Την ανάγκη στήριξης της ελληνικής οικογένειας, από το πρώτο κιόλας παιδί, καταδεικνύει έρευνα του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) που δημοσιεύεται στην τελευταία έκδοση «Οικονομικές Εξελίξεις».
Μέσα σε μια δύσκολη περίοδο, από το 2009 έως το 2023, με δημοσιονομική κρίση, παγκόσμια υγειονομική κρίση, και τώρα ενεργειακή και πληθωριστική κρίση, οι αποδοχές των εγχώριων νοικοκυριών αυξήθηκαν οριακά και μόνο για τα νοικοκυριά χωρίς παιδιά. Για τα νοικοκυριά με παιδιά υπάρχει μείωση των αποδοχών, καθώς δεν εφαρμόστηκε διαχρονικά, και κυρίως μετά την έξοδο από τα μνημόνια, μια ουσιαστική πολιτική ενίσχυσης των οικογενειών. Είναι, δε, χαρακτηριστικό ότι η μεγαλύτερη μείωση στο εισόδημα εντοπίζεται στα νοικοκυριά με δύο ενηλίκους εργαζομένους και δύο παιδιά, φωτογραφίζοντας ότι τα όποια μέτρα στήριξης σχεδιάζονται στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος και της στήριξης των γεννήσεων πρέπει να ξεκινήσουν αν όχι από το πρώτο, σίγουρα από το δεύτερο παιδί. Οπως, άλλωστε, επισημαίνει και ο ερευνητής του ΚΕΠΕ Ιωάννης Χολέζας, ο οποίος αναλύει τα στοιχεία, «το γεγονός ότι όχι μόνο δεν έχουν αυξηθεί διαχρονικά οι αποδοχές των νοικοκυριών με παιδιά, αλλά αντίθετα έχουν μειωθεί, ενδεχομένως αποτελεί μία ακόμη αιτία της μείωσης του πληθυσμού».
Το δυσβάσταχτο κόστος ζωής, που οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι οι αυξανόμενες τιμές στα προϊόντα και στις υπηρεσίες έρχονται κόντρα με τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα, που δεν αυξάνονται με τους ίδιους ρυθμούς, αφήνει στην ελληνική οικογένεια το αίσθημα ότι η έξοδος από τα μνημόνια και η ανάκαμψη δεν αφορά όλους τους πολίτες, ενώ αποτρέπει τους νέους να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια, καθώς καθίσταται απαγορευτική η επιλογή να κάνουν παιδιά. Σύμφωνα με τον ερευνητή του ΚΕΠΕ, είναι δεδομένο ότι οι συνθήκες στην ελληνική αγορά εργασίας τα τελευταία έτη, με εξαίρεση την περίοδο του κορωνοϊού, βελτιώνονται, καθώς οι απασχολούμενοι αυξάνονται και οι άνεργοι μειώνονται. Κάτι που φαίνεται, αλλά σε μικρότερο βαθμό, στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία. Η μελέτη εξετάζει τις αποδοχές από εργασία σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη το διαφορετικό κόστος διαβίωσης ανά χώρα αλλά και τη διαχρονική εξέλιξη των τιμών. Γι’ αυτόν τον λόγο χρησιμοποιεί μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης (ΜΙΑΔ) και χωρίζει τους μισθωτούς σε τέσσερις τύπους νοικοκυριού: μονοπρόσωπο νοικοκυριό χωρίς παιδιά με 100% των μέσων αποδοχών, δύο ενήλικοι, ένας εργαζόμενος και δύο παιδιά με 100% των μέσων αποδοχών, δύο ενήλικοι εργαζόμενοι και δύο παιδιά με 100% των μέσων αποδοχών ο καθένας, και, τέλος, δύο ενήλικοι εργαζόμενοι χωρίς παιδιά και 100% των μέσων αποδοχών ο καθένας.
Και οι διαπιστώσεις είναι απογοητευτικές και ενδεικτικές της έλλειψης αποτελεσματικών πολιτικών στήριξης της ελληνικής οικογένειας:
Απογοητευτικά τα στοιχεία έρευνας του ΚΕΠΕ. Μετά την έξοδο από τα μνημόνια δεν υπήρξε καμία ουσιαστική πολιτική ενίσχυσης των οικογενειών.
• Οταν σε μια οικογένεια εργάζονται και τα δύο μέλη, οι αποδοχές είναι σημαντικά υψηλότερες σε σχέση με αυτές όπου εργάζεται μόνο ένα μέλος. Βέβαια, τα νοικοκυριά με δύο ενηλίκους και δύο παιδιά, ακόμη και αν εργάζεται μόνο ο ένας, έχουν μικρή μόνο διαφορά από τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2023 η διαφορά αυτή φτάνει το 12,5%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ξεπερνάει οριακά το 20%. Ενδεχομένως αυτό οφείλεται στην ευνοϊκότερη μεταχείριση των νοικοκυριών με παιδιά στην Ε.Ε.-27 σε σύγκριση με την Ελλάδα, π.χ., σε θέματα φορολογίας. Προς αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι ενώ στην Ε.Ε.-27 τα νοικοκυριά με δύο ενηλίκους εργαζομένους και δύο παιδιά απολαμβάνουν τις υψηλότερες αποδοχές, στην Ελλάδα η διαφορά με τα νοικοκυριά δύο εργαζομένων χωρίς παιδιά είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
• Οι αποδοχές στην Ελλάδα αυξήθηκαν τα τελευταία δέκα έτη (2013-2023) περίπου με τον ίδιο ρυθμό για όλους τους τύπους νοικοκυριών. Ο σχετικός δείκτης κυμαίνεται από 117 έως 118,5, παρουσιάζοντας αύξηση 17 και 18,5 μονάδες αντίστοιχα. Οι αντίστοιχοι δείκτες στην Ε.Ε.-27 ξεπερνούν το 133, αλλά πάλι δεν υπάρχουν ουσιαστικές αποκλίσεις μεταξύ των νοικοκυριών.
• Παρά την αύξηση των αποδοχών, η σύγκριση με τις αποδοχές προ κρίσης, ήτοι το 2009, είναι αποκαλυπτική και ταυτόχρονα αποκαρδιωτική. Τα τελευταία 14 έτη οι αποδοχές των νοικοκυριών αυξήθηκαν οριακά μόνο για τα νοικοκυριά χωρίς παιδιά. Για τα νοικοκυριά με παιδιά, ο σχετικός δείκτης φανερώνει μείωση των αποδοχών. Η μεγαλύτερη μείωση εντοπίζεται στα νοικοκυριά με δύο ενηλίκους εργαζομένους και δύο παιδιά. Το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή όχι μόνο δεν έχουν αυξηθεί διαχρονικά οι αποδοχές των νοικοκυριών με παιδιά, αλλά αντίθετα έχουν μειωθεί, ενδεχομένως αποτελεί μία ακόμη αιτία της μείωσης του πληθυσμού.
• Στην Ελλάδα οι αποδοχές είναι μικρότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-27 για όλους τους τύπους νοικοκυριών.
• Τα τελευταία χρόνια, παρά τη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας και την αύξηση των αποδοχών που τη συνόδευσε, επειδή ο ρυθμός αύξησης των αποδοχών ήταν μικρότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η διαφορά στις αποδοχές μεταξύ Ελλάδας και Ε.Ε.-27 διευρύνθηκε.