Ερευνητές από την Ταϊλάνδη σε πρόσφατη προδημοσίευση μελέτησαν 301 παιδιά 13-18 ετών με σκοπό να αξιολογήσουν πιθανές βλάβες του μυοκαρδίου με ηλεκτροκαρδιογράφημα, καρδιακές τροπονίνες, υπερηχογράφημα καρδιάς πριν και μετά από τη χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου της Pfizer.
“Αυτό είναι ακριβώς το είδος μελέτης, που ο FDA είπε ότι ήθελε να κάνει η Pfizer ανακοινώνοντας την έγκριση του εμβολίου της τον Αύγουστο του 2021.
Δυστυχώς, τα αποτελέσματα δεν είναι καθησυχαστικά. Τρία (από τα 301) παιδιά ανέπτυξαν μυοκαρδίτιδα ή περικαρδίτιδα: ένας 16χρονος εμφάνισε κλινική μυοκαρδίτιδα με μέγιστη τιμή καρδιακής τροπονίνης 593, και άλλα δύο παιδιά εμφάνισαν περικαρδίτιδα. Και οι τρεις εισήχθησαν σε νοσοκομείο. Αν και δεν αναφέρεται ρητά στη μελέτη, το παιδί με μυοκαρδίτιδα πιθανώς παρακολουθήθηκε σε ΜΕΘ προτού πάρει εξιτήριο (σημ.: η μελέτη το αναφέρει). Ακόμα τέσσερα παιδιά είχαν δείκτες καρδιακής βλάβης με τιμές πάνω από τις φυσιολογικές, χωρίς όμως εμφανή συμπτώματα, και έτσι διαγνώστηκαν με υποκλινική μυοκαρδίτιδα.
Σίγουρα δεν είναι καλά νέα ότι μία μικρή μελέτη σε 301 εφήβους ανιχνεύει τόσο μεγάλο ποσοστό με καρδιακό τραύμα μετά από τη δεύτερη δόση του εμβολίου της Pfizer.
«Αναφορικά με τις αιτιάσεις περί ήπιας μυοκαρδίτιδας, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν υπάρχουν καρδιολόγοι, που να θέλουν να δουν το παιδί τους να έχει καρδιακή τροπονίνη αυξημένη κατά 2 φορές, ή 40 φορές πάνω από τη φυσιολογική τιμή μετά τη χορήγηση κάποιου θεραπευτικού σχήματος»,
Άλλα ευρήματα της μελέτης (προδημοσίευσης):
– μη φυσιολογικό ηλεκτροκαρδιογράφημα εμφάνισαν 54 παιδιά (17,94%),
– ταχυκαρδία (7,64%),
– δύσπνοια (6,64%),
– αίσθημα παλμών (4,32%),
– πόνος στο στήθος (4,32%),
– υπέρταση (3,99%).
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης: “ως εκ τούτου, οι έφηβοι, που λαμβάνουν mRNA εμβόλια, θα πρέπει να παρακολουθούνται για παρενέργειες.”
Μία άλλη μελέτη από τη Δανία σε 74.611 παιδιά και εφήβους με θετικό τεστ για COVID-19, αναφέρει ότι κανένα παιδί ή εφήβος δεν εμφάνισε μυοκαρδίτιδα τους πρώτους δύο μήνες μετά τη νόσηση.
Αναφέρεται σε κλινική μυοκαρδίτιδα, και δεν προσμετρά τις περιπτώσεις εκείνες που η μυοκαρδίτιδα οφείλεται στο MIS-C, το οποίο εμφανίστηκε σε ποσοστό 0,05%.