Η δεσποτική εορτή των Χριστουγέννων αποτελεί κορυφαία εορτή της Χριστιανοσύνης. Τον 3ο αιώνα η εορτή της Γέννησης του Χριστού δεν ήταν αυτοτελής, αλλά εορταζόταν την 6η Ιανουαρίου μαζί με τα Θεοφάνεια ή Επιφάνεια, εορτή συγκεντρωτική, αφού εορτάζονταν πολλά γεγονότα της επίγειας ζωής του Χριστού (όπως η Γέννηση, η προσκύνηση των μάγων, η Βάπτιση στον Ιορδάνη με τη φανέρωση της Αγίας Τριάδος, το εν Κανά θαύμα, κ.ά.).
Τον 4ο όμως αιώνα, ύστερα από πολλές συζητήσεις, καθιερώθηκε(το 354 μ.Χ.) από την εκκλησία της Ρώμης η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της γέννησης του Χριστού. Έτσι, η Ανατολή παρέλαβε από τη Δύση τη συγκεκριμένη εορτή. Στην Κωνσταντινούπολη τα Χριστούγεννα εορτάστηκαν, για πρώτη φορά, ξεχωριστά από τα Θεοφάνεια στις 25 Δεκεμβρίου του 3793 από τον Άγιο Γρηγόριο Ναζιανζηνό τον Θεολόγο, που τότε είχε εκλεγεί στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Στην ομιλία που εκφώνησε εκείνη την ημέρα στον ναό της Αγίας Αναστασίας, ο Γρηγόριος αναγγέλλει τη Γέννηση τουΧριστού μετον χαρμόσυνο ύμνο «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστός ἐξοὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστός ἐπίγῆς, ὑψώθητε». Το παράδειγμα της Κωνσταντινουπόλεως ακολούθησαν αργότερα η Αντιόχεια (386), η Βηθλεέμ (432) και άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας.
Τις παραμονές των μεγάλων εορτών, όπως τα Χριστούγεννα, υπήρχε η συνήθεια να καλλωπίζονται οι οικίες και να στολίζονται οι πόρτες και τα παράθυρά τους, επίσης να καθαρίζονται οι δρόμοι με εντολή του ἐπάρχου της Πόλεως και να στολίζονται οι διάφοροι στύλοι με δεντρολίβανο, κλαδιά μυρτιάς και άνθη της εποχής.
Το πρωί της 25ης Δεκεμβρίου γέμιζαν οι ναοί από κόσμο, που ερχόταν για να παρακολουθήσει τη θεία λειτουργία και να ακούσει: «Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει». Μάλιστα, οι πιστοί για να τιμήσουν τη γέννηση του Χριστού και σύμφωνα με τα παραπάνω λόγια του κοντακίου, κάθονταν μέσα στην εκκλησία με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να δίνεται η εντύπωση σπηλαίου, και στο κέντρο τοποθετούσαν ένα στρώμα πάνω στο οποίο ξάπλωνε ένα παιδί που παρίστανε τον Χριστό.
Κατά τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου τα παιδιά γυρνούσαν τις οικίες από τις πρώτες πρωινές ώρες μέχρι αργά το βράδυ και έλεγαν τα κάλαντα συνοδεία μουσικών οργάνων. Απηύθυναν και εγκώμια προς τους ιδιοκτήτες, όπως σήμερα: «πολλά πάμε τ’ αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας». Επειδή, όμως, στο τέλος ζητούσαν πάντα την αμοιβή τους, τα κάλαντα αποκαλούνταν αγύρτικα και οι καλανδιστές αγύρται ή μηναγύρται. Οι καλανδιστές δεν ήταν μόνο παιδιά, αλλά και ενήλικες, οι οποίοι περιφέρονταν με ορχήστρες από οικία σε οικία μέχρι τη νύκτα και δεν έφευγαν χωρίς την αμοιβή τους.
Επίσης, την ημέρα των Χριστουγέννων, με την άδεια και την παρουσία του αυτοκράτορα και μεγάλου πλήθους θεατών, τελούνταν ιπποδρομίες, προκαλώντας την αντίδραση της εκκλησίας, η οποία ζητούσε επιτακτικά να μην γίνονται τέτοια θεάματα τις ημέρες των εορτών, ώστε ο κόσμος να προσέρχεται στην εκκλησία.
Η τελετουργική πομπή του βυζαντινού αυτοκράτορα προς την Αγία του Θεού Σοφία ανήμερα της εορτής των Χριστουγέννων γινόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα, όπως περιγράφει τον 10ο αιώνα ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ ο Πορφυρογέννητος στο έργο του Περὶ τῆς Βασιλείου Τάξεως. Το πρωί της 25ης Δεκεμβρίου ξεκινούσε η επίσημη τελετή της της ένδυσης του αυτοκράτορα με πολυτελή αυτοκρατορικά ενδύματα. Ο αυτοκράτορας έβγαινε από τον αυτοκρατορικό κοιτώνα και εισερχόταν στο Χρυσοτρίκλινο για να προσευχηθεί μπροστά στην ένθρονη εικόνα του Χριστού. Αξιωματούχοι, ντυμένοι με πολυτελή ενδύματα ανάλογα με τη θέση τους, έρχονταν για να ασπαστούν τον αυτοκράτορα και όλοι μαζί κατευθύνονταν στο παλάτι της Δάφνης, όπου ο αυτοκράτορας ενδυόταν το βασιλικό ένδυμα και το στέμμα. Εκεί προστίθεντο στην πομπή οι αξιωματούχοι κρατώντας τα αυτοκρατορικά όπλα και τα ιερά σύμβολα, τον σταυρό του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τη ράβδο του Μωυσή, τα οποία προπορεύονταν. Η πομπή διέσχιζε τη Μέση οδό και περνούσε από έξι συγκεκριμένα σημεία, όπου ο αυτοκράτορας επευφημείτο από εκπροσώπους του Δήμου των Βενέτων και των Πρασίνων και ακούγονταν μελωδικές ευχές προς τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Όταν η μεγάλη αυτοκρατορική πομπή κατέληγε στην Αγία Σοφία, ο αυτοκράτορας εισερχόταν στον εξωνάρθηκα του ναού, και εκεί αυτοκρατορικός αξιωματούχος έβγαζε από το κεφάλι του το αυτοκρατορικό στέμμα. Στη συνέχεια, περνούσε στον νάρθηκα, όπου τον υποδεχόταν ο πατριάρχης μαζί με την ακολουθία του και όλοι μαζί εισέρχονταν στον κυρίως ναό.
Κατά την επιστροφή του στα ανάκτορα, ο αυτοκράτορας, λόγω της ημέρας, παρέθετε επίσημο γεύμα, στο οποίο προσκαλούνταν και δώδεκα φτωχοί, κατά τον αριθμό των Αποστόλων. Επίσης, έδινε εντολή να μην συλλαμβάνονται και να μην φυλακίζονται εκείνη την ημέρα πολίτες για ελαφριά αδικήματα, όπως και να αποφυλακίζονται όσοι δεν είχαν τελέσει σοβαρό έγκλημα.