Μετά την καταστροφική ήττα στο Μαντζικέρτ το 1071, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία παρέπαιε. Η άνοδος στον θρόνο ανίκανων αυτοκρατόρων και οι εμφύλιες συγκρούσεις που ακολούθησαν, επέτειναν την εξασθένιση της Αυτοκρατορίας. Πέρασαν 10 χρόνια από την καταστροφή για να ανέβει και πάλι στον θρόνο ένας αξιόλογος στρατιώτης – αυτοκράτορας, ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός.
Οι Πετσενέγκοι ή Πατσινάκες όπως ήταν γνωστοί στο Βυζάντιο, ήταν ένας τουρκικός λαός που είχε μεταναστεύσει βόρεια της Μαύρης θάλασσας, εκεί την εποχή. Τον 9ο αιώνα είχαν συμμαχήσει με τους Βυζαντινούς κατά των Μαγυάρων ενώ τον 10 αι. σύμφωνα με βυζαντινές πηγές, είχαν φτάσει μέχρι την σημερινή Ρουμανία. Αργότερα εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία της Αυτοκρατορίας άρχισαν τις καταστροφικές, κατά το έθος της φυλής του, επιδρομές έως τη Θράκη.
Την άνοιξη του 1087 οι Πετσενέγκοι εξαπέλυσαν μια άνευ προηγουμένου έντασης επιδρομή με πάνω από 80.000 πολεμιστές λεηλατώντας σχεδόν ολόκληρη τη βορειονατολική Βαλκανική. Ωστόσο ο Αλέξιος δεν μπορούσε να αντιδράσει καθώς δεν διέθετε τις απαραίτητες δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τόσο μεγάλη εχθρική δύναμη.
Σταδιακά όμως αναδιοργάνωσε τον Βυζαντινό Στρατό και συμμάχησε και με τους Κουμάνους, έναν άλλο τουρκογενή λαό που έμελλε να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο στην βυζαντινή στρατιωτική ιστορία για πάνω από δύο αιώνες. Κουμάνοι και Πετσενέγκοι υπήρξαν σύμμαχοι για ένα διάστημα, αλλά αργότερα οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν σοβαρά.
Ο Αλέξιος εκμεταλλεύθηκε τη διαμάχη τους και προσφέροντας χρυσάφι πήρε με το μέρος του τους Κουμάνους. Στις αρχές του 1091 ο αυτοκράτορας ήταν έτοιμος και κινήθηκε κατά των Πετσενέγκων. Ο Αλέξιος είχε συγκροτήσει μια ισχυρή δύναμη 65.500 ανδρών εκ των οποίων οι 20.000 ήταν Βυζαντινοί, 40.000 ήταν Κουμάνοι, 5.000 Βλάχοι και 500 δυτικοί μισθοφόροι ιππότες.
Ο Αλέξιος έστειλε επίλεκτους ελαφρούς ιππείς ως ανιχνευτές με σκοπό να εντοπίσουν τον εχθρό. Η βυζαντινή στρατιά παρακολούθησε τους Πετσενέγκους και στις 28 Απριλίου 1091 βρέθηκε απέναντι στο εχθρικό στρατόπεδο στην περιοχή Λεβούνιο στο δέλτα του ποταμού Έβρου. Οι Πετσενέγκοι που είχαν μαζί τους και τις οικογένειές τους, δεν κατάλαβαν το παραμικρό.
Ο Αλέξιος δεν επιτέθηκε άμεσα. Θα εξορμούσε με το πρώτο φως της επομένης με σκοπό τον απόλυτο αιφνιδιασμό των αντιπάλων. Αυτό και έγινε. Ξημερώματα της 29ης Απριλίου η βυζαντινή στρατιά εξόρμησε τόσο αιφνιδιαστικά που οι Πετσενέγκοι δεν κατάφεραν καν να αντισταθούν… Σύντομα Βυζαντινοί και Κουμάνοι βρέθηκαν εντός του στρατοπέδου και άρχισαν να σφάζουν χωρίς έλεος τους σφαγείς Πετσενέγκους, ανταποδίδοντας τα όμοια.
Οι Πετσενέγκοι πολεμιστές προσπαθούσαν όπως-όπως να αναλάβουν όπλα και να αμυνθούν αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να εξοντώνονται κατά χιλιάδες από τα βέλη και τα σπαθιά των αντιπάλων τους. Η σφαγή σταμάτησε μόνο όταν τα θλιβερά υπολείμματα δυνάμεων των Πατσινακών παραδόθηκαν μαζί με τις οικογένειές τους.
Πολλοί λίγοι ήταν οι επιζώντες Πατσινάκες αν και η μάχη διήρκεσε χρονικά πολύ λίγο. Άλλωστε ότι απέμεινε από τον λαό αυτό εξοντώθηκε από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό το 1122. Η νίκη του Αλέξιου ήταν ιδιαίτερα σημαντική και έδωσε νέα πνοή ζωής στην Αυτοκρατορία.