Μετάφραση για την ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Καθώς μία μελέτη διαπιστώνει ότι ο γενικός εγκλεισμός της πανδημίας έβλαψε τη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, η Maria Lally μιλά με γονείς, έναν εκπαιδευτικό και μια παιδοψυχολόγο που εξακολουθούν να βλέπουν τις επιπτώσεις του στα παιδιά
Μεταξύ των ειδήσεων που δεν θα προκαλέσουν μεγάλη έκπληξη σε γονείς, μια νέα μελέτη διαπίστωσε ότι το lockdown (ο εγκλεισμός) έχει επιδεινώσει τις κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες των παιδιών.
Ερευνητές από το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Μελετών (Institute for Fiscal Studies – IFS) και το Ινστιτούτο Εκπαίδευσης του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (University College London – UCL) εξέτασαν περισσότερους από 6.000 γονείς στην Αγγλία και διαπίστωσαν ότι σχεδόν οι μισοί πιστεύουν ότι η συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού τους έχει υποστεί πλήγμα από την περίοδο της πανδημίας. Εν τω μεταξύ, διαφορετική έρευνα που δημοσιεύτηκε αυτή την εβδομάδα δείχνει ότι οι διατροφικές διαταραχές στα παιδιά έχουν διπλασιαστεί τα τελευταία έξι χρόνια, ενώ η απουσία τους από το σχολείο έχει διπλασιαστεί από το τέλος του lockdown και μετά.
«Αυτή η μελέτη δείχνει ότι η διαταραχή που προκάλεσε η πανδημία στην ανάπτυξη των παιδιών είναι μακράς διαρκείας», δήλωσε η επίτροπος για τα παιδιά στην Αγγλία, Dame Rachel de Souza, σχετικά με τα ευρήματα του IFS.
Στο παρόν άρθρο μιλάμε με έναν γονέα, έναν εκπαιδευτικό και μία παιδοψυχολόγο για τις επιπτώσεις του lockdown, οι οποίες τελικά φαίνεται να έχουν διάρκεια.
Ο γονέας: «Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού είπαμε στους εαυτούς μας ότι τα παιδιά μας ήταν ανθεκτικά, αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια»
(ακολουθεί σημείωμα που συνέγραψε ανώνυμος γονέας)
Αυτό που προκαλεί περισσότερο έκπληξη σε αυτή τη μελέτη είναι ότι μόνο οι μισοί γονείς πιστεύουν ότι το lockdown έχει επηρεάσει το παιδί τους. Γιατί σχεδόν κάθε γονέας που γνωρίζω έχει μια ιστορία να πει.
Οι κόρες μου ήταν έξι και εννέα χρονών στο πρώτο lockdown και τους άρεσε να μην πηγαίνουν σχολείο στην αρχή. Ούτε ξύπνημα νωρίς, ούτε βιασύνη από την πόρτα για να προλάβουν το σχολείο, ούτε κανονικά μαθήματα. Ενώ εγώ δυσκολευόμουν να τα βγάλω πέρα με την εργασία μου και το διάβασμα των παιδιών στο σπίτι (το οποίο αρχικά απαιτούσε μόνο να γίνουν μερικά φύλλα εργασίας που αποστέλλονταν μέσω email μία φορά την εβδομάδα), και οι δυο κόρες μου απολάμβαναν όλο αυτό που πρέπει να τους φάνηκε σαν διακοπές.
Αλλά μετά άρχισε η πλήξη. Και η απομόνωση. Μετά τις πρώτες εβδομάδες, το ενδιαφέρον της νέας κατάστασης ξέφτισε καθώς συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν μόνο το σχολείο τους που έκλεισε, αλλά ολόκληρος ο κόσμος. Δεν υπήρχαν πάρκα για να παίξουμε, ούτε φίλοι για παρέα, ούτε γυμναστική, ούτε παππούδες για να τις… κακομαθαίνουν. Στη μεγαλύτερή μου κόρη έλειψε ακόμη και το να πάει στο σούπερ μάρκετ μαζί μου, το οποίο είχε καταντήσει ένα μέρος με μεγάλες ουρές λόγω «κοινωνικής αποστασιοποίησης», με μάσκες προσώπου και με άδεια ράφια. Δεν είχαν τίποτα άλλο από τους δικούς μας τέσσερις τοίχους στο σπίτι, που τις γέμιζαν άγχος, φόβο και πλήξη.
Η μεγαλύτερη κόρη μας άρχισε να κάνει κλήσεις Zoom με τις φίλες της, αλλά όταν αυτό δεν ήταν αρκετό, υποχωρήσαμε και της πήραμε ένα κινητό τηλέφωνο για να μπορέσει να συμμετέχει στις ομάδες WhatsApp των συμμαθητών της. Εκ των υστέρων διαπιστώνουμε ότι ήταν πολύ μικρή για αυτό, αλλά τότε δεν θέλαμε να νιώθει ότι μένει απέξω σε μια ήδη πολύ πνιγηρή περίοδο, συν το ότι (εγωιστικά) σκεφτήκαμε ότι το κινητό θα την διασκέδαζε όσο εμείς προσπαθούσαμε να πάμε στη δουλειά ή να βοηθήσουμε στο διάβασμα την αδερφή της.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, είχαν κατεβάσει όλοι το TikTok και το Snapchat (για τα οποία οι γονείς γνώριζαν πολύ λίγα τότε) όπου ασταμάτητα έβλεπαν και ανέβαζαν περιεχόμενο. Εν τω μεταξύ, άρχισαν να ξεσπούν μικροκαβγάδες στο διαδίκτυο (μια φίλη μου παρακολούθησε την ομάδα WhatsApp της κόρης της όπου παρατήρησε κορίτσια να αποκαλούν το ένα το άλλο «σκύλα» και να μπλοκάρουν το ένα το άλλο για μικρές προσβολές). Εν ολίγοις, τα παιδιά ωθήθηκαν στο διαδίκτυο πολύ πιο νωρίς από ότι θα έπρεπε, χωρίς τη συναισθηματική νοημοσύνη (ή την καθοδήγηση από τους απασχολημένους γονείς τους) για να περιηγηθούν σε αυτό.
Πέρυσι βρήκα ένα σημείωμα στην κρεβατοκάμαρα της κόρης μου με τίτλο «Το Καλοκαιρινό μου Πλάνο για Λάμψη», το οποίο περιλάμβανε «20 βαθιά καθίσματα (squats) κάθε πρωί» και «μόνο φρούτα για πρωινό». Ήταν 12 ετών. Και αυτές οι συμβουλές είχαν έρθει απευθείας από κάτι… χαρωπές influencers(1) στο TikTok που, εν αγνοία μου, της είχαν κάνει παρέα κατά τη διάρκεια του lockdown μιλώντας για… κενά στους μηρούς και συμβουλές ομορφιάς.
Μια μελέτη τον Ιανουάριο διαπίστωσε ότι ο αριθμός των παιδιών στην Αγγλία που χρειάζονται θεραπεία για προβλήματα ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανομένων των διατροφικών διαταραχών και του αυτοτραυματισμού, αυξήθηκε κατά 39% το 2021-2022, με τους ειδικούς να κατηγορούν το lockdown και το χρόνο που πέρασαν τα παιδιά στο διαδίκτυο.
Ευτυχώς δεν φτάσαμε ποτέ σε αυτά τα άκρα. Αλλά έχω φίλους των οποίων τα παιδιά δεν είναι ποτέ πια τα ίδια από το lockdown και μετά. «Τα πάρτι μετά τον Covid ήταν εφιαλτικά», λέει μια φίλη μου για τον 11χρονο πλέον γιο της. «Το lockdown κατέστρεψε την αυτοπεποίθησή του και τώρα προτιμά να είναι στο σπίτι του».
Η μικρότερη κόρη μου είναι η ίδια και δεν έχει διανυκτερεύσει σε σπίτι φίλη της από το lockdown και μετά (της άρεσε πολύ αυτό). Εξακολουθεί να έχει δακρύβρεχτες κρίσεις άγχους αποχωρισμού (από το οικογενειακό περιβάλλον) και σχολικής άρνησης (έντονης άρνησης του παιδιού – σε τακτά χρονικά διαστήματα κι όχι περιστασιακά – να πάει σχολείο), τα οποία έχουμε αντιμετωπίσει, αλλά φίλοι δάσκαλοι μου είπαν ότι η απουσία από το σχολείο έχει αυξηθεί από το τέλος του lockdown και μετά.
Μια άλλη φίλη δασκάλα μου είπε ότι χρειάστηκε μέχρι αυτό το Πάσχα για να μπορέσουν τα παιδιά της Γ΄ τάξης (επτά και οκτώ ετών) να τα βγάλουν πέρα μόνα τους με τα μεσημεριανά γεύματα και τα διαλείμματα της τουαλέτας, πολύ αργότερα από τα προηγούμενα χρόνια.
Μια άλλη φίλη λέει ότι η κόρη της, η οποία πέρασε τις δυο τελευταίες τάξεις του Λυκείου [τα χρόνια 12 και 13 όπως λέγονται στη Βρετανία] μελετώντας για τις εξετάσεις προχωρημένου επιπέδου (A-levels)(2) στην κρεβατοκάμαρά της, έγινε εσωστρεφής και εξακολουθεί να βρίσκει δύσκολη την κοινωνικοποίηση και τις σχέσεις. «Τον Φεβρουάριο του 2020 είχε κλείσει τα 17, έκλεισε μαθήματα οδήγησης και βρήκε την πρώτη της δουλειά. Μετά τραβήχτηκαν τα πάντα κάτω από τα πόδια της», λέει.
Καθώς γράφω αυτό το σημείωμα, ένα πράγμα έρχεται και μένει στο μυαλό μου: στο αποκορύφωμα του lockdown, όλοι μου είπαν ότι τα παιδιά είναι ανθεκτικά, ότι ανακάμπτουν και μπορούν να πετούν από πάνω τους (αρνητικά) πράγματα. Τώρα ξέρω καλύτερα (ότι δεν ισχύει αυτό).
Ο δάσκαλος: «Η μη έκθεση στους κανόνες και τις αξίες του σχολείου έχει οδηγήσει σε μια έκρηξη σε θέματα συμπεριφοράς»
(ακολουθεί σημείωμα που συνέγραψε ανώνυμος εκπαιδευτικός με θέση senior pastoral leader(3) σε ανεξάρτητο γυμνάσιο)
Η περίοδος που πέρασαν στο σπίτι τα δικά μου παιδιά – που ήταν τεσσάρων και έξι ετών όταν ξεκίνησε ο Covid – είχε τεράστιο αντίκτυπο στη συναισθηματική τους ευημερία. Τη χρονιά μετά το lockdown η μεγαλύτερη κόρη μου ένιωσε πιο δυστυχισμένη από ποτέ στο σχολείο και μπορώ να αντιληφθώ τώρα ότι η απομάκρυνση από τη ρουτίνα της και τους φίλους της επηρέασαν την αυτοπεποίθησή της.
Είναι δύσκολο, ωστόσο, να “ξεριζώσει” κάποιος αυτά που επέφερε το lockdown από άποψη διάθεσης και ευημερίας και να χαράξει μια ευθεία γραμμή μεταξύ των δύο. Ήμασταν ήδη στη δίνη μιας κρίσης ψυχικής υγείας των εφήβων πριν από τον Covid, λόγω όλων εκείνων των μικρών πραγμάτων που κάθε νέος κουβαλάει “στην παλάμη του χεριού του”, που του λένε διαρκώς ότι κάτι του λείπει και του προκαλούν ανασφάλειες.
Αλλά μακράν η μεγαλύτερη αλλαγή που έχουν αντιμετωπίσει οι εκπαιδευτικοί μετά την πανδημία είναι η συμπεριφορά. Στο σχολείο υπάρχουν σταθεροί κανόνες, ρουτίνες, αξίες και όρια. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους βρεφονηπιακούς σταθμούς και τα νηπιαγωγεία. Εν τω μεταξύ, κάθε σπίτι έχει το δικό του σύνολο κανόνων. Και στο lockdown αυτά τα σύνολα κανόνων ήταν πολύ διαφορετικά από σπίτι σε σπίτι. Είχαμε σπίτια με έναν γονέα που μένει συνέχεια σπίτι (δηλαδή χωρίς εργασία) και μπορούσε να αφιερώσει χρόνο σε βόλτες με ποδήλατο και βοήθεια στο διάβασμα των παιδιών. Είχαμε σπίτια όπου δούλευαν και οι δύο γονείς. Είχαμε γονείς που δεν είχαν αυλές στο σπίτι ή φορητούς υπολογιστές.
Η μη έκθεση στους ίδιους κανόνες και τις ίδιες αξίες έχει οδηγήσει σε αύξηση των προβλημάτων συμπεριφοράς, τα χειρότερα που έχω δει ποτέ στα 15 χρόνια της διδασκαλίας μου. Πριν από τον Covid, το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει ένας μαθητής της Α´ Γυμνασίου(4) θα ήταν να πάρει ένα δανεικό μολύβι χωρίς να το ζητήσει. Τώρα παρατηρούμε κλοπές, άτμισμα ηλεκτρονικών τσιγάρων, βρισιές, αγένεια μεταξύ των μαθητών, και η αίσθηση του προσωπικού (εκπαιδευτικών) είναι ότι φταίει το lockdown.
Επίσης ζουν τη ζωή τους και στο διαδίκτυο. Τα τηλέφωνα ήταν ήδη μέρος της πτωτικής πορείας στη διάθεση και τη συμπεριφορά τους. Ο τρόπος που συμπεριφέρεται ένα παιδί στο διαδίκτυο είναι διαφορετικός από τον τρόπο που συμπεριφέρεται πρόσωπο με πρόσωπο. Στο lockdown έζησαν σε αυτόν τον κόσμο περισσότερο από ποτέ, και όταν επέστρεψαν υπήρχε μια αίσθηση του «θα πω και θα κάνω αυτό που θέλω».
Βλέπουμε επίσης μια άνευ προηγουμένου σχολική άρνηση και ασυνεπή παρακολούθηση (αύξηση απουσιών). Όπως και στον εργασιακό χώρο, το lockdown έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου είναι εύκολο να μην πάει κανείς στο σχολείο και οι γονείς – που συχνά εργάζονται και οι ίδιοι από το σπίτι – δεν το θεωρούν και σοβαρό ζήτημα να χάσει το παιδί τους μια μέρα στο σχολείο και «να καλύψει το χαμένο έδαφος από το διαδίκτυο». Αλλά όπως έδειξε το lockdown, το σχολείο είναι πραγματικά ο καλύτερος χώρος για τα παιδιά.
Η παιδοψυχολόγος: «Οι γονείς ήταν κάτω από μια τεράστια πίεση και αυτό είχε τις επιπτώσεις του στους νέους που παρακολουθούσαν αυτή την κατάσταση»
(Η Dr Selina Warlow είναι κλινική παιδοψυχολόγος που εδρεύει στην κλινική Nook στο Surrey)
Από το lockdown και μετά έχουμε παρατηρήσει μια αύξηση των διατροφικών διαταραχών, της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής (ΙΨΔ)(5), του άγχους, της κατάθλιψης και της σχολικής άρνησης, και ειδικότερα οι ομάδες διατροφικών διαταραχών [της κλινικής που εδρεύει προφανώς] έχουν επιβαρυνθεί πολύ.
Κατά τη διάρκεια του lockdown, οι γονείς βρίσκονταν κάτω από μια τεράστια πίεση – προσπαθώντας να εργαστούν ενώ το σχολείο είχε μεταφερθεί σπίτι για τα παιδιά τους, με οικονομική πίεση και απώλειες θέσεων εργασίας, με άγχος για την υγεία, ανησυχώντας για ηλικιωμένους συγγενείς – και όλη αυτή η κατάσταση είχε τεράστιο αντίκτυπο στους νέους που την παρακολουθούσαν. Όταν εξετάζουμε τραυματικά μοντέλα, γνωρίζουμε ότι θα υπάρξουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Όταν νιώθουμε ότι ο κόσμος μας δεν είναι ασφαλής ή είναι γεμάτος αβεβαιότητα, χρειάζεται πολύς χρόνος για να αναπροσαρμοστούμε. Γι’ αυτό δεν έχουμε δει ποτέ τόσο μεγάλο αριθμό παιδιών που εξακολουθούν να ζητούν στήριξη.
Δούλευα στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (National Health System – NHS) κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπου είδαμε μια τεράστια αύξηση στις παραπομπές. Τα παιδιά που δυσκολεύονταν πριν την πανδημία και τον εγκλεισμό, δυσκολεύονταν τώρα ακόμη περισσότερο, και αυτά που δεν είχαν δυσκολευτεί ποτέ πριν, χρειάζονταν πλέον υποστήριξη για πρώτη φορά. Η εξάντληση και η εναλλαγή του προσωπικού ήταν υψηλή, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά τώρα εργάζομαι στον ιδιωτικό τομέα, όπου και εκεί είμαστε γεμάτοι με το παραπάνω. Πολύ απλά δεν επαρκούμε για να αντιμετωπίσουμε τον αριθμό των παιδιών που χρειάζονται βοήθεια.
Όταν πρόκειται για ψυχοθεραπεία παιδιών, πολλοί παιδοψυχολόγοι χρησιμοποιούν το μοντέλο της γνωστικής συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας (cognitive behavioural therapy – CBT) το οποίο συνδέει συναισθήματα και συμπεριφορά. Πριν από το lockdown, όταν ένα παιδί είχε συγκεκριμένα συναισθήματα, θα του πρότεινα να πάει μια βόλτα ή να συναντήσει έναν φίλο. Αυτές οι απλές παρεμβάσεις – καθαρός αέρας, συζήτηση με έναν φίλο, άσκηση – κάνουν τεράστια διαφορά στο πώς σκεφτόμαστε και νιώθουμε. Αλλά στο lockdown τα παιδιά έμειναν κλεισμένα μέσα και αφέθηκαν μόνα τους με τις δικές τους σκέψεις, και αυτή η συνήθεια «να ζεις στο κεφάλι σου» παγιώνεται. Ή ακόμα χειρότερα, να ζεις στο διαδίκτυο. Ένα άλλο κατάλοιπο του lockdown είναι ο περισσότερος χρόνος που ξοδεύεται στις οθόνες, σε μικρότερη ηλικία από πριν, κάτι που γνωρίζουμε ότι έχει αντίκτυπο στην αυτοεκτίμηση, τη διάθεση και την ευεξία.
Η έρευνα δείχνει ότι είναι πολύ σημαντικό για την ανάπτυξη ενός νέου ατόμου να βλέπει τους συνομηλίκους του προσωπικά και να είναι ανοιχτό σε νέες εμπειρίες, αλλά όλα αυτά χάθηκαν στην πανδημία. Ιδίως οι έφηβοι υπέφεραν. Οι αλλαγές στον εγκέφαλο που λαμβάνουν χώρα στα χρόνια της εφηβείας τους βοηθούν να «ξεκόψουν» από τους γονείς τους, καθώς μαθαίνουν την ανεξαρτησία, την ελευθερία και πώς να αλληλεπιδρούν με τους συνομηλίκους τους. Αλλά αντί για αυτό, είχαν παγιδευτεί στο σπίτι ή παρακολουθούσαν πανεπιστημιακές διαλέξεις στο διαδίκτυο και μόνοι τους.
Τέλος, ο τομέας του ενδιαφέροντός μου είναι η νευροανάπτυξη και ένα πράγμα που μου λένε συχνά οι γονείς είναι: «Η συμπεριφορά του παιδιού μου οφείλεται στο lockdown ή σε αυτισμό»; Και ακόμη και ως κλινικοί παιδοψυχολόγοι, πρέπει να προσπαθήσουμε για να το ξεμπλέξουμε αυτό και να το ξεχωρίσουμε.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1) influencer: άτομο που με τις συμβουλές για διάφορα θέματα και για τον τρόπο ζωής του, και γενικά με το περιεχόμενο που αναρτά σε διαδικτυακές πλατφόρμες όπως το YouTube, ΤικΤοκ κλπ., επηρεάζει αυτούς που επιλέγουν να το παρακολουθούν.
(2) A-levels ή Advanced level qualifications, είναι προαιρετικές εξετάσεις που μπορούν να δώσουν μαθητές της Βρετανίας από τα 16 ως τα 19 και οι οποίες μπορούν να τους οδηγήσουν σε κάποιο Πανεπιστήμιο, επιπλέον σπουδές, δουλειά ή πρακτική (κάτι σαν τις δικές μας πανελλαδικές).
(3) οι εκπαιδευτικοί με θέση senior pastoral leader στη Βρετανία ασχολούνται με θέματα συμπεριφοράς και συμμόρφωσης των μαθητών στους κανόνες του σχολείου, ασφάλειας, συνεπούς παρακολούθησης των μαθητών και άλλων θεμάτων που ανακύπτουν κατά τη διδασκαλία. Μεταξύ άλλων έρχονται σε επαφή με γονείς και εκπαιδευτικούς και αναπτύσσουν σχέδια για να βοηθήσουν ευάλωτους μαθητές ή μαθητές που δημιουργούν προβλήματα.
(4) στο πρωτότυπο λέει για μαθητή σε έτος φοίτησης 7, “year 7 pupil”, όπως αναφέρεται συχνά στη Βρετανία η πρώτη τάξη μετά το δημοτικό που είναι 6 χρόνια, δηλαδή η Α´ Γυμνασίου.
(5) Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ΙΨΔ, στα αγγλικά obsessive-compulsive disorder – OCD) είναι μία ψυχική πάθηση που χαρακτηρίζεται από παράλογες σκέψεις, ιδέες, εικόνες (εμμονές – ιδεοληψίες ή ψυχαναγκασμούς) και οδηγεί τους πάσχοντες σε επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές (καταναγκασμούς).