π. Χρύσανθος Κουτσουλογιαννάκης: Ο παπάς που δυνάμωσε την Πίστη μας

π. Θωμάς Ανδρέου

(Το άρθρο αυτό, δημοσιεύθηκε στο τεύχος 30 του “Άμβωνα Παγγαίου”)

Όλοι λίγο πολύ γνωρίσαμε την ιστορία της Σπιναλόγκας, μέσα από την επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά ιδιωτικού καναλιού που είναι βασισμένο στο επίσης επιτυχημένο μυθιστόρημα, που μας μεταφέρει σε μιαν άλλην εποχή, όχι πολύ μακρινή από την δική μας, σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι, απομονωμένοι και ξεχασμένοι απ΄ όλους, στιγματισμένοι και ντροπιασμένοι, μακριά από τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα, πέθαιναν στο μικρό νησάκι της Σπιναλόγκας, στο νησί των λεπρών !

Εκεί παντρευόντουσαν εκεί γεννούσαν τα παιδιά τους και εκεί αφήναν την τελευταία τους πνοή ατενίζοντας πλέον ελεύθεροι τον Ψηλορείτη και την λεβεντογέννα Κρήτη. Μόνη τους παρηγοριά η καμπάνα της μικρής Εκκλησιάς τ’ Αγίου Παντελεήμονα, που άλλοτε κτυπούσε χαρμόσυνα για να καλέσει σε προσευχή και άλλοτε πένθιμα για να αποχαιρετήσει έναν από τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί με την ελπίδα εξεύρεσης του φαρμάκου. Εκεί στην εκκλησιά τους έβρισκαν τ’ απάνεμο λιμάνι στις τρικυμίες της ζωής τους…

Ο παπάς της Σπιναλόγκας σε κάποια στιγμή πέθανε λίγο μετά την κατοχή. Όχι από την λέπρα, απλά ήρθε η ώρα του να εκτελέσει και εκείνος με την σειρά του το κοινό χρέος του βίου. Όταν λοιπόν η θέση του παπά εκεί έμεινε κενή ζήτησε η Εκκλησία εθελοντικά κάποιον για να διακονήσει τους αρρώστους πάνω στο Νησί. Κανένας δεν θέλησε να πάει…

Μόνο ένας άγνωστος Ιερομόναχος βρέθηκε να πάει και να μείνει εκεί. Μαζί με τους λεπρούς. Ήταν ο Ιερομόναχος Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης. Άνθρωπος ασκητικός λιτοδίαιτος, ελεήμων ανεξίκακος. Όταν άκουσε πως ζητούσαν παπά για την Σπιναλόγκα, πήγε και έβαλε μετάνοια στον Ηγούμενο της Μονής και ζήτησε να πάει αυτός…

Πέρασαν τα χρόνια. Ο παπά Χρύσανθος έγινε ένα με τους λεπρούς. Ποτέ δεν «κόλλησε» την αρρώστια τους. Κόλλησε ο ίδιος στις πονεμένες καρδιές τους… Το 1957 η Σπιναλόγκα έκλεισε. Είχε βρεθεί πλέον το φάρμακο να σωθούν ζωές. Ο παπάς έμεινε εκεί μέχρι να φύγει και ο τελευταίος. Υγιής απόλυτα ο ίδιος, το σπίτι του θανάτου το έκαμε σπίτι του. Έφυγε το 1963, τελευταίος απ’ όλους για να επιστρέψει στο Μοναστηράκι του. Στο απάνεμο λιμανάκι που τον μεγάλωσε στην Κυρά Παναγιά την Ακρωτηριανή. Η νηστεία του ήταν απαράμιλλη. Όλη την Σαρακοστή, κρατούσε με ένα ρόφημα από τα μυρίπνοα βοτάνια της Κρήτης και λίγα χόρτα. Κρέας δεν έφαγε ποτέ στην ζωή του! Στην τράπεζα της Μονής κατέβαινε μονάχα το Σαββάτο και την Κυριακή και σε όλη του την ζωή ποτέ δεν έφαγε βράδυ. Μία φορά την ημέρα έτρωγε το μεσημέρι. Τις άλλες μέρες προσευχόμενος με αυστηρή νηστεία και περισυλλογή, έμενε στο φτωχικό κελί του. Δεν είχε τίποτε δικό του.

Μάλιστα μου έλεγε ο Ηγούμενος ο π. Φιλόθεος που τότε ήταν νεαρός μοναχός και είδε το περιστατικό και, χάριν στον οποίον μαθαίνουμε και εμείς τον Άγιο Γέροντα, πως τα παπούτσια του ήταν ξεπατωμένα και τα ράσα του μπαλωμένα. Ο τότε Ηγούμενος της Μονής πήγε και του αγόρασε ένα ζευγάρι παπούτσια και τον υποχρέωσε να τα φορέσει. Την άλλη μέρα το πρωί, βλέπουν τον παπά Χρύσανθο να κατεβαίνει με τα χαλασμένα. Τρέχει ο Ηγούμενος και του τα τραβά από τα πόδια και τα πετά… Έβαλε μετάνοια ο παπά Χρύσανθος και συνέχισε σαν να μην είχε συμβεί τίποτε !

Κοιμήθηκε στη Μονή σε ηλικία 82 ετών και το χώμα της Κρήτης, σκέπασε τ’ αγιασμένο του κορμί. Ο Παπά Χρύσανθος, με το πέρασμα του έγραψε ξέχωρη ιστορία. Θα ήταν άδικο να την κρατήσω για τον εαυτό μου και να μην σας μιλήσω για αυτόν τον απλό, τον φτωχό, τον άγιο, τον αξέχαστο παπά.