Κώστα Δημ. Κονταξῆ
τ. ἐπίκ. καθηγητοῦ Λαογραφίας, Πανεπιστημίου Δυτ. Μακεδονίας
Στίς μεγάλες στιγμές τῆς Ρωμηοσύνης ἀνήκει τό Δημοτικό μας τραγούδι. Μέσα του ζεῖ ἀκέρια ἡ ζωή τοῦ ἔθνους. Βγῆκε ἀπό τά σπλάχνα τοῦ λαοῦ, ἀληθινή ″ἁγιωσύνη τῆς ψυχῆς″ καί ἀφηγεῖται τήν ἱστορία του, τίς χαρές καί τίς λύπες του, τίς ἀντιλήψεις του γιά τήν ζωή καί τόν θάνατο.
Καλότυχα ᾿ναι τά βουνά,
καλότυχ᾿ εἶν᾿ οἱ κάμποι,
πού θάνατο δέν καρτεροῦν,
φονιά δέν περιμένουν,
πού χάρο δέν παντέχουνε,
χάρο δέν καρτεροῦνε1 …
Ἦταν, καθώς λέγουν, γέρος ὁ Γκαῖτε2 , ὅταν ἄκουσε μέ θαυμασμό τούτους τούς στίχους καί χαρακτήρισε τό δημοτικό μας τραγούδι ″ὕπατο μνημεῖο τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας″. ″Ἑλληνικό θαῦμα″ τό χαρακτήρισε ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς3 . Ξεφυλλίζοντας τό πολύτομο ἔργο του, νοιώθουμε ἀμέσως πώς ὑπῆρξε προσεχτικός μελετητής τοῦ δημοτικοῦ μας τραγουδιοῦ, τῆς λαϊκῆς μας γλώσσας καί παραδόσεως καί γενικά τῆς λαϊκῆς μας ζωῆς. Στήν πολύ πλούσια δημοτική ποίηση τῆς Πατρίδος μας ἐξαιρετική θέση κατέχουν τά τραγούδια τῆς ξενιτειᾶς. Τά τραγούδια αὐτά, κατά τήν ἄποψη τοῦ Guy Saunier, εἶναι δημιουργήματα μιᾶς κοινωνίας παραδοσιακῆς, ἀποτέλεσμα τῆς συλλογικῆς προσπάθειάς της νά συνειδητοποιήση τήν σημασία, τίς συνθῆκες καί τίς ἠθικές ἐπιπτώσεις τῆς μεταναστεύσεως4 . Ὁ χρόνος δημιουργίας τους δέν εἶναι δυνατόν νά καθοριστῆ μέ ἀκρίβεια. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅμως ὅτι μερικά ἀπό αὐτά, στήν ἀρχική τους μορφή, ἔχουν γίνει στήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας καί Φραγκοκρατίας. Στά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια ἡ ξενιτειά εἶχε πάρει μορφή ἀληθινῆς ″ἐξόδου″ καί κυρίως ἀπό ὁρισμένους τόπους (Ἤπειρο, Μακεδονία, Νησιωτική Ἑλλάδα). Σέ κάποιο τραγούδι, ὡς τόποι τῆς ″καταραμένης″ ξενιτειᾶς, ἀναφέρονται ρητά ἡ Πόλη καί ἡ Μπουγδανιά, ἡ Βλαχιά καί τό Βουκουρέστι5 :
Ἀνάθεμά σε Μπουγδανιά,
Βλαχιά καί Βουκουρέστι,
πὄχεις ποτάμια ἀπέραγα,
βουνά πού δέν πατιοῦνται…
Θέλω νά τά καταραστῶ τά ἔρημα τά ξένα,
τήν Πόλη καί τή Μολδαβιά
καί τή Βλαχιά τά τρία6 .
Στήν Πόλη κατέληγαν φυσικά πολλοί, γιατί ὅπως εἶναι γνωστό, παρά τήν τουρκική κατάκτηση καί τήν ἀλλαγή τῶν πολιτικῶν συνθηκῶν, τό ἑλληνικό στοιχεῖο ἀποτελοῦσε ἐκεῖ πάντοτε τόν πιό σοβαρό παράγοντα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ὀνομαστές ἐπίσης γιά τήν δραστηριότητα καί τήν ἀκμή τους ἦταν οἱ ἑλληνικές Κοινότητες τῆς Ρουμανίας. Τά συναισθήματα πού γεννιοῦνται στούς Ἕλληνες μέ τόν ξενιτεμό, οἱ ἀντιλήψεις τους, γενικά γιά τήν ζωή σέ ξένες χῶρες, ἡ νοσταλγία τους, ἀπεικονίζονται συχνά ἀπό τά προϊστορικά ἀκόμη χρόνια στίς μυθολογικές ἀφηγήσεις καί στά φιλολογικά ἔργα. Ὁ ″πολύπλαγκτος″ Ὀδυσσέας, ὁ πιστότερος ἐκπρόσωπος τοῦ Ἕλληνα, ἀφοῦ πολέμησε γιά πολλά χρόνια, ″πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων εἶδεν ἄστεα καί νόον ἔγνω″, ἀφοῦ παραπλανήθηκε σέ ἀπομακρυσμένες ἀκτές καί ἔφθασε σέ πλούσιες χῶρες, ὅπου ἥσυχος καί τιμώμενος ἀπό ὅλους θά μποροῦσε νά περάση τήν ὑπόλοιπη ζωή του, θυσιάζει τά πάντα, ἀπαρνιέται κάθε δελεαστική πρόταση, ἀλλά καί ἀψηφᾶ κάθε κίνδυνο γιά νά μπορέση μόνο νά δῆ ξανά τήν ἀγαπημένη του Πατρίδα. Ὁ Ὁμηρικός ἥρωας δέν συγκινεῖται ἀπό τά πλούτη καί τά ἄλλα δῶρα. Ἀδιάφορο τόν ἀφήνει καί ἡ ἀθανασία πού τοῦ προσφέρεται. Μόνη του ἐπιθυμία, μόνη του ἐλπίδα, μόνος του σκοπός εἶναι νά ξαναγυρίση στήν Πατρική γῆ καί ἐκεῖ νά κλείση τά μάτια του, ἀφοῦ μόνο τόν καπνό νά δῆ ἀπό τήν γενέθλια γῆ ἐπιθυμεῖ7 :
ἀεί δ᾿ ἐν μαλακοῖσι καί αἰμυλίοισι λόγοισι θέλγει,
ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται αὐτάρ Ὀδυσσεύς,
ἱέμενος καί καπνόν ἀποθρώσκοντα νοῆσαι τῆς γαίης θανέειν ἱμείρεται8 .
Μέ μελανώτερα χρώματα περιγράφονται τά βάσανα τῆς ξενιτειᾶς ἀπό συγγραφεῖς τῶν Βυζαντινῶν χρόνων. Ἀληθινή μορφή θρήνου καί κατάρας παίρνουν οἱ ἐκφράσεις γιά τίς συμφορές τῆς ξενιτειᾶς, κυρίως στά μυθιστορήματα τῶν τελευταίων Βυζαντινῶν χρόνων. Στό ″Βέλανδρο καί Χρυσάντζα″, γιά παράδειγμα (στ. 152), ″μοχθηρή, κακή καί κινδυνεμένη″ χαρακτηρίζεται ἡ ξενιτειά. Στό ″Φλώριο καί Πλατζιαφλώρα″ (στ. 1097 –1100), μέ θρηνῶδες ὕφος περιγράφονται τά θλιβερά ξένα: …
Κ᾿ ἐγώ νά ζῶ στήν ξενιτειάν
ὡσάν ἀστοχημένος,
πόνους καί ἀναστεναγμούς
καί δάκρυα νά ἕξω
καί παραπόνεσες πολλές
νά ᾿χω στήν ξενιτείαν
νά μ᾿ εὕρη καί ὁ θάνατος
στά ἀλλότρια τά ξένα9 .
Μέ δραματικώτερο ἀκόμη τόνο καί μέ παθητικώτερες ἐκφράσεις χαρακτηρίζεται ἡ ξενιτειά στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Τά γνωστά στιχουργήματα ″Περί ξενιτειᾶς″ τῶν χρόνων ἐκείνων εἶναι θρῆνοι, ἀληθινά μοιρολόγια τῆς ξενιτειᾶς. Μέ τό ἴδιο ὕφος περιγράφεται ἡ ξενιτειά στά περισσότερα δημοτικά τραγούδια. Μέ σπαραγμό ψυχῆς ἐγκαταλείπει τούς δικούς του ὁ ταξιδιώτης. Στόν σάκκο μέ τίς λιγοστές ἀποσκευές του, ψωμί ἀπό τόν φοῦρνο τοῦ σπιτιοῦ, νερό ἀπό τήν βρύση τῆς αὐλῆς, θολά ὄνειρα, καί ἡ ἐλπίδα πώς μιά μέρα θά γυρίση ξανά. Καί καθώς ἀπομακρύνεται, κοιτᾶ συχνά τά σπίτια τοῦ χωριοῦ, τ᾿ ἁλώνια, ὅπου ἔπαιξε παιδί, τά χωράφια πού πότισε μέ τόν ἱδρῶτα του, ὥς τήν ὥρα πού χάνονται βαθειά στόν ὁρίζοντα. Καί ἡ μάννα κουνώντας τό μαντήλι, ἀπομένει βουβή:
Ὥρα καλή, πουλόπο μου,
κι᾿ ἐκεῖ πού πᾶς στά ξένα,
μάραντα καί τριαντάφυλλα
τά δρομά ἄς εἶν᾿ στρωμένα10.
Ἀνάλογα μέ τό περιεχόμενό τους, τά τραγούδια τῆς ξενιτειᾶς μποροῦν νά διακριθοῦν σέ τέσσερις κατηγορίες: α΄. Τ ῆ ς ἀ ν α χ ω ρ ή σ ε ω ς κ α ί τ ο ῦ ἀ π ο χ ω ρ ι σ μ ο ῦ, πού περιγράφουν τά σχετικά μέ τήν προετοιμασία καί τήν ἀναχώρηση τοῦ ξενιτεμένου, τούς θρήνους τῶν γονέων καί τῶν ἄλλων συγγενῶν, καί τίς ὑποσχέσεις αὐτοῦ πού ἀναχωρεῖ γιά συνεχῆ ἀνάμνηση καί βέβαιη ἐπιστροφή.
β΄. Τ ο ύ ς ν ό σ τ ο υ ς (ν ο σ τ α λ γ ί ε ς), πού περιγράφουν τά βάσανα τῆς ξενιτειᾶς, τούς πόνους καί τίς πίκρες τοῦ ξενιτεμένου, καθώς καί τήν μεγάλη του ἐπιθυμία νά γυρίση ξανά στήν γενέτειρα.
γ΄. Τ ά μ η ν ύ μ α τ α, τά ὁποῖα περιέχουν τούς χαιρετισμούς πού στέλνει ὁ ξενιτεμένος στούς δικούς του, μέ περιστέρια ἤ ἄλλα ταξιδιάρικα πουλιά καί
δ΄. Τ ά τ ρ α γ ο ύ δ ι α τ ο ῦ γ υ ρ ι σ μ ο ῦ, πού περιγράφουν τήν χαρά καί τήν συγκίνηση αὐτοῦ πού ἐπιστρέφει καί ὅλων τῶν δικῶν του. Φυσικά οἱ κατηγορίες αὐτές δέν ἀποτελοῦν ἀναγκαστικά καί διαφορετικά στιχουργήματα· ἀντίθετα, συνηθέστατα, στό ἴδιο τραγούδι περιέχονται στοιχεῖα δύο, τριῶν ἤ καί ὅλων τῶν κατηγοριῶν11. Συγκινητικά εἶναι τά τραγούδια τῆς ἀναχωρήσεως, τά ὁποῖα μιλοῦν γιά τόν δραματικό ἀποχωρισμό καί τίς τελευταῖες εὐχές, σέ εἰκόνες καί τόνο πού δέν εἶναι διαφορετικός ἀπό τά μοιρολόγια:
Σ’ ἀφήνω γειά, μαννούλα μου,
σ᾿ ἀφήνω γειά, πατέρα,
ἔχετε γειά ἀδερφάκια μου καί σεῖς ξαδερφοπούλες.
Θά φύγω, θά ξενιτευτῶ,
θά πάω μακριά στά ξένα,
θά φύγω, μάννα, καί θά ᾿ρθῶ,
καί μήν πολυλυπιέσαι. 5.
Ἀπό τά ξένα ὅπου βρεθῶ,
μηνύματα σοῦ στέλνω,
μέ τή δροσιά τῆς ἄνοιξης,
τήν πάχνη τοῦ χειμῶνα καί μέ τ᾿ ἀστέρια τ᾿ οὐρανοῦ,
τά ρόδια τοῦ Μαΐου.
Θά νά σοῦ στέλνω μάλαμα,
θά νά σοῦ στέλνω ἀσήμι,
θά νά σοῦ στέλνω πράματα π᾿ οὐδέ τά συλλογιέσαι.
10. ― Παιδί μου, πάαινε στό καλό,
κι ὅλοι οἱ Ἅγιοι κοντά σου,
καί τῆς μαννούλας σου ἡ εὐχή
νά ᾿ναι γιά φυλαχτό σου,
νά μή σέ πιάνη βάσκαμα καί τό κακό τό μάτι.
Θυμήσου με, παιδάκι μου,
κι ἐμέ καί τά παιδιά μου,
μή σέ πλανέση ἡ ξενιτιά καί μᾶς ἀλησμονήσεις. 15.
― Κάλλιο, μαννούλα μου γλυκειά,
κάλλιο νά σκάσω πρῶτα,
παρά νά μή σᾶς θυμηθῶ στά ἔρημα τά ξένα12.
Εἶναι χαρακτηριστικό πώς ὁ νέος πού φεύγει, χαιρετᾶ ὅλους, ἀρχίζοντας ἀπό τήν μάννα του καί γυρίζοντας ξανά σ᾿ αὐτή. Καί τονίζει τήν σκληρή πραγματικότητα μέ τρεῖς διαφορετικές ἐκφράσεις, ὅπως κάνει ὁ ποιητής λαός κάθε φορά πού θέλει νά ἐπισημάνη κάτι. ″Θά φύγη″, ″θά ξενιτευτῆ″, ″θά πάη μακριά στά ξένα″, ἀλλά θά γυρίση. Καί θά στέλνη μηνύματα ″μέ τήν δροσιά τῆς ἄνοιξης″, καί τήν ″πάχνη τοῦ χειμῶνα″, ″τ᾿ ἀστέρια τ᾿ οὐρανοῦ″, ″τά ρόδα τοῦ Μαΐου″. Ὁ λαός, ποιητής ἀληθινός, αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά γλυκάνη τήν πικρή στιγμή τοῦ χωρισμοῦ καί ἡ φύση ἐπιστρατεύεται νά τόν βοηθήση σ᾿ αὐτό μέ τρόπο καλλιτεχνικό. Εὑρήματα ἀληθινά οἱ ὑποσχέσεις γιά μάλαμα καί ἀσήμι πού θά στέλνη στήν μάννα του ἀπό τά ξένα, ἄν καί γνωρίζη τό ″πικρό ψωμί″ πού τόν περιμένει στήν ξένη χώρα. Μέ τίς ὑποσχέσεις ὅμως ἐλαφρύνει κάπως τό βάρος τῆς ψυχῆς του. Ἡ ἀπόσταση πού τόν χωρίζει ἀπό τήν ξενιτειά συντομεύει καί ἡ ἰδέα πώς θά στέλνη δῶρα στούς δικούς του γίνεται γι᾿ αὐτόν ἕνα κίνητρο πολύτιμο γιά νά ξενιτευτῆ καί στήριγμα γιά νά ἀντέξη τήν δύσκολη ὥρα τοῦ χωρισμοῦ. Ἡ θερμή εὐχή τῆς μάννας καταλήγει στήν ἔγνοια τῆς πιθανῆς λησμονιᾶς. Ὅμως παρά τόν ὅρκο τοῦ ξενιτεμένου, ἡ ξενιτειά τόν πλανεύει κάποτε, καί τά ξένα κάλλη τόν κάνουν νά λησμονήση τά ἀγαπημένα του πρόσωπα. …
Δώδεκα χρόνια πέρασαν καί δεκαπέντε μῆνες,
καράβια δέν τόν εἴδανε,
ναῦτες δέν τόνε ξέρουν·
πρῶτο φιλί ἀναστέναξε,
δεύτερο τόν πλανάει, 20.
τρίτο φιλί φαρμακερό,
τή μάννα ἀλησμονάει13.
Ὁ ξένος δέν γνωρίζει χαρά,
δέν γνωρίζει τήν ἀγάπη τῶν συγγενῶν
καί τήν θαλπωρή τῆς οἰκογενειακῆς ἑστίας.
Ἐκεῖνοι πού τόν φροντίζουν
στά ξένα τόν ἐγκαταλείπουν γρήγορα,
συμβουλεύοντάς τον νά ἀπευθυνθῆ στούς δικούς του.
Καί τόσο τόν ἔχουν καταβάλει οἱ πόνοι καί τά βάσανα τῆς ξενιτειᾶς,
ὥστε ὅταν ὕστερα ἀπό κάμποσα χρόνια γυρίζει στόν τόπο του,
δέν τόν ἀναγνωρίζει οὔτε ἡ μητέρα του:
Τήν ξενιτιά, τήν ὀρφανιά, τήν πίκρα, τήν ἀγάπη,
τά τέσσερα τά ζύγιασαν, βαρύτερα εἶν᾿ τά ξένα.
Ὁ ξένος εἰς τήν ξενιτιά, πρέπει νά βάνη μαῦρα,
γιά νά ταιριάζ᾿ ἡ φορεσιά μέ τῆς καρδιᾶς τή λαύρα. 5.
― Ξένε μου, τό μαντίλι σου τί τό ᾿χεις λερωμένο;
― Ἡ ξενιτιά τό λέρωσε καί τό ᾿χω λερωμένο·
ξένες πλένουν τά ροῦχα μου, ξένες μοῦ τά μπαλώνουν·
τά πλένουν μιά, τά πλένουν δυό, τά πλένουν ὡς τίς πέντε
κι ἀπό τίς πέντε καί μπροστά στό δρόμο τά πετάζουν. 10.
― Ξένε, γιά παρ᾿ τά ροῦχα σου, πάρε καί τά σκουτιά σου
καί στεῖλε τα τῆς μάννας σου, στεῖλ᾿ τα τῆς γυναικός σου,
κι ἐδῶ νερό δέ βρίσκεται, σαπούνι δέν πουλᾶνε.
― Δώδεκα χρόνους ἔκανα στά ἔρημα τά ξένα,
στούς δεκατρεῖς ἐκίνησα στόν τόπο μου νά πάγω· 15.
πηγαίνω στή μαννούλα μου, μέ βλέπει καί τραβιέται,
πηγαίνω στή γυναῖκα μου, κι αὐτή δέ μέ γνωρίζει.
― Ξένε, γιά διάβα, πήγαινε, σύρ᾿ ἀπό κεῖ πού ἦρθες,
γιατί δέν εἶσ᾿ ὁ ἄντρας μου, δέν εἶσαι τό παιδί μου14.
Δεῖγμα μεγάλης κακοπέρασης εἶναι τό λερωμένο μαντήλι τοῦ ξενιτεμένου. Ἐκφράζει καί αὐτό μία ἐπιθυμία ἐπικοινωνίας πού τοποθετεῖται καθαρά σέ ποιητικό καί συμβολικό ἐπίπεδο. Αὐτό ἐξηγεῖ ἴσως τήν παραγγελία πού τόν ἀφορᾶ: ″Ξένε, γιά πάρ᾿ τά ροῦχα σου, πάρε καί τά σκουτιά σου… Καί στεῖλε τα τῆς μάννας σου, στεῖλ᾿ τα τῆς γυναικός σου…″. Ἡ ἔλλειψη φροντίδος ἀπό ἀγαπημένα πρόσωπα στά ″μαῦρα ξένα″ ταλαιπωροῦν καί σωματικά τόν ξενιτεμένο. Ἀδυνατεῖ νά συνεχίση τήν παραμονή του μακριά ἀπό τούς δικούς του. Ὕστερα ἀπό δώδεκα χρόνια σκληρῆς δοκιμασίας ″στά ἔρημα τά ξένα″, ἀποφασίζει ″στούς δεκατρεῖς″ νά ″πάγη στόν τόπο του″, στήν μάννα, στήν γυναῖκα του. Ἔφηβος ἔφυγε γιά τήν ξενιτειά. Ἔφηβο τόν κατευόδωσαν οἱ δικοί του. Γυρίζει ὅμως ὕστερα ἀπό δώδεκα χρόνια, ἀγνώριστος· ὁ χρόνος καί ἡ πικρή ζωή τῆς ξενιτειᾶς ἄφησαν βαθειά τά ἴχνη πάνω του. Καί ὁ πόνος του πιό μεγάλος. Ἡ μάννα του δέν τρέχει νά τόν ἀγκαλιάση, ″τραβιέται″, καί ἡ γυναῖκα του δέν τόν ″γνωρίζει″· εἶναι ξένος γι᾿ αὐτές καί χωρίς νά τόν ″δοκιμάσουν″, τόν διώχνουν:
Ξένε, γιά διάβα, πήγαινε,
σύρ᾿ ἀπό κεῖ πού ἦρθες,
γιατί δέν εἶσ᾿ ὁ ἄντρας μου,
δέν εἶσαι τό παιδί μου15
- Ζάχος Ν. Ξηροτύρης, Τραγούδια τῆς Ρούμελης, Ἀθήνα 1991, σ. 55.
- Κάρολος Dieterich, Ὁ Γκαῖτε καί ἡ νεοελληνική ποίησις, μετάφρ. Γ. Θ. Ζώρα, Ἀθῆναι 1964, σ. 6.
- Κωστῆ Παλαμᾶ, Ἅπαντα, ἐκδ. Γκοβόστης, Ἀθήνα
- Guy Saunier (Ἐπιμέλεια), Τό Δημοτικό τραγούδι τῆς ξενιτιᾶς, ἐκδ. Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1983, σ. 8.
- Δημ. Πετρόπουλος, Ἑλληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. α΄ , Ἑλληνική Βασική Βιβλιοθήκη, τ. 46, Ἀθῆναι 1958, σ. ιθ΄.
- Passow Arn., Τραγούδια Ρωμαίϊκα, Popolaria carmina Graecia, recentiotis, Lipsiae 1860, σ. 261.
- Γεωργίου Θ. Ζώρα, Ἡ περί τήν ξενιτείαν δημοτική ποίησις καί τά Ὁμηρικά ἔπη, Ἑλληνική Δημιουργία 48 (1–2–1950), σ. 172.
- Ὁμήρου Ὀδύσσεια, α, στ. 57 – 60.
- Δημ. Πετρόπουλος, Ἑλληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. β΄ , Βασική Βιβλιοθήκη, ἀρ. 47, Ἀθῆναι 1959, σ. ιη΄.
- Ὁ Ξενιτέας (Πρόλογος), 1 (1987), σ. 5.
- Κώστας Δημ. Κονταξῆς, Τό Δημοτικό Τραγούδι. Μία προσπάθεια μελέτης, ἐκδ. Πασχέντης, Ἀγρίνιο 2007, σ. 274 – 75.
- Ν. Γ. Πολίτης, Ἐκλογαί ἀπό τά τραγούδια τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἐκδ. Ε. Γ. Βαγιονάκη, Ἀθῆναι 19696, σ. 199.
- Κώστας Δημ. Κονταξῆς, ὅ.π
- Ἀθανάσιος Χ. Γιάγκας, Ἠπειρώτικα δημοτικά τραγούδια, Ἀθήνα χ.χ. (1958), σ. 417. 15. Κώστας Δημ. Κονταξῆς, ὅ.π., σ. 282 – 83.