Ντοκουμέντο από το ποντιακό αντάρτικο: Έκκληση στον Βενιζέλο για πολεμοφόδια από τον οπλαρχηγό Βασίλειο Ανθόπουλο

 

1919. Μια χρονιά συνταρακτικών γεγονότων για τον ελληνισμό στον Πόντο. Σύμφωνα με το χρονικό του ξεριζωμού που έχει παρουσιάσει ο δρ Σύγχρονης Ιστορίας Βλάσης Αγτζίδης, οι πρόσφυγες από τον Πόντο, την Ιωνία και την Ανατολική Θράκη άρχισαν να επιστρέφουν στις πατρίδες τους ελπίζοντας στην πολιτική και κοινωνική χειραφέτησή τους.

Τον Μάιο αποβιβάστηκε ο Ελληνικός Στρατός στη Σμύρνη εκ μέρους των Συμμάχων, ενώ την ίδια περίοδο αυτονομήθηκε ο Οθωμανός αξιωματικός Μουσταφά Κεμάλ και άρχισε την προσπάθεια συγκρότησης εθνικιστικού στρατού στην Ανατολία. Την ίδια περίοδο το ποντιακό αντάρτικο προσπαθούσε να εδραιώσει τη θέση του στον Πόντο.

Στο βιβλίο του Από το Μύθο στην Έξοδο ο Γεώργιος Ανδρεάδης τονίζει ότι οι εξελίξεις ενδεχομένως να ήταν διαφορετικές εάν οι ελληνικές κυβερνήσεις και η βουλή του Βατούμ έφτιαχναν έναν πανομοιότυπο «Μακεδονικό Αγώνα». «Όπως τη Μακεδονία την κέρδισαν με το αίμα τους οι Μακεδονομάχοι, έτσι μπορούσε να σωθεί και ο Πόντος», σημειώνει.

Ένας από τους πιο γνωστούς οπλαρχηγούς του Δυτικού Πόντου ήταν ο Βασίλειος Ανθόπουλος, ο Βασίλ-αγάς, ή Βασίλ-ουστάς λόγω της δουλειάς του· ήταν εργολάβος δημόσιων έργων.

Το pontosnews.gr σε συνεργασία με τα Γενικά Αρχεία του Κράτους παρουσιάζει την επιστολή που έστειλε στις 9 Δεκεμβρίου 1919 στον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Το ντοκουμέντο περιλαμβάνεται στο ταξινομημένο αρχείο του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού – ο οπλαρχηγός περιγράφει την κατάσταση των Ελλήνων και ζητά (εκλιπαρεί, για την ακρίβεια) την αποστολή πολεμοφοδίων. Έχουν διατηρηθεί η ορθογραφία και η σύνταξη.

Απόσπασμα από την πρώτη σελίδα της επιστολής (φωτ.: Γεωργία Βορύλλα)

Κύριε Πρόεδρε,

Ο μετά βαθυτάτου σεβασμού υποσημειούμενος Πόντιος εξ Εμπές του Νομού Σεβαστείας λαμβάνω την τιμήν να υποβάλλω υμίν ευσεβάστως τας εξής ταπεινάς σκέψεις μου περί της απαραιτήτου ενισχύσεως της τελουμένης εν Πόντω δράσεως της απ’ αρχής του πολέμου υπ’ εμού, έπειτα δε και υπ’ άλλων ημετέρων οπλαρχηγών συγκροτηθέντων αντάρτικών σωμάτων, ως η ύπαρξις και γενναία στάσις συνετέλεσε πολύ εις την περίσωσιν και προστασίαν του εν τη χώρα υπολειφθέντος έτι ελληνικού στοιχείου.

Ίνα μη φανώ περιαυτολογών αποφεύγω να εκθέσω έστω και εν τοις κυριωτάτοις σημείοις τας πολυτίμους αληθώς υπηρεσίας τας οποίας τα εν λόγω σώματα καθ’ όλην την διάρκειαν του πολέμου υπό την αρχηγίαν εμού, του κ. Δ. Χαραλαμπείδου και του κ. Στυλ. Κοσμίδου παρέσχον και σήμερον έτι παρέχουσιν, άλλως τετα ηρωϊκά αυτών κατορθώματα εις απλάς συγκρούσεις και συστηματικάς μάχας γενομένας πολλάκις προς εχθρόν αριθμητικώς πολύ υπέρτερον και τελείως διωργανωμένον, είναι γνωστά εις τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας Τραπεζούντος, Αμασείας και Νεοκαισαρείας και εις πάντα Πόντιον, ως και εις αυτάς τας άλλοτε εν Τραπεζούντι Ρωσικάς αρχάς, αίτινες κατά διαταγήν του τότε Αρχιστρατήγου εν τω Ρωσικώ στρατώ του μετώπου Ερζερούμ Νικολάου Νικολάεβιτς (παρ’ ού προηγουμένως είχον γίνει δεκτός εις ακρόασιν εν Τιφλίδι) διευκολύνασαι δια πολεμοφοδίων¹ τα ημέτερα σώματα ελάμβανον πληροφορίας² περί της καταστάσεως και των κινήσεων του εχθρούν εν τω εσωτερικώ και έτι μάλλον θα εχρησιμοποίουν τας υπηρεσίας αυτώ εν τη μελετωμένη καταλήψει της όλης παραλιακής ζώνης από Τραπεζούντος μέχρι Αμισού, αν μη τη ούτος εξ αιτίας των γνωστών γεγονότων απεσύρετο και εκ της Τραπεζούντος και εκ των άλλων κατειλημμένων υπ’ αυτού Τουρκικών εδαφών.

Εκείνο όμως, όπερ ως καλώς γινώσκων την εν Πόντω κατάστασιν μετά των ειρημένων συνεργατών (αφ’ ού κατά την διάρκειαν του πολέμου ιδίοις όμμασι και μετά καρδίας σπαρασσομένης είδον τας σφαγάς, τας διώξεις, τας εκτοπίσεις και τας ατιμώσεις και αφ’ ου και ο ίδιος κατεξαναστάς κατά των ανηκούστων Τουρκικών θηριωδιών και εις τον δια πυρός θάνατον καταδικασθείς ως εκ θαύματος εσώθην ημίκαυστος) και όπερ ως επιτακτικήν ανάγκην εν των παρόντι θεωρών οφείλω να τονίζει είναι, ότι όσον και αν αντέσχον τα εν λόγω σώματα μέχρι τούδε, επειδή προϊόντος του χρόνου εξησθένησαν και τα πολεμοφόδια αυτών σημαντικώς ηλαττώθησαν, ουδόλως απίθανον, ότι ταύτα εντός ολίγου θα εξαντληθώσιν, αν μη ταχέως ενισχυθώσι δεόντως, εγώ δε έτοιμος ήδη να επανέλθω προς αυτά δεν θα δυνηθώ μεθ’ όλην την επιβολήν και το κύρος εμού και των άλλων οπλαρχηγών να τα εγκαρδιώσω και να ανακουφίσω οπωσδήποτε τας ανάγκας των άνευ υλικής υποστηρίξεως και πολεμοφοδίων.

Δια ταύτα θερμότατα καθικευτεύω Υμάς, Κύριε Πρόεδρε· και ατομικώς και εξ ονόματος των συναγωνιστών μου όπως ευαρεστηθήτε και διατάξητε ή συστήσητε όπου δει την ταχίστην και επαρκή υλικήν υποστήριξιν και τον εφοδιασμόν των νέων τούτων αρματωλών του Πόντου προ της ευρυτέρας επεκτάσεως του κινήματος του Κεμάλ, ώστε, όταν συν Θεώ θα σημάνει η ευλογημένη ώρα της αποβιβάσεως αγημάτων εις τα παράλια του Πόντου, σπουδαιότατα να συμβάλωσιν εις τον απελευθερωτικόν αγώνα τα εγνωσμένης πείρας πολεμικής και πλειστάκις επί ηρωϊσμώ διακριθέντα παλληκάρια του Πόντου τα εξακολουθούντα έτι να δρώσιν εν τω εσωτεριώ της Αμιστού μέχρι Τοκάτης τον φόβον και τον τρόμον εις τους αιμοβόρους τυράννους εμπνέοντα και παρ’ όλας τας φοβεράς στερήσεις και κακουχίας αυτών μηδέποτε στέρξαντα να καταθέσωσι τα όπλα μεθ’ όλας τας γενομένας προς τούτο κατ’ επανάληψιν προσπαθείας των επιτοπίων αρχών.

Πεποιθώς, Κύριε Πρόεδρε, ότι Υμείς, όστις υπήρξατε ο αληθής σωτήρ τοσούτων μυριάδων υποδούλου Ελληνισμού και προς ον δικαίως ατενίζει σύμπας ο Πόντιος Ελληνισμός, παρ’ υμών και ούτως την οριστικήν αυτού απαλλαγή από του σκληρού ζυγού προσδοκών, συμπάσχετε και συμμερίζεσθε την ψυχικήν αυτού οδύνην και ότι θα πράξητε υπέρ αυτού παν ό,τι είναι δυνατόν, εκφράζω μετά θερμοτάτας ευχαριστίας και αισθήματα αϊδίου ευγνωμοσύνης.

Η υπογραφή του Βασίλειου Ανθόπουλου στο τέλος της επιστολής (φωτ.: Γεωργία Βορύλλα)
[1] Η κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους και η προέλαση που σταμάτησε στον Χαρσιώτη ποταμό λίγο πριν από την κατάληψη της Τρίπολης, σήμαινε ότι ο Πόντος χωρίστηκε στα δύο: Στον ανατολικό υπό τον ρωσικό έλεγχο, και στον δυτικό υπό τον τουρκικό. Μετά από δεκαήμερη πορεία μέσα από τα βουνά, ο Βασίλειος Ανθόπουλος κατόρθωσε να φτάσει στην Τραπεζούντα και να συναντηθεί με τον Ρώσο συνταγματάρχη Αρτάνοφ, επικεφαλής της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών.
Του παρουσίασε το σχέδιο για την απελευθέρωση όλου του Πόντου, τονίζοντας ότι οι Έλληνες θα μπορούσαν να δώσουν μεγάλη βοήθεια αν εξοπλίζονταν από τους Ρώσους. Είναι αλήθεια ότι ο ενθουσιασμός του οπλαρχηγού ήταν πολύ μεγαλύτερος των δυνατοτήτων του με βάση τη δύναμη που είχε· εντούτοις, ο συνταγματάρχης βρήκε ενδιαφέρουσα την προοπτική δημιουργίας ενός μεγάλου αντάρτικου στα μετόπισθεν των Τούρκων.
Έτσι συμφώνησε οι Ρώσοι να δώσουν όπλα και ο Βασίλειος Ανθόπουλος να στρατολογήσει και άλλους λιποτάκτες στην περιφέρεια της Σαμψούντας. Επίσης, δόθηκε η υπόσχεση για προέλαση στον Δυτικό Πόντο και στον Έλληνα οπλαρχηγό απονεμήθηκαν παράσημο και η στολή του Ρώσου αξιωματικού, την οποία έκτοτε δεν αποχωρίστηκε.
Πράγματι, εστάλησαν αρχικά 35 γιαπωνέζικα όπλα που σταδιακά έγιναν 2.000.
[2] Ο Βασίλειος Ανθόπουλος, μεθοδικός και τολμηρός, οργάνωσε υπηρεσία πληροφοριών ώστε να έχει εικόνα για τις τουρκικές δυνάμεις στη Σαμψούντα και τις μετακινήσεις τους. Άρχισε έτσι να καταδιώκει τις συμμορίες που επιτίθενται σε χωριά, σφάζουν αμάχους και τα πυρπολούν, και έδωσε μάχες για να ξεφεύγει από τους Τούρκους που είχαν εντολές για την εξόντωσή του.

Γεωργία Βορύλλα

pontosnews.gr