Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου πατρὸς Ἀλεξάνδρου Σμέμαν,
«Γιὰ νὰ ζήση ὁ κόσμος», Ἀθήνα, 1970.
Μόνο κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Βαπτίσματος μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὸν μυστηριακὸ χαρακτῆρα ποὺ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δίνει στὴν «μετάνοια». Ἡ θεολογία τῶν μυστηρίων στὸ νομικό της λοξοδρόμημα, ἐξήγησε τὸ μυστήριο αὐτὸ σὰν μιὰ ἁπλὴ «νομικὴ» ἐξουσία ποὺ ἔχει κανεὶς νὰ χαρίζει τὰ ἁμαρτήματα, μιὰ ἐξουσία ποὺ ὁ Χριστὸς «παραχώρησε» στὸν ἱερέα. Ἡ ἐξήγηση ὅμως αὐτὴ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν μυστηριακὴ φύση της. Τὸ μυστήριο τῆς συγχωρήσεως εἶναι τὸ Βάπτισμα, ὄχι γιατί προβαίνει σὲ μιὰ νομικὴ ἀπάλειψη τῆς ἐνοχῆς, ἀλλὰ γιατί εἶναι βάπτισμα στὸν Χριστό, ποὺ εἶναι Συγχώρηση. Τὸ ἁμάρτημα τῶν ἁμαρτημάτων -τὸ ἀληθινά, «προπατορικὸ ἁμάρτημα»- δὲν εἶναι ἡ παράβαση τῶν κανόνων, ἀλλὰ πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὸ λοξοδρόμημα τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ… ἀποξένωσή Του ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ πῶς ὁ ἄνθρωπος προτίμησε κάτι ἄλλο -τὸν κόσμο, τὸν ἑαυτό του- ἀπὸ τὸν Θεό, αὐτὸ εἶναι τὸ μοναδικὸ πραγματικὸ ἁμάρτημα μέσα στὸ ὁποῖο ὅλα τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα καταντᾶνε φυσικὰ καὶ ἀναπότρεπτα. Γιατί αὐτὸ καταστρέφει τὴν ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ξεστρατίζει τὴν ζωὴ ἀπὸ τὸ μοναδικὸ νόημα καὶ τὴν κατεύθυνσή της. Καὶ τὸ ἁμάρτημα αὐτό -τὸ ἀληθινὰ προπατορικό- βρίσκει συγχώρηση στὸν Χριστό, ὄχι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸ «λησμόνησε» πιὰ τώρα καὶ δὲν τοῦ δίνει προσοχή, ἀλλὰ ἐπειδὴ στὸν Χριστὸ ὁ ἄνθρωπος γύρισε πίσω στὸν Θεό, καὶ γύρισε πίσω στὸν Θεὸ ἐπειδὴ Τὸν ἀγάπησε καὶ βρῆκε σ’ Ἐκεῖνον τὸ μοναδικὸ ἀληθινὸ ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ζωῆς. Καὶ ὁ Θεὸς δέχτηκε τὸν ἄνθρωπο καί -στὸν Χριστό- τὸν συμφιλίωσε μέ τὸν ἑαυτό Του. Μετάνοια, λοιπόν, εἶναι ἡ στροφὴ τῆς ἀγάπης μας, τῆς ζωῆς μας στὸν Θεό, καὶ ἡ στροφὴ αὐτὴ γίνεται δυνατὴ καὶ πραγματοποιήσιμη στὸν Χριστό, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ἀληθινὴ Ζωὴ καὶ μᾶς κάνει νὰ νιώσουμε τὴν ἐξορία καὶ τὴν καταδίκη μας. Νὰ πιστεύουμε στὸν Χριστό, θὰ πεῖ νὰ μετανοοῦμε – νὰ ἀλλάζουμε ριζικὰ τὸν «νοῦ», δηλαδὴ τὴν νοοτροπία τῆς ζωῆς μας, νὰ τὴν ἀντικρίζουμε ὡς ἁμάρτημα καὶ ὡς θάνατο. Καὶ νὰ πιστεύουμε σ’ Ἐκεῖνον θὰ πεῖ νὰ δεχόμαστε τὴν χαρμόσυνη ἀποκάλυψη πὼς σ’ Ἐκεῖνον μᾶς δόθηκε ἡ συγχώρηση καὶ ἡ συμφιλίωση. Στὸ Βάπτισμα βρίσκουν τὴν πλήρωσή τους καὶ ἡ μετάνοια καὶ ἡ συγχώρηση. Στὸ Βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ πεθάνει ὡς ἁμαρτωλὸς καὶ ὁ θάνατος αὐτὸς ἔρχεται. Καὶ στὸ Βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος θέλει τὴν καινότητα τῆς ζωῆς ὡς συγχώρηση καὶ ἡ συγχώρηση ἔρχεται.
Καὶ ὅμως τὸ ἁμάρτημα ὁλοένα μένει μέσα μας καὶ ὁλοένα ξεμακραίνουμε ἀπὸ τὴν καινούργια ζωὴ ποὺ μᾶς δόθηκε. Ὁ ἀγῶνας τοῦ νέου Ἀδὰμ ἐναντίον τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ εἶναι ἀγῶνας πολὺ μακρὺς καὶ πολύμοχθος, καὶ πόση ἁπλοϊκότητα δὲν δείχνουνε μερικοὶ νὰ τὸ νὰ νομίζουν ἀστόχαστα καὶ ἁπλουστευτικὰ πῶς ἡ «σωτηρία» ποὺ δοκιμάζουν σὲ ἀναγεννήσεις καὶ «ἀποφάσεις γιὰ τὸν Χριστὸ» καὶ ποὺ καταλήγει στὴν ἠθικὴ εὐθύτητα, στὴν ἐγκράτεια καὶ στὴν θέρμη τῆς φιλανθρωπίας, ἡ σωτηρία αὐτὴ εἶναι ἡ σωτηρία ὁλόκληρη, εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει στὸ νοῦ Του ὅταν ἔδωσε τὸν Υἱό Του γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος – «ὑπέρ της τοῦ κόσμου ζωῆς». Ἡ μόνη ἀληθινὴ πίκρα εἶναι «ἡ πίκρα νὰ μὴν εἶσαι ἅγιος», καὶ πόσες φορὲς οἱ «ἠθικοὶ» Χριστιανοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ποτὲ δὲν αἰσθάνονται, ποτὲ δὲν δοκιμάζουν αὐτὴν τὴν πίκρα, ἐπειδὴ ἡ δική τους «ἐμπειρία τῆς σωτηρίας», τὸ αἴσθημα πὼς εἶναι «σωσμένοι», τοὺς γεμίζει μὲ αὐτοϊκανοποίηση. Καὶ ὅποιος «ἱκανοποιήθηκε» ἔχει λάβει κιόλας τὴν ἀνταμοιβή του καὶ δὲν γίνεται νὰ πεινάει καὶ νὰ διψάει γιὰ ἐκείνη τὴν ὁλοκληρωτικὴ μεταβολὴ καὶ μεταμόρφωση τῆς ζωῆς ποὺ μόνη γεννᾶ τοὺς «Ἁγίους».
Τὸ Βάπτισμα συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες, δὲν τὶς ἀπαλείφει. Εἰσάγει μέσα στὴ ζωή μας τὸ Μαχαίρι ποὺ ἦλθε νὰ βάλει ὁ Χριστὸς καὶ τὸ Μαχαίρι αὐτὸ γίνεται ὁ πραγματικὸς ἀγῶνας. Ἀναπόφευκτα πονᾶμε καὶ ὑποφέρουμε. Μόνο ὕστερα ἀπὸ τὸ Βάπτισμα καὶ ἐξ αἰτίας του μποροῦμε ἀληθινὰ νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν πραγματικότητα τῆς ἁμαρτίας σὲ ὅλη της τὴν πίκρα, καὶ μόνο ὕστερα ἀπὸ τὸ Βάπτισμα παρουσιάζεται ἡ δυνατότητα τῆς ἀληθινῆς μετανοίας. Ὁλόκληρη, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία εἶναι συγχρόνως τὸ δῶρο τῆς συγχωρήσεως, ἡ χαρὰ τοῦ «ἐρχομένου κόσμου», καὶ ἀκόμη -ἀναπότρεπτα- μιὰ ἀδιάκοπη μετάνοια. Ἡ γιορτὴ ἀδύνατο νὰ γίνει χωρὶς τὴ νηστεία, καὶ ἡ νηστεία εἶναι ἀκριβῶς ἡ μετάνοια καὶ ὁ γυρισμός, ἡ σωτήρια ἐμπειρία τῆς πίκρας καὶ τῆς ἐξορίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ δῶρο τῆς Βασιλείας – ὡστόσο τὸ ἴδιο αὐτὸ δῶρο εἶναι ποὺ φανερώνει ταυτόχρονα τὴν ἀπουσία μας ἀπὸ τὴ Βασιλεία, τὴν ἀποξένωσή μας ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ μετάνοια εἶναι ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ πάλι καὶ πάλι στὴ χαρὰ τοῦ Πασχαλινοῦ συμποσίου, ὅμως ἡ χαρὰ αὐτὴ φανερώνει τὴν ἀμαρτωλότητά μας καὶ μᾶς εἰσάγει σὲ κρίση.
Τὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας δὲν εἶναι, λοιπόν, μιὰ ἱερὴ καὶ νομικὴ «ἐξουσία» παραχωρημένη ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ εἶναι ἡ ἐξουσία τοῦ Βαπτίσματος καθὼς αὐτὸ ζεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τὸν μυστηριακὸ χαρακτῆρα τὸν λαβαίνει ἀπὸ τὸ Βάπτισμα. Στὸν Χριστὸ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα συγχωρέθηκαν μιὰ γιὰ πάντα, γιατί ὁ Ἴδιος Ἐκεῖνος εἶναι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων καὶ καμμιὰ «καινούργια» ἄφεση δὲν χρειάζεται. Ὅμως ἀληθινὰ γιὰ μᾶς ποὺ ἀδιάκοπα ἀφήνουμε τὸν Χριστὸ καὶ ἀφορίζουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὴ ζωή του, χρειάζεται νὰ ξαναγυρνᾶμε σ’ Ἐκεῖνον καὶ νὰ δεχόμαστε πάλι καὶ πάλι τὸ δῶρο ποὺ μέσα σ’ Ἐκεῖνον κάποτε προσφέρθηκε μιὰ γιὰ πάντα. Καὶ ἡ ἄφεση εἶναι τὸ σημάδι πὼς πραγματοποιήθηκε καὶ πληρώθηκε αὐτὸς ὁ γυρισμός. Καὶ ὅπως ἡ Εὐχαριστία δὲν εἶναι μιὰ «ἐπανάληψη», ἀλλὰ εἶναι τὸ ἀνέβασμά μας, -τὸ δέξιμό μας στὸ ἴδιο αἰώνιο συμπόσιο- ἔτσι καὶ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας δὲν εἶναι μιὰ ἐπανάληψη τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλὰ ὁ γυρισμός μας στήν «καινότητα τῆς ζωῆς» ποὺ ὁ Θεός μᾶς πρόσφερε κάποτε μιὰ γιὰ πάντα.
(Πρωτοπρεσβυτέρου πατρὸς Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, «Γιὰ νὰ ζήση ὁ κόσμος», Πρόλογος καὶ μετάφραση Ζήσιμος Λορεντζάτος, Ἀθήνα, 1970, σελ.: 124-128)