
π. Χρίστος Κυριαζόπουλος
Ἀφορμή τοῦ παρόντος ἄρθρου ἀπετέλεσε ἡ πρό ὀλίγων ἐτῶν δημοσίευση σέ ἐπαρχιακή καθημερινή ἐφημερίδα ἐπιστολῆς ἀναγνώστου της, ὁ ὁποῖος εἶχε διατυπώσει τήν ἄποψη πώς κάποια σύντομα κείμενα γραμμένα σέ εἰλητάρια πού κρατοῦσαν ἀρχαῖοι Ἕλληνες σοφοί, οἱ ὁποῖοι εἰκονίζονταν κυρίως σέ τοιχογραφίες, παλιές, ἀλλά καί πολύ καινούργιες, ἱερῶν μονῶν καί τά ὁποῖα, θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν “προφητικά” – ὑπό τήν ἔννοια τοῦ «σπερματικοῦ λόγου», ὅπως τόν ἐννοοῦσε ὁ εἰσηγητής τοῦ ὅρου αὐτοῦ ἅγιος Ἰουστίνος, ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς, καθώς ἀναφέρονταν στόν μέλλοντα, τότε, νά γεννηθεῖ Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό – δέν ἦταν αὐθεντικά, ἀλλά πεπλασμένα, ἤ, τουλάχιστον, ὅτι τά συγκεκριμένα προχριστιανικά πρόσωπα δέν εἶχαν γράψει τά ἀναγραφόμενα λόγια.
Τέτοιες τοιχογραφίες μπορεῖ νά βρεῖ κανείς σέ τράπεζες βυζαντινῶν μονῶν, νάρθηκες μοναστηριακῶν ναῶν καί παρεκκλησίων, γυναικωνίτες μεταβυζαντινῶν ναῶν καί ἐξωκκλησίων χωριῶν καί πόλεων ἀνά τήν Ἑλλάδα καί ἄλλες περιοχές τῆς χερσονήσου τοῦ Αἵμου, ὅπως στίς μονές Μεγίστης Λαύρας καί Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στή μονή Ἁγίου Νικολάου Φιλανθρωπηνῶν στό νησί τῆς λίμνης τῶν Ἰωαννίνων, στή μεταβυζαντινή μονή τῆς Γόλας στόν Ταΰγετο, στή Σιάτιστα, στά Ζαγοροχώρια καί ἀλλοῦ.
Ἐρευνήσαμε τότε τά ἔργα ἀρκετῶν ἀπό τούς σοφούς αὐτούς καί προσπαθήσαμε νά ἐλέγξουμε ἄν ὑπάρχουν μέσα στά κείμενά τους τά ἀποσπάσματα πού ἀναγράφονται στά ἀντίστοιχα εἰλητάρια καί ἄν ὀρθῶς ἀποδίδονται στά συγκεκριμένα πρόσωπα. Διαπιστώσαμε πώς ὁ ἐν λόγῳ ἐπιστολογράφος εἶχε ἐν μέρει δίκιο. Ἔτσι, προσπαθήσαμε νά ἐντοπίσουμε στά κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας σύντομα ἀποσπάσματα – γιά νά χωροῦν στά εἰλητάρια – λόγων ἀρχαίων σοφῶν πού εἶναι ὄντως “προφητικά” γιά τόν ἕνα καί μοναδικό ἀληθινό Θεό καί τόν ἀναμενόμενο Μεσσία τοῦ κόσμου, τήν «προσδοκία τῶν ἐθνῶν» (Γένεσις μθ΄ [49] 10), τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ζητήσαμε πρός τοῦτο καί τή συνδρομή τοῦ φίλου μας κ. Παναγιώτη Σωτηρούδη, καθηγητοῦ στό Τμῆμα Φιλολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Καταγράψαμε δέκα τέτοια μικρά ἀποσπάσματα κειμένων πού ἀντιστοιχοῦν σέ δέκα συγκεκριμένα πρόσωπα, τά ὁποῖα ὄντως τά ἔχουν γράψει. Σημειώσαμε, μάλιστα καί τίς σχετικές παραπομπές. Θά μποροῦσαν ὅλα αὐτά νά ἀξιοποιηθοῦν σέ μελλοντικές, πιθανῶς, παρόμοιες ζωγραφικές συνθέσεις, ἀλλά καί γιά τή διόρθωση ἐσφαλμένων ὀνομάτων καί κειμένων εἰληταρίων πού τά τελευταῖα χρόνια ἔχουν τοιχογραφηθεῖ. Γιά τίς παλαιές συνθέσεις, βυζαντινές ἤ μεταβυζαντινές, φυσικά καί δέν γίνεται λόγος.
ΟΙ ΣΟΦΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΕΙΛΗΤΑΡΙΩΝ ΤΟΥΣ
(Παρατίθενται με χρονολογική σειρά. Στίς τοιχογραφίες καί στά εἰλητάρια θά γραφοῦν μόνο ὅσα γράφονται ἀπ’ ἐδῶ καί κάτω μέ ἔντονα γράμματα [bold]).
- ΘΑΛΗΣ Ο ΜΙΛΗΣΙΟΣ
«Πρεσβύτατον τῶν ὄντων Θεός· ἀγένητον γάρ. Κάλλιστον κόσμος· ποίημα γάρ Θεοῦ».
(Thales Phil. Testimonia, Fragm. 1, line 127-128).
Μετάφραση
Τό παλαιότερο ἀπό τά ὄντα εἶναι ὁ Θεός, διότι δέν τόν δημιούργησε κανείς· τό ὡραιότερο δημιούργημα εἶναι ὁ κόσμος, διότι εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ προσωκρατικός φιλόσοφος Θαλῆς ἀπό τή Μίλητο (περ. 640-548 π.Χ.) ἦταν ἕνας ἐκ τῶν Ἑπτά Σοφῶν τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος. Ἀσχολήθηκε μέ τήν πολιτική, τήν Ἀστρονομία, τή Γεωμετρία, τή Φυσική, τή Βιολογία, τά Μαθηματικά. Προέβλεψε ἕνα χρόνο πρίν τήν ἔκλειψη τοῦ ἡλίου πού ἔγινε στίς 28 Μαΐου τοῦ 585 π.Χ., ὑπολόγισε τό ὕψος τῶν πυραμίδων ἀπό τή σκιά τους καί ἔμεινε πολύ γνωστός ἀπό τό ὁμώνυμό του θεώρημα στή Γεωμετρία. Θεωρεῖται πώς αὐτός ἀνακάλυψε τή Μικρή Ἄρκτο.
- ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ Ο ΚΟΛΟΦΩΝΙΟΣ
«Εἷς Θεός, ἔν τε θεοῖσι καί ἀνθρώποισι μέγιστος,οὔ τι δέμας θνητοῖσι ὁμοίιος οὐδέ νόημα».
(Xenophanes Poet. Phil., Fragm. [Silli et de natura] [0267.002] Fragm. 19, line 1 [Browse] Περί φύσιος).
Μετάφραση
Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, καί εἶναι μέγιστος καί μεταξύ τῶν θεῶν καί μεταξύ τῶν ἀνθρώπων· δέν εἶναι ὅμοιος μέ τούς θνητούς οὔτε στό σῶμα οὔτε στόν νοῦ.
Ὁ προσωκρατικός φιλόσοφος Ξενοφάνης (περ. 565-475 π.Χ.) καταγόταν ἀπό τόν Κολοφώνα τῆς Ἰωνίας, ἀλλά μετανάστευσε στήν Ἐλέα τῆς Κάτω Ἰταλίας, ὅπου καί ἔγινε ἱδρυτής τῆς Ἐλεατικῆς φιλοσοφικῆς σχολῆς. Εἶναι φυσικός φιλόσοφος, γνωσιολόγος καί θεολόγος-φιλόσοφος.
- ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Ο ΕΦΕΣΙΟΣ
«Κατά μετοχήν τοῦ θείου λόγου πάντα πράττομέν τε καί νοοῦμεν».
(Σέξτος Ἐμπειρικός, Adversus Mathematicos, VII, 133).
Μετάφραση
Ὅλα ὅσα πράττουμε καί διανοούμαστε, τά πράττουμε καί τά διανοούμαστε λόγῳ τῆς μετοχῆς μας στόν θεῖο λόγο.
Ὁ προσωκρατικός φιλόσοφος Ἡράκλειτος (περ. 544-484 π.Χ.) καταγόταν ἀπό τήν Ἔφεσο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Προικισμένος μέ νοῦ βαθυστόχαστο, ἀμφισβήτησε τίς ἰδέες τῶν πολλῶν, ἀλλά καί τῶν σοφῶν τῆς ἐποχῆς του καί τράβηξε στήν ἔρευνα τόν δικό του δρόμο. Τά πορίσματά της τά διατύπωσε σέ πεζό λόγο στό σύγγραμμά του Περί φύσεως μέ χτυπητούς ἀφορισμούς, βραχυλογικούς, σκοτεινούς σάν χρησμούς. Εἶναι ὁ πιό δυνατός καί ὁ πιό βαθύς ἀνάμεσα στούς μεγάλους προσωκρατικούς φιλοσόφους.
- ΑΙΣΧΥΛΟΣ
«Τοιοῦδε μόχθου τέρμα μή τι προσδόκα,πρίν ἄν θεῶν τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων
φανῇ, θελήσῃ τ’ εἰς ἀναύγητον μολεῖνᾍδην κνεφαῖά τ’ ἀμφί Ταρτάρου βάθη».
(Αἰσχύλου Προμηθεύς Δεσμώτης, στ. 1026-1029).
Μετάφραση
Μήν περιμένεις τέλος στά βάσανά σου αὐτά, προτοῦ φανεῖ κάποιος Θεός, γιά νά σέ ἀντικαταστήσει στό μαρτύριό σου καί νά θελήσει νά κατεβεῖ στόν σκοτεινό ᾍδη καί στά κατασκότεινα βάθη τοῦ Ταρτάρου.

Ὁ Αἰσχύλος (525/524-456/455 π.Χ.) εἶναι ὁ πρῶτος μεγάλος Ἕλληνας τραγικός ποιητής. Στήν τραγωδία του Προμηθεύς Δεσμώτης, μεταξύ ἄλλων ὄντως “προφητικῶν” στίχων, βάζει τόν Ἑρμῆ νά ἀπευθύνει στόν δεμένο στόν Καύκασο Τιτάνα Προμηθέα τούς παραπάνω στίχους, πού προαναγγέλλουν τόν μέλλοντα νά ἔλθει στόν κόσμο Μεσσία Χριστό.
- ΣΟΦΟΚΛΗΣ
«Εἷς ἔστι Θεός,ὅς οὐρανόν τ’ ἔτευξε καί γαῖαν μακράν,πόντου τε χαροπόν οἶδμακἀνέμων βίας».
(Τούς στίχους αὐτούς τοῦ Σοφοκλῆ τούς διασώζουν κάποιοι μεταγενέστεροι συγγραφεῖς· μεταξύ αὐτῶν καί οἱ:
Ἰουστίνος ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς [100-165] στό Περί μοναρχίας Θεοῦ 47-49,
Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς [περ. 150-περ. 211/216] στό Εὐαγγελική προπαρασκευή 680d,
Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρεύς [περ. 378-περ. 444] στό Κατά Ἰουλιανοῦ 39,
καθώς καί οἱ Εὐσέβιος Καισαρείας [265-340], Δίδυμος ὁ τυφλός [313-398] κ.ἄ.).
Μετάφραση
Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος δημιούργησε καί τόν οὐρανό καί τή μεγάλη γῆ καί τά φουσκωμένα κύματα τῆς γαλανῆς θάλασσας καί τίς βίαιες πνοές τῶν ἀνέμων.
Ὁ Σοφοκλῆς (497/496-406 π.Χ.) εἶναι ὁ δεύτερος καί παραγωγικότερος ἐκ τῶν τριῶν μεγάλων ἀττικῶν τραγικῶν ποιητῶν (Αἰσχύλος-Σοφοκλῆς-Εὐριπίδης).
- ΣΩΚΡΑΤΗΣ
«Τόν λοιπόν βίον καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν, εἰ μή τινα ἄλλον ὁ Θεός ὑμῖν ἐπιπέμψειεν κηδόμενος ὑμῶν».
(Πλάτωνος Ἀπολογία Σωκράτους, κεφ. 18, 31a).
Μετάφραση
Θά κοιμᾶστε αἰώνια, ἄν ὁ Θεός, φροντίζοντας γιά σᾶς, δέν σᾶς στείλει κάποιον ἄλλον (γιά νά σᾶς σώσει).
Ὁ Σωκράτης, ὁ «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος» (469-399 π.Χ.), εἶναι ὁ κορυφαῖος φιλόσοφος ὅλων τῶν αἰώνων· ἡ μεγαλύτερη διάνοια στήν ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης σκέψης· ἕνας σταθμός κι ἕνα μοναδικῆς καί ἀνεπανάληπτης στερεότητας ἀγκωνάρι στό οἰκοδόμημα τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ. Στήν «Ἀπολογία» του “προφητεύει” τόν ἕνα Θεό.
- ΠΛΑΤΩΝ
«Οὕτω διακείμενος ὁ δίκαιος μαστιγώσεται, στρεβλώσεται, δεθήσεται, ἐκκαυθήσεται τὠφθαλμώ, τελευτῶν πάντα κακά παθών ἀνασχινδυλευθήσεται».
(Πλάτωνος Πολιτεία 361e-362a).
Μετάφραση
Ἔχοντας τέτοιες διαθέσεις ὁ δίκαιος θά μαστιγωθεῖ, θά βασανισθεῖ, θά φυλακισθεῖ, θά τυφλωθοῦν καί τά δυό του μάτια καί στό τέλος, ἀφοῦ πάθει ὅλα τά κακά, θά σταυρωθεῖ.
Ὁ Πλάτων (428/427-347 π.Χ.), ὁ λαμπρότερος μαθητής τοῦ Σωκράτη, εἶναι ὁ φιλόσοφος πού μᾶς παραδίδει στούς διαλόγους του τόν ἱστορικό, τόν ἀληθινό Σωκράτη. Ἀντιγράφουμε γι’ αὐτόν μία παράγραφο ἀπό τήν Εἰσαγωγή στόν Πλάτωνα τοῦ Ἰ. Ν. Θεοδωρακόπουλου: «Ἄν ὁ κοινός ἄνθρωπος συμβολίζει τήν ἔννοια τοῦ γένους του, ὁ μεγάλος φανερώνει μίαν ἰδέα, ἡ ὁποία δίχως αὐτόν θά ἦταν ἀδύνατον νά φανερωθεῖ. Ὁ Πλάτων φανερώνει τήν ἰδέα τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς. Μέσα του ἀναχωνεύονται καί ἀποκρυσταλλώνονται σέ μιά ὁλόφωτη ἀντικειμενικήν ἰδέα ἡ ἀρχαία θρησκεία καί τέχνη, ἡ ἀρχαία φιλοσοφία καί πολιτική. Καί ἡ ἰδέα αὐτή φανερώνει τήν οὐσία τοῦ κλασικοῦ ἑλληνισμοῦ. Δέν εἶναι λοιπόν τυχαῖο πού ὁ Πλάτων γεννιέται τή στιγμή πού ἀποκορυφώνεται ἡ ἀρχαία ἑλληνική ἱστορία». Στό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα ἀπό τήν Πολιτεία του ὁ φιλόσοφος “προφητεύει” μέ ἐκπληκτικό τρόπο τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ.
- ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
«[Θεός] ἔστι τι ἀεί κινούμενον … καί ὅ κινεῖ … ἀΐδιον καί οὐσία καί ἐνέργεια οὖσα … ἔστι τι κινοῦν αὐτό ἀκίνητον ὄν, ἐνεργείᾳ ὄν, … ὁ Θεός ἀεί, θαυμαστόν [ἐστιν] … τοῦτο γάρ [ἐστιν]ὁ Θεός».
(Ἀριστοτέλους Μετά τά Φυσικά Λ 1072a21-1072b30).
Μετάφραση
Ὁ Θεός εἶναι ὕπαρξη πού κινεῖται διαρκῶς … καί κινεῖ τά πάντα … ὕπαρξη αἰώνια πού εἶναι καί οὐσία καί ἐνέργεια … εἶναι ἡ δύναμη πού, ἐνῶ κινεῖ τά πάντα, ἡ ἴδια μένει ἀκίνητη καί ὑπάρχει κατ’ ἐνέργειαν, … ὁ Θεός ὑπάρχει προαιωνίως καί εἶναι θαυμαστός … αὐτό λοιπόν εἶναι ὁ Θεός.
Ὁ Ἀριστοτέλης (384-322 π.Χ.) εἶναι ὁ τρίτος στήν ἀξία καί στήν ἡλικία φιλόσοφος μετά τόν Σωκράτη καί τόν Πλάτωνα, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μαθητής στήν Ἀθήνα. Καταγόταν ἀπό τά Στάγειρα τῆς Μακεδονίας. Μεγάλωσε στήν Πέλλα, γιατί ὁ πατέρας του ἦταν γιατρός τοῦ βασιλιᾶ τῆς Μακεδονίας Ἀμύντα Β΄. Ὑπῆρξε ὁ μεγάλος δάσκαλος τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Ἵδρυσε στήν Ἀθήνα φιλοσοφική Σχολή, πού λεγόταν «Λύκειον» ἤ «Περίπατος». Ἦταν ἡ πολυμερέστερη διάνοια τῆς ἐποχῆς του. Ἡ φιλοσοφία του κυριαρχοῦσε κατά τόν Μεσαίωνα στήν Εὐρώπη.
- ΣΙΒΥΛΛΑ – ΣΙΒΥΛΛΕΣ
«Ἥξει δ’ οὐρανόθεν βασιλεύς αἰώνων, ὁ μέλλων σάρκα πᾶσαν κρῖναι καί κόσμον ἅπαντα».
(Εὐσεβίου Βασιλέως Κωνσταντίνου Λόγος, ὅν ἔγραψε τῷ τῶν ἁγίων συλλόγῳ, Λόγος Ε΄, κεφ. 18).
Μετάφραση
Θά ἔλθει ἀπό τούς οὐρανούς ὁ βασιλιάς τῶν αἰώνων, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά κρίνει ὅλους τούς ἀνθρώπους κι ὁλόκληρο τόν κόσμο.
Οἱ Σίβυλλες ἦταν σκοτεινές γυναικεῖες μορφές τῆς προχριστιανικῆς Ἀρχαιότητος, τῶν ὁποίων οἱ παραδόσεις εἶχαν ἔλθει στήν Ἑλλάδα ἀπό τήν Ἀνατολή. Οἱ Σίβυλλες θεωροῦνταν πώς εἶχαν μαντικές ἱκανότητες‧ εὑρισκόμενες σέ ἔκσταση “προφήτευαν”, χωρίς νά ἐρωτηθοῦν, μελλοντικά γεγονότα, συνήθως φοβερά καί δυσάρεστα, ἀλλά κάποτε καί αἰσιόδοξα. Δέν εἶχαν σχέση μέ κάποιο μαντεῖο. Περιέρχονταν διάφορα μέρη. Πολλές φορές τούς ἀπέδιδαν “προφητεῖες” πού ἐπινοήθηκαν ἐκ τῶν ὑστέρων.
Τά παλαιότερα κείμενα κάνουν λόγο γιά μία μόνον συγκεκριμένη Σίβυλλα. Οἱ μεταγενέστεροι μιλοῦν γιά περισσότερες τῆς μιᾶς. Οἱ πιό γνωστές Σίβυλλες ἦταν οἱ: Ἰδαία ἤ Ἑλλησποντία, Σαμία, Δελφική, Ἐρυθραία (ἤ Ἡροφίλη ἡ νεώτερη), Κυμαία (ἤ Δημώ ἤ Δημοφίλη). (Πιθανῶς ἡ Ἐρυθραία καί ἡ Κυμαία νά εἶναι τό ἴδιο πρόσωπο). Λιγότερο γνωστές ἦταν οἱ Σίβυλλες: Κιμμερία, Θεσπρωτίς, Θεσσαλή, Αἰγυπτία, Ροδία, Σικελή, Σαρδιανή, Φρυγική, τοῦ Κολοφῶνος, Λιβυκή, Περσική, Χαλδαϊκή, Ἰουδαία, Βαβυλωνία.
Στά χρόνια τοῦ Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου (27 π.Χ.-14 μ.Χ.) – τοῦ πρώτου Ρωμαίου αὐτοκράτορος, ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ ὁποίου γεννήθηκε ὁ Χριστός – κυκλοφοροῦσαν διάφορες “προφητικές” γιά τόν Μεσσία σύντομες ρήσεις κάποιων Σιβυλλῶν. Θά μπορούσαμε νά θεωρήσουμε ὅτι αὐτές οἱ ρήσεις-χρησμοί τῶν σκοτεινῶν αὐτῶν μορφῶν ἀπηχοῦσαν μέσα στή λαϊκή συνείδηση τόν βαθύ προαιώνιο πόθο τῆς ἀνθρωπότητος νά δεῖ ὁσημέραι πραγματοποιούμενο τό Πρωτευαγγέλιο πού προανήγγειλε ὁ Θεός στούς Πρωτοπλάστους τήν ὥρα πού τούς ἔδιωχνε ἀπό τόν Παράδεισο· τήν ὑπόσχεσή του, δηλαδή, γιά τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία· εὔλογα λοιπόν θά ὑποστηρίζαμε πώς καί στά σκοτεινά αὐτά λόγια τῶν Σιβυλλῶν ἐφαρμόζεται ἡ πατερική θεωρία περί τοῦ «σπερματικοῦ λόγου».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (Ἑορτοδρόμιον, Α΄, 145, Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1987) κάνει ἀρκετά ἐκτενῆ λόγο γιά τό θέμα αὐτό. Παραθέτει, μάλιστα, καί μιά ἄλλη – πέραν τῆς ἀνωτέρω – “προφητεία” τῆς Κυμαίας ἤ Ἐρυθραίας Σίβυλλας γιά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία σημειώνει πώς μετέφρασε ὁ Κικέρων στά λατινικά:
«Ἥκει Παρθένος αὖθις, ἄγουσα ἐρατόν βασιλέα» (=ἔρχεται ὅπου νἆναι ἡ Παρθένος, φέρνοντάς μας τόν ποθητό βασιλιά).
Παρόμοια ἀναφορά σέ παρεμφερεῖς χρησμούς κάνει καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος (Ἅπαντα, τόμ. Α΄, 171-172, 337, Β΄ ἔκδ. Ἱ. Μητροπ. Ὕδρας, Ἀθῆναι 2010)· ἐπικαλεῖται, μάλιστα, σχετικά καί τό λεξικό τῆς Σούδας (λῆμμα «Αὔγουστος Καῖσαρ» καί τόν Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Ι, ιζ΄, PG 145, 681D-684A).
- ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ
«Ἀλλ’ ἔστιν ὁ Θεός … καί ἔστι κατ’ οὐδένα χρόνον, ἀλλά κατά τόν αἰῶνα τόν ἀκίνητον καί ἄχρονον καί ἀνέγκλιτον (καί οὐ πρότερον οὐδέν ἐστιν οὐδ’ ὕστερον οὐδέ μέλλον). Ἀλλ’ εἷς ὤν ἑνί τῷ νῦν τό ἀεί πεπλήρωκε, καί μόνον ἐστί τό κατά τοῦτ’ ὄντως ὄν, οὐ γεγονός οὐδ’ ἐσόμενον οὐδ’ ἀρξάμενον οὐδέ παυσόμενον».
(Πλουτάρχου Ἠθικά, Περί τοῦ Ε τοῦ ἐν Δελφοῖς 20a-b).
Μετάφραση
Ἀλλά ὁ Θεός ὑπάρχει … καί δέν ὑπάρχει περιορισμένος μέσα στά ὅρια τοῦ χρόνου, ἀλλά μέσα στήν αἰωνιότητα τήν ἀκίνητη καί ἄχρονη καί ἀμετάβλητη (καί δέν ὑπάρχει τίποτε προγενέστερο ἀπ’ αὐτόν οὔτε μεταγενέστερο οὔτε μελλοντικό). Ἀλλά ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι ἕνας, μέ τήν παροῦσα μοναδικότητά του γεμίζει τήν αἰωνιότητα, καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἡ μοναδική ἀληθινή ὀντότητα πού δέν δημιουργήθηκε οὔτε θά δημιουργηθεῖ οὔτε ἄρχισε οὔτε θά παύσει ποτέ νά ὑπάρχει.
Ὁ Πλούταρχος (περ. 45-125 μ.Χ.) εἶναι πρωτίστως ἱστορικός, ἀλλά τό ἐν γένει φιλολογικό του ἔργο εἶναι ὀγκῶδες. Καταγόταν ἀπό τή Χαιρώνεια τῆς Βοιωτίας, ὅπου καί κυρίως ἔζησε. Διέθετε τεράστια μόρφωση. Ζεῖ στά πρῶτα μεταχριστιανικά χρόνια καί ὡς ἐκ τούτου δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ πώς στό ἔργο του “προφητεύει” κάπου τόν Μεσσία, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶχε ἤδη ἀπό ἐτῶν ἀναληφθεῖ. Οὔτε εἶναι γνωστό ἄν γνώρισε τή χριστιανική πίστη. Ὅμως, ἐνῶ εἶναι εἰδωλολάτρης, μιλάει ξεκάθαρα καί πολύ πνευματικά γιά τόν ἕνα Θεό καί ἴσως γι’ αὐτό συνήθως εἰκονίζεται σέ πολύ παλιές τοιχογραφίες μονῶν μαζί μέ τούς ἄλλους πρό Χριστοῦ Ἕλληνες σοφούς. Εἶναι ἐντυπωσιακή ἐν τῇ ὑπερβολῇ της ἡ ἄποψη πού διατυπώνει γιά τόν Πλούταρχο ὁ παλαιός καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί Ἀκαδημαϊκός Ἰωάννης Σταματάκος (1896-1968): «(Ὀ Πλούταρχος) εὑρίσκεται κατ’ οὐσίαν τόσον ἐγγύς πρός τόν Χριστιανισμόν, ὥστε νά εἶναι τις βέβαιος ὅτι, ἄν ἐτύγχανε νά παρευρίσκηται ἐν Ἀθήναις κατά τήν ἐπί τοῦ Ἀρείου Πάγου ὁμιλίαν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, θά ἐμιμεῖτο ἀσφαλῶς τό παράδειγμα τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου».
