Ο διαφωτιστής, ο Άγιος και η αποβλάκωση

Με αφορμή απαξιωτικά σχόλια και παρατηρήσεις συγγραφέα για τη μεταφορά στην οθόνη μέρους του βίου του συγχρόνου μας αγίου Παϊσίου γράφθηκαν οι παρακάτω σκέψεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αδρή περιγραφή του ψυχολογικού τύπου που ο συγγραφέας αυτός αντιπροσωπεύει στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία αλλά και μια αναφορά στα επιχειρήματά του.

Αυτός που δεν έχει μάθει να σωπαίνει ποτέ, δεν είναι ο γενναίος, είναι μάλλον ο αγενής και θρασύς, ο bully που πιστεύει ότι υψώνοντας κορώνες θα επιβληθεί. Ο παλληκαράς αυτός φωνασκεί όχι από θάρρος αλλά από ανασφάλεια. Όσο λιγότερα ξέρει τόσο περισσότερο γλωσσαλγεί. Όταν μάλιστα έχει χτίσει το σοφιστικέ προφίλ του άνετου και ψαγμένου, κι όταν στερείται σοβαρών επιχειρημάτων, τότε επιστρατεύει την ειρωνεία. Όχι τη Σωκρατική ειρωνεία που στοχεύει στην εύρεση της αλήθειας, αλλά αυτήν που κάνει προσωπική επίθεση, ισοπεδώνοντας με βαρύτατους και υβριστικούς χαρακτηρισμούς τον θεωρούμενο ως αντίπαλο, ώστε να τον φιμώσει. Η σαρκαστική αυτή διάθεση, κατ’ επίφασιν ήρεμη, συνεχής και προκλητική, ούτε επιτρέπει τον διάλογο, ούτε οικοδομεί σχέσεις, ούτε προάγει την αλήθεια, απλώς αγωνίζεται να κερδίσει τις εντυπώσεις.

Τί γίνεται όταν ο άνθρωπος που περιγράψαμε ανήκει στην κατηγορία των σημερινών διαφωτιστών; Συνδυάζει τον γαλλικό αντικληρικαλισμό του 18ου αιώνα με την προσωπική του αθεϊστική φιλοσοφική θέση, την ιδεοληψία περί σκοταδισμού και τον επιλεκτικό σεβασμό στη διαφορετικότητα. Ειδικότερα,

α. Υιοθετεί τη ρητορική του μίσους και αναλαμβάνει τον ρόλο ιεροεξεταστή, καταδικάζοντας οτιδήποτε υπερβατικό ή οτιδήποτε δεν χωρά στο δικό του ιδεολογικό πλαίσιο, μιμούμενος τους παλαιούς ιεροεξεταστές της αναγεννησιακής Ευρώπης, των οποίων υποτίθεται ότι είναι ο ίδιος πολέμιος.

β. Οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκευτική συνείδηση και την Εκκλησία το ειρωνεύεται ως εξ ορισμού σκοταδιστικό. Εικάζουμε ότι με τη λέξη «σκοταδιστικό» εννοεί αυτό που δεν έχει φως, αξίες, αρετές, ποιότητα, ανθρωπισμό και αλήθεια. Αγνοεί ή παραγράφει τη μαρτυρία της ιστορίας, η οποία πέρα από το θεϊκό και ανθρωπιστικό μήνυμα του Ευαγγελίου μιλά τουλάχιστον για δυο «βυζαντινούς ουμανισμούς» και αναδεικνύει μορφές ανδρών και γυναικών με γνώση, σοφία και αγιότητα, των οποίων το ύψος και το βάθος και το έργο ούτε μπορεί να συλλάβει ο νους του.

γ. Κάθε άλλο παρά ανεκτικός, ανέχεται μόνο όσους χωρούν στον στενό του ορίζοντα, ενώ χλευάζει και υβρίζει αυτό που αγνοεί.

δ. Αποκαλεί αδιακρίτως «μεσαίωνα» οτιδήποτε πλησιάζει τις θέσεις και τη ζωή της Εκκλησίας, παραβλέποντας, μεταξύ άλλων, ότι οι μεγάλοι σοσιαλιστές κεντροευρωπαίοι φιλόσοφοι του 20ου αιώνα αναζήτησαν στον Μεσαίωνα πρότυπα κοινωνικής και πνευματικής ζωής ενάντια στη φιλοσοφία της «προόδου» και τα ορθολογικά στρατόπεδα εξόντωσης.

ε. Χαρακτηρίζει αποβλάκωση τη δημόσια προβολή Αγίων της χριστιανικής παράδοσης, λησμονώντας ότι το αποβλακωμένο τοπίο είναι μάλλον καρπός του τηλεοπτικού σκουπιδαριού που βρέχει ολημερίς, και μέρους της νέας τεχνολογίας που επιβάλλει μια εικονική πραγματικότητα, όχι μόνο αποβλακωτική αλλά και άκρως επικίνδυνη.

Ο συγκεκριμένος μάλιστα συγγραφέας είναι απαρχαιωμένος και σε τούτο: αγνοεί μια θεμελιώδη αρχή της φαινομενολογίας. Σύμφωνα με αυτήν, ο ιστορικός ή κριτικός επιστρέφει στα πράγματα καθεαυτά, σε αυτό που αποτέλεσε εμπειρική πραγματικότητα, και για το οποίο υπάρχουν μαρτυρίες, χωρίς να αφήνει τις δικές του φιλοσοφικές προϋποθέσεις να το ερμηνεύσουν ή απορρίψουν. Το να πω λοιπόν ότι τα θαύματα δεν είναι ιστορικά γεγονότα επειδή απλά δεν πιστεύω στα θαύματα, αποτελεί λογικό σφάλμα και ιδεοληψία. Έργο και έγνοια όλων των σοβαρών ιστορικών είναι να αντλήσουν και να κατανοήσουν τα γεγονότα της υπερβατικής εμπειρίας, όπως μαρτυρούνται στις πηγές, και όχι να τα επιβεβαιώσουν ή να τα βάλουν σε προκρούστεια ιδεολογική κλίνη.

Ούτε το θαύμα ούτε ο βίος ενός Αγίου είναι «θρησκευτικό παραμύθι». Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι ιστορικά βιβλία, ακόμη κι αν εισάγουν ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, το ίδιο και οι βίοι των Αγίων. Το ότι σε μερικούς από τους τελευταίους εισχώρησαν ανά τους αιώνες κάποια μυθικά στοιχεία είναι άλλη υπόθεση που αφορά την επιστήμη της κριτικής αποκατάστασης των κειμένων. Το να ταυτίζεις, όμως, το άχρονο παραμύθι-αλληγορία με τον βίο ενός ιστορικού προσώπου δείχνει απλώς βαθειά σύγχυση. Πολύ περισσότερο όταν το πρόσωπο αυτό ανήκει στην εποχή μας, και τον γνωρίσαμε πολλοί και από όλον τον κόσμο. Επιπλέον – και τούτο επίσης αγνοεί ο φωταδιστής – δεν είναι τα θαύματα το βασικό κριτήριο με το οποίο αναγνωρίζουμε έναν άγιο, δηλαδή έναν άνθρωπο που ζει μέσα στη χάρη και ενέργεια του Θεού.

Μπορεί κανείς να εντρυφά, αν θέλει, στα νάματα ενός παρωχημένου διαφωτισμού, χωρίς ωστόσο να προβάλλει ασέβεια, η οποία μάλιστα εθεωρείτο έγκλημα στην αρχαία Δημοκρατία. Η σεμνότητα είναι οντολογικό και όχι απλώς ηθικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου που ζητά την αλήθεια, και τούτο σε καμιά εποχή δεν άλλαξε. Και ο σεμνός άνθρωπος γνωρίζει τί γνωρίζει, όπως γνωρίζει και τί αγνοεί, γι’ αυτό έχει μάθει και να μιλά και να σωπαίνει. Όταν μάλιστα βρεθεί μπροστά στην αγιότητα, όσο διαφωτιστής και να’ ναι, οπωσδήποτε θα θελήσει να αντλήσει κάτι από το φως της. Ώστε να έχει πραγματικό νόημα και περιεχόμενο ο ίδιος ο διαφωτισμός.

Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου

πηγή

 

21/2/22