Γέροντος Δωροθέου
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Οἱ ἐπίσκοποι καί ὅλοι ὅσοι ἀσκοῦν ποιμαντικά καθήκοντα στήν Ἐκκλησία ὀφείλουν νά ἀγρυπνοῦν γιά τήν πνευματική ὑγεία τοῦ ποιμνίου τους. Οἱ αἱρέσεις ἀπό τά πρώτα χριστιανικά χρόνια ταλαιπώρησαν καί διαίρεσαν τήν Ἐκκλησία. Οἱ αἱρέσεις εἶναι συνήθως, δημιουργήματα μή κεκαθαρμένων ἀνθρώπων πού προσπαθοῦν νά θεολογήσουν. Ἡ ζημιά στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν δράση τῶν αἱρετικῶν εἶναι μεγάλη.
Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Ἀπ. Παῦλος ζητᾶ ἀπό τούς ποιμένες νά προσέχουν πρῶτα τόν ἑαυτό τους καί μετά τό ποίμνιο. Τό «πρόσεχε σεαυτῷ» τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀντιδιαστέλλεται συνήθως μέ τό «γνῶθι σαυτόν» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων. Τό «προσέχετε ἑαυτοῖς» τοῦ σημερινού ἀποστολικοῦ ἀναγνώσμα-τος τονίζει τήν ἀνάγκη γιά νήψη καί ἐργασία τῶν ἐντολῶν. Νήψη εἶναι ἐκείνη ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς ὅπου ὁ νοῦς εἶναι στραμμένος στόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο. Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος ἔχει μία ἐσωστρέφεια, πού δέν εἶναι ἀδιαφορία γιά τούς ἄλλους, ἀλλά ἕνας αὐστηρός ἐσωτερικός ὀφθαλμός πού ἐπισκοπεῖ τήν ὕπαρξη ἤ τήν ἐκφύτρωση παθῶν, δηλαδή ἀσθενειῶν τῆς ψυχῆς, ὅπως ἐγωισμός, φιλαυτία, ὑπερηφάνεια, ζήλεια, ἡδυπάθεια καί τά παρεμφερή. Ὁ ποιμένας, λοιπόν, πρέπει νά φροντίζει νά μήν εἶναι ὑποχείριος τῶν κάθε εἴδους παθῶν. Ἡ ὑποδούλωση τῆς ψυχῆς στά πάθη ἀποδιώχνει τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο, κατά τόν Ἀπ. Παῦλο, «ἔθετο (τούς) ἐπισκόπους» στήν Ἐκκλησία. Μιά εὐχή στήν Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου αὐτό ἀκριβῶς ζητᾶ: «μή διά τάς ἐμάς ἁμαρτίας κωλύσεις τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Οἱ ποιμένες πρέπει τουλάχιστον νά ἔχουν εἰσέλθει στό πνευματικό στάδιο τῆς κάθαρσης τῆς ψυχῆς.
Τό δεύτερο συστατικό τοῦ «πρόσεχετε ἑαυτοῖς» εἶναι ἡ ἐργασία τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀρετῆς ἐν Χριστῷ. Ὁ Κύριος στήν διάρκεια τῆς ἐπίγειας διακονίας του ὑπῆρξε τό τέλειο πρότυπο ἀνθρώπου. Ἡ Χριστολογία, λοιπόν, εἶναι καί Ἀνθρωπολογία. Οἱ λόγοι του, γιά παράδειγμα, «πρᾶος εἰμί καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» καθώς καί ἡ μελέτη τῆς ἀναστροφῆς του στήν ἄσκηση, τήν διδασκαλία καί τό Πάθος του συνθέτουν τό μέγιστο πρότυπο συμπεριφορᾶς γιά κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο. Στίς ποιμαντικές ἐπιστολές ἀπαριθμοῦνται οἱ ἀρετές τῶν ποιμένων. Ἡ τελείωση ὅλων τῶν ἀρετῶν συγκλίνει πρός τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη εἶναι τό κοινό ὅλων τῶν Ἁγίων καί ἐκεῖ κατατείνει ἡ κάθε μορφῆς ἄσκηση.
Ἡ πρός τό ποίμνιο διακονία τῶν ποιμένων ἔχει σχέση μέ τήν καλλιέργεια τῶν ψυχῶν ἀλλά κυρίως μέ τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιδίωξε τήν δογματική καθαρότητα τῆς διδασκαλίας της. Προηγεῖται ἡ δογματική συμφωνία καί ἀκολουθεῖ ἡ μυστηριακή μετοχή. Τό κείμενο τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἕνα κατ’ ἐξοχήν δογματικό κείμενο ὅπου ἐκφράζεται ὁ τρόπος λατρείας τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί ἑρμηνείας τῶν βιβλικῶν καί δογματικῶν θεμάτων. Στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀναφέρεται ὅτι οἱ Πατέρες συνήλθαν σέ Σύνοδο «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι» καί ἀπεφάσισαν καθώς «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν». Οἱ δογματικές ἀλήθειες εἶναι σημαντικές ἐπειδή ὁδηγοῦν στήν κατά χάρη ἕνωση μέ τό Θεό. Ἡ αἵρεση εἶναι ἔπτωση ἀπό τήν σωτηρία.
Εἶναι, λοιπόν, ἀναγκαῖο μά κρατᾶμε τούς ἑαυτούς μας σέ κοινωνία μέ τούς Ἁγίους. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφει γιά παράδειγμα τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή καί μνημονεύει «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις». Οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι παρόντες στήν θεία Λειτουργία ὅπου ἐπικαλούμεθα «καί πάντων τῶν Ἁγίων». Εἶναι, λοιπόν, ἀπαραίτητη ἡ διαρκής ἐπαφή μας μέ την Συνοδική πράξη τῆς Ἐκκλησίας ὅπως τήν ὅρισαν οἱ Πατέρες. Κανείς δέν εἶναι ὑπεράνω τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν ἐπειδή στίς Συνόδους μετέχουν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι. Ὡς ἐκ τούτου ἡ βάση τοῦ ἀλάθητου τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Πνευματολογική, ὀφείλεται δηλαδή στό Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν ἀναζητοῦμε ἕνα πρόσωπο ἀλάθητο, ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στό σύνολό της κατέχει τό ἀλάθητο. Ἀκόμη κι ὅλοι συμφωνήσουν, μία Σύνοδος δέν εἶναι Οἰκουμενική ἄν δέν συμφωνήσει ὅλη ἡ Ἐκκλησία.
Οί Ποιμένες πρέπει νά ὁδηγοῦν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας στό Χριστό. Αὐτός εἶναι ὁ αὐτουργός τῆς ἐνανθρώπισης, ὀ πρῶτος θεολόγος. Ἀκόμη καί οἱ γονεῖς πού γεωργοῦν τό χωράφι τῆς ψυχῆς τῶν παιδιῶν τους πρέπει νά τά ὁδηγοῦν στόν Χριστό. Ἄν ἀγαπᾶς κάποιον καί νοιάζεσαι γιά τήν σωτηρία του πρέπει νά τόν ὁδηγήσεις στόν Χριστό. Ἀκόμη καί ἡ ὑπόδειξη τῶν λαθῶν τους στούς αἱρετικούς εἶναι πρός αὐτούς μία πράξη ἀγάπης πού μπορεῖ νά δρομολογήσει τήν ἐπιστοφή τους στήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῆς θεολογίας. Ἡ διακήρυξη τῶν θεολογικῶν ἀληθειῶν ἀπό τούς Πατέρες εἶναι πράξη ἀγάπης πού δείχνει τόν Χριστό. Ὅλα ἐντάσσονται μέσα στήν θεραπευτική μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας πού ἔχει χαρακτήρα Σωτηριολογικό. Ὅλα ὅσα ἔκανε καί κάνει ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «δι’ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν», πράγμα γιά τό ὁποῖο εὐχόμεθα νά γίνει.