Μπορεί να γίνουμε κακοί και οι Γερμανοί δεν ήταν κάτι το ξεχωριστό

Γράφουν οι Paul Frijters, Gigi Foster, Michael Baker

Για περισσότερα από δύο χρόνια, ο κόσμος σαρώθηκε από την κορωνο-μανία. Απλοί άνθρωποι, σχεδόν κάθε εθνικότητας, αποδέχτηκαν το «αφήγημα» του Covid χειροκροτώντας, καθώς ισχυροί άνδρες (και γυναίκες) ανέλαβαν δικτατορικές εξουσίες, ανέστειλαν τα κανονικά ανθρώπινα δικαιώματα και τις πολιτικές διαδικασίες, προσποιήθηκαν ότι οι θάνατοι από τον Covid ήταν οι μόνοι που είχαν σημασία, έκλεισαν σχολεία, έκλεισαν επιχειρήσεις, εμπόδισαν τους ανθρώπους να κερδίζουν τα προς το ζην, και προκάλεσαν μαζική δυστυχία, φτώχεια και πείνα.

Όσο περισσότερο αυτοί οι ισχυροί άνδρες και γυναίκες έκαναν αυτά τα πράγματα, τόσο πιο δυνατά ήταν τα χειροκροτήματα, και τόσο μεγαλύτερη η αποδοκιμασία και η κακοποίηση που υφίσταντο εκείνοι που εναντιώνονταν σε τέτοιου είδους πολιτικές. Ο αστυνομικός εκφοβισμός όσων μιλούσαν ανοιχτά κατά της ιστορίας του Covid επευφημήθηκε από τις μάζες, οι οποίες ήθελαν να δουν τους «αρνητές» να προσάγονται στη δικαιοσύνη.

Τα δύο τελευταία χρόνια απέδειξαν ότι οι Γερμανοί της εθνικοσοσιαλιστικής (σ.σ. ναζιστικής) περιόδου δεν ήταν πραγματικά τίποτα το ιδιαίτερο.

Για να μην λησμονήσουμε

Η Δύση αρνήθηκε να μάθει, ή έχει ξεχάσει τώρα πια, το βασικό δίδαγμα της ναζιστικής περιόδου (1930-1945), παρά την πληθώρα των φωνών από αυτόπτεις μάρτυρες στην τέχνη και την επιστήμη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που κατέστησαν απολύτως σαφές τι είχε συμβεί – από τη Χάνα Άρεντ έως το πείραμα του Μίλγκραμ , έως το υπέροχο θεατρικό έργο «Ρινόκερος» . Το βασικό σημείο που έθεσαν οι κορυφαίοι διανοούμενοι που έγραφαν για τη ναζιστική περίοδο ήταν ότι ο καθένας μπορούσε να γίνει Ναζί : δεν υπήρχε απολύτως τίποτα το περίεργο στους Γερμανούς που έγιναν Ναζί.

Δεν έγιναν Ναζί επειδή οι μητέρες τους δεν τους αγαπούσαν αρκετά, ή επειδή είχαν απορρίψει τον Θεό στη ζωή τους, ή λόγω κάτι εγγενούς στη γερμανική κουλτούρα. Απλώς παρασύρθηκαν από ένα αφήγημα και σαρώθηκαν ψυχή τε και σώματι από τον όχλο, επινοώντας τις δικαιολογίες τους καθώς προχωρούσαν. Το σκληρό μάθημα που ήθελαν να περάσουν οι διανοούμενοι εκείνης της εποχής ήταν ότι, λίγο πολύ, όλοι θα έκαναν το ίδιο υπό τις ίδιες περιστάσεις. Το κακό, με μια λέξη, είναι κάτι μπανάλ.

Όπως τόνισε η Hannah Arendt, οι πιο αφοσιωμένοι Ναζί ήταν οι «Gutmensch»: Γερμανοί που έβλεπαν πραγματικά τους εαυτούς τους ως καλούς ανθρώπους. Είχαν αγαπηθεί από τις μητέρες τους, ήταν πιστοί οπαδοί της τοπικής θρησκείας, πλήρωναν τους φόρους τους, είχαν προγόνους που πέθαναν για τη Γερμανία, και είχαν στοργικές οικογενειακές σχέσεις. Νόμιζαν ότι έκαναν το σωστό, και επικυρώνονταν και υποστηρίζονταν σε αυτήν τους την πεποίθηση από τους φίλους, την οικογένεια, την εκκλησία και τα μέσα ενημέρωσης.

Η τάξη των διανοούμενων είχε έρθει αντιμέτωπη με αυτήν την αλήθεια κατά τη δεκαετία του 1950, αλλά η αδυσώπητη επιθυμία της ανθρωπότητας να κοιτάξει πέρα από κάποιες δυσάρεστες αλήθειες έκανε τις κοινωνίες – και με την πάροδο του χρόνου ακόμη και τους ακαδημαϊκούς κύκλους – να ξεχάσουν. Είπαμε ψέματα για τους Ναζί για να νιώσουμε καλά με τον εαυτό μας. Αυτή η αυτο-απορριπτική δειλία μεγάλωσε με την πάροδο του χρόνου και τροφοδότησε τη σημερινή παραλυτική κουλτούρα της πολιτικής «ορθότητας», που μισεί τον εαυτό της, στην οποία πολύ δύσκολα μπορείς να αναφερθείς στην περίοδο των Ναζί σε μια κατά τα λοιπά ευγενική παρέα, πολύ περισσότερο να προσπαθήσεις να ανοίξεις το μυαλό των ανθρώπων στα διδάγματά της, χωρίς να κατηγορηθείς ότι βαθιά μέσα σου είσαι ένας ναζιστής .

Οι Γερμανοί ξέχασαν, κι όχι επειδή οι πληροφορίες για τη ναζιστική περίοδο αποσιωπήθηκαν. Αντίθετα, οι νεαροί Γερμανοί μαθητές αναγκάζονται να διαβάζουν βιβλία και να παρακολουθούν ντοκιμαντέρ σχεδόν συνεχώς. Ξέχασαν το βασικό δίδαγμα, γιατί δεν μπορούσαν να ζήσουν με την ιδέα ότι οι συμπεριφορές που τους διηγούνταν ήταν φυσιολογικές. Έτσι, όπως όλοι οι άλλοι, προσποιήθηκαν ότι η ναζιστική περίοδος ήταν εντελώς ανώμαλη, καθοδηγούμενη και υποστηριζόμενη από ανθρώπους που ήταν εγγενώς πιο κακοί από άλλους.

Ωστόσο, δεδομένου ότι σχεδόν όλοι υπέκυψαν στη ναζιστική τρέλα, αυτό το ψεύδος δημιούργησε πρόβλημα στις επόμενες γενιές. Μέσα στις οικογένειές τους, οι νέοι ρωτούσαν τους παππούδες τους πώς θα μπορούσαν να μην είχαν δει, πώς θα μπορούσαν ενδεχομένως να είχαν υπακούσει, πώς θα μπορούσαν ενδεχομένως να είχαν συμμετάσχει. Αυτά είναι τα ερωτήματα κάποιου που αρνείται να ασχοληθεί με τη ριζοσπαστική και απαίσια αλήθεια ότι πιθανότατα θα είχε κάνει το ίδιο. Δεν ήθελαν να σκέφτονται έτσι για τους εαυτούς τους και οι γονείς τους δεν ήθελαν να τους βαραίνει αυτό το άχθος, κάτι που είναι κατανοητό. Ποιος δεν θέλει τα παιδιά του να πιστεύουν ότι θα είναι για πάντα τόσο καθαρά όσο το χιόνι;

Αυτό που θα έπρεπε να ρωτήσει ένας νεαρός Γερμανός ήταν, «τι πρέπει να αλλάξουμε στην κοινωνία μας σήμερα, ώστε να με αποτρέψει από το να αντιμετωπίσω τις ίδιες πιέσεις, στις οποίες ομολογώ ότι και εγώ θα υπέκυπτα ;»

Αυτή η ερώτηση είναι πολύ δύσκολη και πολύ δυσάρεστη. Είναι επίσης μια στάση συμπόνιας, παρά απόρριψης, των προγόνων. Αντίθετα, είναι πολύ πιο εύκολο και απλούστερο να κατηγορείς τους προγενέστερους, να βάζεις το κακό τους σε ένα κουτί και να το καταδικάζεις, να στέκεσαι μακριά και να φαίνεσαι άκρως ηθικός, ενώ απορρίπτεις τον παππού και τη γιαγιά σου ως όχι πραγματικά ανθρώπους, αλλά σαν κάποιο είδος τεράτων.

Τι είναι χειρότερο για την ανθρωπότητα μακροπρόθεσμα: οι συμπαθούντες τους Ναζί, ή οι παρατηρητές εκείνων των συμπαθούντων, που τους καταδικάζουν ως τέρατα;

Εξωτερίκευση του κακού

Εκτός Γερμανίας, ο κόσμος ξέχασε το μάθημά του πολύ νωρίτερα. Μια νεαρή Γερμανίδα που θέλει να απομακρυνθεί από τη φρικτή αλήθεια ότι ο καθένας μπορεί να είναι Ναζί, πρέπει τουλάχιστον να πληρώσει το τίμημα για τη δειλία της να καταδικάσει τους συγγενείς της σαν να ήταν τέρατα. Ένας τυπικός νεαρός Γάλλος, Ταϊλανδός ή Αμερικανός δεν χρειάζεται να κάνει μια τέτοια θυσία. Γι’ αυτούς είναι πολύ πιο εύκολο να ρίξουν το φταίξιμο για την ναζιστική περίοδο σε κάτι αλλότριο προς αυτούς.  

Όσο πιο μακριά ήταν η πραγματική μνήμη, τόσο περισσότερα βιβλία εμφανίζονταν για το πόσο ιδιαίτεροι ήταν οι Γερμανοί για αιώνες απέναντι στους Εβραίους, ή για το πώς ο Χίτλερ ήταν μια μοναδική ιδιοφυΐα του μάρκετινγκ του οποίου η σαγήνη υπήρξε πολύ σπάνια για να εμφανιστεί ξανά, ή για το πώς η βαρβαρότητα της ναζιστικής περιόδου ήταν κάτι το μοναδικά δυτικό. Το πολυτιμότερο μάθημα ξεχάστηκε γρήγορα για πολύ κατανοητούς λόγους. Είναι πραγματικά μια φρικτή σκέψη.

Η ίδια επιθυμία να απομακρυνθεί το βλέμμα από τη φρικτή αλήθεια είναι εμφανής σήμερα, ακόμη και στη μειοψηφία που έχει δει τη συντριπτική πλειονότητα των γειτόνων και των συγγενών της να χάνουν τα λογικά τους. Η επιθυμία να βρεθεί ένας νέος Χίτλερ που να μπορεί να κατηγορηθεί, με τη μορφή του Κλάους Σβάμπ, ή με τη μορφή μιας ιδιοφυώς αποπροσανατολιστικής κινεζικής ηγεσίας. Η επιθυμία να κατηγορήσουμε την έλλειψη Θεού στην κοινωνία, ή την έλλειψη ευφυΐας, ή την απάθεια μιας γενιάς εθισμένης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για τον όχλο που άγεται και φέρεται παντού γύρω μας. «Μακάρι να είχαν διαβάσει το βιβλίο μου!» «Μακάρι να μην είχαν βουρτσίσει τα δόντια τους με φθόριο!» «Μακάρι να μην είχαν χάσει την πίστη τους!»

Κάθε προσωπική επιθυμία ωθείται σε μια ερμηνεία για τη σημερινή φρίκη που καταλήγει στο φαντασιοκόπημα ότι «μπορούν να διορθωθούν αν μοιάσουν περισσότερο σ’ εμένα», ή αλλιώς, «ένα φίδι τρύπωσε στον παράδεισό μας, και θα είμαστε πάλι μια χαρά αν του κόψουμε το κεφάλι».

Ένα από τα βασικά μηνύματα του βιβλίου μας, Ο μεγάλος πανικός του Covid, είναι ότι αυτό δεν είναι αλήθεια – και ότι δεν μπορούμε να διδαχτούμε τα μαθήματα αυτής της περιόδου αν υποκύψουμε στην αδυναμία να σκεφτόμαστε με αυτόν τον τρόπο. Δεν υπάρχει φίδι για να του κόψουμε το κεφάλι. Δεν υπάρχει κάποια άλλη γρήγορη λύση. Αν θέλουμε σοβαρά να αποτρέψουμε μια επανεμφάνιση αυτού που ζήσαμε τα δύο τελευταία χρόνια, πρέπει να προχωρήσουμε στη βασική κατανόηση ότι ο φρενιασμένος όχλος που βλέπουμε να άγεται και να φέρεται μπροστά μας αποτελείται από κανονικούς ανθρώπους. Το μέλλον θα έχει ανθρώπους σαν κι αυτούς, που επίσης θα τρελαθούν ομαδικά σε παρόμοιες συνθήκες. Πρέπει να σκεφτούμε πολύ πώς θα αποτρέψουμε παρόμοιες περιστάσεις, αντί να αναλογιζόμαστε τα χαρακτηριστικά αυτού ή του άλλου ηγέτη, ή την αρχική διανοητική κατάσταση των μαζών.

Η πρόοδος ξεκινά με την νηφάλια αυτογνωσία

Ποια είναι λοιπόν η ερμηνεία μας στο γιατί οι ισχυρές θρησκευτικές ομάδες και οι ανυπότακτες προσωπικότητες στις χώρες μας επηρεάστηκαν λιγότερο από την μαζική τρέλα; Η ερμηνεία μας είναι ότι εκείνοι που είχαν την πιο ισχυρή ανοσία στην τρέλα από την αρχή ήταν ήδη κάπως αποσυνδεδεμένοι από το κυρίαρχο ρεύμα, συχνά χωρίς να έχουν καν τηλεόραση ή μέσα κοινωνικής δικτύωσης να τους συνδέουν με την mainstream κοινωνία. Το ότι βρίσκονταν στις παρυφές από την αρχή, τους προστάτεψε από το να παρασυρθούν από την μανία του κυρίαρχου πλήθους.

Ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί μια σύσταση για το μέλλον, γιατί μια κοινωνία από αναχωρητές δεν είναι καθόλου κοινωνία. Οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα έχει έναν πυρήνα από ανθρώπους που ανήκουν πραγματικά σ’ αυτήν. Οι ισχυρές θρησκευτικές ομάδες που στέκονται έξω από το κοινωνικό ρεύμα μπορεί να έχουν ανοσία στην τρέλα του mainstream, αλλά είναι εξίσου επιρρεπείς να ακολουθήσουν ένα κύμα τρέλας μέσα από τη δική τους ομάδα. 

Το ίδιο και για κάθε άλλη «ξεχωριστή» ομάδα. Σε όποια ομάδα κι αν ανήκουν – και όλοι ανήκουμε σε ομάδες – οι άνθρωποι παρασύρονται όταν αυτή η ομάδα τρελαίνεται. Η ελπίδα δεν βρίσκεται σε μια κοινωνία αναχωρητών, αλλά σε μια κοινωνία με καλύτερους τρόπους να αναγνωρίζει και να αντιμετωπίζει την αναδυόμενη παραφροσύνη, ή τουλάχιστον να βγαίνει γρηγορότερα από την τρέλα, όταν αυτή αναπόφευκτα αναδυθεί.

Για τους νεαρούς Γερμανούς, η περίοδος του Covid έχει μια γλυκόπικρη σημασία. Έχει καταστεί σαφές, πάλι, ότι οι Ναζί της δεκαετίας του 1930 ήταν εντελώς κανονικοί άνθρωποι, και ότι όλοι οι άλλοι άνθρωποι στον κόσμο μπορούν επίσης να γίνουν Ναζί. Οι Γερμανοί μπορούν πλέον να απελευθερωθούν από την πεποίθηση ότι υπάρχει κάτι ασυνήθιστα κακό στο να είσαι Γερμανός. Υπάρχει ένας εν δυνάμει Ναζί σε όλους μας.
 

***

 

Ο Paul Frijters είναι καθηγητής Οικονομικών της Ευημερίας στο London School of Economics: από το 2016 έως τον Νοέμβριο του 2019 στο Κέντρο Οικονομικών Επιδόσεων και στη συνέχεια στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής.