Του Μανόλη Εγγλέζου-Δεληγιαννάκη
Το να ασχολείσαι με την παράδοσή σου έχει από μόνο του μια αντίφαση: Με την παράδοσή σου δεν ασχολείσαι. Τη ζεις από μέσα, τη βιώνεις, υπάρχει σε κάθε ενέργειά σου. Ασχολείσαι μόνο με την παράδοση των άλλων, ως παρατηρητής ή ενδιαφερόμενος.
Αυτά βέβαια καταρχήν. Γιατί εν τω μεταξύ έχουν συμβεί πολλά. Δύο παράγοντες έχουν συμβάλει στην υποχώρηση έως και εξαφάνιση της παράδοσης των ελληνικών πληθυσμών κατά τον 20ο αιώνα: Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αστυφιλία.
Η πρώτη κατάφερε μέσα σε τρεις γενιές, με τη συνδρομή βεβαίως του ελλαδικού κράτους και της πολιτικής της λήθης και του στιγματισμού των προσφύγων, να μετατρέψει τους Μικρασιάτες σε Παλαιοελλαδίτες. Μόνο μικρές εστίες σε κάποια προσφυγικά χωριά διατηρούν ακόμα στοιχεία της παλιάς πατρίδας. Φωτεινή εξαίρεση ανάμεσα μέσα στους Μικρασιάτες οι ποντιακοί πληθυσμοί, που κρατούν από πείσμα την ταυτότητά τους και διεκδικούν πολύ περισσότερα σε μαζικό επίπεδο.
Η ερήμωση της υπαίθρου μετά τον πόλεμο και η αθρόα προσέλευση και συσσώρευση των αγροτικών πληθυσμών στις πόλεις επιτέλεσε ανάλογα έργο ως προς τους πληθυσμούς της παλαιάς Ελλάδας. Μέσα σε δύο γενιές, μεγάλο ποσοστό των πληθυσμών που έλκουν την καταγωγή τους από την επαρχία μεταβλήθηκε σε Αθηναίους. Και λέμε Αθηναίους, παρ’ όλο που η προσφυγιά και η εσωτερική μετανάστευση κατευθύνθηκαν και αλλού, γιατί στην Αθήνα σημειώθηκε μια υπερσυσσώρευση αφενός, ενώ αφετέρου η εγκατάσταση σε άλλες μεγάλες πόλεις δεν έχει τα καταστροφικά, από πλευράς ταυτότητας, χαρακτηριστικά της Αθήνας. Οι πρωτεύουσες νομών, της Θεσσαλονίκης συμπεριλαμβανομένης, διατηρούν την ταυτότητα του περιβάλλοντος χώρου, αν και η επίθεση του λάιφ στάιλ είναι πολύ ισχυρή πλέον και εκεί. Όμως ο μισός πληθυσμός πια βρίσκεται στην Αθήνα.
Αυτό που συντελέστηκε στην Αθήνα είναι μια λευκή γενοκτονία. Μια γενοκτονία μνήμης, παράδοσης, ταυτότητας ανθρώπων ως έφτασαν πρόσωπα και η επόμενη γενιά τους είχε ήδη γίνει άτομο, δίχως από πού έρχεται. Αυτό φαίνεται σε κάθε πτυχή της δραστηριότητας της γενιάς που μεγάλωσε μετά το 70. Ακούει αμερικάνικων προδιαγραφών μουσική, μιλάει μια γλώσσα που περιέχει πολλές αγγλικές λέξεις, γράφει με λατινικούς – αγγλικούς χαρακτήρες, αδυνατεί να εκφραστεί με ελληνικούς όρους, υποτιμά κάθε στοιχείο που τη δένει με την καταγωγή της. Και κάθε γενιά, από το 70 και μετά, παρουσιάζει αυτά τα χαρακτηριστικά σε μαζικότερο και πιο έντονο βαθμό. Το χάσμα μεταξύ Αθήνας και επαρχίας σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο έχει πια και την έκφρασή του σε προσωπικό επίπεδο. Κι αν υπάρχει κάποια προοπτική γεφύρωσης, αυτή είναι προς την κατεύθυνση της μίμησης της Αθήνας και της υιοθέτησης των προτύπων της.
Αξίζει να κάνουμε μια ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα της μουσικής, αφού αποτελεί άμεσο παράγοντα εκδήλωσης της διάθεσης του ανθρώπου, ιδίως στο επίπεδο του γλεντιού, της έκστασης, της χαράς, αλλά και του πόνου. Οι Αθηναίοι (μ’ αυτό τον όρο θα αποκαλούμε όλους όσοι αποτελούν θύματα της λευκής γενοκτονίας) ακούν τη μουσική που επιβάλλει ένα συγκεκριμένο σύστημα μια πολιτιστικής βιομηχανίας. Έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε αυτή τη μουσική «ξένη», όμως δεν ισχύει αυτό. Δεν είναι μουσική της Ινδίας, του Ιράν, της Λατινικής Αμερικής. Είναι η μουσική που παράγεται στις ΗΠΑ και στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, οι οποίες συνεχίζουν την αποικιοκρατία και μέσα από τη μουσική. Ακόμα και τα ακούσματα της «προοδευτικής» νεολαίας είναι αυτά ακριβώς που εκφράζουν τους προοδευτικούς κύκλους των συγκεκριμένων χωρών, δείχνοντας ότι τελικά το μέσο είναι το μήνυμα : Ο πολιτιστικός σου δυνάστης δεν σε καταπιέζει. Σου προσφέρει μια μεγάλη γκάμα έκφρασης από την οποία μπορείς να διαλέξεις. Είσαι συντηρητικός; Έχουμε προϊόν. Είσαι αριστερός; Έχουμε και για σένα. Είσαι αντιεξουσιαστης; Πάρε κι εσύ. Όλοι μπορείτε να εκφραστείτε μέσα από τους δρόμους που σας δείχνουμε. Ακόμα και τα στοιχεία των επιμέρους παραδόσεων των λαών που καταδυναστεύουμε δεν είναι για πέταμα. Οι πρωτοποριακοί μας καλλιτέχνες θα εντάξουν και κάποιες τέτοιες φόρμες στο ρεπερτόριό τους, προβάλλοντας τες ως Έθνικ. Ο μόνος αντίστοιχος πόλος παγκοσμίως είναι η Ινδία και το Μπόλιγουν, που έχει μεγάλη απήχηση στην ευρύτερη γεωγραφική της περιοχή και αποτελεί ένα σημείο αναφοράς ανεξάρτητο από την κουλτούρα της Δύσης. Οι υπόλοιπες παραδόσεις είναι εσωτερικής και φθίνουσας απεύθυνσης κάτω από την πίεση της παγκοσμιοποιημένης πολιτιστικής πρότασης.
Το πόσο είμαστε όλοι εμποτισμένοι από αυτό το πνεύμα, όσο κι αν αντιστεκόμαστε, φαίνεται από την ευκολία που μας έρχονται και εμάς στο στόμα οι αγγλικές λέξεις του συρμού, ενώ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την αντίστοιχη ελληνική. Κι ακόμα φαίνεται από την ευκολία με την οποία βάζουμε το λατινικό αλφάβητο στο γράψιμό μας. Κανονικά, δεν πρέπει να τη χρησιμοποιούμε καθόλου. Έχουμε τη δυνατότητα να αποδώσουμε την αγγλική λέξη με ελληνικά γράμματα. Τυχόν αντίλογος θα πει ότι είναι πιο κοντά στη σωστή απόδοση να γράψεις τη λέξη με το αλφάβητό της, πετυχαίνεις πιο πιστή απόδοση. Ναι, αλλά δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να ξέρει αγγλικά, όσο κι αν στην πράξη ο βομβαρδισμός από πινακίδες και επιγραφές ξενόγλωσσες μας έχει εξοικειώσει θέλοντας και μη. Τι γίνεται όμως με τις λέξεις που δεν είναι αγγλικές, αλλά εμείς επιμένουμε να τις γράφουμε στ’ αγγλικά; Πόσες φορές δεν έχουμε δει τον Λένιν, τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, τον Γκάντι, τον Ζάο Ζιγιάνγκ να γράφονται με λατινικούς χαρακτήρες; Αν ισχύει η αρχή της ορθής απόδοσης, θα πρέπει να τους γράψομε στα κυριλλικά, αραβικά, ινδικά και κινέζικα αντίστοιχα. Απλώς, η διείσδυση της δυτικής κουλτούρας είναι τόσο μεγάλη ώστε πλέον έχουμε χάσει τον έλεγχο. Για να αντιδράσουμε, θα πρέπει να ξανακοιτάξομε όλα αυτά τα θέματα από την αρχή. Με την υποχώρηση των τοπικών παραδόσεων, δημιουργείται ένας πληθυσμός άχρωμος, δίχως ταυτότητα και ρίζες, επομένως δίχως παρελθόν. Άρα, έτοιμος να καταναλώσει ό,τι του σερβίρουν, να εκφραστεί με βάση τις επιταγές της μόδας, του συρμού, του λάιφ στάιλ. Και πια να προσεγγίζει τον άλλον με βάση στοιχεία ατομικότητας, όχι ως συλλογικότητα. Δεν έχει ο πληθυσμός αυτός μια δεξαμενή εθίμων και μηχανισμών καθοριζόμενων από την επί αιώνες διαμορφούμενη ταυτότητά του και στους οποίους θα εμβαπτίσει οτιδήποτε καινούριο συναντήσει, ώστε να το διαμορφώσει με βάση τις δικές του παραδόσεις. Κι όμως, αυτό γινόταν πάντα, σε οποιεσδήποτε συντεταγμένες και συστήματα. Δεν μπορεί για πάντα ένας λαός να απομονώνεται από τον υπόλοιπο κόσμο. Έρχεται σε επαφή με άλλους λαούς, παίρνει και δίνει, ανταλλάσσει εμπειρίες και ενσωματώνει στην παράδοσή του τα στοιχεία εκείνα που ταιριάζουν, διαμορφωμένα καταπώς το κρίνει σκόπιμο. Όμως εδώ δεν έχουμε τέτοια περίπτωση. Ο πληθυσμός εκείνος που έχει καταντήσει λευκό χαρτί, τάμπουλα ράζα, δεν θα μπορεί να συμμετάσχει σ’ αυτό το γοητευτικό πάρε – δώσε. Δεν θα έχει τι να δώσει, αλλά κι αυτοί που τον προορίζουν για απλό καταναλωτή δεν θέλουν να πάρουν τίποτα απ’ αυτόν. Θέλουν μόνο να δώσουν κάτι, ακριβώς όπως το πουλάνε, δίχως παραλλαγές, ομοιόμορφο και στεγνό. Αυτή η τάση διαπερνά την κοινωνίας μας πέρα για πέρα, με τρόπο συνολικό. Πιο συνολικό από τον τρόπο με τον οποίο ο νέος διαχωρισμός μεταξύ οπαδών της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης διαπερνά το πολιτικό φάσμα. Γιατί στο πολιτικό επίπεδο κάτι αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε και όλο και περισσότεροι θα προστεθούν στο μέλλον. Και επιμέρους αγώνες όπως αυτοί κατά του τούρκικου επεκτατισμού, του πολέμου στο Ιράκ και του βιβλίου Ιστορίας της 6ης Δημοτικού ξεκαθαρίζουν το τοπίο ακόμα περισσότερο. Όμως στην πολιτιστική διάσταση η κυριαρχία βορειοατλαντικού μοντέλου είναι γενικευμένη, αφού την ενστερνίζονται τόσο οι υπέρ, όσο και, ασυνείδητα, πολλοί που είναι κατά της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή οι περισσότεροι από εμάς. Και είναι χαρακτηριστικό ότι με την παράδοσή μας είναι δεμένοι ακόμα κυρίως πληθυσμοί που δεν έχουν μεγάλη πολιτική συνειδητοποίηση, ενώ οι πιο «προβληματισμένοι» έχουν ήδη χάσει αυτή την επαφή. Κι αν έρχονται σε επαφή ξανά μαζί της, είναι συχνά δια της τεθλασμένης, μέσω προβληματισμών που θέτει το κίνημα και που βρίσκουν εφαρμογή και στην εμβάπτιση – έτσι νομιμοποίηση – της παράδοσης στην κολυμπήθρα των ιδεών. Έτσι, τα οικολογικά κηρύγματα περί εντοπιότητας έδωσαν σε αρκετούς την αφορμή να σκύψουν πάνω από τα στοιχεία της ταυτότητάς μας. παλιότερα, όταν η Ελλάδα ανακάλυπτε την Ινδία μέσα από τη Ναργκίς και τις διασκευές του Μπάμπη Μπακάλη, οι τότε προοδευτικοί μας την προσέγγισαν κυριολεκτικά μέσω Αμερικής, από το κίνημα των χίπις και του 68.
Είναι όμως κακό αυτό; Και πάλι δεν ξαναβρίσκουμε την επαφή με τον ομφάλιο λώρο μας, έστω και κατόπιν περιπλάνησης; Δεν είναι, βέβαια. Κι ευτυχώς που έτσι τουλάχιστον συναντάμε πάλι τις ρίζες μας. Όμως αυτό το φαινόμενο είναι περιορισμένο και επιπλέον αποτελεί εγκεφαλική προσέγγιση μάλλον παρά βιωματική. Είναι όμως θετικό το ότι συμβαίνει στον όποιο βαθμό, έστω και με αυτόν τον τρόπο, αφού έτσι επιτυγχάνεται ξανά σύνδεση με την ταυτότητά μας. Όμως αυτό πρέπει να γίνεται με σεβασμό στους βιωματικούς φορείς της παράδοσής μας, λαμβάνοντας υπόψη και τον αυθόρμητο τρόπο με τον οποίο εκφράζουν αυτή τη βιωματικότητα. τυφλή μίμηση ή αφ’ υψηλού κριτική μπορεί να καταντήσει γελοία. Από την άλλη, κι ίδιοι κάνουν αγώνα να κρατήσουν την ταυτότητα μας παρά τις αντίξοες συνθήκες, διαμορφώνουν πολιτική πάνω σ’ αυτό και αποτελούν βασική συνιστώσα στον αντιπαγκοσμιοποιητικό αγώνα, όσο κι αν δεν συνειδητοποιούν μερικές φορές πόσο βάρος έχει η προσπάθειά τους.
Όμως, οι έστω και μέσω της πολιτικής, εραστές της παράδοσης παραμένουν λίγοι, τη στιγμή που πολιτικά πολύ περισσότεροι αγωνίζονται κατά της παγκοσμιοποίησης. Έχουμε λοιπόν ήδη ένα πρόβλημα βαθιά ριζωμένο στις τάξεις μας. Και δεν μιλάμε για τις νεοταξικές συνιστώσες του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ, όπως ο Συνασπισμός, που έχει καταντήσει στερημένος κάθε ταυτότητας και ανίκανος να διαγνώσει τα προβλήματα της κοινωνίας μας και να προτείνει λύσεις. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι νέοι «ιστορικοί» μας, με την οθωμανική και δυτικόδουλη προσέγγιση που περνούν μέσα από τους εκπαιδευτικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς στα παιδιά μας. Αυτοί, βέβαια, δεν μας ενδιαφέρουν. Εμείς μιλάμε για τους συνειδητοποιημένους κατά της Νέας Τάξης, τους δικούς μας ανθρώπους, που δίνουμε μαζί μάχες για την Κύπρο, το Ιράκ, την Ιστορία μας. Μας ενδιαφέρει λοιπόν να μπορούμε να λειτουργούμε με βάση την ταυτότητά μας, κυρίως όταν στο παγκόσμιο χωριό της ομοιομορφίας των Αμερικάνων αντιπαραθέτομε μια Οικουμένη που μπορεί και συνδέει τις επιμέρους ισότιμες κουλτούρες μέσα από την τεχνολογία. Αυτό προϋποθέτει πως έχουμε μια κουλτούρα για να επικοινωνήσουμε με τους άλλους, να δώσουμε και να πάρουμε. Πώς θα πάμε στην Τσιάπας να βρούμε τους Ζαπατίστας, όταν το βράδυ στους καταυλισμούς των εξεγερμένων, στη γιορτή που θα γίνεται, αυτοί θα τραγουδούν και θα χορεύουν τα τραγούδια τους; εμείς τι θα τραγουδήσουμε και τι θα χορέψουμε, ραπ ή ροκ; Αυτή θα είναι η πολιτιστική μας συνάντηση; Υπό αυτές τις συνθήκες, οι σύλλογοι που καλλιεργούν τον παραδοσιακό χορό, μουσική και λαογραφία, παίζουν ασυνείδητα έναν ρόλο σημαντικό στην κατεύθυνση που θέλουμε. Αποτελούν ντε φάκτο εστίες αντίστασης στη Νέα Τάξη, θα πρέπει ωστόσο να πάρουν πιο ενεργό ρόλο σ’ αυτό τον αγώνα. Δεν είναι όμως δεδομένο κάτι τέτοιο, ούτε θα γίνει έτσι κι αλλιώς. Αντίθετα, κάποιοι παράγοντες στους συλλόγους αυτούς, που ωθούνται από προσωπικές φιλοδοξίες και που τους χρησιμοποιούν για την ευόδωση δικών τους σκοπών, συνιστούν τροχοπέδη στην εξέλιξη που θα πρέπει να έχουν και χρειάζεται να απομονωθούν. Αυτό σημαίνει και επαναπροσδιορισμό του χαρακτήρα των σωματείων, αφού αρκετά λειτουργούν απλώς ως παραδοσιακά μπαλέτα και ως χώροι προώθησης προσωπικών φιλοδοξιών. Η καλλιέργεια της λαογραφίας και της ιστορίας από τα ίδια τα μέλη θα λειτουργήσει προς μια συνολική θεώρηση της παράδοσης και της περιοχής που υπηρετεί ο σύλλογος και θα εμπεδώσει την αντίληψη της συνέχειας, γενιά προς γενιά, στον χώρο. Αν αυτό δεν γίνει, οι σύλλογοι είτε θα σβήσουν, έχοντας όλο και λιγότερη συμμετοχή, είτε θα ενταχθούν στους μηχανισμούς της Νέας Τάξης ως μουσειακές «έθνικ», αναπαραγωγές ενός ήδη νεκρού σώματος.
Ο εχθρός είναι παντού, βρίσκεται ήδη εντός των πυλών. Δεν τον συνειδητοποιούμε πάντα κι αυτό είναι η αδυναμία μας. Πρώτα θα τον πολεμήσουμε μέσα μας, κι αν νικήσουμε, ο υπόλοιπος αγώνας θα είναι το εύκολο κομμάτι.
Περιοδικό ‘Άρδην’