Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΚΗΣ ΕΡΙΔΑΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ – Του Αλέξανδρου Γκίκα

Του Αλέξανδρου Γκίκα

Καθηγητού Δ/Θμιας Εκπαίδευσης – Msc Θεολογίας

 

Την πρώτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής η οποία ονομάζεται και Κυριακή της Ορθοδοξίας, γιορτάζεται με πανηγυρικό τρόπο ή τελική νίκη των ιερών εικόνων, στην λατρευτική πράξη. Η αμφισβήτηση της σημασίας των εικόνων πήρε τη μορφή μίας δραματικής διαμάχης  μεταξύ των εικονολατρών και των εικονομάχων. Πρόκειται για την περίοδο της εικονομαχίας, η οποία διήρκεσε πάνω από εκατό χρόνια και κάλυψε τον 8ο και 9ο αιώνα μ.Χ. Οι πρωτογενείς αιτίες της κρίσης θα μπορούσαν να αναζητηθούν σε θρησκευτικούς και οικονομικούς παράγοντες. Η συνύπαρξη χριστιανικών κοινοτήτων και αρχαίων θρησκειών, καθώς και η διαμόρφωση της χριστολογικής θεολογίας, επέδρασαν στην ανάπτυξη εικονικών παραστάσεων, οι οποίες ήταν σύμφωνες με τις Αγιογραφικές αφηγήσεις και οι οποίες είχαν ως προορισμό να διαφωτίσουν και να διδάξουν τον απλό πιστό (Χριστοφιλοπούλου 1986). Η λατρεία όμως των εικόνων συχνά αναμιγνύεται με προκαταλήψεις και πρακτικές που έμοιαζαν ασυμβίβαστες με τον πνευματικό χαρακτήρα του Χριστιανισμού (Bobrinskou 2006), γεγονός που ήταν περισσότερο φανερό στις ανατολικές περιφέρειες της αυτοκρατορίας όπου διατηρούνταν σημαντικά υπολείμματα μονοφυσιτών.

Χρειάστηκε, όμως η επαφή με τον Αραβικό κόσμο (Ισλάμ), για να ανάψει η εικονοκλαστική φωτιά. Ο αυτοκράτορας Λέων 3ος ο Ίσαυρος, παρεμβαίνει προσωπικά και με διάταγμά του απαγορεύει τη λατρεία των εικόνων, γιατί αποτελούν είδωλα, τα οποία καταδικάζει η Αγία Γραφή, αφού ο Θεός απαγορεύει καθετί που έχει φτιαχτεί από ανθρώπινο χέρι και επομένως κάθε αναπαράσταση αυτού που είναι στον ουρανό και στη γη.

Αυτή την εποχή, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει τους Λόγους του περί Εικόνων, που χαρακτηριστικά αναφέρει ότι η τακτοποίηση του θέματος των εικόνων, δεν ανήκει σε βασιλείς , αλλά « στους αποστόλους και στους διαδόχους τους και στους ποιμένες και διδασκάλους» (Ζωγραφίδης 1997) Η βάση της λατρείας των εικόνων, είναι το χριστολογικό δόγμα. Η σωτηρία συνδέεται με την ενσάρκωση του Θείου Λόγου, κατά συνέπεια με την ύλη, αφού η σωτηρία πραγματοποιείται με την ένωση στον Χριστό της θείας φύσης με την ανθρώπινη σάρκα (Ζωγραφίδης 1997). «Παίρνω το θάρρος και εικονίζω τον αόρατο θεό, όχι  ως αόρατο αλλά ως ορατό, που έγινε για μας προσλαμβάνοντας σάρκα και αίμα. Δεν εικονίζω την αόρατη θεότητα, αλλά εικονίζω την σάρκα του θεού που έγινε ορατή». Η θέση αυτή του Δαμασκηνού, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την άποψη  που υιοθετήθηκε στη σύνοδο της Ιέρειας, όπου οι επίσκοποι που συγκεντρώθηκαν υποστήριζαν ότι, η ύποπτη τέχνη της ζωγραφικής αποτελεί βλασφημία για το θεμελιώδες δόγμα της σωτηρίας μας, δηλαδή την Ενσάρκωση του Χριστού, γιατί όποιος κατασκευάζει εικόνα του Χριστού, απεικονίζει την θεία φύση, η οποία δεν πρέπει να απεικονίζεται και να αναμιγνύεται με την ανθρώπινη, όπως κάνουν οι μονοφυσίτες ή να ζωγραφίζουν το σώμα του Χριστού σαν να μην είναι θεϊκό, σαν χωρισμένο και σαν διαφορετικό πρόσωπο, όπως κάνουν οι Νεστοριανοί (bobrinskou 2006).

Η επιχειρηματολογία των εικονοκλαστών στο θέμα του αδύνατου να απεικονιστεί ο Χριστός, ήταν μία παθητική προσκόλληση  στο ανείπωτο, μία αντίδραση ενάντια στην μόλυνση της λατρείας αυτής από την ιδέα της μαγείας ή της ειδωλολατρικής λατρείας των εικόνων, που ήθελε την εικόνα να είναι, λιγότερο ή περισσότερο, ομοούσια προς το πρωτότυπό της. Οι εικονομάχοι δεν καταπολεμούσαν μόνο τις εικόνες, αλλά αρνούνταν γενικότερα την αισθητή παρουσία του Θεού στον κόσμο και την φανέρωση της χάριτός Του μέσα στην ύλη. Με το πρόσχημα ότι ανέτρεπαν ειδωλολατρικές αντιλήψεις των εικονολατρών, ειδωλοποιούσαν οι ίδιοι την Εκκλησία και αποσπούσαν την κτίση από το Θεό και τη χάρη Του (Μαντζαρίδης 1994)

Η ορθοδοξία, όμως, «ως  αψευδής περί θεού και κτίσεως υπόληψις»,που δεν περιορίζεται  στην  ορθή θεώρηση του θεού η του πνευματικού κόσμου, αλλά περιλαμβάνει και την ορθή θεώρηση του κόσμου, υπερπήδησε αυτές τις αντικρουόμενες τάσεις(εικονοκλαστών και εικονολατρών). Επιβεβαίωσε τη χριστολογική βάση της εικόνας και την αυστηρά προσωπική της αξία, αφού οι εικόνες, φέρνουν τον πιστό σε άμεση σχέση με τη χάρη και την υπόσταση του εικονιζόμενου προσώπου(Ζωγραφίδης 1997). Δεν τιμούμε και προσκυνούμε την ύλη, αλλά τον δημιουργό της ύλης, Αυτόν που καταδέχτηκε να κατοικήσει μέσα στην ύλη και πραγματοποίησε τη σωτηρία τη δική μας και της κτίσης ολόκληρης, μέσω της ύλης.

Είναι ένα πέρασμα που πρέπει να το περάσουμε και να το υπερβούμε, ώστε να φτάσουμε στο θείο πρωτότυπο της εικόνας. Σε αυτή την εικονογραφική σχέση με το Απόλυτο, ο κόσμος, ο άνθρωπος, βρίσκει την ίδια πραγματικότητα, να είναι δηλαδή εικόνα πανόμοια και ομοίωση με τον Κτίστη Του ( Εύδοκίμωφ 1993).

Η ενανθρώπηση του Θεού, όμως είναι γεγονός και το πρακτικό αποτέλεσμά της είναι, ότι οι εικόνες που στολίζουν τους χριστιανικούς ναούς, δεν είναι απλά διακοσμητικά στοιχεία, αλλά σημεία συνάντησης του ουρανού με τη γη. Καθώς οι χριστιανοί προσεύχονται εκεί κάθε Κυριακή, περικυκλωμένοι από τις μορφές του Χριστού, της Παναγίας, των Αγίων και των Αγγέλων, αυτές οι ορατές εικόνες υπενθυμίζουν αδιάκοπα στον πιστό την αόρατη παρουσία όλων των δυνάμεων του ουρανού στη θεία λειτουργία. Είναι ένα ταξίδι, μία λιτανεία. Είναι ο πηγαιμός της Εκκλησίας στη «διάσταση» της Βασιλείας. Είναι η είσοδός μας στην παρουσία του Χριστού, που μας επιτρέπει να δούμε την έσχατη πραγματικότητα της ζωής. Εξάλλου, ο κόσμος δημιουργήθηκε, για να γίνει λειτουργία, δοξολογία, λατρεία. Έτσι, ο πιστός αισθάνεται ότι οι τοίχοι της Εκκλησίας ανοίγονται στην αιωνιότητα, πράγμα που τον βοηθά να κατανοήσει πως η επί γης Λειτουργία είναι η ίδια και η αυτή με τη μεγάλη Λειτουργία στους ουρανούς. Οι εικόνες εκφράζουν κατά ορατό τρόπο την αίσθηση του ουρανού επί γης.

Γι’ αυτό ακριβώς η εικόνα δεν είναι μία ζωγραφιά με θρησκευτικό θέμα, που έχει σκοπό να μας συγκινήσει, αλλά μία αγιογραφία, δηλαδή μία λειτουργική τέχνη, η ομολογία της αλήθειας της θείας αποκάλυψης, που έχει σκοπό να μεταμορφώσει και να αναπλάσει τα ανθρώπινα πράγματα. Είναι μία γλώσσα, που εκφράζει τις αλήθειες της Ορθόδοξης Εκκλησίας τόσο καλά, όσο και ο λόγος.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζεται(όσον αφορά τις εικόνες) ένα περιεχόμενο υπερβατικό, γιατί η Εκκλησία ενδιαφέρεται κυρίως για τα πνευματικά ιδεώδη και την εκτός του κόσμου τούτου πραγματικότητα. Η εικόνα μας αποκαλύπτει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε και τα μέσα, με τα οποία θα τον φέρουμε εις πέρας, ενώ μας βοηθά ταυτόχρονα να βρούμε την έννοια της δικής μας ζωής. Έτσι  κάθε εικόνα συγκλίνει στην μόνη υπενθύμιση ότι δεν υπάρχει ζωή εκτός του Χριστού και της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία είναι η εικόνα της « εν Χριστώ Βασιλείας».

 

Η σημερινή εποχή της εικόνας

«Ο  λύχνος του σώματος εστίν ο οφθαλμός»(Λουκ 11,34). Η εικόνα σήμερα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου. Οπουδήποτε λοιπόν κι αν βρίσκεται, στο δρόμο, μέσω των διαφημιστικών, στο σπίτι, μέσω της τηλεόρασης, «βομβαρδίζεται» από ένα καταιγισμό στατικών ή κινούμενων εικόνων, με αποτέλεσμα, σιγά-σιγά, να παρασύρεται και να διαμορφώνει μία αντιφατική αντίληψη της πραγματικότητας, βρισκόμενος μέσα σε ένα κόσμο, όπου κυριαρχεί η συνεχείς εναλλαγή των εικόνων, έχοντας τελικά την αίσθηση, την εντύπωση, την ιδέα και τελικά την ψευδαίσθηση, ότι ζει σε μία πραγματική πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα που όμως είναι εικονική  και έτσι δεν έχει τους κινδύνους και τους κόπους της αληθινής πραγματικότητας της ζωής. Από την άλλη πλευρά όμως, στην σύγχρονη ψηφιακή εικονική πραγματικότητα, ο άνθρωπος έχει σαφή αίσθηση της εικονικότητας. Οι εικόνες είναι πλέον το μέσον για να περάσουν και να κατανοηθούν ευκολότερα κάθε είδους μηνύματα (π.χ. Η διαφήμιση μας πείθει ότι εξασφαλίζουμε την ευτυχία μέσα από την αγορά καταναλωτικών προϊόντων). Στην εκπαίδευση, οι εικόνες, αναλογικές ή ψηφιακές, στατικές ή κινούμενες (φωτογραφίες, κινηματογραφικές ταινίες, ψηφιακές εικόνες), συμβάλλουν σε μία διαδραστική και αλληλεπιδραστική σχέση μεταξύ εκπαιδευτή και εκπαιδευόμενου, τείνοντας να υποκαταστήσουν στην εκπαίδευση τη φυσική παρουσία, η οποία βασίζεται στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η τεχνολογική εξέλιξη μας υπόσχεται να καταστήσει διαρκώς και λιγότερο αισθητή την διαφορά μεταξύ εικονικής και αληθινής πραγματικότητας. «Η πραγματικότητα στην πραγματικότητα δεν είναι παρά εικονική πραγματικότητα» ο όρος αυτός, εικονική πραγματικότητα (virtual reality) όπως και κυβερνοχώρος (cyberspace) έχουν ενσωματωθεί στο καθημερινό λεξιλόγιο του σύγχρονου ανθρώπου, γιατί ο κυβερνοχώρος δεν είναι απλά ένα τεχνολογικό επίτευγμα, αλλά αναδεικνύεται σε κυρίαρχο πνευματικό και πολιτισμικό επίτευγμα των δυτικών κοινωνιών και συνδέεται, όχι μόνο με τις εφαρμογές των ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλά επεκτείνεται και στον χώρο των ΜΜΕ και κυρίως εκείνο του μέσου, που αναπαράγει εικόνες, της τηλεόρασης (Μπεκριδάκης 2000).

Σήμερα η εικόνα, μέσω της τηλεόρασης φτάνει σε ολόκληρο τον κόσμο, σε όλους τους ανθρώπους. Εκατομμύρια άνθρωποι μένουν ατελείωτες ώρες μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες καθηλωμένοι από ένα θέαμα, το οποίο δεν κατανοείται πλέον ως σύνολο εικόνων, αλλά ορίζεται ως μία κοινωνική σχέση ατόμων, η οποία κυριαρχείται από εικόνες χωρίς ταυτότητα. Έτσι, μιλάμε για μία τάση αντικατάστασης της πραγματικότητας από την οπτικοποιημένη προσομοίωσή της ή για την εξαφάνιση του πραγματικού μέσα στο τηλεοπτικό (Μπεκριδακης 2000). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι εξασφαλίζουμε την αγάπη μέσα από απρόσωπες και φτηνές σχέσεις ή ζώντας χωρίς σκέψη ή ακολουθώντας κάθε τί που είναι μόδα. Με τον τρόπο αυτό ο σύγχρονος άνθρωπος πιστεύει ότι θα μπορέσει να υπερβεί τα υπαρξιακά του προβλήματα, την αδυναμία του μπροστά στον θάνατο, την ιδεολογία του τίποτα και της αδιαφορίας, τείνοντας προς την ατομοκρατία, ενώ συγχρόνως, δυσκολεύεται να κατανοήσει ότι η αυτάρκεια της σάρκας και το «μπούκωμα» των αισθήσεων θα κάνουν τη συνείδηση και την ψυχή να σβήσουν. Με τον τρόπο αυτό, βλέπει, τον άλλο ως άτομο και όχι ως πρόσωπο, παρασύρεται από τις φανταστικές του φυσικές ιδιότητες και αδυνατεί να αναχθεί πέρα από αυτές, σε κάτι που παραπέμπει προσωπικά ή εικόνα ( Ζηζιούλας 2006).

Αυτή η ιδεατή εικόνα, με την οποία εκστασιάζεται, αναφέρεται στην ψυχολογική σφαίρα του ανθρώπου, αλλά η εικονική πραγματικότητα, μέσα στην οποία ζουν κάποιοι, δεν είναι ψυχολογικής υφής. Αν και είναι εικονική, είναι πραγματικότητα. Όταν όμως κάποιος έχει την τάση να συγχέει την πραγματικότητα με τις ιδεατές εικόνες, τότε σίγουρα συγχέει την πραγματικότητα με την εικονική πραγματικότητα. Έτσι η διαφυγή στην εικονική πραγματικότητα, είναι μία διέξοδος από την αδιέξοδο της διάψευσης από την καθημερινότητα της ιδεατής εικόνας. Ο κόσμος μας έγινε τόσο πολύπλοκος, που οι άνθρωποι πραγματικά χάνουν την ικανότητα προσέγγισης του ρεαλιστικού τρόπου αντιμετώπισης και θεώρησης των πραγμάτων. Στον κυβερνοχώρο, η φυσική πραγματικότητα απουσιάζει ολοκληρωτικά και όλος ο χώρος καταλαμβάνεται από είδωλα (ομοιώματα), τα οποία δομούνται αυθαίρετα. Κυριαρχεί ψηφιακή εικόνα, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να καταλάβουμε αν αυτό το οποίο βλέπουμε (η εικόνα) είναι αληθινό  ή όχι. Αναφερόμαστε σε εκείνους που πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να κάνουν τα πάντα μέσα από την τεχνητή, απατηλή πραγματικότητα. Θα νιώθουν ότι βλέπουν το ηλιοβασίλεμα χωρίς να το βλέπουν στην πραγματικότητα. Θα νιώθουν ότι αγγίζουν τον άλλο χωρίς να τον αγγίζουν, θα νιώθουν ότι μιλούν στον άλλο χωρίς να του μιλούν, θα νιώθουν ότι υπάρχουν χωρίς να υπάρχουν.

Η ειδωλοποίηση των πάντων, ακόμη και της ίδιας της πραγματικότητας, στην οποία ζούμε, είναι μία κατάσταση, με την οποία ο άνθρωπος οδηγείται αργά ή γρήγορα στην αλλοτρίωση. Έτσι η βιβλική εντολή «ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα» (Εξ. Κ΄, 4-5), δείχνει περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Η νέα αυτή ειδωλολατρία στοχεύει στην  πλήρη αντικατάσταση της ύλης σε άυλη ηλεκτρονική πληροφορία, η οποία αποτελεί την κινητήρια δύναμη του κυβερνοχώρου, της εικονικής πραγματικότητας. Δεν είναι υλιστική, αλλά αντίθετα μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι είναι εχθρική προς την ύλη. Η αποκαθήλωση της εικόνας, όπως την γνωρίζαμε μέχρι τώρα, ως κάτι διαφορετικό από το πρωτότυπο, πηγάζει, ίσως, από την αίσθηση αλυτρωτισμού του σύγχρονου ανθρώπου. Με τον τρόπο αυτό η εικόνα στην σύγχρονη εποχή απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από το εσχατολογικό δράμα της Βασιλείας του Θεού.

Η θέα της εικόνας του Χριστού, ως του Λόγου του Θεού που έγινε ύλη, σκήνω σε στην ύλη και απεργάστηκε με την ύλη (Ενανθρώπηση) τη σωτηρία του κόσμου, αποτελεί πρόγευση της εσχατολογικής θέας.  Αν δεν έχουμε την έννοια της εικόνας, της πραγματικής εικόνας και μένουμε εγκλωβισμένοι στην ουτοπική εικονική μας πραγματικότητα, τότε δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς η Βασιλεία του θεού μπορεί να μας προσεγγίσει διαμέσου της ιστορίας, παραμένοντας εγκλωβισμένοι σε αυτή(ιστορία) και σε αυτό που βλέπουμε με τις αισθήσεις μας.

 

1. Στη φράση αυτή στηρίζεται το σενάριο της δημοφιλούς ταινίας MATRIX, όπου οι άνθρωποι ζουν σε μία ουτοπική κοινωνία στην οποία οι υπέρ- υπολογιστές παίζοντας με τις εικόνες και την φαντασία, δίνουν την αίσθηση στους ανθρώπους μίας ζωής που την θεωρούν αληθινή, μέχρι ότου ο εκλεκτός, που μπορεί να απελευθερώσει τους ανθρώπους από το ψεύτικο, υποδουλωμένο, εμφυτευμένο μέσα στη μνήμη των chip των υπολογιστών παρόν τους , αγωνιστεί για να τους ελευθερώσει από την εικονική διάσταση του MATRIX.

 

Περ. ‘Άγιος Σεραφείμ’, Ιαν.-Μάρ. 2010