«Ἐν ταῖς ζάλαις ἐφεῦρον σε λιμένα…» (ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΑ)

της Σοφίας Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος

«Ἐν ταῖς ζάλαις ἐφεῦρον σε λιμένα…»

Εἶναι γεγονὸς ὅτι οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες καὶ ἰδιαιτέρως οἱ νεώτεροι ἔχουμε πλέον ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὴν ὑπέροχη ἑλληνική μας γλῶσσα, τὸ ὄχημα τοῦ θείου καὶ ἀνθρωπίνου λόγου. Μὴν γνωρίζοντας δὲ παράλληλα καὶ τὴν ἱστορική μας συνέχεια παραμένουμε ὄχι μόνον ἀποκομμένοι ἀπὸ τὸ παρελθὸν ἀλλὰ κυριολεκτικὰ χωρὶς γνώση καὶ ὅπλα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν συγχρόνων δυσκολιῶν.

Γιὰ ὅποιον ὅμως ἀποφασίση νὰ ἐντρυφήση στὴν γνώση τοῦ παρελθόντος εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ ἀνακαλύψη στὰ μελετήματά του τόσο τοὺς θησαυροὺς τῆς γλώσσας ὅσο καὶ ἀνθρωπίνους θησαυρούς, ἀξιόλογους ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν ἐφεύρει τρόπους νὰ ἀντιμετωπίσουν μὲ πίστη, καρτερία καὶ ὑπομονὴ τὶς δικές των δυσκολίες.

Μιὰ τέτοια μορφὴ ὑπῆρξε ὁ λόγιος αὐτοκράτωρ τῆς Νικαίας, Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης, ὁ ἄγνωστος στοὺς πολλοὺς ποιητὴς τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, ἑνὸς ποιήματος ποὺ ἀποτελεῖ κόσμημα τοῦ λόγου καὶ στὸ ὁποῖο ἀποθησαυρίζονται πολλὰ καὶ ὠφέλιμα μηνύματα γιὰ μιὰ θαρραλέα στάση ζωῆς.

Ὁ ἴδιος ὁ ποιητής του, ἐξ ἄλλου, ἦταν, ὅπως θὰ διαπιστώσουμε, ἄνθρωπος ποὺ γαλουχήθηκε μὲ τὰ διδάγματα τῶν ἀνθρωποποιητικῶν παραδόσεων τοῦ λαοῦ μας καὶ ἄντλησε ἀπὸ αὐτὰ τὴν δύναμη νὰ ὑπερβῇ τὰ δικά του δεινὰ καὶ τὶς θλίψεις.

Ὁ Θεόδωρος Β’ Δούκας Λάσκαρις ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωάννη Δούκα Βατάτζη καὶ ἐγγονὸς τοῦ Θεοδώρου Α’ Λασκάρεως, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς αὐτοκρατορίας της Νικαίας. Ἐκεῖ, κατ’ οὐσίαν μεταφέρθηκε ἡ ἕδρα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας μετὰ ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους, τὸ 1204. Ὅλοι οἱ βασιλεῖς τῆς αὐτοκρατορίας αὐτῆς εἶχαν τὴν πεποίθηση ὅτι εἶναι συνεχιστὲς τῆς ἐνδόξου κληρονομιᾶς ποὺ παρέλαβαν, ἦταν μάλιστα περήφανοι γιὰ τὸ ὅτι προέρχονταν ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων!

Γνήσιο τέκνο γνησίων παραδόσεων καὶ ὁ Θεόδωρος Λάσκαρης ἔτρεφε τὴν ἴδια πίστη καὶ στὸ σύντομο διάστημα τῆς διακυβερνήσεώς του, 1254-1258, προσπάθησε κυριολεκτικὰ νὰ διοικήση ὡς ἕνας «φιλόσοφος-βασιλεύς». Ἐξ ἄλλου ὁ Θεόδωρος εἶχε λάβει πλούσια φιλοσοφικὴ καὶ μάλιστα θεολογικὴ μόρφωση κοντὰ στοὺς λογίους δασκάλους Νικηφόρο Βλεμμύδη καὶ Γεώργιο Ἀκροπολίτη, ποὺ τοῦ ἐνεφύσησαν μὲ τὴν σειρά των τόσο τὴν ἀγάπη στὴν γνώση ὅσο καὶ τὴν πίστη στὸν Θεό.

Κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα, ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας εἶχε νὰ ἀντιμετωπίση πολλοὺς ἐχθρούς, ποὺ τὴν ἀπειλοῦσαν τόσο στὸ ἐξωτερικὸ ὅσο καὶ στὸ ἐσωτερικό. Εὐαίσθητη φύση ὁ Θεόδωρος ἀναζήτησε στὴν ποίηση καταφυγὴ στὶς δυσκολίες τοῦ προσωπικοῦ καὶ πολιτικοῦ του βίου. Ὁ ἴδιος ἔπασχε ἀπὸ βαριᾶς μορφῆς ἐπιληψία, γεγονὸς ποὺ τὸν δυσχέραινε στὴν ἄσκηση τῶν καθηκόντων του καὶ δημιουργοῦσε πολλοὺς ἐπίδοξους διεκδικητὲς τοῦ θρόνου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, ἡ ἀσθένειά του ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἀποστροφῆς του πρὸς τὴν Παναγία γιὰ τὴν ἐκζήτηση τῆς βοηθείας της, μὲ σκοπὸ τὴν ἀνακούφιση καὶ τὴν παρηγορία στὰ δεινά του.

Σημειωτέον ὅτι ὁ Μεγάλος Παρακλητικὸς Κανόνας δὲν ἀποκαλεῖται Μέγας μόνον ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν ἀντίστοιχο Μικρὸ Παρακλητικὸ Κανόνα, ἀλλὰ κυρίως λόγῳ τῶν μεγάλων καὶ πλουσίων σὲ βάθος μηνυμάτων ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτόν. Ἐξ ἄλλου ὁ Θεόδωρος δὲν συνέθεσε τὸ ποίημά του ἁπλῶς γιὰ νὰ παρακαλέση τὴν Θεοτόκο νὰ τὸν βοηθήση, ἀλλὰ κυρίως γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν εὐγνωμοσύνη του γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχει ἤδη λάβει ἀναξίως τὰ πλούσια ἐλέη της. Συνεπῶς ὡς εὐεργετημένος ἐπιθυμεῖ, πάνω ἀπ’ ὅλα, νὰ ἐκφράση τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸ πρόσωπό της.

Ὁ ποιητὴς ξεκινάει τὸ ποίημά του μὲ τὸ νὰ ἐκθέτη τὴν δεινή του κατάσταση στὴν Παναγία, σὲ α’ πρόσωπο, σὰν νὰ εἶναι ἐκπρόσωπος ὅλων τῶν πονεμένων καὶ δυσκολεμένων ἀνθρώπων, ποὺ ἀναζητοῦν βοήθεια ἀπὸ ἐκείνην ποὺ εἶναι «ἡ ἀβοηθήτων δύναμις καὶ ἡ ἐλπὶς τῶν ἀπηλπισμένων». Πολλὲς ὄμορφες εἰκόνες καὶ πλούσια σχήματα λόγου διανθίζουν τὴν σύνθεσή του, λ.χ.: «τῶν λυπηρῶν ἐπαγωγαὶ χειμάζουσι τὴν ταπεινήν μου ψυχὴν καὶ συμφορῶν νέφη τὴν ἐμὴν καλύπτουσι καρδίαν…», «ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου μου ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε…».

Κάθε τροπάριο, ὅπως ἔχουμε ἤδη ἐξηγήσει καὶ σὲ ἄλλο μας ἄρθρο, ἀκολουθεῖ μιὰ παρόμοια σειρὰ παράκλησης. Ἔτσι, στὸ α’ τροπάριο τῆς κάθε ὠδῆς ἐκτίθεται ἡ δεινὴ κατάσταση τοῦ χειμαζομένου ἀπὸ τὶς συμφορὲς ἀνθρώπου, στὸ ἀντίστοιχο δεύτερο τροπάριο ὁ ποιητὴς ἀναφέρει τὴν βοήθεια ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν Παναγία στὸ παρελθόν, «ἐξ ἀμετρήτων ἀναγκῶν καὶ θλίψεων … λυτρωθείς». Στὸ τρίτο τροπάριο ὁ ποιητὴς ἐκφράζει τὴν βεβαιότητα ὅτι ἡ Παναγία θὰ τὸν βοηθήση καὶ αὐτὴν τὴν φορά: «νῦν πεποιθὼς ἐπὶ τὴν σὴν κατέφυγον ἀντίληψιν κραταιάν…» ͘ στὸ τέταρτο τροπάριο ἐκφράζει τὴν εὐγνωμοσύνη του γιὰ τὸ ἔλεος ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὴν εὔσπλαγχνη Κόρη: «οὐ σιωπήσω τοῦ βοᾶν τρανώτατα τὰ μεγαλεῖα τὰ σά

Οἱ κατάλληλοι συνδυασμοὶ τῶν λέξεων ἀναδεικνύουν τὴν δεξιοτεχνία τοῦ ποιητοῦ Θεοδώρου στὸν χειρισμὸ τῆς ὑπέροχης ἑλληνικῆς μας γλώσσας: «νῦν πεποιθὼς ἐπὶ τὴν σὴν κατέφυγον ἀντίληψιν κραταιὰν καὶ πρὸς τὴν σὴν σκέπην ὁλοψύχως ἔδραμον» (γ’ τροπάριο τῆς α’ ὠδῆς). Καὶ ἀλλοῦ: «ἐθαυμάστωσας ὄντως νῦν ἐπ’ ἐμοὶ τὰς εὐεργεσίας σου (=ἔκανες θαυμαστὲς τὶς εὐεργεσίες σου), Κόρη, καὶ τὰ ἐλέη σου» (β’ τροπάριο τῆς γ’ ὠδῆς) «ὡς γὰρ φυσίζωος [(γεννήτρια τῆς ζωῆς < φύω+ζῶ)] ἐκ τῶν δεσμῶν τῶν τοῦ Ἅδου πρὸς ζωὴν ἀνήγαγες εἰς γῆν μέ ῥεύσαντα» (δ’ τροπάριο τῆς γ’ ὠδῆς).

Ποικιλία ρητορικῶν ἐρωτημάτων χρησιμοποιεῖ ὁ ποιητής, γιὰ νὰ ἐκφράση τὴν ἀσύγκριτη μὲ τὴν δική μας ἀναξιότητα βοήθεια τῆς Παναγίας μας: «Τὶς ἐκ τοσούτου μὲ κλύδωνος καὶ δεινῶν κινδύνων ἐρρύσατο;» (δ’ τροπάριο α’ ὠδῆς) «Καὶ ποῦ ἄλλην εὕρω ἀντίληψιν; Ποῦ προσφύγω; Ποῦ δὲ καὶ σωθήσομαι; Τίνα θερμὴν ἕξω βοηθὸν θλίψεσι τοῦ βίου καὶ ζάλαις, οἴμοι, κλονούμενος;», ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη του στὸ πρόσωπό της: «πῶς ἐξειπεῖν σοῦ κατ’ ἀξίαν δυνήσομαι τοὺς ἀμέτρους οἰκτειρμούς τους τὴν ἐμὴν πάντοτε ψυχήν, δεινῶς πυρρουμένην, ὡς ὕδωρ περιδροσίσαντας;» (α’ καὶ δ’ τροπάριο δ’ ὠδῆς).

Ἀντιπαραθέτει, ἐπίσης, ὁ ποιητὴς τὴν Παναγία μας, τό «δοχεῖον τοῦ φωτὸς τὸ καθαρὸν καὶ ἄμωμον», στὸ σκότος τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων. Μόνον Ἐκείνη μπορεῖ νὰ μᾶς φωταγωγήση καὶ νὰ λάμψη «τὸ φῶς τὸ χαρμόσυνον», διότι ἐκείνη εἶναι «ἡ μητέρα τοῦ φωτός», «ἡ γεννήσασα φῶς τὸ ἀπρόσιτον», «…τὸ θεῖον καὶ προαιώνιον», «τὸ φῶς τὸ ἄδυτον» (ἀντιστοίχως ἀπὸ τροπάρια της α’, ε’, στ’ καὶ ζ’ ὠδῆς).

Τὸ α’ τροπάριο τῆς ζ’ ὠδῆς εἶναι τὸ πλέον χαρακτηριστικὸ δεῖγμα τῆς ὑπέροχης αὐτῆς ποιητικῆς του συλλήψεως: «Φῶς ἡ τεκοῦσα, Θεοτόκε, σκοτισθέντα με νυκτὶ ἁμαρτημάτων φωταγώγησον, σύ, φωτὸς οὖσα δοχεῖον τὸ καθαρὸν καὶ ἄμωμον, ἵνα πόθῳ σὲ δοξάζω

Ὁ φιλόσοφος καὶ βασιλεὺς ποιητὴς Θεόδωρος ὁλοκληρώνει τὸν ὕμνο του στὴν Παναγία, δοξολογῶντας καὶ γεραίροντας τὸ ἄμετρό της ἔλεος καὶ διακηρύσσοντας μὲ ὅλους τοὺς τρόπους, «ψυχῇ τε καὶ καρδίᾳ καὶ λογισμῷ καὶ γλώσσ» τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες της πρὸς τὸν ἴδιον καὶ φυσικὰ πρὸς ὅλους ἐμᾶς.

Ἐπαναλαμβάνει, μάλιστα, τὴν ἀπόλυτη βεβαιότητά του ὅτι Ἐκείνη «δύναται πάντα, ὡς πανσθενοῦς (=παντοδυνάμου) Θεοῦ Μήτηρ, εἰ νεύσῃ ἔτι μόνον (= ἐὰν συγκατανεύσῃ, ἐὰν γεὶρῃ μὲ συμπάθεια) πρὸς τὴν οἰκτρὰν ταπείνωσιν (του)».

Εἶναι πραγματικὰ νὰ ἀπορῇ κανεὶς πῶς ἕνας μεγάλος καὶ τρανὸς αὐτοκράτορας δὲν ἐμπιστεύεται ἀνθρώπους νὰ τὸν βοηθήσουν στὶς δυσκολίες του ἀλλὰ ἐμπιστεύεται ἀπολύτως τὴν Παναγία ὡς μητέρα τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ.

Ὁ Θεόδωρος Λάσκαρης στὴν πραγματικότητα εἶχε βιώσει πολλὲς θλίψεις καὶ δυσκολίες στὸν πολυτάραχο βίο του καὶ εἶχε πλέον ἀσκηθῇ τόσο πολὺ στὴν ὑπομονὴ καὶ στὴν ταπείνωση, ὥστε νὰ ὁμολογῇ μὲ συντριβή: «εἰς σὲ μόνην ἐλπίζω, εἰς σὲ μόνην καυχῶμαι καὶ ἐπὶ σὲ θαρρῶν κατέφυγον.» (α’ τροπάριο θ’ ὠδῆς)

Ἄραγε ἐμεῖς οἱ πολλαπλῶς καὶ πολυτρόπως ὀδυνώμενοι ἀπὸ τὶς συμφορὲς τοῦ δικοῦ μας ἁμαρτωλοῦ βίου, οἱ πολλαπλῶς καὶ πολυτρόπως προδομένοι ἀπὸ τὴν κάθε λογῆς «ἀνθρωπίνη προστασία», τὴν ὁποία «καταπιστευόμαστε» (ἐμπιστευόμαστε ἀπολύτως), ἔχουμε «ἐφεύρει», ὅπως ὁ ποιητής, τὴν Παναγία ὡς «λιμένα ἐν ταῖς ζάλαις, ὡς χαρὰν ἐν ταῖς λύπαις, ὡς ταχινὴν βοήθειαν ἐν τοῖς νόσοις καὶ ὡς ρύστιν καὶ προστάτιν ἐν τοῖς κινδύνοις καὶ ἐν τοῖς πειραστηρίοις;» (γ’ τροπάριο η’ ὠδῆς)

Ἐὰν πράγματι ἔχουμε κάνει αὐτὴν τὴν μεγάλη «ἐφεύρεση», τότε εἶναι σίγουρο ὅτι ἡ γλυκιά μας Παναγία, «ἡ ἐλπὶς τῶν ἀπηλπισμένων καὶ τῶν ἀβοηθήτων δύναμις» δὲν θὰ μᾶς καταισχύνει ἀλλὰ σὲ ὅσους αἰτούμαστε τὴν βοήθειά της θὰ μᾶς παράσχη τὸ δώρημα «πρὸς τὸ συμφέρον τῆς αἰτήσεως

Νὰ εὐγνωμονοῦμε, ἐξ ἄλλου, καὶ τὸν ὑμνητή της, Θεόδωρο Λάσκαρη, τὸν εὐσεβῆ βασιλέα, διότι μᾶς ἄφησε τὸ ὑπέροχο αὐτὸ ποίημα, στὴν ἐξαίρετη αὐτὴν γλῶσσα, ὡς ἔνδειξη τῆς δικῆς του ἐμπιστοσύνης καὶ καταφυγῆς στὸ πρόσωπό της.

Εἴθε ἡ κραταιά της σκέπη νὰ ἐπισκιάζη ὅλους μας, λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄρχοντες, ὥστε σὲ Ἐκείνη νὰ ἀναζητοῦμε πάντοτε «παραμυθία» καὶ νὰ βρίσκουμε ἐλπίδα στὰ σύγχρονα δεινὰ τοῦ βίου μας. Ἀμήν! Γένοιτο!

 

Πηγές-Βιβλιογραφία:

«Παρακλητικοὶ Κανόνες στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο», Κείμενο-Μετάφραση, Ἔκδοση τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα, 2011

Georg Ostrogorsky, «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», μτφ. Παναγόπουλος Ἰωάννης, Τόμος Γ’, Ἱστορικὲς ἐκδόσεις Στέφ. Α. Βασιλόπουλος, Ἀθήνα, 1981, σελ. 124.

Νικόλαος Τωμαδάκης, «Οἱ λόγιοι τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου καὶ τοῦ Βασιλείου της Νικαίας», Ἐκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 1993, σελ. 106.

Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Βυζαντινὸς Ἑλληνισμός, Μεσοβυζαντινοὶ καὶ Ὑστεροβυζαντινοὶ χρόνοι, 1071-1453, Τόμος Θ’, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1979, σελ. 91-94.