Toυ Κωνσταντίνου Βαθιώτη, Αναπλ. Καθηγητή Ποινικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΔΠΘ
«Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου – για πάντα»
George Orwell, 1984.
Πριν από λίγες ημέρες, ο πρώην Υπουργός Προστασίας του Πολίτη και εκλεκτός συνάδελφος Γιάννης Πανούσης, μετά από μια μακρά περίοδο βασανιστικής ενστάλαξης σταγόνων δημοκρατικής ευαισθησίας αναμεμιγμένων με σιβυλλικές τοποθετήσεις σε φόντο γλωσσοπλαστικών πιρουετών, δημοσίευσε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (26.11.2020, σελ. 16) ένα κρίσιμο άρθρο με τίτλο “Μάθημα στοιχειώδους πολιτικής αντίληψης”. Με αυτό το κείμενό του, φαίνεται ότι εγκαταλείπει τις μέχρι τούδε ενίοτε αμφίσημες δηλώσεις, για να ταχθεί ξεκάθαρα υπέρ του στραγγαλισμού των θεμελιωδών ελευθεριών του πολίτη εν καιρώ πανδημίας και κατ’ αποτέλεσμα υπέρ ενός πρωτόγνωρου “συνταγματικού σοδομισμού”, απόρροιας των δρακόντειων υγειονομικών μέτρων.
Πολύ φοβούμαι ότι ο ευφυέστατος αρθρογράφος εκκινεί από μια θέση που διαστρεβλώνει την νομική πραγματικότητα. Υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι όσοι τολμούν να «φέρνουν συνεχώς σε αντι-παρά-θεση Ελευθερίες και Ασφάλεια» «δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν πρόκειται για τη γνωστή πολιτική σύγκρουση Ελευθερίας και Ασφάλειας στο επίπεδο του Κράτους Δικαίου και των Δικαιωμάτων του πολίτη, αλλά για περιορισμούς σε συγκεκριμένες ελευθερίες κίνησης για λόγους υγειονομικής ασφάλειας».
Σημειωτέον ότι πριν από 16 χρόνια, μετά την επίθεση που είχε εξαπολύσει στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου ο τότε “αόρατος εχθρός”, δηλ. η Αλ Κάιντα, ο Γιάννης Πανούσης σε ένα εξαιρετικό επιστημονικό άρθρο του με τίτλο “Το «σκιάχτρο» της παγκοσμιοποίησης” (Ποινική Δικαιοσύνη 2004, σελ. 1153 επ.) έγραφε: «Η ασταθής ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας συνιστά μια βαθιά σκιά που γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή, αφού το παγκόσμιο νομικό δίχτυ ασφάλειας δεν αφήνει έξω από τη “νέα ρύθμιση” καμία σχεδόν από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και ελευθερίες (από την κίνηση μέχρι την έκφραση κι από τα προσωπικά δεδομένα μέχρι τις πολιτικές πεποιθήσεις)».
Η πρόσφατη θέση του Γιάννη Πανούση –η οποία παράγει μια περίεργη παραφωνία, αν διαβασθεί παράλληλα με την προ δεκαεξαετίας διατυπωθείσα επισήμανση σχετικά με το παγκόσμιο νομικό δίχτυ ασφάλειας που λειτουργεί σαν οδοστρωτήρας για όλες σχεδόν τις ελευθερίες του πολίτη– συμπίπτει με την επιχειρηματολογία που είχε ξεδιπλώσει ταχυδακτυλουργικώ τω τρόπω επί “lockdown I” ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος: Πρώτος εκείνος προσπάθησε να ρίξει στάχτη στα μάτια των μη εξοικειωμένων με το Συνταγματικό Δίκαιο Ελλήνων πολιτών, στρέφοντας τον παραμορφωτικό προβολέα του στον περιορισμό της κίνησης, ούτως ώστε να κρατήσει στο σκιόφως την προσβολή του πυρήνα κάποιων θεμελιωδών δικαιωμάτων του πολίτη, η άσκηση των οποίων προϋποθέτει απαραιτήτως την ελευθερία της (μετα)κίνησής του. Επί παραδείγματι, με την εν λόγω ταχυδακτυλουργία επεχείρησε να εξαφανίσει από τον συνταγματικό ορίζοντα την κατάργηση της θρησκευτικής ελευθερίας υπό την μορφή της θρησκευτικής λατρείας, συμπληρώνοντας μάλιστα ότι εν πάση περιπτώσει αρκεί για την άσκησή της η κατά μόνας υλοποιούμενη προσευχή κάτω από τα εικονίσματα του σπιτιού μας. «Δεν παρεμποδίζεται», έλεγε, «το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας», αλλά «η σωματική κίνηση και το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, άρα και του συνέρχεσθαι για θρησκευτικούς λόγους» (επ’ αυτού βλ. διεξοδική κριτική του γράφοντος εις: Οι 7 ανοικτές πληγές στην δυστοπία του Covid-19 – Προβληματισμοί και ανησυχίες μετά την συνέντευξη Ευάγγελου Βενιζέλου, ProNews, 10.4.2020).
Σήμερα μάλιστα, επί “lockdown II”, δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για απλό περιορισμό της ελευθερίας κίνησης, αλλά για κραυγαλέα προσβολή του πυρήνα της, εμφανώς σοβαρότερη εκείνης που προκλήθηκε επί “lockdown I”, αφού για να μετακινηθεί κάποιος από το σπίτι του σε εξωτερικό χώρο πρέπει όχι μόνο να γνωστοποιήσει τον τόπο και τον λόγο της μετακίνησής του αλλά και να φορά μάσκα· ειδάλλως, δεν δικαιούται να εξέλθει ποτέ της οικίας του. Επιπλέον, έχει θεσπισθεί απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 21.00 μέχρι τις 05.00, προβλεπομένων τριών μόνο εξαιρέσεων, στις οποίες δεν συγκαταλέγεται καν η μετακίνηση για παροχή βοήθειας σε ανθρώπους που την έχουν ανάγκη! Αξίζει να υπομνησθεί και τούτο: Ο πολίτης εξαναγκάζεται στον δημόσιο χώρο να αποδείξει ότι συντρέχει νόμιμος λόγος κυκλοφορίας του, οφείλει δε να αποδεχθεί εκ των προτέρων την νομιμοποιητική βάση του διενεργούμενου αστυνομικού ελέγχου. Ερωτάται λοιπόν: Οι εν λόγω sine qua non προϋποθέσεις της κατ’ εξαίρεσιν επιτρεπτής μετακίνησης πώς συνδέονται αιτιωδώς με την καταπολέμηση της πανδημίας; Και με ποιον τρόπο η απαγόρευση της νυχτερινής μετακίνησης υπηρετεί το καθεστώς της έκτακτης δημόσιας ανάγκης; Μόλις που χρειάζεται να επισημανθεί ότι, όταν τα θεσπιζόμενα μέτρα δεν διέπονται από την αρχή της αναλογικότητας, όταν δηλαδή δεν είναι πρόσφορα και αναγκαία για την καταπολέμηση της πανδημίας, πάσχουν από σοβαρό έλλειμμα συνταγματικότητας.
Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι ο Γιάννης Πανούσης ξεπέρασε σε ταχυδακτυλουργική δεξιότητα τον Ευάγγελο Βενιζέλο, αφού έφθασε στο σημείο να αμφισβητεί το δικαίωμα του πολίτη, και δη του νομικού επιστήμονα, να συζητά και να προβληματίζεται για την διελκυστίνδα ανάμεσα στην έννοια της ελευθερίας και σε εκείνη της ασφάλειας, υπολαμβάνοντας (ή υποστηρίζοντας στρεψόδικα) ότι το δίπολο “Ελευθερία vs Ασφάλεια” είναι aliud σε σχέση με το δίπολο “περιορισμός κίνησης vs υγειονομική ασφάλεια” και ότι για Κράτος Δικαίου και για δικαιώματα του πολίτη δεν επιτρέπεται να γίνεται λόγος στο πλαίσιο ελέγχου των μέτρων που λαμβάνει η Πολιτεία οσάκις ενδιαφέρεται να προασπίσει την δημόσια υγεία. Επομένως, ο Γιάννης Πανούσης θεωρεί ότι οι πολίτες θα πρέπει να έχουν “ραμμένο το στόμα” τους και να αποδέχονται άνευ ετέρου οιαδήποτε απαγόρευση κριθεί αναγκαία για την αναχαίτιση του κορωνοϊού επί τη βάσει της εκάστοτε (πάντοτε αδιαφανούς στις λεπτομέρειές της) εισηγήσεως των περίφημων “ειδικών”, προ πολλού ανυπόληπτων λόγω των αμέτρητων παλινωδιών στις οποίες έχουν περιπέσει από την αρχή της πανδημίας, αλλά και της παγερά αδιάφορης ή και σαδιστικής στάσης που τηρούν έναντι των βασανιζόμενων πολιτών.
Δυστυχώς για τον Γιάννη Πανούση αλλά και για την κυβέρνηση, το ελληνικό Σύνταγμα δεν προβλέπει αναστολή θεμελιωδών δικαιωμάτων για λόγους δημόσιας υγείας. Αυτή προβλέπεται μόνο στο πλαίσιο της κατάστασης πολιορκίας του άρθρου 48 Συντ., όπου απαριθμούνται περιοριστικά τέσσερεις λόγοι, άσχετοι με πανδημία: ο πόλεμος, η επιστράτευση εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων, η άμεση απειλή της εθνικής ασφάλειας και η εκδήλωση ένοπλου κινήματος για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος (μήπως τελικώς η μονότονη επανάληψη της πολεμικής ρητορικής και του χαρακτηρισμού του κορωνοϊού ως “αόρατου εχθρού” αποσκοπεί ύπουλα στην εξοικείωση του πολίτη με την σατανική ιδέα μιας ενδεχομένως αναλογικής εφαρμογής του συγκεκριμένου άρθρου σε περιπτώσεις “πολέμων” που διεξάγονται κατά “αοράτων εχθρών”;). Πάντως, ακόμη και γι’ αυτούς τους λόγους, αναστολή του άρθρου 13 στο οποίο κατοχυρώνεται το απαραβίαστο της θρησκευτικής ελευθερίας, άρα και της θρησκευτικής λατρείας, δεν προβλέπεται.
Υπό το φως αυτών των διευκρινίσεων, η συζήτηση για την δέουσα δοσομέτρηση αφ’ ενός της ελευθερίας και αφ’ ετέρου της ασφάλειας σε καιρούς πανδημίας όχι μόνο δεν είναι ανεπέρειστος αλλά καθίσταται επιτακτική περισσότερο παρά ποτέ. Nota bene: Μόλις πριν από λίγες ημέρες το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών απεφάνθη ότι «ακόμη και σε καιρούς πανδημίας το Σύνταγμα δεν επιτρέπεται ούτε να παραγκωνίζεται ούτε να λησμονείται» (“Εven in a pandemic, the Constitution cannot be put away and forgotten”).
Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο Γιάννης Πανούσης απέφυγε να λάβει υπ’ όψιν του τις σοβαρές ενστάσεις περί καμουφλαρισμένης αναστολής θεμελιωδών δικαιωμάτων του πολίτη, η οποία έχει επέλθει ως παρεπόμενη συνέπεια της προσχηματικής επιδίωξης να περιορισθεί μόνο η ελευθερία (μετα)κίνησης των πολιτών. Πρόκειται, μάλιστα, για καμουφλαρισμένη αναστολή που πάσχει ήδη σε τυπικό επίπεδο, αφού τα επίμαχα απαγορευτικά μέτρα λαμβάνονται μέσω αλλεπάλληλων υπουργικών αποφάσεων χωρίς να υποβάλλονται στην βάσανο του κοινοβουλευτικού ελέγχου!
Όταν, λοιπόν, μια κυβέρνηση, όπως η ελληνική, προχωρεί σε εφαρμογή μέτρων τα οποία επιφέρουν praeter legem constitutionis μια τέτοια καμουφλαρισμένη αναστολή θεμελιωδών δικαιωμάτων, κατά τρόπον που θυμίζει αφ’ ενός την γερμανική κατοχή (πρβλ. την άδεια κυκλοφορίας που χορηγούσε στους πολίτες η Kommandantur), αφ’ ετέρου την χούντα των συνταγματαρχών (βλ. την απαγόρευση κυκλοφορίας, ένα φαινόμενο ως προς το οποίο ο Αριστόβουλος Μάνεσης, στις πανεπιστημιακές παραδόσεις του “Συνταγματικά Δικαιώματα, α΄ ατομικές ελευθερίες”, σελ. 134, σημείωνε προειδοποιητικά ήδη το 1982 ότι ίσχυσε «σε συνταγματικά ανώμαλες περιόδους»), τότε η «παρομοίωση της κρίσης πανδημίας με δικτατορία» και η «ταύτιση ενός δημοκρατικά εκλεγμένου κόμματος με ένα στρατιωτικό καθεστώς» (τις φράσεις αυτές χρησιμοποίησε ο Γιάννης Πανούσης στο υπό συζήτησιν άρθρο του) δεν αποτελούν παρά απλές αλλά πάντως οδυνηρές διαπιστώσεις (για “δικτατορία οργανωμένη από ψηλά” κάνει λόγο και ο Joachim Sonntag, 2025, Teil 2. Das Endspiel, Der Alptraum für unsere Kinder, 2η έκδ., 2020, σελ. 182· πρβλ. Gary Kah, Προς μια παγκόσμια δικτατορία, μτφ.: Χαρίκλεια Αρβανιτίδη, εκδ. Στερέωμα, Αθήνα 1980).
Διότι, ως γνωστόν, ένας αγγελιαφόρος κάνει απλώς την δουλειά του ανακοινώνοντας την δυσάρεστη είδηση στους κατά προορισμόν αποδέκτες της και ουδείς μπορεί να τον ψέξει, επειδή κομίζει “μαύρα μαντάτα”. Επομένως, η μομφή που προσήψε ο Γιάννης Πανούσης στους τολμήσαντες να ταυτίσουν την παρούσα κυβέρνηση με δικτατορικό καθεστώς, δηλ. ότι κάνουν «ιδιαίτερο κακό στα δημόσια ήθη», όχι μόνο είναι άστοχη, αλλά πολύ περισσότερο λειτουργεί ως αυτεπίστροφον, κοινώς μπούμερανγκ, για τον συγκεκριμένο επικριτή: «κακό στα δημόσια ήθη» δεν προκαλεί όποιος αποκαλεί την σημερινή κυβέρνηση δικτατορική ή αυταρχική, αλλά όποιος συσκοτίζει ή διαστρέφει την αλήθεια.
Και έπειτα, κατά ποίαν λογική αποκλείεται ένα «δημοκρατικά εκλεγμένο κόμμα» να μετεξελιχθεί σε δικτατορικό καθεστώς, δικαιώνοντας έτσι τον Daniel Kalla, o οποίος στο βιβλίο του “Πανδημία” (μτφ.: Χ. Καψάλης, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2005, σελ. 151) επισημαίνει ότι οι περίοδοι επιδημιών αποτελούν γόνιμο έδαφος για τις «καταπιεστικές δικτατορίες»; Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι το 1975 ο Φουκώ (Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, μτφ.: Τ. Μπέτζελος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2011, σελ. 226) μιλούσε για το «πολιτικό όνειρο της πανούκλας» που ήταν «η διείσδυση του κανονισμού μέχρι τις έσχατες λεπτομέρειες της ύπαρξης και μέσω μιας ολοκληρωμένης ιεραρχίας που διασφαλίζει την τριχοειδή λειτουργία της εξουσίας. […] Η πανούκλα ως μορφή της αταξίας, ταυτοχρόνως πραγματική και φαντασιακή, έχει ως ιατρικό και πολιτικό σύστοιχο την πειθαρχία».
Βεβαίως, πιο πιθανό είναι η «δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση» να ασκεί φαινομενικά και μόνο μια δημοκρατικού τύπου διακυβέρνηση, αλλά στην πραγματικότητα να υλοποιεί την λεγόμενη “εκτελεστική επέκταση”, κατά την οποία «οι εκλεγμένοι ιθύνοντες ροκανίζουν τη δημοκρατία, ενώ προσποιούνται ότι τη σέβονται» (βλ. Runciman, Έτσι τελειώνει η Δημοκρατία;, μτφ.: Π. Γεωργίου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2019, σελ. 66, ο οποίος συμπληρώνει ότι η εκτελεστική επέκταση «φαίνεται να αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία τον 21ο αιώνα»). Μια τέτοια “βιτρίνα δημοκρατίας”, για να “την βγάλει καθαρή”, ποντάρει «στην εγγενή παθητικότητα του λαού», ο οποίος συγκροτεί την λεγόμενη “δημοκρατία των ζόμπι”, δηλ. των πολιτών εκείνων που «απλώς παρακολουθούν μια παράσταση στην οποία ο δικός τους ρόλος είναι να χειροκροτούν ή όχι τις κατάλληλες στιγμές» (Runciman, ό.π., σελ. 68· για την “ψευδο-δημοκρατία”, όπου «η χρήση φόβου, απειλών και εξευτελισμών από πλευράς της κυβέρνησης θεωρείται απολύτως απαραίτητη», ενώ «το έργο αυτό το έχουν αναλάβει τα Μ.Μ.Ε., τα οποία καταδικάζουν τον πολίτη πριν ακόμη αυτός δικαστεί» βλ. Lindsey Williams, Ο παγκόσμιος έλεγχος του Πλανήτη. Το σύνδρομο του ελέγχου, μτφ.: Χαρίκλεια Αρβανιτίδου, εκδ. Στερέωμα, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 59).
Είναι, μάλιστα, άκρως αποκαρδιωτικό ότι ο Γιάννης Πανούσης, στην προσπάθειά του να διογκώσει την διανοητική συσκότιση των πολιτών, υιοθετεί την περί ψεκασμένων ρητορική του ανεκδιήγητου Έλληνα πρωθυπουργού, ισχυριζόμενος ότι «η συνεχής […] αναφορά στην πολιτική ανυπακοή (του βιβλίου του Θορό, 1854) ή οι υπαινιγμοί για το “1984” του Όργουελ» δεν δικαιώνουν «τις απόψεις των Αγανακτισμένων ή των Ψεκασμένων». Πέρα από το γεγονός ότι, μέχρι πριν (ξανα)κλείσουν τα βιβλιοπωλεία, ένας τακτικός επισκέπτης παρατηρούσε ότι και τα δύο βιβλία ήσαν πάντοτε σε πρώτη ζήτηση (το βιβλίο του Όργουελ πωλείτο ακόμη και σε υπαίθριες αγορές βιβλίων δίπλα σε σταθμούς εξυπηρέτησης πελατών), το περιεχόμενό τους ταιριάζει γάντι στην κορω-παρα-νοϊκή δυστοπία, υπό το κράτος της οποίας (φυτο)ζωούμε επί εννέα μήνες. Σημειωτέον ότι η απαγόρευση άμεσης-απτικής πρόσβασης στα βιβλία, η οποία οφείλεται όχι μόνο στην αναστολή λειτουργίας των βιβλιοπωλείων αλλά και στην επί τόσους μήνες μη κανονική λειτουργία των βιβλιοθηκών και των αναγνωστηρίων τους, συνιστά ένα ακόμη στοιχείο που φέρνει την παρούσα εποχή πολύ κοντά σε απολυταρχικά καθεστώτα τύπου Γ΄ Ράιχ ή σε δυστοπικά τύπου “Fahrenheit 451”: εκείνα έκαιγαν τα βιβλία, ενώ τα δικά μας απαγορεύουν την πρόσβαση σε αυτά!
Προπάντων το οργουελικό “1984” (άραγε, έχει σκεφθεί κανείς ότι ο αριθμός αυτός μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί με έναν ανατριχιαστικό τρόπο, που φυσικά κάθε σφουγγοκωλάριος της Νέας Τάξης Πραγμάτων θα προσπαθούσε να αντιπαρέλθει φορώντας τις εθελότυφλες διόπτρες του;) βρίθει προφητικών-προειδοποιητικών αναφορών σε δυστοπικά φαινόμενα της σημερινής εποχής μας. Σε αυτό το μυθιστόρημα παρουσιάζεται η δυστοπία «μιας μελλοντικής ολοκληρωτικής κοινωνίας η οποία χρησιμοποιεί την τρομοκρατία, την επιτήρηση και την καταπιεστική γραφειοκρατία για να ασκεί πλήρη έλεγχο στο άτομο» (Kellner, Από το 1984 στον Μονοδιάστατο άνθρωπο, μτφ.: Στ. Ροζάνης / Γ. Λυκιαρδόπουλος, εκδ. ύψιλον, Αθήνα 2020, σελ. 14, ο οποίος συμπληρώνει ότι «το κείμενο εγκρίθηκε για διδασκαλία στα γυμνάσια και τα κολλέγια, αναμφίβολα εν μέρει ως μια προσπάθεια εμβολιασμού των νέων εναντίον του ολοκληρωτικού κομμουνισμού»).
Ως εκ τούτου, προβάλλει εύλογη η εξής απορία: Έχουν διαβάσει ή έστω έχουν (ξανα)διαβάσει προσφάτως το επίμαχο μυθιστόρημα όσοι φθέγγονται ότι το περιεχόμενό του δεν δικαιώνει τους «Αγανακτισμένους ή Ψεκασμένους»; Αξίζει να σημειωθεί ότι τις τελευταίες ημέρες κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο μια φωτογραφία του Όργουελ συνοδευόμενη από την εξής ευφυή λεζάντα: “I wrote 1984 as a warning, not as an instructions manual”, ελληνιστί: «έγραψα το 1984 για να προειδοποιήσω και όχι για να χρησιμοποιηθεί ως προσπέκτους».
Στην συνέχεια θα καταγραφεί ένα μικρό μόνο δείγμα της μείζονος ομοιότητας που εμφανίζει πέραν πάσης αμφιβολίας η δική μας κορωνοϊκή εποχή με την οργουελική δυστοπία της Ωκεανίας στην οποία ζούσε ο ήρωας του έργου Ουίνστον Σμίθ, καταδικασμένος να ελέγχεται παντού και πάντοτε από τον “Μεγάλο Αδελφό”, μέσω μιας τηλεοθόνης που δεν μπορούσε ποτέ να την κλείνει παρά μόνο να την σκοτεινιάζει και η οποία λειτουργούσε ταυτοχρόνως ως πομπός και δέκτης (τα χωρία έχουν αντληθεί από την πρώτη ελληνική έκδοση σε μετάφραση Νίνας Μπάρτη, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1978).
Η Ωκεανία ήταν ένα από τα τρία υπερκράτη στα οποία είχε μοιρασθεί ολόκληρος ο κόσμος – τα άλλα δύο: η Ευρασία και η Ανατολασία (η τριάδα αυτή παραπέμπει ενδεχομένως στις τρεις σημερινές υπερδυνάμεις: Ρωσία, Κίνα, ΗΠΑ). Όπως, όμως, επισημαίνει ο Βασίλης Ραφαηλίδης (Το έτος του Τζωρτζ Όργουελ, εις: Κείμενα στο “έθνος”, εκδ. Θεωρία, 2η έκδ., 1986, σελ. 280, 282): «ο Όργουελ δεν διαφοροποιεί τα τρία φανταστικά κράτη του. Και τα τρία είναι ακριβώς ίδια από κοινωνικοπολιτική άποψη και σ’ αυτήν ακριβώς την ισοπέδωση στηρίζεται ο οργουελικός πολιτικός εφιάλτης. Είναι σαν να λέει ο Όργουελ το 1949 πως όλα τα πολιτικά συστήματα το 1984 θα έχουν γίνει ολοκληρωτικά και απολυταρχικά». Και στα τρία αυτά κράτη «δεν απαγορεύεται μόνο η πολιτική σκέψη, απαγορεύεται η σκέψη γενικά. Και κάτι ακόμα πιο τρομερό: Απαγορεύονται και τα ένστικτα και τα συναισθήματα. Και τούτο σε παγκόσμια κλίμακα, πράγμα που σημαίνει πως δεν υπάρχει περίπτωση εδώ να “διαλέξει κανείς την ελευθερία του” πηδώντας το “σιδηρούν παραπέτασμα”. Τα τρία κράτη-κολοσσοί του “1984” είναι ακριβώς ίδια, και τα σύνορα υπάρχουν μόνο για να ορίζουν τους “αντιπάλους” στην αιώνια και ατέρμονη πόλη τους σ’ έναν αγώνα “σικέ” [Η ταινία του Γκοντάρ “Αλφαβίλ” είναι ολοφάνερα επηρεασμένη από τον εφιάλτη του Όργουελ]».
Η δυστοπική κοινωνία που παρουσιάζεται στο “1984” είναι ολοκληρωτική «καθότι ένα συγκεντρωτικό κομματικό κράτος και ο γραφειοκρατικός μηχανισμός του ελέγχει ολοκληρωτικά κάθε περιοχή της ζωής από την εργασία ώς την κουλτούρα, τη σκέψη, τη γλώσσα, τη σεξουαλικότητα και την καθημερινότητα», γι’ αυτό και το μυθιστόρημα «αρχίζει με επικλήσεις που επαναλαμβάνουν συχνά “Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ”. Αμέσως κατόπιν βυθίζει τον αναγνώστη μέσα σ’ ένα καταθλιπτικό περιβάλλον όπου πανταχού παρούσες τηλεοπτικές εγκαταστάσεις εκπέμπουν ακατάπαυστα προπαγανδιστικά κυβερνητικά μηνύματα αλλά ουσιαστικά λειτουργούν ως όργανα επιτήρησης» (Kellner, ό.π., σελ. 18-19). Υπάρχει, άραγε, κάποιος υγιώς σκεπτόμενος Έλληνας ο οποίος στην εποχή της πανδημίας δεν βιώνει την καθημερινή εμετική προπαγάνδα των αργυρώνητων ΜΜΕ υπέρ των δρακόντειων υγειονομικών μέτρων και τώρα πλέον υπέρ του εμβολιασμού όλων των Ελλήνων, προτού καν δοθούν οι απαραίτητες εγγυήσεις για την μη βλαπτικότητα του εμβολίου; Ορθώς, λοιπόν, διαπιστώνεται ότι «ο Όργουελ προανήγγειλε […] τον ρόλο της τηλεόρασης στο κλείσιμο των ανθρώπων στο σπίτι και τη χρησιμοποίηση των πιο ανεπτυγμένων τότε μέσων επικοινωνίας ως οργάνων κατήχησης και κοινωνικού ελέγχου» (Kellner, ό.π., σελ. 19). «Κλείσιμο στο σπίτι» δεν σημαίνει ακριβώς “lockdown”;
Σημειωτέον ότι στην Ωκεανία υπήρχε καθημερινά στις 11.00 ένα δίλεπτο μίσους όπου από την τηλεοθόνη προβαλλόταν η συνηθισμένη φαρμακερή επίθεση κατά του κράτους από τον Γκόλντσταϊν, έναν αποστάτη που είχε ανακατευτεί σε αντεπαναστατικές ενέργειες, είχε καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά κατά μυστήριο τρόπο είχε δραπετεύσει και εξαφανισθεί. Σε αυτό το δίλεπτο μίσους έβριζε τον Μεγάλο Αδελφό, κατήγγελλε τη δικτατορία του Κόμματος, υπερασπιζόταν την ελευθερία του λόγου, την ελευθεροτυπία, την ελευθερία του συνέρχεσθαι και την ελευθερία της σκέψης. Κι όσο προβαλλόταν η επαναστατική φωνή του Γκόλντσταϊν, για να μη μείνει περιθώριο αμφιβολίας ως προς την πραγματικότητα που υπήρχε στις (δήθεν) αερολογίες του, πίσω από το κεφάλι του φαίνονταν στην τηλεοθόνη να περνούν ατέλειωτες φάλαγγες του ευρασιατικού στρατού, ενώ η φωνή του Γκόλντσταϊν είχε ως υπόκρουση τον μονότονο, ρυθμικό θόρυβο που έκαναν οι μπότες των στρατιωτών. Αλλά κατά περίεργο τρόπο, παρότι «ο Γκόλντσταϊν ήταν μισητό πρόσωπο και τον περιφρονούσαν οι πάντες, παρότι χίλιες φορές κάθε μέρα στις εξέδρες, στην τηλεοθόνη, στις εφημερίδες, στα βιβλία, οι θεωρίες του διαψεύδονταν, καταρρίπτονταν, γελοιοποιούνταν, και η αξιοθρήνητη ηλιθιότητά τους εξετίθετο στα μάτια όλων, η επιρροή του θαρρείς και δεν μειωνόταν ποτέ. Πάντα υπήρχαν καινούργια θύματα έτοιμα να παραπλανηθούν απ’ αυτόν»!
Άραγε, κάθε αμφισβητίας των πραγματικών φονικών διαστάσεων της πανδημίας, κάθε αντιρρησίας της καθολικής υποχρεωτικής μασκοφορίας καθώς και του επικείμενου εμβολιασμού, αλλά προπάντων κάθε υποστηρικτής της θέσης ότι ζούμε υπό το κράτος μιας παγκόσμιας δικτατορίας που έχει εγκαθιδρυθεί με αφορμή την αντιμετώπιση της πανδημίας, δεν είναι ένας σύγχρονος αξιομίσητος Γκόλντσταϊν, ο οποίος απαξιώνεται είτε ως “ψεκασμένος” είτε ως συνωμοσιολόγος ή στοχοποιείται ως ένας εξαιρετικά επικίνδυνος “εχθρός της κοινωνίας” αντιμετωπίσιμος με κοινωνικό αποκλεισμό;
Επίσης, ήδη από τις πρώτες γραμμές του βιβλίου ο Όργουελ μας πληροφορεί ότι υπήρχε η “new speech”, η επίσημη νέα γλώσσα της Ωκεανίας. Αντιστοίχως, στην εποχή του κορωνοϊού έχει διαμορφωθεί μια νέα ομιλία, η οποία συναπαρτίζεται από λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται ομοιόμορφα και συντονισμένα. Επί παραδείγματι: υποκείμενο νόσημα, επιπεδοποίηση καμπύλης, μένουμε σπίτι / μένουμε ασφαλείς, κοινωνική απόσταση, “μάσκα παντού”, εκθετική αύξηση, ατομική ευθύνη, κοινωνική ανευθυνότητα, ψεκασμένοι, συνωμοσιολόγοι, fake news και άλλα πολλά ων ουκ έστιν αριθμός.
Δεδομένου ότι τα προαναφερθέντα “γλωσσικά κλισέ” απαντούν κατά έναν αξιοπερίεργο τρόπο σε όλες τις άλλες γλώσσες (οι δήθεν “ψεκασμένοι” της Ελλάδος είναι οι “Querdenker” της Γερμανίας ή οι “covidiots” του αγγλοαμερικανικού χώρου – ο τελευταίος όρος απαντά και στον γερμανόφωνο χώρο), δεν θα ήταν άστοχο να μιλήσουμε για το μόρφωμα μιας οικουμενικής γλώσσας. Αυτή δε η οικουμενικότητα αντανακλάται και στο ίδιο το λεξιλόγιο, αφού το τροφοδοτεί με φράσεις που καθορίζονται συνήθως από το επίθετο “παγκόσμιος”: π.χ. “παγκόσμια δημοκρατική (sic) διακυβέρνηση”, “παγκόσμιος νομοθέτης” κ.ο.κ. Άλλωστε και ο περίφημος Οργανισμός Υγείας Παγκόσμιος λέγεται. Ακόμη και η παν-δημία, εν αντιθέσει προς την επιδημία, παραπέμπει σε παγκόσμια εξάπλωση!
Φυσικά μια “νέα ομιλία” θα πρέπει εξ ορισμού να αξιοποιεί κατά κόρον τον επιθετικό προσδιορισμό “νέος – νέα – νέο”. Έτσι, μιλάμε συνεχώς για: “νέο πατριωτισμό”, “νέα εποχή”, “νέα τάξη πραγμάτων”, “νέα κανονικότητα” και φυσικά για “νέο κορωνοϊό”. Καθ’ όσον η γλώσσα είναι το όχημα της σκέψης, η εισαγωγή στην καθημερινότητα μιας “νέας ομιλίας” στην καλύτερη περίπτωση αντανακλά έναν νέο τρόπο σκέψης. Σύμφωνα με το “καλό σενάριο”, το νέο λεξιλόγιο μπορεί να είναι ένα προϊόν που προέκυψε από την αυτονόητη καθημερινή ανάγκη μας να περιγράψουμε με το εργαλείο της γλώσσας τον “νέο (αόρατο) εχθρό”, δηλ. τον κορωνοϊό, καθώς και τα συμπαρομαρτούντα του. Σύμφωνα, όμως, με το “κακό σενάριο”, αν το νέο λεξιλόγιο αποτελεί κατασκεύασμα όλων εκείνων που αποφάσισαν ως “ειδικοί” ή “σοφοί” ότι η ενσκήψασα υγειονομική κρίση πρέπει να αντιμετωπισθεί έτσι όπως ακριβώς μας είπαν, τότε η νέα γλώσσα αποσκοπεί στον έλεγχο της σκέψης μας μέσω επηρεασμού του υποσυνειδήτου μας.
Ιδιαίτερα ζοφερός είναι ο συσχετισμός με το εξής οργουελικό χωρίο: «Δε βλέπεις ότι όλος ο σκοπός της Νέας Ομιλίας είναι να στενέψει τα όρια της σκέψης; Στο τέλος θα κάνουμε κυριολεκτικά αδύνατο το έγκλημα της σκέψης, γιατί δεν θα υπάρχουν λέξεις για να το εκφράσει κανείς. […] Σκέφτηκες ποτέ, Ουίνστον, ότι το 2050, το πολύ, δεν θα υπάρχει ούτε ένα ανθρώπινο πλάσμα που να καταλαβαίνει μια συζήτηση σαν αυτή που κάνομε τώρα; […] Το 2050 –ίσως ακόμη νωρίτερα– η Παλαιά Ομιλία θα έχει εξαφανιστεί. Όλη η λογοτεχνία του παρελθόντος θα έχει καταστραφεί. Ο Τσώσερ, ο Σαίξπηρ, ο Μίλτον, ο Μπάυρον, θα υπάρχουν μόνο στις εκδόσεις της Νέα Ομιλίας, και δεν θα έχουν μόνο μεταβληθεί σε κάτι διαφορετικό, αλλά θα είναι εντελώς το αντίθετο απ’ αυτό που ήταν. Ακόμα και η λογοτεχνία του Κόμματος θα αλλάξει. Και τα συνθήματα θα αλλάξουν. Πώς θα μπορεί να υπάρχει το σύνθημα “ελευθερία είναι σκλαβιά”, όταν η ιδέα της ελευθερίας θα έχει καταργηθεί; Το όλο κλίμα της σκέψης θα είναι διαφορετικό. Στην πραγματικότητα δεν θα υπάρχει σκέψη όπως την καταλαβαίνουμε τώρα. Ορθοδοξία σημαίνει να μη σκέπτεσαι – δεν υπάρχει λόγος να σκέπτεσαι. Η Ορθοδοξία είναι έλλειψη συνείδησης» (σελ. 59).
Μήπως, λοιπόν, γι’ αυτό πρέπει να μένουμε σπίτι, νιώθοντας ασφαλείς; Επειδή η ελευθερία είναι σκλαβιά και η σκλαβιά ελευθερία; Μήπως γι’ αυτό η ελευθερία έχει εξαφανισθεί παντελώς από την πλάστιγγα επί της οποίας τοποθετούνται τα αλληλοσυγκρουόμενα αγαθά στην εποχή της πανδημίας; Σε πρόσφατο ηλεκτρονικό γκάλοπ που διενήργησε η Εφημερίδα των Συντακτών ετέθη προς το κοινό το ακόλουθο ερώτημα: «Πρέπει η προστασία των πολιτών από τον κορωνοϊό να είναι πρώτη προτεραιότητα, ακόμα και όταν η οικονομία υποφέρει;». Έτσι διατυπωμένο, όμως, το δίλημμα αυτό είναι παραπλανητικό, αφού –προφανώς εσκεμμένα– κατέστησαν ως διά μαγείας αόρατες όλες εκείνες οι ατομικές ελευθερίες που εξαιτίας των δρακόντειων υγειονομικών μέτρων έχουν στραγγαλισθεί!
Δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι ήδη στην δεύτερη σελίδα του οργουελικού μυθιστορήματος αποτυπώνεται η εξής εικόνα: «Πέρα μακριά ένα ελικόπτερο βουτούσε ανάμεσα στις στέγες, αιωρούνταν στον αέρα σαν μύγα και ορμούσε ξανά προς τα εμπρός διαγράφοντας καμπύλη. Ήταν η αστυνομική περίπολος που κατασκόπευε μέσα από τα παράθυρα του κόσμου. Ωστόσο, οι περίπολοι δεν είχαν σημασία. Μόνο η Αστυνομία της Σκέψης είχε σημασία [“Only the Thought Police mattered”]» (σελ. 12).
Λησμονεί ο Γιάννης Πανούσης ότι την σήμερον ημέραν πετούν drones για να ελέγχουν αν τηρούνται τα υγειονομικά μέτρα; Ακόμη, βεβαίως, δεν πετούν έξω από τις μπαλκονόπορτές μας, αλλά πολύ φοβούμαι ότι κοντοζυγώνει και αυτή η ώρα. Λησμονεί ο ίδιος ότι όποιος τολμά να σκέφτεται κάπως διαφορετικά σε ό,τι αφορά τον τρόπο εξήγησης ή αντιμετώπισης της πανδημίας απαξιώνεται ως “ψεκασμένος” ή ως “συνωμοσιολόγος”; Και ότι δεκάδες αναρτήσεις που δεν συμπορεύονται με τα αφηγήματα και τους χειρισμούς της κυβέρνησης αποκαθηλώνονται φασιστικά;
Δυστυχώς για τον Γιάννη Πανούση, απαγόρευση της κυκλοφορίας και έλεγχός της από εντεταλμένα όργανα του κράτους υπήρχε και στην οργουελική Ωκεανία: «Μπορεί να σε σταματούσαν οι περιπολίες αν τύχαινε να πέσεις επάνω τους. Μπορώ να δω τα χαρτιά σου σύντροφε; Τι κάνεις εδώ; Τι ώρα έφυγες απ’ τη δουλειά σου; Από δω περνάς συνήθως για να πας σπίτι σου; Όχι πως υπήρχε κανένας νόμος που να απαγορεύει να πας σπίτι σου από άλλο δρόμο, αλλά κάτι τέτοιο ήταν αρκετό να τραβήξει την προσοχή επάνω σου, αν το μάθαινε η Αστυνομία της Σκέψης» (σελ. 87-88).
Δυστυχώς για τον Γιάννη Πανούση, και στην οργουελική Ωκεανία «δεν επιτρεπόταν να καταχωρηθεί καμιά πληροφορία ή γνώμη που ερχόταν σε αντίθεση με τις ανάγκες της στιγμής. Όλη η ιστορία ήταν από δεύτερο χέρι, σβησμένη και ξαναγραμμένη τόσες φορές, όσες κρινόταν απαραίτητο» (σελ. 47).
Δυστυχώς για τον Γιάννη Πανούση, και στην οργουελική Ωκεανία «o πόλεμος συνεχιζόταν διαρκώς, αν και για να είναι κανείς ακριβής, δεν ήταν πάντα ο ίδιος πόλεμος» (σελ. 41· πρβλ. Gore Vidal, Διαρκής πόλεμος για διαρκή ειρήνη, μτφ.: Ν. Καλαϊτζής, εκδ. Scripta, Αθήνα 2004, ιδίως σελ. 32). Μάλιστα, «δεν έχει σημασία αν γίνεται πραγματικά πόλεμος και αφού δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καμιά αποφασιστική νίκη, δεν έχει σημασία αν ο πόλεμος πηγαίνει καλά ή άσχημα. Αυτό που είναι απαραίτητο, είναι να υπάρχει πολεμική κατάσταση. Η συστηματοποίηση της νοημοσύνης που απαιτεί το Κόμμα από τα μέλη του, και που επιτυγχάνεται πιο εύκολα σε μια ατμόσφαιρα πολέμου, είναι τώρα σχεδόν παγκόσμια, αλλά παρατηρείται όλο και πιο έντονα όσο ψηλότερα ανεβαίνει κανείς στην κλίμακα της κοινωνικής θέσης» (σελ. 190).
Μήπως γι’ αυτό, λοιπόν, ο κ. Μητσοτάκης και οι λοιπές μαριονέτες της Νέας Τάξης Πραγμάτων μιλούν με μιλιταριστικούς όρους ακόμη και στην εποχή της πανδημίας, παρότι είναι προφανές ότι ένας ιός, ως άψυχη οντότητα, δεν μπορεί να διεξάγει πόλεμο εναντίον της δημόσιας υγείας σαν να ήταν τρομοκρατική οργάνωση που διεξάγει πόλεμο κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας; Μήπως, λοιπόν, το παρατσούκλι “αόρατος εχθρός”, που συμφωνήθηκε παγκοσμίως ως εναλλακτικό όνομα-κωδικός για τον χαρακτηρισμό του κορωνοϊού εξυπηρετεί την οργουελική “συστηματοποίηση της νοημοσύνης” μας;
Δυστυχώς για τον Γιάννη Πανούση, ο Πάρσονς, δηλ. ο συνάδελφος του Ουίνστον Σμιθ στο “Υπουργείο Αλήθειας”, ήταν «ένας παχουλός αλλά δραστήριος άνθρωπος απίστευτης βλακείας, που ξεχείλιζε από ηλίθιο ενθουσιασμό, ένας απ’ αυτούς τους αφοσιωμένους σκλάβους που δεν έχουν ποτέ καμιά αμφιβολία για τίποτε, και που το Κόμμα στήριζε τη σταθερότητά του σ’ αυτούς πιο πολύ απ’ ό,τι στην Αστυνομία της Σκέψης».
Ερωτάται: Αυτό το μοντέλο πολίτη δεν είναι εκείνο ακριβώς που προωθεί και επιβραβεύει η παρούσα κυβέρνηση, η οποία θέλει να απευθύνεται πάντοτε σε πολίτες που καταπίνουν αμάσητα ό,τι τους σερβίρουν οι περίφημοι “ειδικοί” και όχι σε πολίτες-αμφισβητίες των διαστάσεων της πανδημίας ή/και της ορθότητας των δρακόντειων υγειονομικών μέτρων;
Δυστυχώς για τον Γιάννη Πανούση το ακόλουθο λογύδριο που έχει συνθέσει ο Όργουελ διά στόματος του ήρωά του Ο’ Μπράιεν, πάνω στο ερώτημα «πώς βεβαιώνεται κάποιος για την [εξουσία] του πάνω σ’ έναν άλλον», φωτογραφίζει όσα πρωτοφανή ζούμε εν έτει 2020:
«Για την [εξουσία] του πάνω σ’ έναν άλλον βεβαιώνεται κάποιος «κάνοντάς τον να υποφέρει. Η υπακοή δεν αρκεί. Αν δεν υποφέρει, πώς μπορεί να είσαι βέβαιος πως υπακούει στη δική σου θέληση και όχι στη δική του; [Εξουσία] είναι να επιβάλεις πόνο και ταπείνωση. [Εξουσία] είναι να κομματιάσεις το ανθρώπινο μυαλό και να το συναρμολογήσεις πάλι δίνοντάς του το σχήμα που θέλεις εσύ. […] Είναι ακριβώς το αντίθετο από τις ανόητες ηδονιστικές Ουτοπίες που είχαν οραματιστεί οι παλαιοί μεταρρυθμιστές. Είναι ένας κόσμος φόβου και προδοσίας και βασανιστηρίων. Ένας κόσμος καταπιεστών και καταπιεζομένων, ένας κόσμος που, όσο τελειοποιείται, θα γίνεται ολοένα περισσότερο ανελέητος. Η πρόοδος στον δικό μας κόσμο θα σημαίνει πρόοδο προς περισσότερο πόνο. Οι παλιοί πολιτισμοί ισχυρίζονταν πως ήταν θεμελιωμένοι στην αγάπη και τη δικαιοσύνη. Ο δικός μας είναι θεμελιωμένος στο μίσος. Στον δικό μας κόσμο δεν θα υπάρχουν άλλα συναισθήματα εκτός από τον φόβο, την οργή, τη θριαμβολογία και την ταπείνωση. Όλα τ’ άλλα θα τα καταπνίξουμε – όλα. Ήδη τώρα καταστρέφουμε τις συνήθειες της σκέψης που έχουν επιζήσει από την προεπαναστατική εποχή. Σπάσαμε τους δεσμούς που ένωναν τους γονείς με τα παιδιά, τους άντρες με τους άντρες, τον άντρα με τη γυναίκα. Κανένας δεν τολμά πια να εμπιστευτεί τη γυναίκα του, το παιδί του ή τον φίλο του. Στο μέλλον όμως δεν θα υπάρχουν ούτε γυναίκες ούτε φίλοι. Τα παιδιά θα τα παίρνουμε από τη μητέρα τους μόλις γεννιούνται, όπως παίρνει κανείς τα αβγά από την κότα. Το σεξουαλικό ένστικτο θα ξεριζωθεί. Η αναπαραγωγή θα είναι μια ετήσια τυπική διαδικασία, όπως η ανανέωση του δελτίου τροφίμων. Θα εξαλείψουμε τον οργασμό. Οι νευρολόγοι εργάζονται πάνω σ’ αυτό τώρα. Δεν θα υπάρχει πίστη παρά μόνο για το Κόμμα, δεν θα υπάρχει αγάπη παρά μόνο για τον Μεγάλο Αδελφό. Δεν θα υπάρχει γέλιο, παρά μόνο το γέλιο του θριάμβου για κάποιο νικημένο εχθρό. Δεν θα υπάρχει τέχνη, λογοτεχνία, επιστήμη. Όταν θα είμαστε παντοδύναμοι, δεν θα την έχουμε πια την ανάγκη της επιστήμης. Δεν θα υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια. Δε θα υπάρχει πια η περιέργεια ούτε η χαρά της ζωής. Δεν θα υπάρχει άμιλλα. Πάντα όμως […] θα υπάρχει η μέθη της εξουσίας, που ολοένα θα μεγαλώνει, ολοένα θα οξύνεται περισσότερο. Πάντα, σε κάθε στιγμή, θα υπάρχει η αγαλλίαση της νίκης, η συγκίνηση να ποδοπατάς έναν ανήμπορο εχθρό. Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου – για πάντα» (σελ. 263-264· για την βαρύτητα του εν λόγω παραθέματος βλ. Ζαν-Κλωντ Μισεά, Τζορτζ Όργουελ, Ένας συντηρητικός αναρχικός – Σχετικά με το 1984, μτφ.: Ν. Μάλλιαρης, εκδ. μάγμα, Αθήνα 2018, σελ. 140 επ.).
Όλες οι ανωτέρω επιλογές από το οργουελικό μυθιστόρημα είναι νομίζω αψευδείς μάρτυρες του κοινού παρονομαστή που συνδέει την δυστοπία της Ελλάδος με την δυστοπία της Ωκεανίας. Όποιος επιμένει να μην τον βλέπει, δεν μπορεί να πείσει ότι βλέπει εν γένει καθαρά και το υπόλοιπο τμήμα της πραγματικότητας. Στο πρώτο υστερόγραφο του κειμένου του Γιάννη Πανούση «Πόσες Αντιγόνες αντέχει μια Δημοκρατία για να μη διασπαστεί;» (αυτό ακριβώς το ερώτημα είχε τεθεί από τον ίδιο στο επιμύθιο του επιστημονικού άρθρου του με τίτλο “Ποινικό δίκαιο των αγαθών, των αξιών ή των αμαρτιών;”, δημοσιευμένο στην Ποινική Δικαιοσύνη 2018, σελ. 817 επ.) η απάντηση είναι απλή: Τόσες Αντιγόνες όσοι είναι και οι πολίτες που εμφορούνται από δημοκρατικά ιδεώδη. Αλλά γιατί να μη τεθεί και σε διαφορετική βάση το εξής ρητορικό ερώτημα: Πόσες Αντιγόνες απαιτούνται για την ισχυροποίηση και την θωράκιση της Δημοκρατίας; Διότι η δημοκρατική συνείδηση των πολιτών είναι ο καλύτερος υπερασπιστής του δημοκρατικού πολιτεύματος. Διότι η δημοκρατία δεν κινδυνεύει να διασπαστεί από τις Αντιγόνες αλλά από τους Κρέοντες, δηλ. τους αυταρχικούς κυβερνήτες που προκαλούν λαϊκή οργή και δυσαρέσκεια. Το forum internum κάθε πολίτη πρέπει να μένει αλώβητο. Διαφορετικά, μιλάμε για πολίτευμα που δεν έχει αντοχές Δημοκρατίας αλλά βλέψεις απολυταρχίας υλοποιούμενες από μια οργουελική Αστυνομία τόσο της Σκέψης όσο και της Συνείδησης.