ΣΟΦΙΑ ΜΠΕΚΡΗ
Τὴν 7η Φεβρουαρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμάει τὴν μνήμη τοῦ ὁσίου Παρθενίου τοῦ ἐν Λαμψάκῳ. Ἕνα τροπάριο τοῦ Ὄρθρου, Κάθισμα, ποὺ παρατίθεται στὴν συνέχεια, τὰ ἀναφέρει στὴν οὐσία ὅλα, καὶ πῶς ἔγινε ὁ Ἅγιος μέγας καὶ θαυματουργὸς καὶ τί πέτυχε μὲ τὸν ἐνάρετο βίο καὶ τὴν πολιτεία του.
Μία καὶ βασικὴ ὑπῆρξε ἡ προϋπόθεση τῆς θαυματουργίας του: ὁ Ἅγιος ἔφθασε στὶς ὑψηλότερες ἀρετές («ἀναβὰς ἐν τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν»)˙ κοινῶς ἔζησε κατὰ Θεόν, εὐάρεστη στὸν Κύριο ζωὴ καὶ πολιτεία. Καὶ τί πέτυχε μ’ αὐτό; θὰ ἀναρωτηθῇ κανείς. Πολλά, εἶναι ἡ ἀπάντηση.
Πρῶτον, ὅπως ἀναφέρεται στὸ παρακάτω Κάθισμα, νὰ γίνη ἰατήρ, ἰατρός, καὶ νὰ ἀντινοβολῇ στὰ πέρατα μὲ τὸ φῶς τῶν ἰάσεων του.
Δεύτερον, νὰ ἀποδιώκη τὰ δαιμόνια μὲ πολὺ μεγάλη χαρὰ («τοὺς ζοφώδεις δαίμονας σκορπίζων φαιδρότατα»).
Τρίτον: νὰ διώκη νόσους, μὲ τὶς ἐπικλήσεις του τὶς «χρηστές», τὶς καλές, -ἐννοεῖ αὐτὲς ποὺ γίνονται μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄχι μὲ τὶς ἐπικλήσεις ἄλλων σκοτεινῶν πνευμάτων.
Κοντολογίς, ὁ Ἅγιος πέτυχε νὰ καθαρίση ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων τόσο τὴν πατρίδα του, τὴν Λάμψακο, ὅσο καὶ τὶς γύρω περιοχές («πᾶσαν τὴν Ἑλλήσποντον»), ὡς ἐκ τούτου –«ὅθεν»-, καταλάμπει μὲ τὰ θαύματά του.
Γι’ αὐτὸ καὶ μεῖς τὸν παρακαλοῦμε, ὡς θεοφόρος ποὺ εἶναι, νὰ πρεσβεύη στὸν Κύριό μας καὶ Θεό μας νὰ δωρίζη ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σ’ ὅλους ὅσοι πανηγυρίζουμε μὲ πόθο τὴν ἁγία του μνήμη.
Κυρίως, ὅμως, τὸν παρακαλοῦμε νὰ πρεσβεύη ὑπὲρ ὑγείας καὶ θείας βοηθείας τῶν καρκινοπαθούντων ἀδελφῶν μας. Ἀμήν. Γένοιτο!
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον. Τῆς Λαμψάκου ὁ μέγας θαυματουργός, ἀναβὰς ἐν τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν, ἀστράπτεις τοῖς πέρασι τῷ φωτὶ τῶν ἰάσεων, τοὺς ζοφώδεις Δαίμονας σκορπίζων φαιδρότατα καὶ ἐλαύνων νόσους, χρησταῖς ἐπικλήσεσιν· ὅθεν καὶ τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων καθάρας πᾶσαν τὴν Ἑλλήσποντον καταλάμπεις τοῖς θαύμασι, Θεοφόρε Παρθένιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Τὴν ἴδια μέρα συνεορτάζει ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ ἐν Στειρίῳ, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὸν 10 αἰ.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης. Τῆς Ἑλλάδος τὸ κλέος* καὶ Ὁσίων τὸ καύχημα καὶ τὸν τοῦ Στειρίου φωστῆρα καὶ οἰκήτορα ὅσιον, τιμήσωμεν ᾀσμάτων ἐν ὠδαῖς, Λουκᾶν τὸν θεοφόρον εὐσεβῶς˙ τῷ Χριστῷ γὰρ οἰκειοῦται* διαπαντὸς τοὺς πίστει ἀνακράζοντας. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
τὸ κλέος = τὴν δόξα.
τῷ Χριστῶ οἰκειοῦται = ἐξοικειώνει μὲ τὸν Χριστό.