H ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤHΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΣΤΗ ΒΗΘΛΕΕΜ

GENNHSHS

Τσίρου – Μαρκαντωνάτου Βασιλική

Φιλόλογος-Θεολόγος-Ἱστορικός Τέχνης ΜΑ

 

Ἡ ἱστορία τοῦ Ναοῦ

Μετά τή Σύνοδο τῆς Νικαίας, τό 325 μ.Χ., ὁ Αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος ἀποφάσισε νά κτίσει Ναούς στίς τρεῖς τοποθεσίες, οἱ ὁποῖες κατά τήν παράδοση συνδέονταν μέ τά τρία σημαντικότερα γεγονότα τῆς ἐπί γῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τή Γέννηση, τήν Ἀνάσταση καί τήν Ἀνάληψή Του. Ἡ πρώτη τοποθεσία στή Βηθλεέμ, ἡ δεύτερη στά Ἱεροσόλυμα καί ἡ τρίτη στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.

Ὅσον ἀφορᾶ στή Γέννηση, ἡ Παναγία ἀποτέλεσε τήν πρώτη  πηγή πληροφορήσης, ἀφοῦ ὑπέδειξε στούς Ἀποστόλους τήν ἀκριβῆ τοποθεσία. Στόν χῶρο αὐτό ὁ Αὐτοκράτορας Ἀδριανός εἶχε ἀνεγείρει τό 130 μ.Χ. εἰδωλολατρικό ναό πρός τιμήν τοῦ θεοῦ Ἄδωνι γιά νά ἀπαλείψει ἀπό τή μνήμη τῶν Χριστιανῶν τό γεγονός τῆς Γεννήσεως, συμβάλλοντας  ὅμως ἀκριβῶς στό ἀντίθετο, δηλαδή στή συνεχῆ ὑπόμνηση τοῦ χώρου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἡ παράδοση διεσώθη μέχρι τίς ἡμέρες τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὅταν ἡ μητέρα του ἡ Ἁγία Ἑλένη, ἀνήγειρε μεγαλοπρεπῆ Βασιλική, ἡ ὁποία κατέστη  σπουδαῖο προσκυνηματικό καί λατρευτικό κέντρο.

Τόν 6ο αἰώνα, ὁ Αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός ἐπέφερε σημαντικές ἀλλαγές στόν Ναό. Κατά τήν περίοδο αὐτή ἡ Βασιλική ἐπιμηκύνθηκε πρός ἀνατολάς  καί πρός δυσμάς καί προστέθηκε νάρθηκας καί αἴθριο. Ἐπίσης, καλύφθηκε μέ μαρμαρόπλακες καθώς καί στολίστηκε μέ ψηφιδωτό διάκοσμο, ἐπιχρυσωμένα κιονόκρανα, σκαλιστά ἐπιστύλια, ὀρθομαρμαρώσεις καί  μία περίτεχνη στέγη.

Πιθανότατα τό 614, ἡ Βασιλική ἐπιβίωσε τῆς περσικῆς καταστροφῆς λόγῳ κάποιας παραστάσεως, ἡ ὁποία ἀναπαρίστανε τήν προσκύνηση τῶν Μάγων, μέ περσικά ἐνδύματα. Οἱ Πέρσες σεβάστηκαν τό μνημεῖο γιά νά μήν προβοῦν σέ ἱεροσυλία κατά τῶν προγόνων τους.

Ἐπίσης, τό ἔτος 638, ἐπί Χαλίφη Ὀμάρ, διαδόχου τοῦ Μωάμεθ, δέν προεκλήθη καταστροφή στό μνημεῖο, ἀφοῦ ὁ Χαλίφης προσευχήθηκε στήν νότια ἁψίδα ἡ ὁποία εἶναι προσανατολισμένη πρός τήν πλευρά τῆς Μέκκας.

Ἀναφέρεται σέ γραπτά κείμενα ὅτι  κατά τή διάρκεια τοῦ Μεσαίωνα καί μετά ἀπό ἐπισκευές οἱ κίονες τοῦ Ναοῦ ἦταν τόσο γυαλιστεροί, ὥστε μποροῦσε κανείς νά καθρεφτιστεῖ. Ἐπίσης οἱ ὀρθομαρμαρώσεις ἦσαν τόσο λαμπερές, ὥστε ἀντικατοπτρίζονταν τά τελούμενα. Τά μάρμαρα ἀπό  τούς τοίχους τῶν κλιτῶν μετακινήθηκαν κατά τή διάρκεια τῆς τουρκικῆς κυριαρχίας τό 1516 γιά νά χρησιμοποιηθοῦν στά Ἱεροσόλυμα, στό Χαβάν ἄλ Σαρίφ. Τό 1670 τά ψηφιδωτά δέν φαίνονται πλέον, ἀπό τό μαύρισμα τό ὁποῖο εἶχε προέλθει ἀπό τίς λυχνίες ἐλαίου.

 Ἐργασίες ἐπισκευῆς, οἱ ὁποῖες ὡστόσο δέν μποροῦν νά προσδώσουν τήν παλαιά αἴγλη στή Βασιλική, ἐπιβάλλονται γιά νά μήν καταρρεύσει τό μνημεῖο. Γιά παράδειγμα ἡ  σημερινή στέγη ἔχει νά ἐπισκευαστεῖ ἀπό τό 1842, ὅταν οἱ Ἕλληνες τήν ἐπισκεύασαν μετά τόν καταστροφικό σεισμό, τό 1832. Διάφορες ἀπόπειρες ἐπισκευῆς τῆς Βασιλικῆς ἀπό τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων προσκρούουν στή βίαιη ἀντίδραση τῶν ἄλλων δύο θρησκευτικῶν κοινοτήτων, τῶν Λατίνων καί τῶν Ἀρμενίων, παρόλο πού δικαιώματα λατρείας στόν χῶρο τῆς Βασιλικῆς ἔχουν μόνον οἱ Ὀρθόδοξοι. Οἱ Λατίνοι, οἱ Ἀρμένιοι, Συριάνοι καί Κόπτες δέν ἔχουν δικαίωμα ἐπισήμου λατρευτικῆς διαβάσεως διά μέσου τῆς Βασιλικῆς καί ἔχουν μόνον ἐξιδιασμένους λατρευτικούς χώρους  στό Σπήλαιο. Ἡ Βασιλική τῆς Γεννήσεως ἀνήκει ἀποκλειστικά στούς Ὀρθόδοξους καί εἰδικά στό Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, βάσει φιρμανιῶν καί τῆς κρατούσης λατρευτικῆς πράξεως. Κατά τή βυζαντινή καί μεταβυζαντινή περίοδο ἀποτελοῦσε ἀντικείμενο φροντίδας καί ἐπιμέλειας τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων. Οἱ Πατριάρχες Ἱεροσολύμων καί οἱ ἁγιοταφίτες πατέρες, μέ ἀγῶνες καί θυσίες ἐπισκεύαζαν καί ἀνακαίνιζαν τή Βασιλική  ἐπικυρώνοντας  ἔτσι μέχρι σήμερα τά δικαιώματα τῶν Ὀρθοδόξων ἐπ’ αὐτῆς.

 

Ὁ διάκοσμος τοῦ Ναοῦ

 

Ὁ Ναός βρίσκεται στήν ἀνατολική πλευρά τῆς σημερινῆς Βηθλεέμ. Τό αἴθριο εἶναι στρωμένο μέ πέτρα. Στά δεξιά τοῦ χώρου ἀντικρίζει κανείς ἕνα ἐπιπρόσθετο κτίσμα, τό Ἀρμένικο μοναστήρι, τό ὁποῖο ἔχει κτιστεῖ  ἐπάνω στά θεμέλια τοῦ Ἰουστινιάνειου τοίχους. Ἀνατολικά τῆς  αὐλῆς εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ Ναοῦ, ὅπου μπορεῖ νά εἰσέλθει ὁ προσκυνητής ἀπό τρεῖς μνημειώδεις θύρες, ἀπό τίς ὁποῖες  οἱ δυό ἀκριανές εἶναι σήμερα κλειστές. Ἡ μεσαία, ἡ  μεγαλύτερη, ἔχει σμικρυνθεῖ, ἔτσι ὥστε ὁ προσκυνητής νά πρέπει νά σκύψει γιά νά εἰσέλθει στόν νάρθηκα, πρίν ἀντικρίσει τόν μεγαλοπρεπῆ Ναό. Τήν περίοδο τῆς τουρκικῆς κατοχῆς οἱ Χριστιανοί σμίκρυναν τήν εἴσοδο  γιά νά μήν εἰσέρχονται ἔφιπποι οἱ ἀλλόθρησκοι, βεβηλώνοντας ἔτσι τήν ἱερότητα τοῦ χώρου καί προκαλώντας ζημίες σ’ αὐτόν.

Ἀπέναντι ἀπό τήν εἴσοδο, καί στόν τοῖχο ὁ ὁποῖος διαχωρίζει τόν κυρίως Ναό ἀπό τόν νάρθηκα, ὑπάρχει διπλή πόρτα σκαλιστή, ξυλόγλυπτη, προσφορά δυό Ἀρμενίων, πού χρονολογεῖται τό 1227.

Τό σχῆμα τοῦ Ναοῦ εἶναι τρίκογχη, πεντάκλιτη Βασιλική. Εἰσερχόμενοι στόν Ναό ἀντικρίζουμε μεγαλοπρεπῆ πρωτοχριστιανική Βασιλική μέ σαμαρωτή στέγη. Ἄλλη πεντάκλιτη Βασιλική τῆς αὐτῆς περίπου περιόδου εἶναι ἡ γνωστή Βασιλική τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης.

Τό ἐσωτερικό της Βασιλικῆς σώζεται στήν ἀρχική του μορφή, σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐξωτερική ὄψη πού ἔχει ἀλλοιωθεῖ ἀπό μεταγενέστερα κτήρια καί ἔχασε ἔτσι τήν πρώτη μεγαλοπρεπῆ της πρόσοψη.

Νεότερες ἀνασκαφές ἀποκάλυψαν τήν ὕπαρξη παλαιότερου δαπέδου, καλυμμένου μέ μωσαϊκά, πού προφανῶς ἀνῆκε στόν Ναό, τόν ὁποῖον ἤγειρε ἡ Ἁγία Ἑλένη καί βρισκόταν περίπου 80 ἑκατοστά χαμηλότερα ἀπό τό νῦν  ὑπάρχον δάπεδο.

Δεξιά, μετά τήν εἴσοδο στό δεύτερο  κλίτος, ὑπάρχει μεγάλο πέτρινο ἀρχαῖο βαπτιστήριο. Δεξιά τοῦ βαπτιστηρίου, πρός νότο, ὑπάρχει εἴσοδος πρός τό μοναστήρι τῶν Ὀρθοδόξων . Πρός βορρᾶ ὑπάρχει εἴσοδος πρός τήν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης τῶν Λατίνων.

Τό ἀνατολικό ἄκρο τοῦ μεσαίου κλίτους εἶναι ὑπερυψωμένο.  Ἡ ἄνοδος σ’ αὐτό γίνεται μέ τρεῖς ἡμικυκλικές βαθμίδες πού εἶναι ἀκριβῶς στή μέση. Τό τμῆμα αὐτό τῆς Βασιλικῆς ὀνομάζεται Καθολικό.

Βόρεια καί νότια του Καθολικοῦ ἐκτείνονται σέ χαμηλότερο ἐπίπεδο τά δύο κλίτη τοῦ Καθολικοῦ, οἱ ἁψίδες, οἱ ὁποῖες, μαζί μέ τήν ἁψίδα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, καθιστοῦν τή Βασιλική σταυροειδῆ. Στίς γωνίες ἀνάμεσα ἀπό τίς πτέρυγες καί τό Καθολικό ὑπάρχουν παρεκκλήσια. Στόν ἐπάνω τοῖχο τῶν πτερύγων τοῦ Καθολικοῦ διασώζονται ὑπολείμματα ἀπό σκηνές τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀπό τήν Μεταμόρφωση, τήν Βαϊοφόρο, τήν Ψηλάφηση τοῦ Θωμᾶ  καί τήν Ἀνάληψη.

Μεταξύ τοῦ Καθολικοῦ καί τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ὑψώνεται τέμπλο, θαυμάσιας μεταβυζαντινῆς ξυλογλυπτικῆς τέχνης, τοῦ 1764 . Τό ἐπίπεδό του Ἱεροῦ Βήματος βρίσκεται ὑψηλότερα  ἀπό τόν κυρίως Ναό καί τίς πτέρυγες τοῦ Ναοῦ.

Ὁ κυρίως Ναός, τό Καθολικό καί οἱ πτέρυγες τοῦ Ναοῦ φωτίζονται ἀπό παράθυρα ὑπερυψωμένα ἐπάνω ἀπό τό ἐπίπεδό τῆς  στέγης τῶν κλιτῶν .

Τό δάπεδο τοῦ κυρίως Ναοῦ εἶναι ἐπιστρωμένο μέ κόκκινες πέτρινες πλάκες, ἐνῷ τοῦ Καθολικοῦ καί τῶν πλαϊνῶν κλιτῶν εἶναι ἐπιστρωμένο μέ μάρμαρα.

Τά κλίτη ἐφωτίζοντο παλαιότερα ἀπό παράθυρα, τά ὁποῖα  ἔχουν χτιστεῖ. Τό μεσαῖο κλίτος εἶναι πλατύτερο ἀπό τά ἄλλα δύο, πρός βορρᾶ καί νότο. Τά κλίτη σχηματίζονται ἀπό τέσσερις σειρές μονολιθικῶν κιόνων, 12 ἡ κάθε σειρά, δηλαδή 48 τό σύνολο. Οἱ κίονες αὐτοί εἶναι κατασκευασμένοι ἀπό κοκκινωπό ἐπιτόπιο ἀσβεστόλιθο καί ἔχουν παραστάσεις μέ μορφές ἁγίων πού κρατοῦν στό χέρι τους γραμμένο εἰλητάριο. Οἱ ἅγιοι διακρίνονται ἀμυδρά καί στό ἐπάνω μέρος τῶν κιόνων πλαισιώνονται μέ βαθύ μπλέ (οὐράνιο χρῶμα) καί στό κάτω μέρος μέ κοκκινόχρωμα σκοῦρο (γήινο χρῶμα). Τό ὄνομα ἑκάστου ἁγίου εἶναι γραμμένο στό φωτοστέφανο, στά λατινικά ἤ ἑλληνικά, ἤ καί στίς δύο γλῶσσες. Συνολικά 29 Ἅγιοι εἶναι ζωγραφισμένοι, σέ 27 κίονες, μέ ἰδιαίτερη τεχνική σέ γυαλισμένο μάρμαρο καί ὄχι μέ τήν τεχνική τῆς νωπογραφίας. Οἱ κίονες ἀπό τήν ἀρχαία ἐποχή ἔπαιρναν μία ἀνθρωπομορφική σημασία καί μετατρέπονταν  σέ σύμβολα. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες χρησιμοποιοῦσαν διάφορες θεότητες γιά νά στηρίξουν τό ὅλο οἰκοδόμημα. Ὁ Χριστιανισμός υἱοθέτησε αὐτήν τήν προσέγγιση καί ἀντικατέστησε τίς θεότητες μέ ἁγίους, οἱ ὁποῖοι εἶναι καί οἱ στυλοβάτες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ κορυφή τῶν κιόνων στέφεται μέ κιονόκρανα κορινθιακοῦ ρυθμοῦ.

Ἡ σημερινή ἐναπομείνασα διακόσμηση ἀνήκει στήν περίοδο τῶν Σταυροφόρων. Πάνω ἀπό τά ἐπιστύλια σώζονται τμήματα τῶν ψηφιδωτῶν πού κάποτε κάλυπταν ὅλον τόν Ναό. Τά μωσαϊκά ὅμως  εἶναι κατά χαρακτηριστικό τρόπο ἑλληνικά καί οἱ καλλιτέχνες ἦσαν Ἕλληνες οἱ ὁποῖοι δούλεψαν ἐπί λατινικῆς κυριαρχίας. Πρόβλημα χρονολόγησης τῶν μωσαϊκῶν καί τῶν εἰκόνων δέν ὑπάρχει, ἀφοῦ σώζεται ἐπιγραφή στή νότια πλευρά τοῦ ἐγκάρσιου κλίτους τῆς Βασιλικῆς, στά ἑλληνικά καί στά λατινικά πού ἀναφέρει τά ἑξῆς : διά χειρός Ἐφραίμ μοναχοῦ, ἐπί Αὐτοκράτορος Μανουήλ τοῦ Κομνηνοῦ, τοῦ Πορφυρογέννητου καί ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ βασιλέως τῶν Ἱεροσολύμων, Ἀμμορί καί ἐπί Ἐπισκόπου Βηθλεέμ, τοῦ Ραούλ, τό 1169.

Ἀπ’ ὅλον τόν ἐσωτερικό διάκοσμο τῆς Βασιλικῆς πού εἶναι ἐμφανῶς ἀφιερωμένος στήν Ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, τή μεγαλύτερη καλλιτεχνική καί ἱστορική ἀξία ἔχουν τά μωσαϊκά  τῶν τοίχων. Σκοπός αὐτῆς τῆς διακόσμησης ἦταν νά προβληθεῖ τό μυστήριό της Ἐνανθρωπίσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα στόν χῶρο ἐκεῖνο, πού ἦταν περισσότερο συνδεδεμένος μέ τήν ἀνθρώπινη φύση Του ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον Ναό τῆς Χριστιανοσύνης.

Στόν δυτικό τοῖχο τοῦ κυρίως Ναοῦ ὑπῆρχε  παράσταση, μέ τή ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, μέ μορφές Προφητῶν, οἱ ὁποῖοι κρατοῦσαν εἰλητάρια, μέ ἀποσπάσματα  ἀπό προφητεῖες τους, πού ἀναφέρονται στό ἔργο τῆς ἀπολυτρώσεως.

Στίς δυό ἐπιμήκεις  πλευρές τοῦ κεντρικοῦ κλίτους καί ἐπάνω ἀπό τίς κολόνες ἦταν ἀπεικονισμένα ἐνδιαφέροντα θέματα, πρωτότυπα καί σχεδόν ἄγνωστα στή χριστιανική εἰκονογραφία . Οἱ παραστάσεις εἶχαν ἀπεικονιστεῖ σέ τρεῖς ὁριζόντιες ζῶνες, μέσα σέ πλαίσιο μέ χρυσαφί ψηφίδες. Ἡ χαμηλότερη ζώνη περιελάμβανε  μορφές τῶν προπατόρων τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τή γενεαλογία τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ματθαίου στόν νότιο τοῖχο,  ἐνῷ στό βόρειο, μορφές σύμφωνα μέ τή γενεαλογία τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ.

Ἡ δεύτερη ζώνη ἔφθανε μέχρι τό ὕψος τῶν παραθύρων καί εἶχε ὡς στόχο νά παρουσιάσει μέ διάφορα ἀρχιτεκτονικά μοτίβα τίς Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας. Στόν νότιο τοῖχο, οἱ παραστάσεις ἦσαν ἀφιερωμένες στίς ἑπτά  Οἰκουμενικές Συνόδους,  ἐνῷ στό βόρειο σέ ἕξι τοπικές Συνόδους.

Κάθε Οἰκουμενική Σύνοδος συμβολιζόταν μέ μία σύνθεση ἡ ὁποία παρουσίαζε μία διπλή ἁψίδα πού στηριζόταν σέ κίονες κορινθιακοῦ ρυθμοῦ. Κάθε Σύνοδος διαχωριζόταν ἀπό τήν ἄλλη μέ μία σύνθεση ἀπό  φανταστική φυτική διακόσμηση. Οἱ τοπικές Σύνοδοι συμβολίζονταν μέ συμβατές ἀναπαραστάσεις τρίκλιτων Βασιλικῶν μέ τροῦλο. Στά ἐνδιάμεσα τῶν καμαρῶν καί στό κενό τοῦ μεσαίου κλίτους τῶν παραστάσεων ἦταν γραμμένα ἀποσπάσματα ἀπό τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων.

Ἡ τελευταία ζώνη διακόσμησης ἀποτελεῖτο ἀπό ἐπιβλητικούς ἀγγέλους ἀνά ἕναν μεταξύ τῶν παραθύρων. Τά χρώματα πού ἐπικρατοῦσαν ἦσαν τό κόκκινο, τό μπλέ καί τό πράσινο, μέσα σέ χρυσαφί πλαίσιο. Δυστυχῶς τά χρώματα αὐτά ἔχουν χάσει σήμερα τήν πρώτη τους λάμψη, ἀλλά διατηροῦν τήν ἔκφραση τῶν συμβολικῶν ὅρων τοῦ δόγματος τῶν δυό φύσεων τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως τό πρόγραμμα διακόσμησης τοῦ Ναοῦ ξεκινοῦσε μέ τή θεία ἀποκάλυψη (ρίζα τοῦ Ἰεσσαί ) καί βαθμηδόν ὁδηγοῦσε στό σωτηριῶδες ἔργο καί στήν ἐκπλήρωση τῆς θείας οἰκονομίας. Ἡ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ ἐκφράσθηκε μέ τίς προφητικές ρήσεις καί τούς ἀγγέλους, ἡ ἀνθρώπινη φύση Του μέ τίς γενεαλογίες καί τέλος τό Χριστολογικό δόγμα μέ τήν  καταγραφή τῶν πρακτικῶν τῶν Συνόδων.

 

Τό Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως

 

Τό Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως βρίσκεται στόν χῶρο ἀκριβῶς κάτω ἀπό τό Καθολικό. Οἱ δυό εἴσοδοι τοῦ Σπηλαίου ἐμφανίζονται ἀπό τόν 9ο αἰώνα καί μετά. Οἱ ξυλόγλυπτες θύρες, βυζαντινῆς τεχνοτροπίας, ἀξίζουν ἰδιαίτερης προσοχῆς. Τό ἐσωτερικό τοῦ Σπηλαίου ἔχει τή μορφή ἀκανόνιστου θόλου, πού παλαιότερα ἦταν  ἐπικαλυμμένο μέ μάρμαρο, ἐνῷ ἡ σκεπή μέ ψηφιδωτά. Τό 1809 μιά πυρκαγιά ἀποτελείωσε τήν καταστροφή τῆς παλαιᾶς διακόσμησης τοῦ Σπηλαίου. Τό 1874 ὁ Μαρσάλ Μακαονί, τότε Πρόεδρος τῆς Γαλλικῆς Δημοκρατίας, δώρισε τά δερμάτινα καλύμματα, τά  ὁποῖα καλύπτουν σήμερα τούς τοίχους τοῦ Σπηλαίου.  

Τό σημεῖο τῆς Γεννήσεως εἶναι μέσα σέ μία κοιλότητα ἐπικαλυμμένη μέ ἕνα μωσαϊκό τῆς  Γέννησης, τεχνοτροπίας 12ου αἰώνα. Κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα, ὅπου τελεῖται καθημερινά Θεία Λειτουργία, ὑπάρχει ἕνα ἀσημένιο ἀστέρι γιά νά τονίζει τόν τόπο τῆς Γέννησης τοῦ Θεανθρώπου.

Πρός νότο, εἶναι τό προσκύνημα τῆς Φάτνης, σέ χαμηλότερο ἐπίπεδο τριῶν βαθμίδων. Ἡ  Ἁγία Τράπεζα, ἀπέναντι ἀπό τή Φάτνη, εἶναι ἀφιερωμένη στήν προσκύνηση τῶν Μάγων. Καί οἱ δυό ὡς ἄνω  χῶροι ἀνήκουν στούς Φραγκισκανούς.

Ὁ ἀπέριττος  διάκοσμος τοῦ Σπηλαίου, μέ τό φῶς τῶν κανδηλιῶν, συντελοῦν στήν κατανυκτική ἀτμόσφαιρα, ὥστε ὁ προσκυνητής νά συνειδητοποιεῖ τό θαυμαστό καί ὑπερφυές γεγονός, τό ὁποῖο συντελέστηκε στόν χῶρο αὐτό, τό ὕψος δηλαδή τῆς ταπεινώσεως καί συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ. Στόν τόπο αὐτό, ὁ ἀόρατος γιά πρώτη φορά ἔγινε ὁρατός καί ὁ ἄνθρωπος εἶχε τήν πρώτη ἐναργῆ φανέρωση τοῦ Θεοῦ, σέ διάσταση  τοῦ χώρου. Ὁ ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν κατῆλθε καί- μέ ἄκρα ταπείνωση καί πτωχεία –κατοίκησε στό Σπήλαιο τῆς γῆς αὐτῆς. Ὁ τόπος συμπαρίσταται σιωπηλά στήν ἐν σιωπῇ κατανόηση τοῦ μυστηρίου, στή συνειδητοποίηση τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Θεός ἐνεδύθη τό ἀνθρώπινο γιά νά ἐνδύσει τόν ἄνθρωπο μέ τό θεῖο.

 

Βιβλιογραφία

 

Τζαφέρη Βασιλείου,  Οἱ Ἅγιοι Τόποι,  1992

Jerome Murphy-Ὁ’Connor, Oxford-New York, 1992

Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Ἱστορία τῆς  Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, 1970

Τιμοθέου Θέμελη, Ἡ Ἱερουσαλήμ καί τά μνημεῖα αὐτῆς, 1932

Καλλίστου Μηλιαρᾶ, Οἱ Ἅγιοι Τόποι ἐν Παλαιστίνῃ καί τά ἐπ’ αὐτῶν  δίκαια τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, 1928

 

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2010