Στην Ορθόδοξο αγιογραφία μας, ο τύπος της εικόνας της Αναστάσεως είνε αυτός επάνω στον οποίον έγινε η εικόνα του Εξωφύλλου, και έχει τον τίτλο «Ανάστασις» ή «Η εις άδου κάθοδος». Στη μέση παριστάνεται ο Χριστός με μεγαλύτερο ανάστημα από τα αλλά πρόσωπα, μέσα σε φωτεινή «δόξα». Με κίνηση σφοδρή πατά επάνω στις σπασμένες πύλες του άδου που ανοίγει κάτω από τα πόδια Toυ σαν σπήλαιο σκοτεινό, σπαρμένο με κλειδωνιές, με κλειδιά και με αμπάρες σπασμένες. Με το δεξί χέρι Του τραβά τον Αδάμ και με τ’ αριστερό την Εύα, παίρνοντάς τους από τους τάφους. Στα χέρια και στα πόδια Του φαίνονται τα σημάδια, των καρφιών.
Δεξιά κι’ αριστερά περιστοιχίζουν τον Λυτρωτή τους και στέκουνται με θάμβος οι «δίκαιοι», δηλαδή όσοι ευαρεστήσανε τον Θεό από καταβολής κόσμου μέχρι της ενσαρκώσεως του Χριστού, ο Ενώχ, ο Νώε, ο Μωυσής, ο Ηλίας, ο Δαυίδ, ο Σολομών και οι άλλοι. Πρώτος από τα δεξιά Του φαίνεται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, γιατί, αφού προανήγγειλε στον κόσμο τον ερχομό του Κυρίου, αποκεφαλίσθηκε και κατέβηκε στον Άδη για να προαναγγείλει και στους «απ’ αιώνος δέσμιους» ότι θα κατέβει ο λυτρωτής για να τους ελευθερώσει από τα δεσμά του Άδου, «και τοις εν Άδου πιστοίς προάγγελος.»
Αυτός ο τύπος της εικόνας της Αναστάσεως έχει και παραλλαγές, χωρίς να απομακρυνθεί όμως από την έννοια που εκφράζει. Στις αρχαιότερες εικόνες ο Χριστός κρατά τον Αδάμ με το δεξί χέρι Του και με τ’ αριστερό βαστά τον Σταυρό, το όργανο της νίκης κατά του θανάτου. Ο θάνατος παριστάνεται σαν γέρος αγριοπρόσωπος δεμένος με αλυσίδες και καταπλακωμένος από τις πόρτες επάνω στις οποίες πατά ο Χριστός. Συχνά ζωγραφίζεται κ’ ένας Άγγελος που αλυσοδένει τον θάνατο οπού κείτεται μπρούμυτος.
Η εικόνα τούτη της Άναστάσεως παριστάνει με την ζωγραφική ό,τι ψέλνει η Ορθόδοξος υμνωδία που λέγει «Την άμετρόν σου ευσπλαγχνίαν οι ταις του άδου σειραίς συνεχόμενοι δεδορκότες προς το φως ηπείγοντο. Χριστέ, αγαλλομένω ποδί, Πάσχα κροτούντες αιώνιον», ή «Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις της γης και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους κατόχους πεπεδημεμένων, Χριστέ…». Ο λυτρωτής παριστάνεται ως «τον Άδην σκυλεύσας και τον άνθρωπον αναστήσας», «ο μοχλούς και πύλας του Άδου συνθλάσας.»
Υμνωδία και αγιογραφία εκφράζουν πάντα το ίδιο πράγμα στην Ορθόδοξο Εκκλησία, η μία με τα λόγια και με την ψαλμωδία κ’ η άλλη με σχήματα ιερά και συμβολικά και με χρώματα μυστικά. Η αληθινή αυτή εικόνα της Αναστάσεως, που θα ξαφνίσει, αλλοίμονο, πολλούς Έλληνας Χριστιανούς, δεν παριστάνει άλλο από ό,τι λέγει το Πασχαλινό τροπάρι που το ψέλνουνε μικροί και μεγάλοι: «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Αυτή ήτανε η εικόνα της Αναστάσεως στη θρησκεία μας από αιώνες έως τα τελευταία χρόνια που αφήσαμε σιγά-σιγά την βαθειά και με νόημα παράδοσή μας, και πήραμε από τους δυτικούς τη ζωγραφιά (όχι εικόνα) της Αναστάσεως, στην οποία παριστάνεται ο Χριστός γυμνός και παχουλός, βαστώντας μια σημαία, και που φανερώνει με τη θεατρική όψη της το σαρκικό, αντιθρησκευτικό και αντιπνευματικό φρόνημα εκείνων που την έπλασαν με την κοσμική φαντασία τους.
Φ. Κ.
«ΚΙΒΩΤΟΣ» ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ – Β. ΜΟΥΣΤΑΚΗ – ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΕΤΟΣ Γ’ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1954, ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛ. 35 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι. Ν. ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ