Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ
π. Λεωνίδας Ἀφεντούλης
Ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγ. Δημητρίου Ἔδεσσας
Ἡ ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ἄρχισε νά διαμορφώνεται ἀπό τά μέσα τοῦ 5ου αἰώνα καί θεσμοθετήθηκε νά ἑορτάζεται στίς 25 Μαρτίου στό μεταίχμιο 6ου-7ουαἰώνα.
Θά προσπαθήσω, ὅσο εἶναι δυνατόν, νά παρουσιάσω μιά εἰκόνα τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Θεομητορικῆς αὐτῆς ἑορτῆς στή Βασιλεύουσα κατά τό ἀπόγειο τῆς ἀκμῆς τῆς αὐτοκρατορίας, δηλαδή τόν 10ο περίπου αἰώνα.
Κεντρικό πρόσωπο στόν λαμπρό ἑορτασμό αὐτῆς τῆς ἡμέρας εἶναι ὁ αὐτοκράτορας. Εἶναι γιά τούς ὑπηκόους του «ὕπαρχος τοῦ Μεγάλου Βασιλέως, δάσκαλος πρός θεογνωσία, κυβερνᾶ κατά μίμιση τοῦ οὐρανίου Βασιλέα καί παίρνει δύναμη γιά τήν ἄσκηση τῶν καθηκόντων του ἀπό τό ἴδιο τό γεγονός τῆς θείας μίμησης» σύμφωνα μέ τόν Εὐσέβιο. Ἐπίσης, ἐπειδή ἐκλέγεται ἀπό τόν στρατό, τή σύγκλητο καί τόν λαό εἶναι ὁ ἄριστος καί ὁ ἰσχυρότερος ἀνάμεσά τους.
Ὁ ἑορτασμός λοιπόν ξεκινάει ἀπό τήν καρδιά τῆς αὐτοκρατορίας, πού εἶναι τά βυζαντινά ἀνάκτορα. Τό «ἱερόν παλάτιον», ὅπως τό ἀποκαλοῦσαν, ἦταν ἕνα ὁλόκληρο συγκρότημα ἀπό λαμπρά οἰκοδομήματα. Ὅλοι σχεδόν οἱ αὐτοκράτορες ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντίνο, πού τό ἵδρυσε, ὥς τόν Πορφυρογέννητο, τόν Νικηφόρο Φωκᾶ καί τόν Ἰωάννη Τσιμισκή τό κόσμησαν μέ διάφορα κτίσματα: ἐπίσημες αἴθουσες ὑποδοχῆς, ἰδιαίτερα διαμερίσματα, περίπτερα ἀναψυχῆς, αἴθουσες συνεστιάσεων, ἐκκλησίες καί παρεκκλήσια, λουτρά καί βιβλιοθῆκες, μεγάλους κήπους πού ὀνομάζονταν παραδείσους, ὁδούς καί ἐμβόλους, μακριές στοές καί ταράτσες ἀπ’ ὅπου ἡ θέα ἀπλώνονταν μακριά στό Βόσπορο καί τή θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ, σκάλες καί πύργους, ὅλα διατεταγμένα χωρίς συμμετρία, ἀλλά μέ ἀφάνταστη μεγαλοπρέπεια. Ἡ χλιδή καί ἡ πολυτέλειά του ἔμεινε ἀξεπέραστη ἀκόμη κι ἀπ’ τά παλάτια πού ἀκολούθησαν. Ἀπό τήν ἀνατολική μεριά ἁπλωνόταν ἡ θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ, ἀπό τή δυτική ὁ Ἱππόδρομος καί βόρεια βρισκόταν ἡ κεντρική πύλη τῶν ἀνακτόρων πού ὀνομάζονταν Χαλκῆ. Ἡ Χαλκῆ ἐπικοινωνοῦσε μέ τή Μέση πού ἦταν ὁ κεντρικός δρόμος τῆς Πόλης, ἀλλά καί μέ τό Αὐγουσταῖο πού ἦταν ἡ πλατεία νότια τῆς Ἁγίας Σοφίας. Περιτειχισμένα ὁλόγυρα τά βυζαντινά ἀνάκτορα ἦταν μιά πόλη μέσα στήν Πόλη.
Τό κύριο ἐνδιαίτημα ἀλλά καί τό πιό λαμπρό ἀπό τά ἀνάκτορα τήν ἐποχή τοῦ Πορφυρογέννητου ἦταν ὁ Χρυσοτρίκλινος. Ἀπό ἐδῶ ξεκινοῦσε ὁ αὐτοκράτορας τίς εὔσημες καί περιφανεῖς προελεύσεις του πρός τήν Ἁγία Σοφία κάθε φορά πού ὑπῆρχε Δεσποτική ἤ Θεομητορική ἑορτή.
Μόλις ἔβγαινε ἀπό τόν ἱερό κοιτώνα του κατευθυνόταν στήν ἀνατολική κόγχη τοῦ Χρυσοτρικλίνου ὅπου προσκυνοῦσε τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία βρισκόταν πίσω ἀπό τόν ὁλόχρυσο θρόνο του. Ὁλόγυρα στήν αἴθουσα τοῦ θρόνου ἦταν παραταγμένοι σύμφωνα μέ τήν τάξη τους οἱ πολυάριθμοι αὐλικοί ἀκόλουθοι, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔψαλλαν τό πολυχρόνιο· «Εἰς πολλούς καί ἀγαθούς χρόνους ὁ Θεός ἀγάγοι τήν βασιλείαν ὑμῶν».
Ἀπό ἐκεῖ ὁ αὐτοκράτορας προέλαυνε μέ τήν ἀκολουθία του μέσα στά ἀνάκτορα.
Σέ συγκεκριμένα ἀνακτορικά συγκροτήματα τόν περίμεναν οί πολυάριθμοι ὀφφικιάλιοί του, οἱ ὑπάλληλοι τῆς αὐτοκρατορικῆς γραμματείας, ἡ ἀνακτορική φρουρά, οἱ δρουγγάριοι, δηλαδή οἱ ἀρχηγοί τοῦ πεζικοῦ καί τοῦ ναυτικοῦ, οἱ στρατηγοί, οἱ πατρίκιοι, οἱ νομικοί του σύμβουλοι καί ἄλλοι πολλοί, οἱ ὁποῖοι τόν ὑποδέχονταν καί τοῦ ἔψαλλαν τά λεγόμενα ἄκτα-πολυχρόνια.
Στό Ὀκτάγωνο κουβούκλιο εἶχε τοποθετηθεῖ ἡ βασιλική ἐνδυμασία. Ἐκεῖ ἡ ὑπηρεσία τοῦ κουβουκλίου ἐπεύχονταν τόν αὐτοκράτορα ὁ ὁποῖος κατόπιν εἰσερχόταν στό εὐκτήριο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καί προσκυνοῦσε τόν σταυρό τοῦ Μ. Κωνσταντίνου μέ τό καθορισμένο σχῆμα τῶν μετανοιῶν ἀνάβοντας κεριά. Στό ἀνάκτορο αὐτό ἐλάμβανε χώρα καί ἡ ἐπίσημη ἔνδυση τοῦ αὐτοκράτορα. Κατά τίς Δεσποτικές ἑορτές στό ἀνάκτορο αὐτό ὁ αὐτοκράτορας φοροῦσε τό στέμμα του. Στό Κονσιστόριο προσκυνοῦσε τόν σταυρό τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καί τή ράβδο τοῦ Μωυσῆ.
Ἀπό τό Τριβουνάλιο, ἕνα ἄλλο ἀνακτορικό κτίσμα κοντά στή Χαλκῆ πύλη ἄρχιζαν οἱ δοχές τῶν δήμων. Οἱ Πράσινοι, οἱ Βένετοι, οἱ Λευκοί καί οἱ Ροῦσοι. Στέκονταν παραταγμένοι σέ συγκεκριμένα σημεῖα τῶν ἀνακτόρων μαζί μέ τόν ἀρχηγό τους καί ἔψαλλαν στόν αὐτοκράτορα πού περνοῦσε τούς ἰάμβους καί τά πολυχρόνια μέ τή συνοδεία τοῦ ὀργάνου. Τό ὄργανο αὐτό ἦταν ἐξέλιξη τοῦ ὑδραυλικοῦ ὀργάνου πού εἶχε ἐφεύρει ὁ Κτησίβιος ὁ Ἀλεξανδρινός. Τέτοια ὄργανα ὑπῆρχαν ἀρκετά, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Πορφυρογέννητος καί μάλιστα κατασκευασμένα ἀπό εὐγενῆ μέταλλα χρυσό καί ἀσήμι.
Ὅταν ἡ ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ συνέπιπτε καθημερινή, οἱ δῆμοι ἦταν παραταγμένοι στίς θέσεις τους, ἀλλά δέν ψάλλαν αὐτοί τά πολυχρόνια. Ὁ νοτάριος κάθε δήμου ἀκολουθοῦσε τόν αὐτοκράτορα καί ἔψαλλε τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς· «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό κεφάλαιον».
Ὁ αὐτοκράτορας μέ τήν ἀκολουθία του ἔβγαινε ἀπό τά περίλαμπρα ἀνάκτορα μέσῳ τῆς Χαλκῆς πύλης, διέσχιζε τήν πλατεία τοῦ Αὐγουσταίου πού βρισκόταν ἀνάμεσα στά ἀνάκτορα καί τήν Ἁγία Σοφία καί ἔμπαινε στό ναό ὄχι ἀπό τίς μεγάλες καί βασιλικές πύλες τοῦ νάρθηκα, ἀλλά ἀπό τή νοτιοανατολική μεριά τοῦ ἱεροῦ. Ἀπέδιδε τίς καθιερωμένες εὐχές στόν Θεό καί ἄναβε τά κεριά του. Ὁ πατριάρχης ὑποδεχόταν τόν αὐτοκράτορα στόν χῶρο τοῦ ἁγίου Φρέατος, δεξιά τοῦ ἱεροῦ, θυμίαζε τόν αὐτοκράτορα καί μαζί ἔφταναν μπροστά στήν ὡραία πύλη τοῦ ἱεροῦ. Ὁ πατριάρχης ὁδηγοῦσε τόν αὐτοκράτορα μέσα στό ἱερό βῆμα, τοῦ ἔδινε τό θυμιατό καί ὁ αὐτοκράτορας θυμίαζε τήν Ἁγία Τράπεζα καί τήν ὁλόχρυση Ἁγία Σταύρωση.
Ἔπειτα ὁ πατριάρχης εὐλογοῦσε τή λιτανεία καί οἱ ψάλτες ἄρχιζαν νά ψάλλουν τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς. Ἔβγαιναν ἀπό τόν ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας μέσῳ τῶν μεγάλων καί βασιλικῶν πυλῶν. Αὐτό συνέβαινε σέ κάθε Θεομητορική ἑορτή, ὅπου δέν λειτουργοῦσαν στή Μεγάλη Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπό ἐκεῖ ξεκινοῦσαν λιτανεία πρός τό ναό τῆς Παναγίας τῶν Χαλκοπρατείων. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ τιμία Ἐσθῆτα τῆς Θεοτόκου. Μέ δύο λιτές ξεκινοῦσαν ἀπό τήν Ἁγία Σοφία γιά τόν Φόρο τοῦ Κωνσταντίνου. Ἐκεῖ βρισκόταν ὁ πορφυροῦς κίων καί τό εὐκτήριο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ὅπου τελοῦνταν δέηση. Ἀπό ἐκεῖ πάλι μέ δύο λιτές ὅδευαν στόν ναό τῆς Παναγίας τῶν Χαλκοπρατείων. Προηγοῦνταν ὁ αὐτοκράτορας «μετά τῆς οἰκείας λιτῆς» καί ἀκολουθοῦσε ὁ πατριάρχης μέ τήν ἐκκλησιαστική λιτή.
Κάθε λιτή εἶχε καί τό δικό της κλῆρο. Μέ τή λιτή τοῦ αὐτοκράτορα ἀκολουθοῦσε ὁ βασιλικός κλῆρος, ἐνῷ μέ τή λιτή τοῦ πατριάρχη ὁ ἐκκλησιαστικός. Στή λιτή κρατοῦσε κεριά ἐκτός ἀπό τόν αὐτοκράτορα καί ὅλη ἡ ἀκολουθία του.
Μπροστά στίς πύλες τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας γινόταν ὁ ἀσπασμός τοῦ αὐτοκράτορα μέ τόν πατριάρχη καί μετά τήν εὐχή τῆς εἰσόδου ἀπό τόν πατριάρχη ἀκολουθοῦσε ἡ εἴσοδος τοῦ αὐτοκράτορα στό Ἅγιο Βῆμα.
Ὁ αὐτοκράτορας, ἀφοῦ εὐχαριστοῦσε τό Θεό μέ τό σχῆμα τῆς καθιερωμένης προσκύνησης μέ κεριά, ἄφηνε πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα τό ἀποκόμβιο, ἕνα πουγγί μέ χρυσά νομίσματα. Ἔπειτα ἔγβαινε ἀπό τό ἅγιο βῆμα καί πήγαινε μαζί μέ τόν πατριάρχη στό παρεκκλήσιο ὅπου φυλασόταν ἡ τιμία Ἐσθήτα τῆς Θεοτόκου, εὐχαριστοῦσε τόν Θεό μέ τό σχῆμα τῆς τριπλῆς προσκύνησης καί τό ἄναμμα τῶν κεριῶν, καί ἐναπόθετε ἄλλο ἕνα ἀποκόμβιο πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ παρεκκλησίου. Ἀπό ἐκεῖ παρακολουθοῦσε τή Θεία Λειτουργία. Μετά τό πέρας της ὁ πατριάρχης ἔστεφε τόν αὐτοκράτορα, τοῦ ἔδινε τίς συνηθισμένες εὐλογίες, δηλαδή τίς προσφορές καί τά ἀλειπτά καί ἐλάμβανε ἀπό τόν αὐτοκράτορα ἀποκόμβια.
Ὁ αὐτοκράτορας ἀσπαζόταν τόν πατριάρχη καί ἀκολουθοῦσε ἡ ἔξοδος ἀπό τόν ναό μέ προεξάρχοντα τόν πατριάρχη.
Ἡ ἐπιστροφή στά ἀνάκτορα γινόταν ὅπως καί ἡ ἔξοδος μέ τούς δήμους νά ἐπεφημοῦν τόν αὐτοκράτορα καί τούς πολυάριθμους αὐλικούς νά τοῦ ψάλλουν τά ἄκτα καί τούς ἰάμβους στά πολυάριθμα κτίσματα τῶν ἀνακτόρων.
Μέσα στίς λίγες αὐτές σειρές προσπάθησα νά ζωντανέψω ἕναν ὁλόκληρο κόσμο καί ἕνα τυπικό πού ἦταν προμελετημένο καί στήν παραμικρή του λεπτομέρεια. Ἐλπίζω νά ἔδωσα ἕνα μικρό στίγμα τῆς περίλαμπρης αὐτῆς ἑορτῆς πού ἀκόμα καί ἠ ἀναπαράστασή της σέ κινηματογραφική ταινία σίγουρα θά τήν ἀδικοῦσε.
Ἐνδεικτική βιβλιογραφία.
- J. Bury, The Imperial Administrative System in the Ninth Century with a Revised Text of The Kletorologion of Philotheos, New York 1958.
- J. Mateos, Le Typicon de la Grande Eglise, τ. I-II, Le cycle des fetew mobiles, OCA 166, Roma 1962.
- St. Parenti – El. Velkovska, L’ Eucologio Barberini gr. 336, Edizione a coura di Stefano Parenti ed Elena Velkovska (Bibliotheca “Ephemerides Liturgicae”, Subsidia 80), Roma 1995.
- Reiske, Constantini Porphirogeniti imperatoris, De cerimoniis aule Byzantinae, Libri duo, Bonnae 1829.
- Κωνσταντῖνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, Ἔκθεσις τῆς Βασιλείου Τάξεως, Κωνσταντίνου τοῦ φιλοχρίστου καί ἐν αὐτῷ τῷ Χριστῷ τῷ αἰωνίῳ Βασιλεῖ Βασιλέως, υἱοῦ Λέοντος τοῦ σοφωτάτου καί ἀειμνήστου Βασιλέως, Σύνταγμά τι καί Βασιλείου σπουδῆς ὄντως ἄξιον ποίημα, PG 112, Παρίσι 1864.
- Ε. Ἀντωνιάδης, «Περί τοῦ ἀσματικοῦ ἤ βυζαντινοῦ τύπου τῶν ἀκολουθιῶν τῆς ἡμερονυκτίου προσευχῆς», Θεολογία 20 (1949).
- Ε. Ἀντωνιάδης, Ἔκφρασις τῆς Ἁγίας Σοφίας, τ. Α΄- Γ΄, Ἀθήνα 1908.
- Ἰ. Καραγιαννόπουλος, Ἡ πολιτική θεωρία τῶν Βυζαντινῶν, Θεσσαλονίκη 1992.
- Φ. Κουκουλές, Βυζαντινῶν Βίος καί Πολιτισμός, τ. Α΄- Ε΄, Ἀθήνα 1952.
- J. Ebersolt, Le Grand Palais de Constaninople et le Livre des Ceremonies, Paris 1910.
- R. Janin, Constantinople Byzantin. Developpement urbain et repertoire topographique, Paris 1964.
- R. Janin, La geographie ecllesiastique de l’ empire Byzantin, τ. I-III, Paris 1969.
- Α. Toynbee, Constantine Porphyrogenitus and his world, London Oxford University Press, New York-Torondo 1973.