Η ατμοημιολία ΚΙΧΛΗ, όπως και τα όμοια με αυτό σκάφη ΚΙΣΣΑ και ΑΗΔΩΝ έδρασαν κύρια στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ενώ ύστερα ανέλαβαν βοηθητικές κυρίως υπηρεσίες.
Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης
Στην “Δωδεκανησιακή Αυγή” δημοσιεύθηκε το 1938 μια άγνωστη ναυτική ιστορία που εντάσσεται στα γεγονότα που είχαν προηγηθεί του πολέμου του 1897. Την ιστορία κατέγραψε το Τ. Βρατσάνος ο οποίος επέλεξε να την δημοσιεύσει σε Δωδεκανησιακή εφημερίδα της εποχής, αφού πρωταγωνιστές του ναυτικού αυτού επεισοδίου υπήρξαν Καλύμνιοι ψαράδες. Αν και η ιστορία που δημοσιεύθηκε εκείνη τη χρονιά, αφορούσε περιστατικό που συνέβη 44 χρόνια πριν, δεν αποκλείεται να υπήρξαν και άλλες προγενέστερες αναφορές σε άλλα έντυπα ή άλλες εκδοχές του. Σε κάθε περίπτωση ο Τ. Βρατσάνος γνώριζε την πραγματική ιστορία καθώς την είχε ακούσει από τον Ιωάννη Βρατσάνο, αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού, που είχε επιληφθεί αυτοπροσώπως του συμβάντος.
Η εποχή που συνέβη το περιστατικό (1896) ήταν γενικώς πολυτάραχη, με ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη από φιλοπόλεμο διάθεση που διακατείχε τον ελληνικό λαό που είχε υπερεκτιμήσει την πολεμική αξία της χώρας. Η ιστορία όπως εμφανίζεται στο άρθρο του Τ. Βρατσάνου (στο τεύχος 404 της “Δωδεκανησιακής Αυγής” της 1ης Οκτωβρίου 1938) έχει ως εξής:
Το 1896 ένα τηλεγράφημα του Λιμεναρχείου Θήρας προς το Υπουργείο των Ναυτικών ειδοποιούσε πως Λιμενοφύλακες που περιπολούσαν, ανακάλυψαν ατμάκατο αγνώστου εθνικότητας ενώ ως προς την κατάστασή της χαρακτηρίστηκε “σεσαθρωμένη”. Υπουργός των Ναυτικών τότε ήταν ο Λεβίδης που έσπευσε να αποστείλει στο νησί τον ανθυποπλοίαρχο Ιωάννη Βρατσάνο για να εξακριβώσει περί τίνος ακριβώς επρόκειτο.
Ο Βρατσάνος αφού έφτασε με το πλοίο της γραμμής στην Σύρο, επιβιβάστηκε εκεί στην ατμοημιολία του στόλου μας “ΚΙΧΛΗ” με προορισμό την Θήρα. Όταν οδηγήθηκε από τους Λιμενικούς στην ακτή όπου είχε βρεθεί η “ατμάκατος” με έκπληξη διαπίστωσε ότι το άγνωστο σκάφος δεν ήταν ατμάκατος αλλά κανονιοφόρος!…
Το είχαν βρει στην κυριολεξία σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο βράχους με την πλώρη του να κάθεται στην αμμουδιά. Οι Λιμενοφύλακες όταν το ανακάλυψαν ανέβηκαν πάνω του αλλά δε συνάντησαν ίχνος ανθρώπου. Η κανονιοφόρος βρισκόταν σε κατάσταση εγκατάλειψης ωστόσο ίχνη αίματος είχαν αφήσει τα σημάδια τους σχεδόν σε όλο το σκάφος, σα να είχε συμβεί πάνω του πραγματική αιματοχυσία. Από το κατάστρωμά του στα σημεία όπου ήταν τοποθετημένα παλαιότερα τα κανόνια του, είχαν απομείνει μονάχα οι περιστροφικοί πόλοι τους (οι βάσεις τους). Από όλα τα εσωτερικά διαμερίσματα αναδυόταν δυσοσμία και ακόμα και τα σκεύη και τα έπιπλα του σκάφους ήταν βαμμένα από αίμα! Όμως σώματα ανθρώπων δεν βρέθηκαν στο σκάφος, αλλά όλα έδειχναν πως μάχη είχε συμβεί πάνω του με πολλούς νεκρούς.
Μοναδική ύπαρξη ζωής μια γάτα που πεινασμένη περιπλανιόταν στο σκάφος, άγνωστο για πόσο χρονικό διάστημα. Καθώς το σκάφος έγερνε λίγο προς τη μια του πλευρά σε κάποια σημεία είχαν σχηματιστεί λίμνες αίματος! Ο Ανθυποπλοίαρχος Ι. Βρατσάνος δεν μπορούσε να προσδιορίσει το χρόνο που το σκάφος εγκαταλείφθηκε ή κάτω από ποιες περιστάσεις συνέβη αυτό. Η μόνη λογική εξήγηση ήταν πως το σκάφος έρημο πλέον, οδηγούμενο από τους ανέμους και τα θαλάσσια ρεύματα έφτασε κάποια στιγμή να σφηνωθεί στις ακτές της Θήρας κι έτσι να γίνει ορατό από τους ανθρώπους. Η απουσία πληρώματος σε συνδυασμό με τις τα αιματοβαμμένα έπιπλα και τις λίμνες αίματος, έδειχναν το τραγικό τέλος του… Καθώς δεν μπορούσαν όμως να εξάγουν ασφαλές συμπέρασμα, ο Βρατσάνος πρότεινε να κρατηθεί μυστική η εύρεση του σκάφους. Το ΚΙΧΛΗ έλαβε εντολή νύχτα να δέσει πάνω στο έρημο σκάφος ένα συρματόσχοινο ρυμούλκησης και νύχτα πάντοτε να το οδηγήσει στον ναύσταθμο. Αφού ούτε εκεί κατάφεραν να εξάγουν κάποια χρήσιμη πληροφορία, αποφασίστηκε να αφαιρέσουν από το σκάφος τις κυλινδρικές βάσεις των κανονιών του και όποιο άλλο εξάρτημα μηχανής ή καταστρώματος μπορούσε να χρησιμεύσει και αφού το ρυμούλκησαν και πάλι σε κάποιο σημείο του Σαρωνικού, άνοιξαν τους κρουνούς κατακλύσεώς του και το άφησαν να βυθιστεί.
Το μυστηριώδες σκάφος πήγε στον βυθό συμπαρασύροντας και την ιστορία που μέχρι τότε δεν είχε αποκαλυφθεί. Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος από το περιστατικό και κανείς δεν ανέφερε οτιδήποτε για αυτό. Μέχρι που το 1897 και ενώ στο μεταξύ είχε ξεσπάσει ο Ελληνο-τουρκικός πόλεμος, δύο άνδρες ενδεδυμένοι όπως οι ψαράδες των νησιών μας εμφανίστηκαν στην θύρα του Υπουργείου των Ναυτικών και ζητούσαν επίμονα από τον ναύτη σκοπό να δουν τον υπουργό. “Είμαστε από την Κάλυμνο” του είπαν μόλις τους δέχθηκε και άρχισαν να του εξιστορούν τα παρακάτω:
“Μια νύχτα εδώ κι ένα χρόνο, βρισκόμασταν με το σφουγγαράδικο καΐκι μας ανοιχτά στο πέλαγος, μεταξύ Μήλου και Κρήτης. Ξαφνικά ο προβολέας ενός αγνώστου πλοίου έπεσε πάνω μας και μια φωνή μας καλούσε να το πλησιάσουμε. Εμείς όμως δεν μπορούσαμε να προσεγγίσουμε το πλοίο, καθώς ο καιρός δεν βοηθούσε (το καΐκι ήταν ιστιοφόρο) και τότε τους απαντήσαμε να προσεγγίσουν αυτοί που είχαν μηχανή. Όταν όμως το άγνωστο πλοίο μας πλησίασε είδαμε πως ήταν Τουρκική κανονιοφόρος και πίσω της έσερνε δύο βάρκες γεμάτες από Έλληνες που οι Τούρκοι είχαν συλλάβει στη θάλασσα. Επρόκειτο για εθελοντές που κατέβαιναν στην Κρήτη για να βοηθήσουν στην υπόθεση της Κρητικής επανάστασης. Τότε καταλάβαμε πως θα μας έπιαναν και μας αιχμαλώτους και κανένας από εμάς, όπως και με τους Έλληνες που βρίσκονταν μέσα στις βάρκες, δεν θα μπορούσε να γνωρίζει την τύχη του. Αρπάξαμε ό,τι βρήκαμε εύκαιρο στο σκάφος μας, καμάκια μαχαίρια, ρόπαλα, χωρίς να γίνουμε ορατοί από τους Τούρκους που πλησίαζαν και είπαμε πως αφού ως προς τον αριθμό ήμασταν ίσοι με εκείνους, θα κάναμε εμείς πρώτοι το σάλτο και όπου έβγαινε…”.
Μόλις η Τουρκική κανονιοφόρος πλησίασε το καΐκι οι Καλύμνιοι σφουγγαράδες πρώτοι έκαναν την επίθεση, αιφνιδιάζοντας τους Τούρκους που πίστευαν πως και αυτοί θα παραδίδονταν όπως και οι προηγούμενοι αιχμάλωτοι. Οι Καλύμνιοι μόλις ανέβηκαν στο Τουρκικό πλοίο έσπασαν τις λάμπες και τα πάντα βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Τότε άρχισε μια τρομερή αναμέτρηση πάνω στο κατάστρωμα του τουρκικού πλοίου όπου το αίμα και από τις δύο πλευρές έρεε άφθονο. Οι Καλύμνιοι τελικά επικράτησαν ελευθερώνοντας στη συνέχεια τους Έλληνες αιχμαλώτους που βρίσκονταν δεμένοι μέσα στις βάρκες. Αυτοί ήταν που ξεβίδωσαν τα δύο κανόνια του τουρκικού πλοίου και τα μετέφεραν στο σφουγγαράδικο των Καλύμνιων όπως και ό,τι όπλο βρέθηκε. Ζήτησαν από τους σφουγγαράδες να τους μεταφέρουν στην Κρήτη για να βοηθήσουν όπως εξαρχής είχαν αποφασίσει να κάνουν. Οι Καλύμνιοι όμως δεν γνώριζαν τι έπρεπε να κάνουν με την τουρκική κανονιοφόρο που είχε απομείνει χωρίς πλήρωμα. Έτσι αφού έριξαν τους νεκρούς στη θάλασσα την άφησαν στην τύχη της. Οι αντάρτες πραγματικά έφτασαν στην Κρήτη, ενώ οι Καλύμνιοι για ένα χρόνο κρατούσαν το μυστικό επτασφράγιστο. Όταν όμως ξέσπασε ο Ελληνο-Τουρκικός πόλεμος, το Υπουργείο των Ναυτικών εξήγγειλε αμοιβές για όσους προκαλούσαν οιαδήποτε ζημία στον εχθρό κατά τον ναυτικό αγώνα. Μόλις το έμαθαν οι Καλύμνιοι έσπευσαν να λάβουν τα χρήματα που δικαιούνταν σύμφωνα με την εξαγγελία. Τότε το Υπουργείο των Ναυτικών διεξήγαγε έρευνα, λαμβάνοντας μαρτυρίες από αντάρτες που είχαν βρεθεί δέσμιοι στις βάρκες της τουρκικής κανονιοφόρου. Οι έρευνες έδειξαν πως το αίτημα των Καλύμνιων ήταν δίκαιο και πως έπρεπε πραγματικά να αποζημιωθούν. Οι δύο Καλύμνιοι ναυτικοί έλαβαν ως εκπρόσωποι όλου του πληρώματος του καϊκιού, το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων δραχμών που την εποχή εκείνη ισοδυναμούσε με το ένα τρίτο της αξίας της τουρκικής κανονιοφόρου που είχε αχρηστευθεί, όπως οι σχετικές διατάξεις όριζαν.
Θα πρέπει φυσικά στο σημείο αυτό να σημειώσω πως το “μυστήριο” που κάλυπτε την ταυτότητα του “αγνώστου” σκάφους, αφορούσε μόνο τα περιστατικά που το οδήγησαν στην κατάσταση που βρέθηκε (πού, πως, πότε, γιατί). Είναι αδύνατον να γίνει πιστευτό πως όταν το πλοίο ρυμουλκήθηκε στον ναύσταθμο δεν βρήκαν κατά τις έρευνες που διεξήγαγαν, στοιχεία που να πιστοποιούν την ταυτότητά του, δηλαδή πως ήταν τουρκικό. Επειδή όμως η κατάσταση των δύο χωρών ήταν τεταμένη λόγω της κρητικής εξέγερσης και καθώς αναχωρούσαν διαρκώς από τον Πειραιά πλοία προς ενίσχυση του αγώνα των Κρητών (με μη επίσημη φυσικά τη συμμετοχή του ελληνικού κράτους), αποφασίστηκε να εξαφανιστούν τα ίχνη της κανονιοφόρου αφού τυχόν γνωστοποίηση του περιστατικού θα περιέπλεκε την κατάσταση. Όταν όμως ξέσπασε ο πόλεμος του 1897 δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να διατηρηθεί στη σιωπή το περιστατικό.
Ως προς την τύχη του ΚΙΧΛΗ που επιλήφθηκε του περιστατικού του 1896 η τύχη του αποτυπώνεται στην ιστοσελίδα “Ιστορία Ναυαγίων” (Wrech History), στον σύνδεσμο Το ναυάγιο του βοηθητικού ΚΙΧΛΗ – Wreck History καθώς και η εύρεση του βυθισμένου σκαριού στον Πόρο, τον Οκτώβριο του 1946 από τον Γιώργο Σεφέρη.