: Το απόγευμα της Δευτέρας, μπορεί να δει κανείς ένα σωρό θέματα σχετικά με τα Πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ να δημοσιεύονται σχεδόν ταυτόχρονα. Την Τρίτη, είναι η Εφημερίδα της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης. Την Τετάρτη, είναι το Nature και το New England Journal of Medicine. Τα επιστημονικά θέματα εμφανίζονται την Πέμπτη. Κι άλλα ιδρύματα έχουν επίσης υιοθετήσει το σύστημα του εμπάργκο. Τα ομοσπονδιακά ιδρύματα, ειδικά αυτά για τα οποία κάνουν ρεπορτάζ οι δημοσιογράφοι της επιστήμης και της υγείας, το έχουν κάνει επίσης. Τα εμπάργκο είναι ο λόγος που τα θέματα για τα Εθνικά Εργαστήρια, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας και άλλους οργανισμούς συχνά τείνουν να δημοσιεύονται την ίδια ακριβώς στιγμή.
Τα εμπάργκο υιοθετήθηκαν για πρώτη φορά από τους επιστημονικούς ρεπόρτερ τη δεκαετία του 1920, εν μέρει επειδή απομακρύνουν την πίεση. Σε τελική ανάλυση, όταν όλοι συμφωνούν να δημοσιεύουν τα άρθρα τους ταυτόχρονα, ένας ρεπόρτερ μπορεί να αφιερώσει επιπλέον χρόνο ερευνώντας και γράφοντας για ένα θέμα χωρίς να φοβάται ότι θα του κλέψει κάποιος το ρεπορτάζ. “[Τα εμπάργκο] δημιουργήθηκαν κατόπιν απαίτησης των δημοσιογράφων”, λέει ο Kiernan, ο οποίος έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο “Επιστήμη σε Εμπάργκο”, σχετικά με τα επιστημονικά εμπάργκο. “Οι επιστήμονες έπρεπε να πειστούν να συμφωνήσουν με αυτό”. Αλλά τα επιστημονικά ιδρύματα σύντομα συνειδητοποίησαν ότι τα εμπάργκο θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να χειραγωγήσουν τον χρόνο και (σε μικρότερο βαθμό) τη φύση της κάλυψης του Τύπου. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα όπου τα επιστημονικά ιδρύματα ελέγχουν όλο και περισσότερο τους δημοσιογράφους. “Έχουν πάρει το πάνω χέρι σε αυτή τη σχέση και οι δημοσιογράφοι δεν ανέκαμψαν ποτέ”, λέει ο Kiernan.
Το σύστημα του εμπάργκο είναι τόσο καθιερωμένος θεσμός στην επιστημονική δημοσιογραφία που ελάχιστοι ρεπόρτερ παραπονιούνται ή έστω σκέφτονται τις πιο σκοτεινές επιπτώσεις του, τουλάχιστον μέχρι να νιώσουν οι ίδιοι περιφρονημένοι. Αυτόν τον Ιανουάριο, το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια (Caltech) είχε ένα σπουδαίο θέμα: οι ερευνητές εκεί είχαν στοιχεία για έναν νέο γιγάντιο πλανήτη -τον Πλανήτη Εννέα- στα απώτερα όρια του ηλιακού μας συστήματος. Το γραφείο Τύπου του Caltech αποφάσισε να δώσει μόνο σε δώδεκα δημοσιογράφους, συμπεριλαμβανομένου του Michael Lemonick του Scientific American, έγκαιρη πρόσβαση στους επιστήμονες και στη μελέτη τους. Όταν κυκλοφόρησε η είδηση, η υπόλοιπη κοινότητα της επιστημονικής δημοσιογραφίας έμεινε μετέωρη. “Εκτός από τους 12 που επιλέχθηκαν, εκείνοι που εργάζονταν με προθεσμία δεν είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν με τους ερευνητές, να καταγράψουν ανεξάρτητες απόψεις ή να έχουν χρόνο να αφομοιώσουν σωστά τη δημοσιευμένη ερευνητική εργασία”, παραπονέθηκε ο δημοσιογράφος του BBC Pallab Ghosh για την “ανάρμοστη” ευνοιοκρατία του Caltech σε μια ανοιχτή επιστολή προς την Παγκόσμια Ομοσπονδία Δημοσιογράφων Επιστημών.
Όταν ρωτήθηκε γιατί το Caltech επέλεξε να δημοσιεύσει τις ειδήσεις μόνο σε μια επιλεγμένη ομάδα δημοσιογράφων, η Farnaz Khadem, επικεφαλής επικοινωνίας του Caltech, δήλωσε ότι έχει δεσμευτεί να είναι “δίκαιη και διαφανής” σχετικά με το πώς και πότε το Caltech μοιράζεται ειδήσεις με δημοσιογράφους. Στη συνέχεια, αρνήθηκε να μιλήσει για το θέμα του Πλανήτη Εννέα ή για εμπάργκο ή για τη στρατηγική σε θέματα Τύπου, και δεν θα παρείχε πρόσβαση σε κανέναν στο Caltech που θα μπορούσε να μιλήσει για τέτοια θέματα. Κατά συνέπεια, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε με βεβαιότητα γιατί το Caltech αποφάσισε να μοιραστεί τα νέα μόνο με μια επιλεγμένη ομάδα δημοσιογράφων. Αλλά δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς γιατί δημοσιογράφοι όπως ο Ghosh αποκλείστηκαν. “Δεν ήταν ότι δεν ήταν αρκετά καλοί ή δεν τους συμπαθούσαν”, εικάζει ο Kiernan. “Υπήρχε μια πραγματική προσπάθεια εδώ για να ελέγξουν τα πράγματα, διασφαλίζοντας ότι οι καλύτεροι δημοσιογράφοι κάλυψαν αυτό το θέμα και το κάλυψαν με συγκεκριμένο τρόπο, ο οποίος στη συνέχεια θα διαμόρφωνε την κάλυψη από όλους τους άλλους δημοσιογράφους. Είναι ξεκάθαρα μια προσπάθεια ελέγχου”.
Το Caltech δεν είναι το μόνο ίδρυμα που κατευθύνει την κάλυψη ενημερώνοντας μια πολύ μικρή ομάδα δημοσιογράφων. (Καθώς έγραφα αυτό το κομμάτι, έλαβα ένα σημείωμα από έναν αξιωματικό Τύπου της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ που πρόσφερε μια κρυφή προεπισκόπηση ενός βίντεο που προσφέρεται σε “επιλεγμένο αριθμό ψηφιακών δημοσιεύσεων”.) Για χρόνια ο FDA έχει από κοντά μια μικρή ομάδα δημοσιογράφων στους οποίους έχει ανατεθεί η εκ των προτέρων ειδοποίηση για ορισμένα γεγονότα, ενώ άλλοι μένουν στο σκοτάδι. Αλλά δεν ήταν το παιχνίδι του “ποιος είναι ο αγαπημένος δημοσιογράφος” που πυροδότησε μια μικρή καταιγίδα στη δημοσιογραφική κοινότητα τον Ιανουάριο του 2011 – ήταν η εισαγωγή του κλειστού εμπάργκο.
Όπως ένα κανονικό εμπάργκο, ένα κλειστό εμπάργκο επιτρέπει την έγκαιρη πρόσβαση σε πληροφορίες υπό τον όρο ότι οι συμμετέχοντες δεν δημοσιεύουν τίποτα πριν από μια καθορισμένη ημερομηνία και ώρα. Σε αυτήν την περίπτωση, ήταν μια κλεφτή ματιά στους κανόνες που επρόκειτο να δημοσιευθούν σχετικά με ιατρικές συσκευές. Υπήρχε όμως ένας επιπλέον όρος: στους δημοσιογράφους απαγορεύτηκε ρητά να αναζητήσουν πληροφόρηση από αλλού. Οι δημοσιογράφοι θα έπρεπε να εγκαταλείψουν απόλυτα το δικαίωμά τους να κάνουν ανεξάρτητο ρεπορτάζ για το θέμα μέχρι να λήξει το εμπάργκο.
Ακόμη και οι δημοσιογράφοι που είχαν να κάνουν με τον FDA για χρόνια δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Όταν κάποιος ρώτησε το γραφείο Τύπου της υπηρεσίας εάν πράγματι απαγόρευε την επικοινωνία με εξωτερικές πηγές, η Karen Riley, αξιωματούχος του FDA, δεν άφησε καμία αμφιβολία. “Είναι αυτονόητο ότι το εμπάργκο σημαίνει ότι ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΤΕ να τηλεφωνήσετε αλλού και να λάβετε σχόλια πριν λήξει το εμπάργκο στη 1 μ.μ.”, είπε σε ένα e-mail.
“Στην πραγματικότητα χρειάζεται κάποια επεξήγηση, καθώς αυτή είναι μια νέα εκδοχή ενός δημοσιογραφικού εμπάργκο”, έγραψε ο Oransky στο ιστολόγιό του Embargo Watch. Χωρίς τη δυνατότητα επικοινωνίας με ανεξάρτητες πηγές, συνέχισε, “οι δημοσιογράφοι γίνονται απλοί στενογράφοι”. Ο Kiernan αισθάνεται το ίδιο: “Δεν μπορείτε να επαληθεύσετε τις πληροφορίες, δεν μπορείτε να λάβετε σχόλια για τις πληροφορίες. Πρέπει απλώς να το κρατήσετε ανάμεσα σε αυτήν την ομάδα ανθρώπων για την οποία σας είπα, και δεν μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε αλλού. Σε αυτή την κατάσταση, ο δημοσιογράφος αφήνει τα χέρια του να είναι δεμένα με τρόπο που δεν πρόκειται να είναι τίποτα άλλο, τελικά, παρά ένας στενογράφος”.
Η Ένωση Δημοσιογράφων Υγείας (AHCJ), της οποίας είμαι μέλος, διατύπωσε δημόσια αντίρρηση για το κλειστό εμπάργκο, σημειώνοντας ότι “θα αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο για την καλή δημοσιογραφία. Οι δημοσιογράφοι που θέλουν να είναι ανταγωνιστικοί σε ένα θέμα θα πρέπει ουσιαστικά να συμφωνήσουν να γράφουν μόνο ό,τι θέλει να πει ο FDA στον κόσμο, χωρίς ανάλυση ή εξωτερικό σχολιασμό”. Αντιμέτωπη με αυτήν την αντίδραση, η υπηρεσία οπισθοχώρησε γρήγορα. Μετά από μια συνάντηση με τους ηγέτες του AHCJ, η Meghan Scott, τότε αναπληρώτρια επίτροπος για τις εξωτερικές υποθέσεις της υπηρεσίας, έγραψε: “Μέχρι την έρευνά σας, ο FDA δεν είχε μια επίσημη πολιτική για εμπάργκο στην ενημέρωση”. Ο FDA θέσπιζε τώρα νέους βασικούς κανόνες που “θα εξυπηρετούν καλύτερα τα μέσα ενημέρωσης και το κοινό”.
Δημοσιευμένη αρχικά στο διαδίκτυο τον Ιούνιο του 2011, η νέα πολιτική του FDA στα μέσα ενημέρωσης διέγραψε επίσημα το κλειστό εμπάργκο: “Ένας δημοσιογράφος μπορεί να μοιραστεί υλικό από εμπάργκο που παρέχεται από το FDA με μη δημοσιογράφους ή τρίτα μέρη για να λάβει δηλώσεις ή απόψεις πριν από την άρση του εμπάργκο, υπό τον όρο ότι ο δημοσιογράφος εξασφαλίζει συμφωνία από το τρίτο μέρος για την τήρηση του εμπάργκο”. Η δέουσα επιμέλεια θα επιτρέπεται πάντα, τουλάχιστον στον FDA.
Οι δημοσιογράφοι στα θέματα υγείας και επιστήμης ανέπνευσαν με ανακούφιση. Η AHCJ εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της που ο FDA άλλαξε τακτική και το Embargo Watch του Oransky συνεχάρη την υπηρεσία για την υπαναχώρησή της: “Κάνοντας το σωστό, ο FDA κέρδισε μια θέση στο Embargo Watch Honor Roll. Μπράβο.” Και ο FDA είχε ξεκαθαρίσει την παρεξήγηση και διαβεβαίωσε ότι ήταν αφοσιωμένος σε “μια κουλτούρα ανοιχτού χαρακτήρα στην αλληλεπίδρασή του με τα μέσα ενημέρωσης και το κοινό”.
Στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε καμία παρεξήγηση. Το κλειστό εμπάργκο είχε γίνει μέρος της στρατηγικής της υπηρεσίας για τα μέσα ενημέρωσης. Είχε έρθει για να μείνει -είτε ως επίσημη πολιτική, είτε όχι.
Είναι δύσκολο να πει κανείς πότε μπαίνει σε εφαρμογή ένα κλειστό εμπάργκο, επειδή, από τη φύση του, είναι ένα μυστικό που ούτε οι δημοσιογράφοι στους οποίους έχει δοθεί ειδική πρόσβαση ούτε το επιστημονικό ίδρυμα που συνάπτει τη συμφωνία θέλουν να αποκαλυφθεί. Το κοινό μαθαίνει για αυτό μόνο όταν ένας δημοσιογράφος επιλέξει να αποκαλύψει τις πληροφορίες.
Έχουμε μερικές σπάνιες περιπτώσεις όπου δημοσιογράφοι αποκάλυψαν ότι επιστήμονες και επιστημονικά ιδρύματα εφάρμοσαν το κλειστό εμπάργκο μετά το 2011. Το 2012 ο βιολόγος Gilles-Eric Séralini και οι συνάδελφοί του δημοσίευσαν μια αμφίβολη -αργότερα ανακλήθηκε και στη συνέχεια ξαναδημοσιεύτηκε- εργασία που υποτίθεται ότι συνέδεε γενετικά τροποποιημένες τροφές με την πρόκληση καρκίνου σε αρουραίους. Έδωσαν στους δημοσιογράφους έγκαιρη πρόσβαση στα πλαίσια ενός κλειστού εμπάργκο, πιθανότατα για να περιορίσουν την δυνατότητα των ρεπόρτερ να διερευνήσουν τα κενά στην εργασία, μία κατάσταση που ο επιστημονικός συντάκτης Carl Zimmer περιέγραψε ως “έναν σάπιο, διεφθαρμένο τρόπο να κάνει κάποιος ρεπορτάζ γύρω από την επιστήμη”. Το 2014 η Επιτροπή Έρευνας Χημικής Ασφάλειας και Κινδύνων των ΗΠΑ (γνωστή επίσης ως CSB) παρουσίασε μια έκθεση σε δημοσιογράφους υπό κλειστό εμπάργκο. Όταν ρωτήθηκε, ο τότε διευθύνων σύμβουλος της CSB, Daniel Horowitz, είπε στο Embargo Watch του Oransky ότι το κλειστό εμπάργκο χρησιμοποιήθηκε “θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα παρείχε μια πιο τακτική διαδικασία”. Στη συνέχεια δήλωσε ότι το διοικητικό συμβούλιο επρόκειτο “να εγκαταλείψει την πολιτική στο σύνολό της για μελλοντικά ρεπορτάζ”. Ιδιωτικά, ωστόσο, ένας ειδικός δημοσίων υποθέσεων της CSB δήλωσε σε ένα e-mail: “Ειλικρινά, θα ήθελα να είχαμε περισσότερους στενογράφους εκεί έξω. Οι κυβερνητικές υπηρεσίες που προσπαθούν να ελέγξουν τη ροή πληροφοριών είναι μια παλιά ιστορία, αλλά η άλλη όψη της ιστορίας είναι ότι οι κυβερνητικές υπηρεσίες που κάνουν καλή δουλειά συχνά δυσκολεύονται να αφηγηθούν την ιστορία τους σε μια εποχή δημοσιογραφικού σκεπτικισμού και κομματικών διαφωνιών και γραφειοκρατικών διενέξεων”.
Επίσης, το 2014, το Κέντρο Αστροφυσικής του Χάρβαρντ-Σμιθσόνιαν (CfA) εφάρμοσε ένα κλειστό εμπάργκο, όταν ανακοίνωσε σε δώδεκα δημοσιογράφους ότι οι ερευνητές είχαν ανακαλύψει ανεπαίσθητα σήματα βαρυτικών κυμάτων από το πρώιμο σύμπαν. “Μπορούσες να μιλήσεις μόνο με άλλους επιστήμονες εφόσον είχαν ήδη δει τις εργασίες, δεν θέλαμε να διαμοιράζονται χωρίς λόγο”, λέει η Christine Pulliam, υπεύθυνη σχέσεων με τα μέσα ενημέρωσης για το CfA. Δυστυχώς, ο κατάλογος των εγκεκριμένων επιστημόνων που παρείχε το CfA απαριθμούσε μόνο θεωρητικούς, όχι πειραματιστές -και μόνο ένας πειραματιστής ήταν πιθανό να δει το ελάττωμα που καταδίκαζε τη μελέτη. (Η ομάδα έβλεπε την υπογραφή της κοσμικής σκόνης, όχι των βαρυτικών κυμάτων.) “Ένιωσα σαν ανόητος, εκ των υστέρων”, λέει ο Lemonick, ο οποίος, ως ένας από τους δώδεκα περίπου επιλεγμένους δημοσιογράφους, κάλυψε την ιστορία για το Time (εκείνη την περίοδο δεν ήταν στο επιτελείο του Scientific American).
Ο FDA, επίσης, διεξήγαγε αθόρυβα ενημερώσεις με κλειστό εμπάργκο, παρόλο που η επίσημη πολιτική του στα μέσα ενημέρωσης το απαγορεύει. Χωρίς μια πηγή πρόθυμη να μιλήσει, είναι αδύνατο να πει κανείς με βεβαιότητα πότε ή γιατί ο FDA άρχισε να παραβιάζει τους δικούς του κανόνες. Ένα έγγραφο από τον Ιανουάριο του 2014, ωστόσο, περιγράφει τη στρατηγική του FDA για την κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης για την έναρξη μιας νέας διαφημιστικής εκστρατείας για τη δημόσια υγεία. Καθορίζει ένα σχέδιο για την υπηρεσία να φιλοξενήσει μια “ενημέρωση μέσων ενημέρωσης για επιλεγμένους, κορυφαίους ρεπόρτερ που θα έχουν μεγάλη επιρροή στην κάλυψη και την κοινή γνώμη των εκστρατειών.… Τα μέσα ενημέρωσης που θα παρακολουθήσουν την ενημέρωση θα λάβουν οδηγίες ότι υπάρχει αυστηρό, κλειστό εμπάργκο που δεν επιτρέπει την επαφή με άτομα εκτός του FDA για σχόλια σχετικά με την εκστρατεία”.
Γιατί; Με μια ματιά στο έγγραφο: “Η κάλυψη της εκστρατείας από τα ΜΜΕ είναι εγγυημένη. Ωστόσο, θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι τα διάφορα μέσα θα παράσχουν ποιοτική κάλυψη”, εξηγεί το έγγραφο. “Η ενημέρωση των ΜΜΕ θα μας δώσει την ευκαιρία να διαμορφώσουμε τις ειδήσεις, να πραγματοποιήσουμε συνεντεύξεις υπό καθεστώς εμπάργκο με τα μεγάλα μέσα πριν από την έναρξη και να δώσουμε στα μέσα ενημέρωσης ευκαιρίες να προετοιμάσουν πιο εμπεριστατωμένη κάλυψη της έναρξης της εκστρατείας”.
Δέκα δημοσιογράφοι -από τους New York Times, την Washington Post, το USA Today, το Associated Press, το Reuters, το ABC, το NBC, το CNN και το NPR- προσκλήθηκαν για να τους δοθούν τα θέματα έτοιμα. Την επομένη της ενημέρωσης, στις 4 Φεβρουαρίου, όλοι -εκτός από τους New York Times- δημοσίευσαν θέματα σχετικά με τη διαφημιστική εκστρατεία. Το ανεξάρτητο σχόλιο απουσίαζε εντελώς. Μόνο το NPR, το οποίο μετέδωσε ώρες μετά τα άλλα, και το CNN, σε μια ενημέρωση για το θέμα το μεσημέρι, κατάφεραν να λάβουν οποιοδήποτε σχόλιο από άτομα εκτός του FDA. Το CBS παρενέβαλλε μία δήλωση (εκτός θέματος) από τον διευθυντή των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, πιθανώς με την ελπίδα ότι οι αναγνώστες δεν θα παρατηρούσαν ότι ήταν δύο μηνών. Κανείς άλλος δεν φαίνεται να προσπάθησε να προσεγγίσει κάποιον που θα μπορούσε να ασκήσει κριτική στη διαφημιστική εκστρατεία.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα σύνολο από θέματα που σχεδόν απόλυτα ταυτίζονταν με την επίσημη γραμμή του FDA, χωρίς την παραμικρή αμφισβήτηση για το αν η διαφημιστική εκστρατεία θα ήταν τόσο αναποτελεσματική όσο πολλές άλλες παρόμοιες. Κανένα από τα μέσα ενημέρωσης δεν είπε τίποτα σχετικά με το κλειστό εμπάργκο. Από την πλευρά της υπηρεσίας, αποστολή εξετελέσθη.
Ο FDA είχε ένα πολύ πιο δύσκολο έργο δύο μήνες αργότερα. Η υπηρεσία επρόκειτο να δημοσιοποιήσει αμφιλεγόμενους νέους κανόνες για τα ηλεκτρονικά τσιγάρα. Ήταν σχεδόν αδύνατο να αποτραπεί η διαρροή του θέματος νωρίτερα. Μερικές ημέρες πριν από τη δημοσίευση των νέων κανόνων τον Απρίλιο του 2014, οι φήμες ήδη κυκλοφορούσαν. Οι δημοσιογράφοι σε όλη τη χώρα μπόρεσαν να “μυριστούν” το θέμα και άρχισαν να στέλνουν e-mail στο γραφείο Τύπου του FDA με ερωτήσεις σχετικά με τους κανόνες του ηλεκτρονικού τσιγάρου. Οι εκπρόσωποι της υπηρεσίας θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν όλες τις εξουσίες που είχαν στη διάθεσή τους για να ελέγξουν τη ροή των πληροφοριών.
“Έχω ακούσει πολλές φήμες ότι ο FDA θα δημοσιεύσει τους προτεινόμενους κανονισμούς για το ηλεκτρονικό τσιγάρο τη Δευτέρα”, ρώτησε η Clara Ritger, τότε δημοσιογράφος του National Journal, την Παρασκευή 18 Απριλίου. “Ήθελα να ρωτήσω εάν επιβεβαιώνετε κάτι τετοιο. Εάν αυτό δεν ισχύει, έχετε κάποιο χρονοδιάγραμμα;” Η Stephanie Yao, τότε υπεύθυνη Τύπου του FDA, απέφυγε την ερώτηση: “Η πρόταση είναι ακόμη σε προσχέδιο και υπό εξέταση. Ως θέμα πολιτικής, ο FDA δεν μοιράζεται προσχέδια κανόνων με εξωτερικές ομάδες, όσο ένας κανόνας είναι ακόμη υπό εξέταση”.
Ο αγώνας ξιφασκίας είχε ξεκινήσει. “Σας ευχαριστώ που ανταποκριθήκατε με τη δήλωσή σας”, απάντησε η Ritger. “Ενώ γνωρίζω ότι η πρόταση είναι ακόμη σε προσχέδιο και υπό εξέταση, εάν υπάρχει σχετικός σχεδιασμός θα ήθελα να μάθω: πότε θα βγουν οι προτεινόμενοι κανονισμοί;”.
Η Jenny Haliski, τότε άλλη υπεύθυνη τύπου του FDA, έγραψε τη Δευτέρα: “Έχετε εγγραφεί στις ανακοινώσεις Τύπου του FDA; Ο προτεινόμενος κανόνας θα δημοσιευθεί στο Ομοσπονδιακό Μητρώο”.
“Ευχαριστώ για την αποστολή! Εγγράφηκα”, απάντησε η Ritger. “Η μόνη άλλη ερώτηση που είχα (ανεπίσημα) ήταν: πότε σχεδιάζεται να βγουν οι προτεινόμενοι κανονισμοί;” Ούτε μια προσφορά για μια ανεπίσημη δήλωση δεν θα μπορούσε να κάνει την υπηρεσία να αποκαλύψει το παραμικρό. “Ο FDA δεν μπορεί να κάνει εικασίες για το χρονοδιάγραμμα του προτεινόμενου κανόνα”, απάντησε η Haliski.
Αλλά αυτό ήταν μια προσεκτικά ειπωμένη μισή αλήθεια. Δεν υπήρχε λόγος για εικασίες. Η Haliski και άλλοι στο γραφείο Τύπου γνώριζαν πολύ καλά όχι μόνο ότι ο κανόνας επρόκειτο να δημοσιευθεί την Πέμπτη, 24 Απριλίου, αλλά και ότι επρόκειτο να γίνει μια ενημέρωση με κλειστό εμπάργκο την Τετάρτη. Απλώς η Ritger και η National Journal δεν είχαν προσκληθεί.
Η λίστα προσκλήσεων είχε συνταχθεί μέρες νωρίτερα και, ως συνήθως, η ενημέρωση περιοριζόταν σε έμπιστους δημοσιογράφους: τα ίδια ΜΜΕ από την ενημέρωση της διαφημιστικής εκστρατείας τον Φεβρουάριο, με την προσθήκη μερικών ακόμη, που περιελάμβαναν τη Wall Street Journal, τη Boston Globe, τους Los Angeles Times, το Bloomberg News, το Politico και το Congressional Quarterly. Την ίδια στιγμή που η υπηρεσία συζητούσε την ενημέρωση υπό καθεστώς κλειστού εμπάργκο με ορισμένους από τους επιλεγμένους δημοσιογράφους, οποιοσδήποτε εκτός αυτού του μικρού κύκλου, όπως η Ritger, αφέθηκε εκτός. Ούτε καν το Fox News δεν είχε πρόσβαση.
Μερικοί στο γραφείο Τύπου του FDA αναρωτήθηκαν γιατί το Fox αποκλείστηκε, σε αντίθεση με τα άλλα μεγάλα δίκτυα. “Με την ευκαιρία, παρατηρήσαμε ότι το Fox δεν ήταν ακόμα στη λίστα προσκεκλημένων”, είπε η Raquel Ortiz, τότε υπεύθυνη τύπου του FDA, στην Haliski.
“Δεν έχω κανέναν εθνικό ρεπόρτερ του Fox που να είχε επικοινωνήσει μαζί μου για αυτό το θέμα”, απάντησε η Haliski. “Όλοι οι δημοσιογράφοι που προσκλήθηκαν στην ενημέρωση έπρεπε να έχουν καλύψει τα ρυθμιστικά ζητήματα του καπνού στο παρελθόν”.
Η Ortiz συνειδητοποίησε ότι αυτή δεν ήταν μια ειλικρινής απάντηση: “Αλλά σίγουρα καλύπτουν το FDA/CTP [Κέντρο για Προϊόντα Καπνού] και θέματα καπνού -[ένας συνάδελφος] τα έχει δει».
“Δεν έχουμε κάποια καλή επαφή με το Fox”, επέμεινε η Haliski, μάλλον νωχελικά. Δεν θα ήταν δύσκολο να βρεθεί μια επαφή αν είχαν ενδιαφερθεί να τη βρουν. Και, κατά τύχη, η επαφή τους βρήκε εκείνη. Νωρίς το επόμενο πρωί, με άφθονο χρόνο πριν από την ενημέρωση, ο επικεφαλής εθνικός ανταποκριτής του Fox -ο John Roberts, που κάποτε φαινόταν ως ο διάδοχος του Dan Rather- επικοινώνησε με τη Haliski ζητώντας πρόσβαση. “Γνωρίζω ότι ο FDA πιθανότατα θα εκδώσει κάποιον ρυθμιστικό κανόνα σχετικά με τα ηλεκτρονικά τσιγάρα την επόμενη εβδομάδα περίπου. Θα ήθελα να έχω ένα θέμα έτοιμο για σήμερα (υπό οποιοδήποτε καθεστώς εμπάργκο)”, έγραψε. “Μπορούμε να το κανονίσουμε;”.
“Γεια σου, John, έχεις εγγραφεί στις ανακοινώσεις Τύπου του FDA;”. Με άλλα λόγια, δεν επιτρέπεται η πρόσβαση.
“Με προβλημάτισε ιδιαίτερα καθώς ήμουν ο ιατρικός ανταποκριτής της εκπομπής Evening News του CBS για μερικά χρόνια και είχα πολύ καλή σχέση με τον FDA και όλους εκεί”, λέει ο Roberts, ο οποίος ανακάλυψε ότι αποκλείστηκε αφού βγήκαν στη δημοσιότητα τα θέματα των άλλων ανταποκριτών. “Αυτοί οι άνθρωποι μου είπαν ότι το Fox News δεν προσκλήθηκε λόγω προηγούμενων εμπειριών με το Fox”.
Λίγο μετά το μεσημέρι της Τετάρτης 23 Απριλίου, η ενημέρωση έγινε όπως είχε προγραμματιστεί. Όλοι οι δημοσιογράφοι που ήταν παρόντες κατάλαβαν τους όρους, όπως ανακοινώθηκε: “Όπως συζητήθηκε, στο πλαίσιο αυτού του εμπάργκο δεν θα μπορείτε να απευθυνθείτε σε τρίτους για σχόλια σχετικά με αυτήν την ανακοίνωση. Εφόσον συμφωνείτε με αυτό, σας παρέχουμε μια προεπισκόπηση των πληροφοριών”. Αλλά στις 2:30 μ.μ., το κλειστό εμπάργκο είχε ήδη αρχίσει να κάνει νερά. Οι αξιωματούχοι του FDA φαίνεται πως έμαθαν ότι ένας δημοσιογράφος προσπαθούσε να μιλήσει με ένα μέλος του Κογκρέσου για τους νέους κανόνες. Παρόλο που δεν ήταν ξεκάθαρο ότι επρόκειτο για παραβίαση του εμπάργκο -η συνέντευξη είχε προγραμματιστεί για μετά τη λήξη του εμπάργκο και ο δημοσιογράφος προφανώς δεν μοιράστηκε εκ των προτέρων καμία κρίσιμη πληροφορία- οριακά παρέκαμπτε τους αυστηρούς κανόνες και ο FDA ήταν έξω φρενών. Μέσα σε μισή ώρα, ο Jefferson του FDA είχε στείλει ένα θυμωμένο e-mail στους δημοσιογράφους του εμπάργκο.
“Πληροφορηθήκαμε ότι έχει ήδη γίνει παραβίαση του εμπάργκο…. Δεν επιτρεπόταν και δεν επιτρέπεται η επαφή (οποιουδήποτε είδους) με τρίτους σχετικά με αυτήν την ανακοίνωση. Όλοι όσοι συμμετείχαν συμφώνησαν σε αυτό”, έγραψε. “Από εδώ και πέρα, δεν θα κάνουμε πλέον ενημερώσεις για τα μέσα ενημέρωσης υπό καθεστώς εμπάργκο, εάν οι δημοσιογράφοι δεν είναι πρόθυμοι να τηρήσουν τους όρους του εμπάργκο… Λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη αυτό το θέμα και, κατά συνέπεια, τυχόν άτομα που παραβίασαν το εμπάργκο θα αποκλείονται από μελλοντικές ενημερώσεις υπό καθεστώς εμπάργκο”. Παραβιάστε τους κανόνες, ακόμα και στο πνεύμα, και θα μείνετε στην απέξω με τους υπόλοιπους.
Οι διαψεύσεις άρχισαν να καταφθάνουν: “Ως κάποιος που έχει τηρήσει τους κανόνες και έχει καλύψει το CTP/FDA για χρόνια, είναι πολύ εκνευριστικό να συγκαταλέγομαι σε μια ομάδα δημοσιογράφων που δεν μπορούν να σεβαστούν τα αιτήματά σας να μην ερχόμαστε σε επαφή με τρίτους”, επέμεινε ο ρεπόρτερ (τότε του AP) Michael Felberbaum. “Φυσικά πάντα υποστήριζα το να συνεργάζεστε πιο στενά με ρεπόρτερ σαν εμένα που κατανοούν και καλύπτουν με συνέπεια αυτόν τον τομέα, αντί με δημοσιογράφους στους οποίους έχει ανατεθεί κάτι τέτοιο χωρίς την ανάλογη περίσκεψη”.
Όμως, παρά τον φόβο για παραβίαση του απορρήτου, η μυστικότητα καλά κρατούσε. Όταν έληξε το εμπάργκο και οι πρώτες ειδήσεις κυκλοφόρησαν στο Διαδίκτυο, ο FDA δεν είχε κανένα παράπονο: το εμπάργκο είχε λειτουργήσει για άλλη μια φορά για να διαμορφώσει την δημοσιογραφική κάλυψη. Το άρθρο του Felberbaum, για παράδειγμα, ανέφερε τη Margaret Hamburg, τότε επικεφαλής του FDA, και τον Mitch Zeller, τον επικεφαλής του CTP, αλλά κανέναν άλλον. Ακόμη και αφού ενημέρωσε το άρθρο του αργότερα μέσα στην ημέρα για να λάβει κάποια σχόλια από τρίτους, δεν υπήρχε καμία ένδειξη για το πόσο αμφιλεγόμενοι ήταν οι νέοι κανόνες. Τα μέλη της καπνοβιομηχανίας ήταν γενικά δυσαρεστημένα με την αυξημένη ομοσπονδιακή ρύθμιση του κλάδου τους, ενώ οι υποστηρικτές του κινήματος κατά του καπνού θεώρησαν μάλλον ότι οι νέοι κανονισμοί ήταν πολύ αδύναμοι και ότι άργησαν να δημοσιευτούν. Και δεν υπήρχε καμία αναφορά, τουλάχιστον στο άρθρο του Felberbaum, ότι η υπηρεσία είχε προσπαθήσει να εκδώσει κανόνες για τα ηλεκτρονικά τσιγάρα αρκετά χρόνια νωρίτερα, αλλά είχαν απορριφθεί με μια δριμεία επίπληξη από το Περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ για την Περιφέρεια της Κολούμπια. (Όταν ρωτήθηκε για τη δουλειά του για το AP, ο Felberbaum -ο οποίος έκτοτε εγκατέλειψε τη δουλειά του ως ρεπόρτερ για να γίνει υπεύθυνος Τύπου του FDA- είπε, “Δεν είμαι πραγματικά σίγουρος αν νιώθω άνετα να το συζητήσω σε αυτό το σημείο”.)
Μερικά από τα άλλα ΜΜΕ, όπως το NPR, διαφοροποιήθηκαν ελαφρώς στα άρθρα τους, παρά τους περιορισμούς, κάνοντας επιπλέον ρεπορτάζ μετά τη λήξη του εμπάργκο. (Σε μια δήλωση, το NPR είπε ότι η συμφωνία με τους όρους του FDA δεν ήταν παραβίαση των κατευθυντήριων γραμμών ηθικής και “σε καμία περίπτωση δεν επηρέασε ποιες άλλες φωνές ή ιδέες συμπεριλήφθηκαν στο άρθρο”.) Κι όμως, ακόμα και αυτά τα άρθρα δεν παρουσίαζαν ουσιαστική απόκλιση από τα βασικά μηνύματα που ήθελε να περάσει η υπηρεσία. Και πάλι ο FDA δεν είχε παράπονο. Εκτός από ένα μικρό πράγμα.
Από όλα τα μέσα ενημέρωσης, οι New York Times ήταν οι μόνοι που ανέφεραν το κλειστό εμπάργκο: “Αξιωματούχοι του FDA έδωσαν στους δημοσιογράφους μια περίληψη των νέων κανόνων την Τετάρτη, αλλά ζήτησαν να μην μιλήσουν με τη βιομηχανία ή με ομάδες δημόσιας υγείας παρά μόνο μετά από την επίσημη δημοσίευση του εγγράφου την Πέμπτη”. (“Ένιωθα ότι ήθελα να είμαι ξεκάθαρη με τους αναγνώστες”, είπε αργότερα η Sabrina Tavernise, η συγγραφέας του άρθρου, στην Sullivan, δημόσιο συντάκτη των New York Times εκείνη την εποχή. “Συνήθως θα υπήρχε σχολιασμός από τρίτη πηγή σε ένα θέμα σαν κι αυτό, αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν επρόκειτο να υπάρξει”.)
Ο FDA δεν ήταν ευχαριστημένος που ο νόμος της σιωπής είχε παραβιαστεί. “Πρέπει να πω -ενώ γενικά είμαι συγκρατημένος όταν σχολιάζω άρθρα- ότι με εξέπληξε λίγο ο τόνος του άρθρου σας και η αναφορά που κάνατε στο εμπάργκο στην εφημερίδα, καθώς μετά την επισκόπηση της κάλυψης του θέματος [από τους άλλους ρεπόρτερ, διαπίστωσα ότι] κανείς άλλος δεν ένιωσε την ανάγκη να κάνει κάτι τέτοιο με αυτόν τον τρόπο”, επεσήμανε ο Jefferson του FDA σε ένα e-mail στην Tavernise. “Για να είμαι ξεκάθαρος, το παίρνω προσωπικά ενώ ξέρω ότι δεν θά ‘πρεπε, αλλά πίστευα ότι είχαμε καλύτερη συνεργασία από αυτή… Δεν περιμένω ποτέ εντελώς θετική κάλυψη ενός θέματος, καθώς οι πολιτικές μας είναι αμφιλεγόμενες και περίπλοκες, αλλά τουλάχιστον πιο ουδέτερη και με ελαφρώς λιγότερο σχολιασμό. Για να το πω απλά, με πείραξε όλο αυτό. Πάω τώρα να ασχοληθώ με έναν τσαντισμένο ρεπόρτερ του Fox News”.
Η Tavernise ζήτησε αμέσως συγγνώμη. “Ωχ, συγγνώμη που ανέφερα το εμπάργκο. Οι συντάκτες ρωτούσαν γιατί δεν μπόρεσαν να δουν το άρθρο [νωρίτερα], οπότε μου ζητήθηκε να βάλω μια φράση για να εξηγήσω”, έγραψε. (Η Tavernise αρνήθηκε να σχολιάσει αυτό το άρθρο· η Celia Dugger, μια από τους συντάκτες των New York Times που χειρίστηκαν το άρθρο, είπε μέσω e-mail: “Όσον αφορά την απόφαση να περιγράψουμε τους όρους του εμπάργκο μέσα στο άρθρο, η Sabrina και εγώ το συζητήσαμε και συμφωνήσαμε ότι ήταν καλύτερο να τους συμπεριλάβουμε”.)
Ο FDA δεν ήταν ευχαριστημένος που το μυστικό του κλειστού εμπάργκο είχε αποκαλυφθεί, και τα αποκλεισμένα ΜΜΕ ήταν μπερδεμένα και θυμωμένα. “Σε αυτήν την συγκεκριμένη περίπτωση, μου φάνηκε πολύ περίεργο”, λέει ο Roberts της Fox. “Ήταν μια κυβερνητική υπηρεσία που επέλεγε με ποιον θα συνομιλούσε για ένα θέμα δημόσιας πολιτικής, κι έπειτα το γεγονός ότι είχα μια μακρόχρονη σχέση με τον FDA που, με αυτή τη νέα διοίκηση, δεν φαινόταν να έχει σημασία”.
Ο Oransky παραπονέθηκε ξανά μέσω του Embargo Watch για τις προσπάθειες του FDA να μετατρέψει τους δημοσιογράφους “σε στενογράφους”. Η Sullivan έθεσε μερικές αιχμηρές ερωτήσεις στον Jefferson, ο οποίος, σύμφωνα με τα λόγια της Sullivan, επέμεινε ότι η πρόθεση του FDA “δεν ήταν να χειραγωγήσει, αλλά να δώσει στους δημοσιογράφους έγκαιρη πρόσβαση σε μια περίπλοκη ειδησεογραφική εξέλιξη” και σημείωσε, παρεμπιπτόντως, ότι η Tavernise δεν είχε διαφωνήσει με τους όρους του κλειστού εμπάργκο. Όμως η ζημιά δεν κράτησε για πολύ. Πολύ λίγα προέκυψαν από τα παράπονα. Η Sullivan είπε ότι “θα ήθελε να δει τους Times να πιέζουν σκληρά ενάντια σε τέτοιους περιορισμούς σε κάθε περίπτωση, και να είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν το θέμα αν χρειαστεί”, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία ότι υπήρξε ουσιαστική πίεση από κανέναν.
Το σύστημα δύο κατηγοριών ΜΜΕ (αυτά που συμπεριλαμβάνονται και αυτά που αποκλείονται) που στηρίζει την πολιτική του κλειστού εμπάργκο εξακολουθεί να επιβάλλεται. Σημαντικά ΜΜΕ όπως το Scientific American και το Agence France-Presse έστειλαν επιστολή στον FDA για να διαμαρτυρηθούν για τον αποκλεισμό τους, αλλά δεν έλαβαν καμία ικανοποίηση από την υπηρεσία. Μήνες μετά την υπόθεση του ηλεκτρονικού τσιγάρου, σε ένα άλλο θέμα του FDA σχετικά με την σήμανση των τροφίμων στο οποίο είχαν πρόσβαση από νωρίς οι “δικοί τους”, το περιοδικό Time παραπονέθηκε για το ότι δεν είχαν πρόσβαση σε μια τηλεφωνική συνδιάλεξη των επιλεγμένων ΜΜΕ. “Το Time δεν συμπεριλήφθηκε… (δεν ήταν καν στα υπόψη μου για να είμαι ειλικρινής μαζί σας), αλλά καλύψαμε όλες τις απορίες τους” την επόμενη μέρα της κλήσης, έγραψε τότε η υπεύθυνη τύπου του FDA, Jennifer Corbett Dooren.
Εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις από την υπηρεσία, μπορεί κανείς μόνο να υποθέσει εάν το κλειστό εμπάργκο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στον FDA και, αν ναι, πόσο συχνά. Δυστυχώς, ο FDA αρνήθηκε να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση. Επειδή μηνύω την υπηρεσία για πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με πρακτικές εμπάργκο στον FDA, το γραφείο Τύπου, σε μια δήλωση που απέτυχε να απαντήσει σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, είπε ότι τα εμπάργκο στην ενημέρωση “επιτρέπουν στους δημοσιογράφους να αναπτύξουν τα άρθρα τους για περίπλοκα θέματα με έναν ενημερωμένο, ακριβή τρόπο” και ότι η χρήση εμπάργκο συμμορφώνεται με τις σχετικές κυβερνητικές οδηγίες και τις βέλτιστες πρακτικές. Το γραφείο Τύπου παρέπεμψε όλες τις ερωτήσεις στο Γραφείο του Γενικού Συμβούλου του FDA, το οποίο δεν έδωσε απαντήσεις.
Από τότε που συνέβη το ολίσθημα των New York Times, κανένας δημοσιογράφος που καλύπτει την υπηρεσία δεν ανέφερε ανοιχτά ότι υπόκειται σε τέτοιους περιορισμούς. Το Scientific American κατέβαλε σημαντική προσπάθεια να επικοινωνήσει με πολλούς από τους δημοσιογράφους που πιστεύεται ότι συμφώνησαν σε ένα κλειστό εμπάργκο από τον FDA -συμπεριλαμβανομένων των Felberbaum του AP, την Tavernise των Times, τον Stein του NPR και άλλων ρεπόρτερ από το Reuters, το USA Today και τους LA Times. Κανείς δεν μπορούσε να ρίξει φως στο θέμα. Κάποιοι αρνήθηκαν ρητά να μιλήσουν στο Scientific American. Άλλοι απέτυχαν να απαντήσουν [ικανοποιητικά σε] ερωτήματα. Άλλοι δύο δεν θυμόντουσαν καθόλου εάν είχαν συμφωνήσει ποτέ σε ένα κλειστό εμπάργκο, συμπεριλαμβανομένου του Tom Burton, του βραβευμένου με Πούλιτζερ ρεπόρτερ της Wall Street Journal και του μόνου πρόθυμου να απαντήσει σε ερωτήσεις. “Δεν το θυμόμουν καθόλου, και [ακόμα και] αφού μου το είπατε, δεν το θυμόμουν”, είπε. Από όσο γνωρίζει, πρόσθεσε ο Burton, τέτοια εμπάργκο είναι σπάνια.
Ανεξάρτητα από το πόσο σπάνια μπορεί να είναι, υπάρχουν τεκμηριωμένες αποδείξεις ότι συνέβησαν πολλές φορές, και κάθε περίπτωση από το 2011 και μετά αποτελεί παραβίαση της επίσημης πολιτικής του FDA για τα ΜΜΕ, η οποία απαγορεύει ρητά τα κλειστά εμπάργκο. Αυτή η πολιτική εξακολουθεί να ισχύει, όπως ακριβώς ίσχυε πριν από το τελευταίο κλειστό εμπάργκο. Οι καλά γνωρίζοντες λένε ότι η ανεπίσημη πολιτική της υπηρεσίας εξακολουθεί να ισχύει επίσης -και η ευνοιοκρατία και τα κλειστά εμπάργκο συνεχίζονται. Είναι προφανώς μια πολύ καλή συμφωνία για τον FDA για να την εγκαταλείψει έτσι απλά.
Παρά τη δυσκολία διαπίστωσης της εφαρμογής του κλειστού εμπάρκο, ο Oransky, ο Kiernan και άλλοι παρατηρητές του εμπάργκο συμφωνούν ότι η εφαρμογή τους φαίνεται να γίνεται όλο και συχνότερη -όπως και άλλων παραλλαγών του εμπάργκο που εφαρμόζονται για να ενισχυθεί ο έλεγχος του Τύπου. Και έχουν εμφανιστεί και σε άλλους τομείς της δημοσιογραφίας, όπως η επιχειρηματική δημοσιογραφία. “Όλο και περισσότερες πηγές, συμπεριλαμβανομένων κυβερνητικών πηγών αλλά και εταιρικών πηγών, ενδιαφέρονται να ελέγξουν το μήνυμα [που βγαίνει προς τα έξω] και αυτός είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους προσπαθούν να το κάνουν”, λέει η Sullivan των New York Times. “Νομίζω ότι πρέπει να υπάρξει αντίσταση”.
Όση ευθύνη και αν φέρουν η κυβέρνηση και άλλοι θεσμοί για την προσπάθεια ελέγχου του Τύπου με τέτοια μέσα, η πρωταρχική ευθύνη ανήκει στους ίδιους τους δημοσιογράφους. Ακόμη και ένα κλειστό εμπάργκο δεν θα περιόριζε έναν δημοσιογράφο χωρίς τη δική του συγκατάθεση. Ένας ρεπόρτερ μπορεί απλώς να περιμένει μέχρι να λήξει το εμπάργκο και να μιλήσει με εξωτερικές πηγές, με τίμημα βέβαια να ολοκληρώσει το άρθρο λίγο αργότερα.
Λέει ο Oransky: “Εμείς ως δημοσιογράφοι πρέπει λίγο να αναλογιστούμε και να σκεφτούμε: γιατί όλοι μας νιώθουμε ότι πρέπει οπωσδήποτε να δημοσιεύσουμε κάτι στη λήξη του εμπάργκο, εφόσον δεν πιστεύουμε ότι έχουμε στα χέρια μας ολόκληρο το θέμα;”. Δυστυχώς, λέει ο Kiernan, δεν υπάρχει κανένα κίνημα στη δημοσιογραφική κοινότητα για να αλλάξει τα πράγματα: “Δεν ξέρω κατά πόσον οι δημοσιογράφοι γενικά έχουν βγάλει τις παρωπίδες ώστε να καταλάβουν πως η δουλειά τους ελέγχεται και διαμορφώνεται από το σύστημα του εμπάργκο”.