Χρῆστος Σπ. Χριστοδούλου
Α. Ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ὡς πνευματικὸ ταξίδι.
Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἕνα πνευματικὸ ταξίδι, ποὺ προορισμὸς του εἶναι τὸ ΠΑΣΧΑ, ἡ «ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν». Ἡ σχέση τῆς Μεγ. Σαρακοστῆς καὶ τοῦ ΠΑΣΧΑ ἀποκαλύπτει κάτι πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν πίστη μας.
Πάσχα ἢ Φάσχα στὰ Ἑβραϊκὰ σημαίνει πέρασμα ἢ διάβαση. Ἦταν γιὰ τοὺς Ἑβραίους ἡ μεγάλη ἐκείνη μέρα τῆς ἐξόδου, ἀπὸ τὴ γῆ τῆς δουλείας, τὴ γῆ τῆς Αἰγύπτου, στὴ γῆ τῆς ἐλευθερίας, στὴ γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Τὸ «πέρασμα τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης» ἔγινε μὲ τὸ μοναδικὸ ἐκεῖνο θαῦμα ποὺ «ἔκανε» ὁ Μωϋσῆς, χτυπώντας τὴ ράβδο του κάθετα ἐπάνω στὰ ὕδατα τῆς θάλασσας. Τότε, ἕνας ἰσχυρὸς Δυτικός ἄνεμος χώρισε τὰ νερά, τὰ ὁποῖα ἄνοιξαν θαυματουργικά, καὶ δημιουργήθηκε στερεὸ μονοπάτι. Ἀπὸ ἐκεῖ πέρασαν ὅλοι οἱ Ἰσραηλίτες διὰ ξηρᾶς, μέχρι καὶ τὸν τελευταῖο. Τότε ὁ Μωϋσῆς χτύπησε ξανὰ τὴ θάλασσα, αὐτὴ τὴ φορὰ ὁριζόντια (δηλ. χαράσσοντας ἐπ᾿ αὐτῆς Σταυρὸ) καὶ ἔκλεισαν τὰ νερά, πνίγοντας τούς Αἰγυπτίους ποὺ εἶχαν ἐν τῷ μεταξὺ μπεῖ μέσα στὴ θάλασσα μὲ τὰ ἅρματά τους.
Γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τὸ Πάσχα εἶναι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μία γιορτή. Πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀνάμνηση ἑνὸς γεγονότος ποὺ πέρασε. Εἶναι ἡ ἀρχὴ μιᾶς καινούριας ἐποχῆς γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἐποχῆς χαρᾶς, Χάριτος, Θείου ἐλέους καὶ Θεϊκῆς υἱοθεσίας. Ὁ κάθε Χριστιανός, ποὺ βίωσε, αὐτὴ τὴν Ἀναστάσιμη νύχτα, τὴ Σωτήριο, τὴ φωταυγῆ καὶ λαμπροφόρο, ἔστω καὶ μία φορά, ποὺ γεύτηκε αὐτὴ τὴ μοναδικὴ χαρά, τὸ ξέρει αὐτό.
Ἀλλὰ γιατί αὐτὴ ἡ χαρά; Γιατί ψέλνουμε στὴν Ἀναστάσιμη λειτουργία «νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια;». Μὲ ποιὰ ἔννοια ἑορτάζουμε «θανάτου τὴν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχὴν…», δηλ. τὴν κατάργηση τοῦ θανάτου καὶ τὴν ἀρχὴ μιᾶς ἄλλης αἰώνιας καὶ ἀνέσπερης ζωῆς;
Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις ἡ ἀπάντηση εἶναι: «Ἡ νέα ζωή», ἡ ὁποία πρὶν ἀπὸ δύο χιλιάδες χρόνια περίπου «ἀνέτειλεν ἐκ τοῦ τάφου» καὶ προσφέρθηκε σὲ μᾶς ὅλους, ποὺ πιστεύουμε στὸν Χριστό. Μᾶς δόθηκε τὴν μέρα ποὺ βαπτισθήκαμε, τὴν ἡμέρα ποὺ γίναμε νέα μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του. Μὲ τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση μέσα στὸ νερὸ τοῦ Βαπτίσματος, ἐκείνη τὴν ἡμέρα «συνετάφημεν (οὖν) αὐτῷ διὰ τοῦ Βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν, διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν». (Ρωμ. στ’ 4), δηλ. μὲ τὸ Βάπτισμά μας συνταφήκαμε μὲ τὸν Χριστὸ (δηλ. θάψαμε τὸν «παλαιὸ» ἑαυτό μας) καὶ σὺν–ἀναστηθήκαμε μαζί Του, γιὰ νὰ ζήσουμε μία καινούργια ζωή, τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ θέλει νὰ πεῖ τὸ «ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν», ποὺ λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος.
Ἔτσι τὸ Πάσχα πανηγυρίζουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὡς γεγονός, ποὺ ἔγινε καὶ γίνεται καὶ τώρα ἀκόμη γιά μᾶς. Εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ ἄλλαξε τὴ φύση τοῦ θανάτου καὶ τὸν ἔκανε «πέρασμα» στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μεταμορφώνοντας τὴ δραματικότερη τραγωδία, τὸν θάνατο, σὲ αἰώνιο θρίαμβο, σὲ ζωὴ αἰώνια μὲ τὸ ἀναστημένο καὶ δοξασμένο σῶμα μας. Διότι, ὁ Χριστὸς μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, πάτησε (δηλ. νίκησε) τὸν θάνατο (πρβλ. «θανάτῳ θάνατον πατήσας»), γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ τὸν νικήσουμε κι ἐμεῖς τὴν «Ἐσχάτη Ἡμέρα». Ἔτσι ὁ θάνατος δὲν εἶναι πιὰ ἡ ἀφύσικη τραγικὴ κατάληξη τῆς ζωῆς κάθε ἀνθρώπου.
Ὁ θάνατος γίνεται τώρα, μία «προσωρινὴ κατάσταση», ποὺ θὰ δώσει τὴ θέση της στὴν αἰώνια ἀναστημένη ζωή. Ὁ Χριστὸς εἶναι πλέον «ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν». Δηλ. ὁ πρῶτος ποὺ βγῆκε Ἀναστάς ἀπὸ τὴν κοιλία τοῦ Ἅδη. Ὅπως Ἐκεῖνος καὶ κάθε ἄνθρωπος θὰ ἀναστηθεῖ μὲ ἕνα νέο «δοξασμένο σῶμα». Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ στὸ τέλος τοῦ Ὄρθρου τῆς Ἀναστάσεως –στὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου– λέμε θριαμβευτικά: «Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ζωὴ πολιτεύεται (δηλ. ἐπικρατεῖ ἡ ζωή). Ἀνέστη Χριστὸς καὶ οὐδεὶς νεκρὸς ἐν τῷ μνήματι», δηλ. ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ δὲν θὰ μείνει πλέον κανεὶς μέσα στὸν τάφο, στὴν κατάσταση τοῦ θανάτου.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐπιβεβαιώνεται καὶ φανερώνεται μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἀναρίθμητων Ἁγίων, Ὁσίων καὶ Μαρτύρων της. Οἱ Ἅγιοι, οἱ Ὅσιοι καὶ οἱ Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσαν χωρὶς γογγυσμὸ τὴ ζωή τους γιὰ τὸν Χριστὸ εἴτε μὲ τὸ μαρτύριο τοῦ αἵματος, εἴτε μὲ τὸ μαρτύριο τῶν δακρύων μὲ προοπτικὴ νὰ σὺν–ἀναστηθοῦν μαζί Του.
Ἐμεῖς τώρα, πῶς ζοῦμε αὐτὴν τὴν πίστη; Εἶναι καὶ γιὰ μᾶς δική μας ἐμπειρία; Μήπως χάνουμε καὶ προδίνουμε πολὺ συχνά, αὐτὴ τὴ νέα ζωή, πού λάβαμε ὡς δῶρο κατὰ τὸ Βάπτισμά μας; Μήπως στὴν πραγματικότητα ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς; Σὰν νὰ μὴν ἔχει νόημα γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ μοναδικὸ γεγονὸς; Αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσει σοβαρὰ;
Ὅλα αὐτὰ ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας μας νὰ ζοῦμε μὲ «πίστη, ἀγάπη καὶ ἐλπίδα» στὸ ἐπίπεδο ποὺ μᾶς ἀνέβασε ὁ Χριστός, ὅταν μᾶς συνέστησε: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Δικαιοσύνην Αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα (δηλ. τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ) προστεθήσεται ὑμῖν», δηλ. νὰ ζητοῦμε πρῶτα ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἁγιότητα (τὴν Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ). Ἁπλούστατα ἐμεῖς ξεχνᾶμε ὅλα αὐτά, γιατί εἴμαστε τόσο ἀπασχολημένοι, εἴμαστε τόσο βυθισμένοι στὶς καθημερινὲς ἔγνοιες μας. Ξεχνᾶμε τὸ οὐσιωδέστερο, ποὺ εἶναι νὰ πραγματοποιοῦμε τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, τὸ “καθ᾿ ὁμοίωσιν”. Γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουμε, πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε συνεχῶς νὰ κάνουμε πνευματικὴ πρόοδο.
Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ λησμοσύνη, τὴν ἀστοχία καὶ τὴν ἀποτυχία, ἡ ζωὴ μας γίνεται ξανὰ «παλαιά», εὐτελὴς καὶ τελικὰ χωρὶς σημασία. Γίνεται ἕνα ταξίδι χωρὶς νόημα, γιὰ ἕνα τέρμα χωρὶς νόημα. Καταφέρνουμε νὰ ξεχνᾶμε ἀκόμα καὶ τὸν θάνατο. Τελικά, ἐντελῶς αἰφνιδιαστικά, μέσα στὶς «ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς», μᾶς ἔρχεται τρομακτικός, ἀναπόφευκτος καὶ παράλογος, ὁ θάνατος.
Μπορεῖ κατὰ καιροὺς νὰ παραδεχόμαστε τὶς ποικίλες ἁμαρτίες μας (ἂν βεβαίως ἀναγνωρίζουμε κάποια λάθη μας καὶ κάποιες ἀστοχίες μας) καὶ νὰ τὶς ἐξομολογούμαστε, ὅμως ἐξακολουθοῦμε νὰ μὴν ἀναφέρουμε τὴν ζωὴ μας σ᾿ ἐκείνη τὴ νέα ζωὴ ποὺ ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποκάλυψε καὶ μᾶς ἔδωσε, μὲ τὴν σάρκωσή Του, τὴ ζωή Του, τὴ Σταύρωσή Του καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Μήπως ζοῦμε πολλὲς φορὲς πραγματικὰ σὰν νὰ μὴν ἦρθε ποτὲ ὁ Χριστός; Σὰν νὰ μὴν μᾶς ἔδωσε ἕνα νέο πρότυπο ζωῆς καὶ μία νέα ὑπέροχη αἰώνια προοπτικὴ στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ἐκεῖ, ὅπου δὲν θὰ ὑπάρχει πόνος, λύπη, στεναγμὸς ἢ ἀσχήμια, ἀλλὰ φῶς, ὀμορφιά, αἰώνια χαρά, ἀγάπη καὶ ἀπόλαυση τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ποὺ θὰ ὑπάρχει: «Ὁ ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος ἑορταζόντων καὶ ἡ ἀπέραντος ἡδονή, τῶν καθορώντων τοῦ Σοῦ προσώπου τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον» (βλ. εὐχὴ ἀπὸ τὴ Λειτουργία τοῦ Μεγ. Βασιλείου).
Αὐτὴ, λοιπόν, εἶναι ἡ μόνη κατ᾿ ἐξοχὴν ἁμαρτία (ἀστοχία). Ἡ ἁμαρτία τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ ἀπίστευτη θλίψη καὶ τραγωδία ὅλων τῶν κατ᾿ ὄνομα Χριστιανῶν. Τὸ νὰ ξεχασθοῦν ἀπὸ τὶς μέριμνες καὶ τὶς ἀπολαύσεις τῆς ἐπίγειας ζωῆς καὶ νὰ χάσουν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ θέα καὶ μόνο τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι ἡ ὑπέρτατη ἡδονὴ καὶ εὐτυχία τῶν σεσωσμένων. Ἀντίθετα, γιὰ ὅσους δὲν ἀγάπησαν τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἔκαναν τὸ θέλημά Του καὶ γιὰ ὅσους Τὸν πολέμησαν ἐνσυνείδητα, ἡ ἴδια παρουσία καὶ ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶναι ἕνας συνεχὴς ἔλεγχος.
Ἂν τὸ συνειδητοποιήσουμε αὐτό, τότε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τί εἶναι τὸ Πάσχα γιὰ τὴ ζωή μας καὶ γιατί χρειάζεται τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Τότε θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε, ὅτι ἡ Λειτουργικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλος ὁ κύκλος τῶν Ἀκολουθιῶν της, ὑπάρχουν γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ξαναβροῦμε τὸ ὅραμα καὶ τὴν γεύση αὐτῆς τῆς νέας ζωῆς, ποὺ τόσο εὔκολα χάνουμε καὶ προδίδουμε. Ὕστερα νὰ μπορέσουμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν Ἐκκλησία.
Πῶς ὁ Χριστιανὸς θὰ μπορέσει νὰ ἀποκτήσει μικρὴ γεύση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Τὸ μεγάλο πρόβλημα τοῦ σύγχρονου Χριστιανοῦ εἶναι, πὼς θὰ μπορέσει νὰ ἀγαπήσει καὶ νὰ ἐπιθυμήσει κάτι πού δὲν ξέρει; Πῶς θὰ μπορέσει νὰ βάλει πάνω ἀπὸ κάθε τι ἄλλο στὴν ζωή του, κάτι ποὺ δὲν ἔχει δεῖ καὶ δὲν ἔχει χαρεῖ; Πῶς θὰ μπορέσει νὰ ἀναζητήσει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχει ἰδέα; Μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ Μυστήριά της μπορεῖ ὁ Χριστιανὸς νὰ ἔχει μία γεύση τῆς νέας αὐτῆς ζωῆς.
Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ εἶναι ἀκόμα καὶ τώρα, ἡ εἴσοδος καὶ ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὴ νέα ζωὴ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μέσα ἀπὸ τὴ Λειτουργική της ζωὴ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκαλύπτει σκιωδῶς, τὶς ὑπερκόσμιες πραγματικότητες, ποὺ δύσκολα μπορεῖ ἄνθρωπος νὰ περιγράψει, ποὺ ὅπως λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος, «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὗς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν». (Κορ. β΄ 9).
Στὸ κέντρο αὐτῆς τῆς Λειτουργικῆς ζωῆς, καρδιὰ καὶ μεσουράνημά της, σὰν ἥλιος ποὺ οἱ ἀχτῖνες του διαπερνοῦν τὸ κάθε τι, εἶναι τὸ Πάσχα. Τὸ Πάσχα εἶναι ἡ πόρτα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὑπέρλαμπρη Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ πρόγευση τῆς αἰώνιας χαρᾶς ποὺ μᾶς περιμένει, ἡ δόξα τῆς νίκης ποὺ πλημμυρίζει ὅλη τὴν κτίση, διότι «νικήθηκε ὁ θάνατος».
Πάσχα, τὸ Κέντρο τῆς Λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁλόκληρη ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὀργανωμένη γύρω ἀπὸ τὸ Πάσχα. Ἔτσι ὁ “Λειτουργικὸς χρόνος”, δηλ. ἡ διαδοχὴ τῶν Ἐποχῶν καὶ τῶν ἑορτῶν τοῦ ἔτους, γίνεται ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα στὸ Πάσχα. Τὸ Πάσχα εἶναι τὸ Τέλος, ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὰ «παλαιὰ» καὶ ἡ Ἀρχὴ τῆς «νέας ζωῆς». Εἶναι μία συνεχὴς «διάβαση» ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀγῶνας γιὰ τὴν ἀπάρνηση τοῦ «παλαιοῦ» ἀνθρώπου.
Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἡ «παλαιὰ ζωή», ἡ ζωὴ τῆς «ἁμαρτίας» τῆς αὐτονομήσεως ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ξεπερασθεῖ καὶ νὰ ἀλλάξει. Ὁ Χριστιανὸς «σάρκα φορῶν καὶ τὸν κόσμον οἰκῶν» ἀντιμετωπίζει σὰν μία ἰσχυρὴ «πρόκληση» τὴ «νέα ζωὴ» ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός. Δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν τρόπο ζωῆς ποὺ τοῦ προσφέρεται ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἕνα κόσμο γεμᾶτο μὲ τὶς καθημερινὲς φροντίδες, τὸ κυνήγι τῆς καριέρας καὶ τοῦ χρήματος, μὲ τὴν ἀναζήτηση πολλῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ ἀπολαύσεων καὶ τὴν ἀσφάλεια ποὺ αὐτὰ τοῦ παρέχουν. Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ δεχθεῖ ἕνα ἄλλο ἰδανικὸ ζωῆς ποὺ ἀπαιτεῖ περισσότερη προσπάθεια, προσοχή, αὐτοέλεγχο, ὑπακοὴ στὸ Θέλημα καὶ στὶς Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἂν ὁ κόσμος μὲ ὅλα τὰ «μέσα» του μᾶς φωνάζει “μὴν ἀνησυχεῖς γιὰ τίποτα, ἔσω ἀμέριμνος καὶ χαρούμενος, φρόντισε νὰ καλοπερνᾶς” (to have a nice time) δηλ. ἀκολοῦθα τὸν «εὐρὺ καὶ εὔκολο δρόμο», τὴν «εὐρείαν ὁδὸ τὴν ἀπάγουσαν εἰς τὴν ἀπώλειαν», πόσο δύσκολο καὶ ἐξωπραγματικὸ εἶναι ὁ Χριστιανὸς νὰ διαλέξει τὸν «στενὸ, δύσκολο καὶ ἀνηφορικὸ δρόμο» ποὺ τοῦ προτείνει ὁ Χριστός, μὲ μόνη τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ἀληθινὴ καὶ μόνιμη εὐτυχία; Ἄραγε αὐτὸς δὲν ἦταν ὁ λόγος πού ἔκανε τοὺς Ἀποστόλους, ὅταν ἄκουσαν τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, νὰ ρωτήσουν ἀπελπισμένα: «Τὶς ἄραγε δύναται σωθῆναι;». (Ματθ. ιθ΄ 26).
Ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, χεῖρα βοηθείας καὶ Σχολὴ μετανοίας.
Ἀκριβῶς αὐτὴ τὴ δύσκολη στιγμὴ ἐμφανίζεται ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ὡς «χεῖρα βοηθείας» ποὺ ἁπλώνει σὲ μᾶς ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Μεγ. Σαρακοστὴ εἶναι καὶ τὸ «Σχολεῖο τῆς μετανοίας», ποὺ θὰ μᾶς δώσει δύναμη νὰ ζήσουμε τὸ Πάσχα, ὄχι σὰν μία ἁπλὴ εὐκαιρία νὰ φᾶμε, νὰ πιοῦμε καὶ νὰ διασκεδάσουμε, ἀλλὰ κυρίως ὡς τὸ τέλος τοῦ «παλαιοῦ κόσμου» ποὺ ὑπῆρχε μέσα μας. Ὡς ἡ εἴσοδός μας στὸν «νέο κόσμο» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Β. Ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ὡς ἀνανέωση τοῦ Βαπτίσματός μας.
Στὴν Ἀρχαία Ἐκκλησία, ὁ βασικὸς σκοπὸς τῆς Σαρακοστῆς ἦταν νὰ προετοιμαστοῦν οἱ «Κατηχούμενοι» δηλ. οἱ ὑποψήφιοι νέοι Χριστιανοὶ γιὰ τὸ Βάπτισμα, ποὺ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ γίνονταν στὴ διάρκεια τῆς Ἀναστάσιμης Θείας λειτουργίας. Οἱ Κατηχούμενοι ποὺ ἐβαπτίζοντο, φοροῦσαν λευκοὺς χιτῶνες κατὰ τὸ Βάπτισμα καὶ ἐπέστρεφαν στὰ σπίτια τους μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Αὐτὸ τὸ θέαμα ἦταν μία ἠχηρὴ μαρτυρία Χριστοῦ, μέσα στὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο.
Ἀλλὰ καὶ τώρα, ποὺ ἡ Ἐκκλησία δὲν βαπτίζει πιὰ τοὺς Χριστιανοὺς σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ ὁ θεσμὸς τῆς Κατηχήσεως ἔχει ἀτονήσει ἕως καὶ ἐκλείψει, τὸ βασικὸ νόημα τῆς Σαρακοστῆς παραμένει τὸ ἴδιο. Τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν «παλαιὰ» στὴν «καινὴ» ζωή, στὴ νέα ζωὴ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἂν καὶ εἴμαστε Βαπτισμένοι, ἐκεῖνο ποὺ χάνουμε καὶ συνεχῶς προδίνουμε μέσα στὸν κόσμο, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ λάβαμε στὸ Βάπτισμα: Τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴν υἱοθεσία τοῦ Θεοῦ. Τὸ προνόμιο νὰ εἴμαστε κατὰ χάρη «τέκνα Θεοῦ» καὶ νὰ θέλουμε νὰ ζοῦμε συνεχῶς κοντά Του.
Ἔτσι τὸ Πάσχα πρέπει νὰ εἶναι γιὰ μᾶς ἡ ἐπιστροφή, ποὺ κάθε χρόνο κάνουμε στὴν ἀρχική μας ὑπόσχεση, στὴν ἀνανέωση τοῦ Βαπτίσματός μας. Ἑπομένως ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἡ προετοιμασία μας γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιστροφή. Ἡ ἀργὴ ἀλλὰ ἐπίμονη προσπάθειά μας νὰ πραγματοποιήσουμε τελικὰ τὴ δική μας «διάβαση», τὸ δικό μας «Πάσχα», τὸ δικό μας πέρασμα στὴ νέα «ἐν Χριστῷ» ζωή.
Γ. Ταξίδι, προσκύνημα καὶ χαρμολύπη.
Ἡ Μεγ. Σαρακοστὴ εἶναι ἕνα ταξίδι πνευματικό, μὲ ἀναμενόμενο τέρμα, τὸ Πάσχα. Τὸ Πάσχα εἶναι τὸ τέρμα τοῦ πνευματικοῦ μας προσκυνήματος. Καθὼς κάνουμε τὰ πρῶτα βήματα στὴ «χαρμολύπη» τῆς Μεγ. Σαρακοστῆς βλέπουμε μακριά, πολὺ μακριὰ τὸν προορισμό μας. Εἶναι τὸ ὅραμα, ἡ πρόγευση τοῦ Πάσχα, ποὺ κάνει τὸν κόπο τῆς νηστείας καὶ τὴ λύπη τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς χαρά, φῶς, καὶ τὴ δική μας προσπάθεια μία «πνευματικὴ ἄνοιξη». Ἡ δυσκολία τοῦ «στενοῦ καὶ ἀνηφορικοῦ» δρόμου μεγάλη, ἡ νηστεία (σωματικὴ καὶ πνευματικὴ) ἀρκετὰ κουραστική. Ἡ νύχτα φαίνεται σκοτεινὴ καὶ μεγάλη, ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸ μῆκος τοῦ δρόμου, μία μυστικὴ καὶ ἀκτινοβόλα αὐγὴ φαίνεται νὰ λάμπει στὸν ὁρίζοντα. Εἶναι τὸ Ἀναστάσιμο Φῶς. Ἡ χαρὰ τῆς Λαμπρῆς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, ἡ εἴσοδός μας στὴ δόξα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
«Μὴν καταισχύνης ἡμᾶς ἀπὸ τῆς προσδοκίας ἡμῶν, Φιλάνθρωπε!». A M H N
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
2. Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ, π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, (Ἐκδόσεις “ΑΚΡΙΤΑΣ”)