Η Εκκλησία της Ελλάδος, αν ευρεθή ενώπιον προτάσεως περί κοινού εορτασμού του Πάσχα ή οιασδήποτε άλλης εορτής μετά των ετεροδόξων, οφείλει να αρνηθή και συζήτησιν καν περί του θέματος. Τοιαύτη συζήτησις πρέπει να αποκλεισθή παντί σθένει και πάση θυσία, διότι αποτελεί ανατροπήν εκ των θεμελίων της Ορθοδόξου Δογματικής και ιδία της Εκκλησιολογίας. Ή πιστεύομεν ότι είμεθα η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία ή δεν πιστεύομεν. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, πεποιθυία ότι αύτη και μόνη είνε το Σώμα του Χριστού, ο στύλος και το εδραίωμα της Αληθείας, το Ταμείον της Χάριτος, το Εργαστήριον της Σωτηρίας, ενδιαφέρεται μεν ζωηρότατα περί της εις αυτήν επιστροφής των πεπλανημένων, αδιαφορεί όμως τελείως περί των εσωτερικών αυτών ζητημάτων, εν όσω ούτοι μένουν εν τη πλάνη. Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος ηθέλησε να θεσπίση κοινόν εορτασμόν, αλλά διά τα μέλη της Εκκλησίας, ουχί διά τους εκτός αυτής ευρισκομένους. Δεν συνεζήτησεν ούτε μετά των Γνωστικών, ούτε μετά των Μαρκιωνιτών, ούτε μετά των Μανιχαίων, ούτε μετά των Μοντανιστών, ούτε μετά των Δονατιστών, ίνα εύρη βάσιν συνεννοήσεως περί κοινών εορτασμών. Και ότε βραδύτερον απεκόπησαν εκ του Σώματος της Εκκλησίας οι Αρειανοί, οι Νεστοριανοί, οι Μονοφυσίται, οι Εικονομάχοι κλπ. κλπ., η Εκκλησία ουδέποτε διενοήθη να προέλθη εις συνεννοήσεις μετ’ αυτών προς θέσπισιν κοινού εορτασμού είτε του Πάσχα είτε οιασδήποτε άλλης εορτής.
Η Εκκλησία ρυθμίζει τα ζητήματα Αυτής, λαμβάνουσα υπ’ όψιν αποκλειστικώς και μόνον το συμφέρον των μελών Αυτής και ουχί τας επιθυμίας των εκτός Αυτής ευρισκομένων. Αν οι εορτασμοί των αιρετικών συμπίπτουν μετά των τοιούτων της Εκκλησίας, ας συμπίπτουν. Αν δεν συμπίπτουν, ας μη συμπίπτουν. Η Εκκλησία δεν συσκέπτεται επί ίσοις όροις μετά των αιρετικών. Διαλέγεται βεβαίως μετ’ αυτών, αλλ’ ίνα δείξη εις αυτούς την οδόν της επιστροφής. Το να συγκροτώνται “Οικουμενικά Συμπόσια” ή άλλου τύπου Συνέδρια μεταξύ των Ορθοδόξων και της πανσπερμίας των αιρετικών και εν αυτοίς να συσκεπτώμεθα περί καθορισμού κοινών εορτασμών, εμμενόντων όμως και των μεν και των δε (Ορθοδόξων και αιρετικών) εν τοις οικείοις Δογματικοίς χώροις, τούτο άγνωστον και αδιανόητον ον εις την ιστορίαν της Εκκλησίας, όζον δε απαισίου θρησκευτικού συγκρητισμού και τείνον εις την καθιέρωσιν της αρμονικής και αδιαταράκτου συνυπάρξεως αληθείας και πλάνης, φωτός και σκότους, μόνον ως “σημείον των καιρών” δύναται να ερμηνευθή.[…] Μετά βαθείας τιμής και αγάπης εν Κυρίω Ιησού Χριστώ