H ΠΑΡΑΚΟΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΙΣ ΘΕΙΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΙΒΛΙΚΟΥΣ ΚΑΙ MΕΤΑΒΙΒΛΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ.
Κούτσικου Κωνσταντίνου
Στρατιωτικοῦ – Θεολόγου
4. Σύγχρονη κοινωνία καὶ παρακοὴ
Στὴ σημερινὴ κοινωνία ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ δυσχερέστερη θέση ἀπὸ κάθε ἄλλη φορᾶ, ὅσον ἀφορᾶ στὴν πνευματική του στάση ἀπέναντι στὸν προσανατολισμὸ τῆς ἀναζήτησης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἑστίασης τοῦ ἀντικειμενικοῦ του στόχου, ποὺ εἶναι ἡ εἴσοδος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἡ παράβαση τοῦ Θείου Νόμου, ἡ παρακοὴ καὶ ἡ ἐναντίωση στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καθὼς καὶ ἡ ἀπαξίωση τῆς λυτρωτικῆς ἀγάπης τῆς ἴδιας τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἀποτελοῦν σήμερα, δυστυχῶς, τὸν κανόνα καὶ ὄχι τὴν ἐξαίρεση.
Οἱ ὀπτικοακουστικὲς ἐμπειρίες τῶν Μ.Μ.Ε, ὅπου οἱ ἀπαξίες ἐμφανίζονται ὡς ἀξίες καὶ ἡ ὑποκουλτούρα ὡς πολιτισμός, ἡ τεχνολογία καὶ τὰ πέρα ἀπὸ κάθε πρότερη ἀνθρώπινη φαντασία ἐπιστημονικὰ ἐπιτεύγματα, ὁδήγησαν τὸν ἄνθρωπο νὰ κρυφτεῖ πίσω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο τοῦ ‘’ὑπεράνθρωπου’’ καὶ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν λυτρωτικὴ καὶ ἀνακαινιστικὴ Χάρη τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ὁποία τροφοδοτεῖται μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ παρακοὴ, ἂν καὶ ἀποτελεῖ σήμερα τὸ βασικὸ χαρακτηριστικὸ στοιχεῖο τοῦ ἀλλοτρίωσης τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι δὲν ἀποτελεῖ ἀποκλειστικὸ γνώρισμα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ διατηροῦν τὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπο, ποὺ πορεύονται δρόμο σκληρό, δύσβατο καὶ γεμάτο ἐμπόδια ἀλλὰ ἕνα δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπινου γένους καὶ στὴ σωτηρία του.
Ἡ ἐλπίδα τῆς μεταστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς ἁμαρτίας στὴν χαρὰ τῆς μακαριότητας καὶ τῆς θέωσης, ποὺ πραγματώθηκε μέσα ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Λόγου, ἔδωσε τὴ δυνατότητα γιὰ ἀλλαγὴ φρονήματος, γιὰ ἀλλαγὴ τῆς ἴδιας της στάσης τοῦ ἀνθρώπου, τόσο ἀπέναντι στὸ Θεὸ ὅσο καὶ ἀπέναντι στὸ συνάνθρωπο. Ὁ πάνσοφος Θεὸς δώρισε στὸν ἄνθρωπο ὁρισμένα βασικὰ πνευματικὰ χαρίσματα, ὅπως τὸ λογικό, τὸ λόγο, τὴν ἐλεύθερη βούληση, τὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία καὶ τὴ δυνατότητα θεώσεως, στοιχεῖα ποὺ δὲν τὰ συναντᾶμε στὴν ὑπόλοιπη δημιουργία. Αὐτὰ τὰ χαρίσματα ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ τὰ ἀξιοποιήσει ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ εἶναι ὁ συνεχιστὴς τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ[1].
Ἡ κτίση ὁλόκληρη ἐξῆλθε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ «καλῶς λίαν», χωρὶς κανένα σημάδι ἀσθένειας ἢ ἀδυναμίας καὶ μόνο κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ παραδόθηκε στὴ φθορὰ καὶ στὸ θάνατο. Ἔκτοτε ἡ κτίση συστενάζει καὶ συνωδίνει[2]. Παρόλα αὐτὰ ὁ κόσμος ἐξακολουθεῖ νὰ ἀποτελεῖ ἀντικείμενο τῆς προνοίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος μέσα στὰ πλαίσια τῆς Θείας Οἰκονομίας δρᾶ παιδαγωγικὰ καὶ συνεργιακὰ, διότι δὲν θέλει νὰ καταργήσει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὁποία ὀφείλεται ἡ ἐμφάνιση τοῦ κακοῦ καὶ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς παρακοῆς του. Ὁ ἄνθρωπος καθορίζει ἐλεύθερα ἀπὸ τώρα τὴν συμμετοχὴ ἢ τὸν ἀποκλεισμό του ἀπὸ τὴν καινὴ κτίση, τὴν καινὴ γῆ καὶ τὸν καινὸ οὐρανὸ τὰ ὁποία θὰ ἀποτελέσουν τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν προσωρινὴ κατάσταση τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου[3].
Πρέπει ἐδῶ νὰ τονίσουμε ὅτι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ὡς Θεῖο χάρισμα εἶναι κάτι τὸ καλὸ, ὅπως καὶ ὅλα ὅσα ὁ Θεὸς δώρισε στὸν ἄνθρωπο. Ὅταν ἡ ἐλεύθερη βούληση περιβληθεῖ ἀπὸ τὰ σπέρματα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τότε ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος αὐτόματα στὴν μακαριότητα καὶ τὴ θέωση. Ὅταν ὅμως παρασυρθεῖ ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του, ὅπως συνέβη μὲ τοὺς πρωτόπλαστους καὶ ὅπως συμβαίνει καὶ σήμερα σὲ μεγάλο βαθμὸ μὲ τὴν πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων, τότε εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ Θεῖο κάλλος καὶ τὴ μακαριότητα τῶν οὐρανῶν καὶ θὰ βυθιστεῖ στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ παρακοὴ καὶ ἡ ἀπείθεια στοὺς Θείους Νόμους, ἀπὸ τὴ διάπραξη τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου ἕως καὶ σήμερα, ἐλλοχεύει στὴ ψυχή του καὶ τὸν κατευθύνει στὴν ἁμαρτία καὶ στὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸ Θεὸ, ὅταν ὑπεισέρχεται ἡ ἐγωπάθεια ὡς παράγοντας ἐξουσίας τῆς θέλησής του. Τότε εἶναι ποὺ ὁ ἄνθρωπος κάνει τὴν λάθος ἐπιλογὴ διὰ τοῦ αὐτεξουσίου, ποὺ τοῦ χάρισε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μέσα στὰ πλαίσια τῆς φιλανθρωπίας Του, καὶ προκαλεῖ ὁ ἴδιος τὴν καταδίκη του.
Ἀκόμα καὶ ὅταν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος σὲ μία τόσο δύσκολη θέση, ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη γιὰ τὸ δημιούργημά του, τοῦ δίνει τὴ δυνατότητα, ἐὰν μετανοήσει εἰλικρινά, νὰ σωθεῖ. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο μὲ σκοπὸ νὰ κυβερνήσει τὸν κόσμο πράττοντας τὸ καλό, ὑπακούοντας καὶ λατρεύοντας τὸν Ὕψιστο.
Τέλος
[1] Χ. Οικονόμου,΄΄Καινή Διαθήκη και πολιτισμός΄΄,Βιβλική Βιβλιοθήκη 26,Θεσσαλονίκη 2003,σ. 136
[2] Ρωμ. 8,22
[3] Πρωτοπρ, Θ. Ζήση, ΄΄Ηθικά κεφάλαια΄΄, Πατερικά 6, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 14