Εξ αφορμής: περί Θαυματοποιών και Θαυμάτων

 

Ελπιδοφόρος Σωτηριάδης MD, SM, ScD

Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Δημόσιας Υγείας

Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου

Διαχρονικά υποβόσκει και περιστασιακά προβάλλεται έντονα, εξ αφορμής εκκλησιαστικών σκανδάλων, η προσπάθεια των πιστών Χριστιανών από την μια να «υπερασπιστούν» ή/και να «αποδείξουν» την ύπαρξη του Θεού με τα θαύματα, ενώ από την άλλη φουντώνει η ευθεία αντιπαράθεση και το μένος των αμφισβητούντων την Ορθόδοξη πίστη, οι οποίοι δράττονται της σκανδαλοθηρικής ευκαιρίας να λοιδωρήσουν και να γελοιοποιήσουν τα θαύματα, με κύριο στόχο τον ίδιο τον Χριστό.

Η προσπάθεια της «υπεράσπισης» ή/και «απόδειξης» της ύπαρξης του Θεού μέσω των θαυμάτων τίθεται ασφαλώς σε εισαγωγικά, διότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη από τα κατά καιρούς θαύματα για να επιβεβαιώσει την παρουσία Του στη γη και σ’ ολόκληρο το σύμπαν. Παράλληλα, ούτε και με την εδώ παρουσία Του ο Χριστός επεδίωξε να δεσμεύσει ή/και να εξαναγκάσει την αποδοχή Του από τους ανθρώπους μέσω των θαυμάτων. Η αποκάλυψη του Υιού του Θεού έγινε και συνεχίζει να γίνεται προσωπικά στον καθένα με πλήρη σεβασμό στην ελευθερία μας.

Αναλογιζόμενοι τα πιο πάνω, δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε ούτε θεαματικά ταχυδακτυλουργικά ούτε ευφάνταστες ανατροπές των φυσικών νόμων για να διακρίνουμε τον Δημιουργό μέσα στο διαρκές θαύμα της δημιουργίας. Από την απλή μελέτη των φυσικών νόμων, τα απίστευτα μεγέθη της φύσης και την απεραντοσύνη του σύμπαντος, που κυμαίνεται από τα αόρατα νανόμετρα μέχρι τα επιβλητικά δισ- τρισ- και πολλάκις εκατομμύρια χιλιόμετρα. Από τον θαυμασμό της πολυμορφίας, της πολυχρωμίας, και της πολυποικιλότητας των φυτών και των ζώων έως και την θαυμαστή δημιουργία του ανθρώπου, ο Δημιουργός είναι πανταχού παρών από το μικρότερο χιλιοστό μέχρι το απέραντο σύμπαν.

Δεν χρειαζόμαστε άλλα θαύματα για να δοξολογήσουμε τον Θεό, αν έχουμε μελετήσει την ιστολογία του ανθρώπινου σώματος και αν έχουμε βιώσει την φυσιολογία της ζωής. Δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε τη σοφία του Δημιουργού, αν έχουμε δει την λεπτομέρεια του ανθρώπινου οφθαλμού, αν έχουμε αισθανθεί την ακατάπαυστη λειτουργία της καρδιάς, αν έχουμε μελετήσει την χημική πολυπλοκότητα του ήπατος και αν έχουμε αναλογιστεί την σύνθετη και εν πολλοίς άγνωστη λειτουργία του εγκεφάλου, καθώς και τα τόσα άλλα θαυμαστά της Θεϊκής δημιουργίας.

Είναι γι’ αυτό που προκαλεί τραγική απογοήτευση η ανεπίγνωστη, επιπόλαιη και εν πολλοίς ακατήχητη προσπάθεια πολλών να «αποδείξουν» την ύπαρξη του Θεού με τα κατά καιρούς αληθινά ή ψεύτικα θαύματα. Είναι επίσης οξύμωρο σχήμα η χρήση επιστημονικών μεθόδων για να «ελέγξουν» τάχα το οποιοδήποτε θαύμα. Αφού το θαύμα είναι ένα γεγονός που διαπερνά, ξεπερνά και υπερβαίνει τα ανθρώπινα και πεπερασμένα μέτρα, τότε πώς μπορεί κανείς να αξιολογήσει με όρους ανθρώπινης και πεπερασμένης επιστήμης αυτό που εξ ορισμού είναι πέρα και πάνω από αυτήν;

Συχνά ακούγεται από πολλούς ότι τα θαύματα ενισχύουν την πίστη των Ορθοδόξων Χριστιανών είτε είναι αυτοί οι άμεσοι αποδέκτες του θαύματος είτε είναι αυτοί που βλέπουν ή ακούνε για το θαύμα και έχουν ήδη πίστη στον Χριστό. Είναι αλήθεια ότι οι πιστοί μπορούν να ωφεληθούν και να ενισχυθεί η πίστη τους, όταν γίνεται σε αυτούς γνωστό ένα θαύμα. Γι’ αυτό και είναι ωφέλιμο να διαδίδονται διηγήσεις θαυμάτων μεταξύ των πιστών. Το πρόβλημα προκύπτει όταν η διήγηση θαυμάτων γίνεται με τρόπο που παρεκκλίνει από τον σκοπό της ενίσχυσης της πίστης των Χριστιανών και μετατρέπεται σε μια φιλολογία θαυμαστών γεγονότων που εργαλειοποιείται ώστε να προκαλέσει δέος και να οδηγήσει στην πνευματική υποταγή ή/και εκμετάλλευση των ανθρώπων από αυτόν που διατείνεται ότι είχε μια καίρια θέση κατά την πραγματοποίησή τους. Έτσι, δεν μπορούμε να δικαιώσουμε τη στάση αυτών που τείνουν να προβάλλουν συνεχώς διάφορα θαύματα και να μετατρέπουν την διήγηση θαυμαστών γεγονότων σε μια «βιομηχανία», πολλές φορές προσποριζόμενοι ίδιον όφελος, ούτε βέβαια νομιμοποιούνται από την άλλη αυτοί που φτάνουν στην πλήρη περιφρόνηση και άρνηση της αλήθειας των θαυμάτων από αντίδραση στις ακρότητες αυτής της εμπορευματοποίησης.

Ο Χριστός επαναλαμβάνει αμέτρητες φορές εμφαντικά ότι προϋπόθεση του θαύματος είναι η Πίστη. Ο Χριστός με τις παραβολές του διασαφηνίζει ότι η Πίστη προηγείται ως προϋπόθεση για να ενεργήσει ο Θεός το θαύμα. Σταχυολογούμε μερικά παραδείγματα, όπως στην παραβολή της Χαναναίας στην οποία ο Χριστός διαλαλεί: «ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις – γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης». Όταν ο Χριστός θεραπεύει τον δούλο του εκατοντάρχου, επιβεβαιώνει τη συνέργεια της πίστης: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοασαύτην πίστιν εὗρον:… ὕπαγε καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι». Στην παραβολή του τυφλού της Ιεριχούς ο Χριστός και πάλι διαλύει κάθε αμφιβολία και τεκμηριώνει ότι η πίστη λειτουργεί ως προϋπόθεση για το θαύμα: «σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτόν λέγων· Τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε».

Παράλληλα, ο Χριστός στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, ακυρώνει κάθε ανθρώπινη υπόνοια ότι το θαύμα θα μπορούσε να οδηγήσει στην γέννηση της πίστης με παραβίαση της ελευθερίας του ανθρώπου. «Λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωυσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωυσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται». Επιπλέον, ας μην τρέφουμε αυταπάτες ότι ο Θεός ενεργεί το θαύμα εξ αιτίας κάποιας αρετής ή ιδιότητας που έχει ο άνθρωπος. Γενεσιουργός αιτία του θαύματος είναι πάντοτε η παντοκρατορική βούληση και η άμετρη φιλανθρωπία του πανάγαθου Θεού. Ο άνθρωπος όση πίστη και αν έχει δεν μπορεί να κάνει κανένα θαύμα, αν ο Θεός δεν ενεργήσει μέσω αυτού. Συνεπώς, η πίστη του ανθρώπου δεν αποτελεί την αιτία του θαύματος αλλά απλώς είναι μια από τις προϋποθέσεις για να ενεργήσει ο Θεός μέσα στην ζωή του ανθρώπου θαυματουργικά.

Θα ρωτούσε βέβαια κάποιος, αφού η πίστη δεν γεννιέται από το θαύμα, τότε τι είναι η πίστη και πώς αποκτά κανείς πίστη; Η απάντηση βρίσκεται και πάλι στο Ευαγγέλιο. «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Πίστη είναι δωρεά του Θεού, που χαρίζεται στις ευγενικές και ταπεινές καρδιές, όταν διατηρούν την καθαρότητά τους. Ο ίδιος ο Χριστός μας διδάσκει ότι η πίστη είναι Θείο δώρο που πρέπει να το ζητάμε με ταπείνωση από τον Δωρεοδότη Θεό. Στην παραβολή της θεραπείας του δαιμονιζόμενου νέου, ο Χριστός αναζητά την πίστη του πατέρα ως προϋπόθεση για το θαύμα και μας προτρέπει να ζητάμε την πίστη με αυτό το φοβερό χωρίο «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Μας υποδεικνύει δηλαδή ότι θα πρέπει να ζητάμε ταπεινά την πίστη από τον Θεό.

Σε κάθε περίπτωση, η πίστη είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο που έχει την ταπείνωση να την ζητήσει, την διάθεση να την καλλιεργήσει, την πνευματική ευαισθησία να την αποδεχτεί και την ευγένεια να την κρατήσει ως πολύτιμο μαργαρίτη στην καρδιά του. Ο κάθε πιστός που αναγεννιέται μέσα στην αληθινή Πίστη, δεν έχει ανάγκη ούτε από θαυματοποιούς ούτε από θαύματα ούτε και από εμπορικές συναλλαγές στον οίκο του Θεού. Του αρκεί η χαρά της προσωπικής επικοινωνίας με τον Θεό και η εναπόθεση της ζωής του στην πρόνοια του Θεού.

Καθώς βαδίζουμε ήδη στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ας ζητήσουμε ταπεινά από τον Θεό να μας χαρίζει την άδολη πίστη, να μας σώζει με την αληθινή μετάνοια, να μας συναντά στην ειλικρινή εξομολόγηση και να μας χαρίζει την Θεία Κοινωνία ώστε να βιώνουμε την Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών του Χριστού και να ζούμε αιωνίως μαζί Του την χαροποιό και σωτήρια Ανάσταση.

Καλή Σαρακοστή και Καλό Στάδιο σε όλους !