Εἶναι Ἄνοιξη. Ὁ Χριστός μας κηδεύεται μονάχος

Διήγημα σε τρία μέρη από την Απαγόρευση συμμετοχής στις Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας του 2020

 
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Μεγάλη Παρασκευὴ σὲ μιὰ λαϊκὴ συνοικία τῆς Ἀθήνας.
-Μαμά!…
-Μαμά! Σοῦ μιλάω! Κοίταξέ με μανούλα…
Σήκωσε στενoχωρημένη τὸ βλέμμα της ἀπὸ τὴν ὀθόνη τοῦ κινητοῦ της.
– Τί εἶναι, Μαρία μου;
Ἡ Μαρία μὲ ἱκανοποίηση ποὺ κατάφερε νὰ κερδίσει τὴν προσοχὴ τῆς μητέρας της πῆρε ὅλη τὴν γλύκα ποὺ εἶχαν τὰ πέντε της χρονάκια καὶ συνέχισε κοιτῶντας την στὰ μάτια:
– Δὲν μοῦ εἶπες τὰ λουλούδια ποὺ κόψαμε ἀπὸ τὴν αὐλὴ τῆς κας Παναγιώτας, τὸ πρωὶ ποὺ κάναμε τὴν βόλτα μας, τί τὰ θέλουμε; Μοῦ εἶχες πεῖ ὅτι θὰ μοῦ ἐξηγήσεις, ὅταν θὰ φθάσουμε σπίτι.
– Θὰ σοῦ πῶ μόλις μιλήσουμε μὲ τὸν μπαμπᾶ στὸ τηλέφωνο.
-Ἔ ἄντε, τηλεφώνησέ του…
– Σὲ λίγο, ἔβλεπα ἕνα βίντεο…
-Σὲ παρακαλῶ, μανούλα!
Ἀναστέναξε καὶ πίεσε τὴν ὀθόνη, ἔβαλε καὶ τὴν ἀνοικτὴ ἀκρόαση…
-Καλησπέρα! Τί μοῦ κάνετε; Ἀκούστηκε μιὰ κουρασμένη, ἀλλὰ χαρούμενη φωνή.
Ἡ μικρὴ ἔτρεξε πρὸς τὸ τηλέφωνο καὶ φώναξε: “Γειά σου μπαμπᾶ!”
– Γειά σου, ἀγάπη μου! Τί κάνεις;
– Καλά! Πήγαμε τὸ μεσημέρι βόλτα μὲ τὴν μαμὰ καὶ μαζέψαμε καὶ λουλούδια ἀπὸ τὴν αὐλὴ τῆς κας Παναγιώτας, τὰ βάλαμε στὸ ψυγεῖο, ἀλλὰ δὲν μοῦ λέει τί θὰ τὰ κάνουμε!
– Τί σκέφτηκες πάλι, Μάρθα;
– Ἄσε, Κώστα, θὰ τὰ ποῦμε μετὰ αὐτά· πὲς μου πρῶτα, σχόλασες; Τί λένε οἱ πρόσφυγες;
– Τί νὰ σοῦ πῶ, βρὲ Μάρθα. Στὰ μάτια τους βλέπω διάφορα. Ἄλλοι σὲ κοιτᾶνε φοβισμένοι, ἄλλοι μὲ εὐγνωμοσύνη, ἄλλοι μὲ θράσος καὶ ἀπειλητικά· εἶναι περίπλοκο…
– Τί μαθαίνεις; Πότε γυρίζετε;
– Μετὰ τοῦ Θωμᾶ. Δὲν ἀλλάζει… Μοῦ λείπετε! Μακριά σας δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω ὅτι εἶναι Μεγάλη Ἑβδομάδα… Μόνο ἀπὸ τὴν νηστεία…
– Τί τρῶτε;
– Ἐγώ; Τί νὰ βρεῖς ἀλάδωτο στὸ νησὶ μὲ κλειστὰ τὰ πάντα…
– Οὔτε καὶ ἐμεῖς ἐδῶ ἔχουμε καταλάβει ὅτι εἶναι Μεγάλη Ἑβδομάδα. Προσπαθῶ νὰ δῶ τὶς ἀκολουθίες ἀπὸ τὴν τηλεόραση, ἀλλὰ δὲν γίνεται. Καμμία σχέση. Μία χτυπάει τὸ τηλέφωνο, μία ἡ μικρὴ ζητάει κάτι, ὁ εἰκονολήπτης ὅλο δείχνει τοὺς ψάλτες καὶ τὸν Δεσπότη ἀντὶ γιὰ τὶς εἰκόνες, εἶναι καὶ αὐτὸ τὸ πλάνο γιὰ ὅσους ἔχουν προβλήματα ἀκοῆς ποὺ μὲ περισπᾶ μὲ τὶς χειρονομίες, δὲν μπορῶ νὰ μαζέψω τὸ μυαλό μου… Σκέφτομαι νὰ ἠχογραφήσω ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο καὶ νὰ ἀκούω τὴν νύχτα μὲ σβηστὰ τὰ φῶτα. Μὲ ἕνα κερὶ νὰ φωτίζει τὶς εἰκόνες, νὰ νομίζω ὅτι εἶμαι σὲ καμμία ἀγρυπνία.
– Καλὸ ἀκούγεται. Σκέψου καὶ ἐμένα. Ζορίζομαι. Ζορίζονται καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ παιδιὰ τελικά. Ξέρεις, τὸ Πάσχα ὅλοι περνοῦσαν, ἔστω καὶ λίγο ἀπὸ τὴν ἐκκλησία…
– Κώστα,…
-Τί σκέφτηκες πάλι;
– Ἄκουγα χθὲς μιὰ ὁμιλία γιὰ τὶς Μυροφόρες. Καὶ τότε ἀπαγόρευση ὑπῆρχε. Ρωμαϊκὴ φρουρά, οἱ ἄνθρωποι τῶν Ἀρχιερέων. Κι ὅμως πῆγαν… Καὶ σκεφτόμουν, γιατί πῆγαν; Τὸν ἀγαποῦσαν, θὰ μοῦ πεῖς. Γιατί τὸν ἀγαποῦσαν; Ἔκανε θαύματα, τοὺς μίλησε, τοὺς χαμογέλασε. Καὶ νά, μετὰ σκέφτηκα, βρὲ Κώστα, τὴν κατάστασή μας. Σὲ ἐμᾶς ὁ Κύριος δὲν χαμογέλασε μόνο. Μᾶς χάρισε τὴν Μαρία. Θυμᾶσαι, Κώστα; «Μαθηματικὰ ἀδύνατον» μᾶς εἶπε ὁ γιατρός. «Ξεχάστε τὴν δυνατότητα τεκνοποίησης!» Καὶ ἐμεῖς πήγαμε κλαμένοι στὸν Γέροντα νὰ ζητήσουμε εὐλογία νὰ υἱοθετήσουμε καὶ θυμᾶσαι τί μᾶς εἶπε;
Ὁ Κώστας ἀναστέναξε… «Θυμᾶμαι, Μάρθα!».
Καὶ κάναμε προσευχή. Πολλή προσευχή! Καὶ παρακαλέσαμε τὸν Κύριο νὰ κάνει τὸ ἀδύνατον καὶ νὰ μᾶς ἐμπιστευτεῖ μιὰ ψυχούλα νὰ τὴν μεγαλώσουμε. Καὶ ὁ Κύριος μᾶς ἄκουσε! Θυμᾶσαι τὸν γιατρό, ὅταν μᾶς ξαναεῖδε ποὺ πήγαμε νὰ ἀκούσουμε τὴν καρδούλα πὼς ξεροκατάπινε μετά;
– Θυμᾶμαι… Τί θὲς νὰ κάνεις;
– Δὲν μπορῶ νὰ Τὸν ἀφήσω μόνο Του ἀπόψε… Ὁ Χριστός μας κηδεύεται. Ὁ Χριστὸς στὸν τάφο! Μοναχός; Τὸν ἐγκαταλείψαμε ὅλοι; Ποιὸς θὰ Τὸν ράνει;
– Τί νὰ σοῦ πῶ… Θὰ φᾶμε πρόστιμο…
– Ἄς φᾶμε. Νὰ μοῦ κατασχέσουν τὸ δῶρο τοῦ Πάσχα, ὅταν μας τὸ δώσει ἡ ἐργοδοσία, ἂς πάει χαλάλι. Καὶ οἱ μυροφόρες τότε τόσα λεφτὰ δώσανε γιὰ τὰ μύρα ποὺ ἀγοράσαν…
– Θὰ σὲ ἀφήσουν νὰ περάσεις;
– Θὰ προσπαθήσω! Νὰ πῶ: ἐγὼ προσπάθησα…
– Πὲς ὅτι εἶμαι συνάδελφος, ἅμα σὲ σταματήσουν. Πές… Ξέρω ‘γώ…. Ὅτι σὲ φωτίσει ὁ Θεός, Μάρθα… Σ’ ἀγαπῶ!
– Κι ἐγώ! Θὰ πάω Κώστα! Θὰ πάω, κι ἂς μοῦ βγεῖ καὶ σὲ κακό, ποὺ λέει τὸ τραγούδι…. Γειά σου! Θὰ σοῦ στείλω μήνυμα μετά, μήπως καὶ κοιμᾶσαι.
– Θὰ περιμένω. Γειά σου, Μαρία! Νὰ προσέχεις τὴν μαμά!
Ἡ μικρὴ ἄφησε τὸ παιχνίδι της καὶ ξαναέτρεξε στὸ τηλέφωνο «Γειά σου, μπαμπᾶ»! Κατάλαβα τί θὰ κάνουμε, θὰ πᾶμε τὰ λουλουδάκια στὸν Χριστούλη ποὺ εἶναι Σταυρωμένος!

Φυσοῦσε στὸν δρόμο. Κάποιοι λίγοι μὲ φόρμες καὶ κινητὰ στὰ χέρια τὶς προσπερνοῦσαν. Ἔφτασαν στὴν διασταύρωση πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Μιὰ μηχανὴ μὲ ἀναμμένο φάρο ἦταν κάτω ἀπὸ τὴ λάμπα. Ἕνας μαυροφορεμένος μὲ ἄσπρο κράνος καὶ φουσκωτὸ μπουφὰν φάνταζε ἀπειλητικός. Ἀπὸ τὸν ἀσύρματο τῆς μηχανῆς ἀκούγονταν διάφορα. Νύχτωνε… Ἡ Μάρθα ἔσφιξε τὸ χέρι τῆς μικρῆς νὰ πάρει κουράγιο.
– Πᾶμε Μαρία!
Ἔφθασαν στὴν διασταύρωση. Κρατοῦσε τὸ βλέμμα της μακριά, πρὸς τὴν ἐκκλησία ποὺ εἶχε φῶτα στὸ ἐσωτερικό της. Πλησίαζαν…
– Κυρία! Ἐσεῖς μὲ τὸ κοριτσάκι, ἐλᾶτε λίγο πρὸς τὰ ἐδῶ!
Σφίχθηκε. Γύρισε πρὸς τὸ μέρος του. «Καλησπέρα!»
– Καλησπέρα! Ἔχετε στείλει μήνυμα; Πῶς κυκλοφορεῖτε;
-Ἔχω ἔντυπο συμπληρωμένο. Νὰ σᾶς τὸ δείξω.
– Β5 μετάβαση σὲ Τελετή. Ποῦ πάτε τέτοιαν ὥρα;
-Σὲ κηδεία πάω.
– Δὲν γίνονται κηδεῖες τέτοιαν ὥρα. Ἀφήσετε τὶς ἐξυπνάδες.
– Κηδεύεται ὁ Χριστὸς μας…
– Ὁ νόμος λέει σὲ κοντινοὺς συγγενεῖς!
– Ὁ Πατέρας μου εἶναι, κύριε. Πόσο πιὸ κοντινός; Δὲν εἶναι καὶ δικός σας;
«… Θὰ πρέπει νὰ σᾶς γράψω», εἶπε λιγότερο αὐστηρὰ αὐτὴν τὴν φορὰ χαμηλώνοντας τὴν φωνή του. «Μᾶς κοιτάζουν ἀπὸ τὰ μπαλκόνια», συνέχισε κάνοντας ἕνα ἐλαφρὸ νόημα.
Ἡ Μάρθα κοίταξε πρὸς τὰ πάνω. Στὸν δεύτερο ἦταν μιὰ μεσόκοπη κυρία ποὺ κάπνιζε ἀκουμπῶντας στὰ κάγκελα καὶ κοιτοῦσε ἐπίμονα πρὸς τὸ μέρος τους.
– Κάντε τὴν δουλειά σας. Ἀφῆστε μὲ ὅμως νὰ κάνω καὶ ἐγὼ τὴν δική μου! Τὸν παρακάλεσε ἐξίσου χαμηλόφωνα. «Ὁ ἄντρας μου εἶναι συνάδελφός σας. Τὸν ἔστειλαν στὴν Κῶ γιὰ τοὺς λαθρομετανάστες».
– Δὲν ξέρω. Νὰ μιλήσω μὲ τὸν Ἀξιωματικό. Γύρισε τὴν πλάτη του. Ἀπὸ τὸ ἀκουστικὸ ἡ φωνὴ φώναζε τόσο δυνατὰ ποὺ ἡ Μάρθα μποροῦσε νὰ τὴν ἀκούει:
– Μηδενικὴ ἀνοχή! Ἔχετε λάβει ὁδηγίες! Ἐὰν μαζευτοῦν 20 ἄτομα ἀπ’ ἔξω καὶ καθίσουν κάτω στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας θέλω 50 ἄντρες γιὰ νὰ τοὺς σηκώσω καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνω! Εἶναι δυνατὸν νὰ βάλω ΜΑΤ γιὰ νὰ τοὺς διαλύσω τέτοια μέρα; Μηδενικὴ ἀνοχή! Τ’ ἀκοῦς; Ἀπομακρύνετε τοὺς γραφικούς! Ἀπὸ τὴν τηλεόραση! Νὰ ἀκοῦνε τοὺς ἐπισκόπους τους!
Ἡ Μάρθα ἔνιωσε ἕνα σφίξιμο στὸ στομάχι της. Ὁ ἀστυφύλακας γύρισε καὶ ἄρχισε νευρικὰ νὰ γράφει. «Δὲν γίνεται τίποτα! Δῶστε μου τὴν ταυτότητά σας! Ὄνομα, Μάρθα!» Σταμάτησε καὶ τῆς γύρισε καὶ πάλι νευρικὰ τὴν πλάτη του κρατῶντας τὰ χαρτιά.
Ἡ Μάρθα ἔμεινε νὰ κοιτάζει τὴν μαύρη πλάτη του. Περίμενε. Κοίταξε τὴν μικρὴ Μαρία ποὺ εἶχε φοβηθεῖ λίγο. Τῆς χαμογέλασε νὰ πάρει κουράγιο.
– Συνεχίστε τὸν δρόμο γιὰ τὸ σπίτι σας! Ἀπὸ ἐδῶ μὴν ξαναπεράσετε, γιατί θὰ σᾶς γράψω καὶ πάλι!
Γύρισε καὶ τὸν κοίταξε παραξενεμένη. Κατάλαβε. Μὲ ἕνα χαμόγελο πῆρε τὰ χαρτιά της. Καληνύχτησε καὶ ἔφυγε μὲ γοργὸ βῆμα πρὸς τὴν πλατεῖα τῆς ἐκκλησίας μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Στὸ βάθος ἀκούγονταν φωνὲς καὶ πάλι.
– Κύριε ἀστυφύλακα, γιατί τὴν ἀφήσατε νὰ φύγει πρὸς τὴν ἐκκλησία; Χαζοὶ εἴμαστε; Κάνετε τὰ στραβὰ μάτια; Ἐμεῖς γιατί κάνουμε θυσίες;
– Σᾶς παρακαλῶ, κυρία μου, τῆς ἔκοψα κλήση καὶ τὴν ἄφησα μὲ ὁδηγίες νὰ πάει στὸ σπίτι της, τί ἄλλο θέλετε;
Ἡ γυναικεία φωνὴ ἀπάντησε κάτι, ἀλλὰ ἡ Μάρθα πιὰ δὲν μποροῦσε νὰ ἀκούσει. Βάδιζαν πιὰ στὶς πλάκες τῆς πλατείας. Ἡ ἐκκλησία ἦταν βουβή. Μὲ φῶτα μέσα, ἀλλὰ βουβή. Ἡ πόρτα τεράστια, μαύρη καὶ κλειστή.
«Ποιός θὰ μᾶς ἀνοίξει τὴν πόρτα;» σκέφτηκε. Ἀνατρίχιασε. Θυμήθηκε τὸ Εὐαγγέλιο: «Τὶς ἡμῖν λίθον;»

Ἀνέβηκε τὰ σκαλοπάτια κρατῶντας πάντα τὸ χέρι τῆς Μαρίας ποὺ κοιτοῦσε τὴν μεγάλη κλειστὴ θύρα μὲ δέος. Ἀπὸ τόσο κοντὰ πιὰ ἀκούγονταν μέσα νὰ διαβάζουν τὸν ἑξάψαλμο. Ἡ Μάρθα γύρισε τὸ πόμολο. Κλειδωμένη. Χωρὶς νὰ χάσει χρόνο σήκωσε τὴν παλάμη της κλειστὴ καὶ σφικτὴ γιὰ νὰ χτυπήσει δυνατὰ τὴν πόρτα.
 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Μεγάλη Παρασκευὴ μεσημέρι σὲ μιὰ λαϊκὴ συνοικία τῆς Ἀθήνας.

– Ναί! Ναί! Τὸ διάβασα! Μιὰ χαρὰ τοὺς τὰ γράφει! Ἔχουμε καταλύσει κάθε ὅριο σεβασμοῦ πιά! Ὅλοι γίνανε ἐπιδημιολόγοι καὶ ἀψηφοῦν τοὺς ἐπιστήμονες! Καθεὶς στὴν θέση του! Ἡ ἐπιστήμη μίλησε, κύριε! Ἡ Δ.Ι.Σ. ἀποφάσισε! Ἡ κυβέρνηση διέταξε! Θὰ τὶς σεβαστεῖς! Ζοῦμε πρωτόγνωρες καταστάσεις! Στὴν γωνία μᾶς περιμένουν, νὰ ἀρρωστήσει κανείς μας, νὰ μᾶς ρεζιλέψουν οἱ μεγαλοδημοσιογράφοι! Πῶς, ἀδελφέ μου; Ἔ, βέβαια! Ὅλοι οἱ συνωμοσιολόγοι στὴν Ἐκκλησία μας ἔχουν μαζευτεῖ!

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης π. Ἰωσὴφ μιλοῦσε στὸ τηλέφωνο χειρονομῶντας ἔντονα μὲ τὸ ἐλεύθερο χέρι του. Στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς γραμμῆς ἦταν ὁ φίλος του, ἐπίσης Ἀρχιμανδρίτης, π. Θωμᾶς ποὺ διακονοῦσε σὲ μιὰ Εὐρωπαϊκὴ Ἀρχιεπισκοπή. Φίλοι ἐδῶ καὶ δεκαετίες ἀπὸ τὴν Ἀνωτέρα Ἐκκλησιαστικὴ Σχολή. Συνέχισαν μαζὶ στὴν Θεολογική, χωρίσανε στὰ Μεταπτυχιακά τους. Ὁ π. Θωμᾶς ἔφυγε στὸ ἐξωτερικὸ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ. Ὁ π. Ἰωσὴφ ἔμεινε στὴν Ἀθήνα. Εἶχε νὰ νοιαστεῖ γιὰ τὴν μητέρα του. Μοναχοπαίδι γάρ.

– Ἄ! Τώρα ποὺ τὸ θυμήθηκα, θυμᾶσαι τὸν Εὐτύχιο· τὸν Ἀφρικάνο ποὺ τὸν λέγαμε; Ναί, ναί! Τὸν εἶδα τὶς προάλλες εἶχε ἔρθει γιὰ λίγο στὴν Ἀθήνα. Μιὰ χαρά τὸν εἶδα! Χαμογελοῦσε ὅλην τὴν ὥρα, ὅπως πάντα. Τὸν βρῆκα στὸ Κέντρο, οὔτε μάσκα οὔτε γάντια… Καλὰ τοῦ λέω, δὲν φοβᾶσαι; Ἔλα ντέ!… Τί νὰ καταλάβουν αὐτοί! Ἔχουν ἀκόμα Ἔμπολα ἐκεῖ πέρα! Ναί… ναί! Τί κλειστὲς ἐκκλησίες νὰ ἔχουν ἐκεῖ, βρέ; Οἱ πιὸ πολλὲς ἐκεῖ ποὺ εἶναι δὲν ἔχουν πόρτες! Δὲν τὶς ἔχεις δεῖ; Μὲ λάσπη καὶ καλάμια εἶναι! Κοινωνᾶνε καὶ πιὸ πέρα μουγκρίζουν τὰ λιοντάρια, ποὺ λέει ὁ λόγος!

-Λοιπόν, πάτερ μου, σὲ κλείνω, ἔχω νὰ κάνω ἕνα σωρὸ καὶ ἀπόψε ἀρχίζουμε κατὰ τὶς ὀχτώ. Πῶς; Ναί, ναί, κλειστά, θεόκλειστα! Ἀπὸ τὴν Μητρόπολη μᾶς τὸ ξεκαθάρισαν. Μηδενικὴ ἐλαστικότητα. Ὑπακούουμε στὴν ἀπόφαση! Καλὴ Ἀνάσταση, ἀδελφέ μου, καὶ περαστικά μας!

Ὁ π. Ἰωσὴφ ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο καὶ πῆγε πρὸς τὸ ψυγεῖο. Πῆρε ἕνα τάπερ μὲ χορτόσουπα ποὺ τοῦ εἶχε φτιάξει μιὰ ἐνορίτισσά του, ἡ κ. Ἀσπασία καὶ τὸ ἔβαλε βιαστικὰ στὸ φοῦρνο μικροκυμάτων. Ὅσο περίμενε ἔριξε ἕνα βλέμμα στὸ γραφεῖο του. Πόσα εἶχαν μαζευτεῖ! Ἔπρεπε νὰ τελειώσει ἕνα ἄρθρο γιὰ τὸ περιοδικό, νὰ γράψει τὴν ὁμιλία – αὐτὸ δὲν ἐπείγει, ἅμα πάρουν παράταση τὰ μέτρα μπορεῖ νὰ τὸ γλυτώσει – νὰ ἑτοιμάσει τὰ γραφειοκρατικὰ τῆς ἐνορίας καὶ στοῖβα περίμεναν οἱ σημειώσεις του γιὰ τὸ Διδακτορικό. Ἀναστέναξε. Ἀπὸ τὸ μικρὸ σόκ τον ἔβγαλε τὸ μπὶπ ποὺ ἔκανε ὁ φοῦρνος. Πῆρε τὸ μπὸλ ὅπως ἦταν, τὸ ἔβαλε στὸ τραπέζι, ἔκανε βιαστικὰ τὸν σταυρό του καὶ τὸ ἄνοιξε.

-Ἄνηθος! Ὄχι, βρὲ εὐλογημένη! Ἄχ… κυρὰ Ἀσπασία, τί μοῦ ἔκανες! Τὸ βλέμμα του μελαγχόλησε. Νὰ ζοῦσε ἡ μάνα του, ἡ κυρία Μαρία! Τί ὡραῖα ποὺ τὴν ἔκανε τὴν ἀλάδωτη χορτόσουπα! Πῶς τοῦ λείπει! Πᾶνε δέκα χρόνια ποὺ ἔφυγε καὶ ἀκόμη καὶ τώρα ξεχνιέται καμμιὰ φορὰ καὶ σκέφτεται νὰ τὴν πάρει τηλέφωνο, νὰ τῆς πεῖ τὰ νέα.

Θυμήθηκε… θυμήθηκε, μικρὸς ποὺ ἦταν καὶ τὸν ἔπαιρνε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ πήγαιναν μαζὶ στὴν ἐκκλησία. Ἀπὸ τότε ποὺ θυμᾶται τὸν ἑαυτό του, ὅλην τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀνελλιπῶς στὸν Ναό. Πῶς τὸν ἐντυπωσίαζαν ὅλα! Ὅταν ἄρχισε νὰ καταλαβαίνει τί γινόταν, τί ἦταν αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε καὶ νὰ πιάνει μέσες-ἄκρες τί ἔλεγαν τὰ Εὐαγγέλια, θυμᾶται ποὺ ἔκλαιγε. Λυπότανε γιὰ τὸν Χριστό μας ποὺ ἔμεινε μονάχος, ποὺ προδόθηκε, ποὺ πόνεσε… Ἡ κυρία Μαρία τοῦ κρατοῦσε τὸ χέρι. Θυμᾶται τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἔκλαψε καὶ τοῦ σκούπισε τὰ δάκρυα καὶ τὸν φίλησε στὸ κεφάλι. Μετὰ πήγαινε στὸ Ἱερό, ντυμένος παπαδάκι, ἡ μητέρα του καμάρωνε καὶ αὐτὸς τὴν κοιτοῦσε σοβαρὸς μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του. Ἄχ… πῶς τοῦ λείψανε ὅλα αὐτά! Μητέρα! Ἄχ… ποῦ εἶσαι; Αὐτὴ ἡ γλύκα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἦταν ποὺ τὸν ἔκανε νὰ ἀφιερωθεῖ στὸ Χριστό. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς μάνας! Ἡ ἀγάπη! Πῶς θὰ ἤθελε νὰ ξανακλάψει Μεγάλη Ἑβδομάδα! Νὰ κλαίει, νὰ κλαίει νὰ σβήσει ὅσα ἔχει μαζέψει μέσα του ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια. Τὸν ἔφαγε ὁ Κόσμος, κι ἂς ἦταν μὲς τὴν Ἐκκλησία. Θυμήθηκε τί εἰρηνικὰ εἶχε φύγει ἡ κυρία Μαρία. Ἐξομολογημένη, κοινώνησε, τὸν κοίταγε στὰ μάτια καὶ καμάρωνε, ὅπως τότε Μεγάλη Ἑβδομάδα. Κοιμήθηκε καὶ δὲν ξαναξύπνησε… Δὲν ἔχει ἀμφιβολίες γιὰ τὸ ποῦ βρίσκεται ἡ ψυχούλα της.

Ὁ π. Ἰωσὴφ ἀναστέναξε. Θὰ τὴν ξαναδεῖ στὴν ἄλλη ζωή; Θὰ βρεθεῖ καὶ αὐτὸς κοντά της; «Μνήσθητί μου Κύριε» ψέλλισε μὲ τὸ βλέμμα καρφωμένο μπροστά του…

Ἀποτίναξε τὶς σκέψεις του, καταπιάστηκε μὲ ὅσα εἶχε νὰ κάνει καὶ νὰ ἑτοιμάσει. Εἶδε στὴν τηλεόραση τὴν ἐνημέρωση γιὰ τὸν Κορωνοϊό. Νούμερα νεκρῶν ἀνὰ χώρα, οἱ ἐξελίξεις στὴν ἀνοσία, ἂν φορᾶμε μάσκα, εἶχε ἀρχίσει νὰ γίνεται κουραστικό. Ὁ Χαρδαλιᾶς… αὐστηρὸς ὅπως πάντα. Ἡ πιὸ κρίσιμη ἑβδομάδα! Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα! Ὁ π. Ἰωσὴφ κάρφωσε καὶ πάλι τὸ βλέμμα του μπροστά του… Τί γίνονται ὅλες αὐτὲς οἱ ψυχὲς ποὺ φεύγουν; Ποιοὶ θὰ τὶς περιμένουν; Πόσοι θὰ περάσουν τὰ τελώνια; Πόσοι φεύγουν «τακτοποιημένοι», ὅπως ἡ κυρία Μαρία;

Ἡ προετοιμασία του ἔγινε μηχανικά. Ξεκίνησε γιὰ τὸν Ναό. Ἀπ’ ἔξω τὸν περίμενε ὁ ἐπίτροπος καὶ ἡ νεωκόρος. Περίμεναν καὶ μερικοὶ ἐνορῖτες. Ὅσο εὐγενικὰ μποροῦσε τοὺς ἀποθάρρυνε. Ἦρθε καὶ ὁ Ψάλτης, ἀνέβασε τὸν τόνο τῆς φωνῆς του σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐπέμεναν, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδιωξε, μπῆκε γρήγορα μέσα μαζὶ μὲ τοὺς συνεργάτες καὶ κλείδωσαν τὴν πόρτα.

Ὁ Ἐπιτάφιος ἦταν ἐκεῖ στὴ μέση μονάχος… Λιγοστὰ τὰ λουλούδια φέτος. Κλειστὰ καὶ τὰ ἀνθοπωλεῖα. Ὅ,τι ἀφήσανε στὴν πόρτα μερικοὶ ἐνορῖτες, ἀλλὰ… ὄχι καὶ πολλὰ πράγματα.

«Ἔχουμε Ἄνοιξη!» σκέφθηκε, «Τόσα λουλούδια παντοῦ!» Κι ὅμως, «Ὁ Χριστός μας κηδεύεται μονάχος!». Ἔσκυψε τὸ κεφάλι του νὰ προσκυνήσει καὶ ὕστερα ἀπὸ τόσον καιρὸ ἔνιωσε τὴν κατάνυξη ἀπὸ τὰ μικράτα του ποὺ νοσταλγοῦσε!

-Ξεκινᾶμε, πάτερ; Τὸν διέκοψε ὁ Ψάλτης. Αὐτὴ ἡ ἠχὼ τοῦ ἄδειου ναοῦ ἀκούγονταν τόσο ψυχρὴ ἀπόψε. Ἔφυγε πρὸς τὸ Ἱερὸ σκεφτικὸς γιὰ νὰ βάλει τὸ «Εὐλογητός…»

Ὁ Ψάλτης κόντευε νὰ τελειώσει τὸν 87ο ψαλμό, ἦταν ἐκεῖ ποὺ λέει «ἱνατί, Κύριε, ἀπωθῇ τὴν ψυχήν μου, ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ;» ὅταν ἀκούστηκαν δυνατὰ χτυπήματα στὴν πόρτα.

Ὁ ψάλτης σάστισε. Σταμάτησε. Ὁ π. Ἰωσήφ τοῦ ἔκανε νόημα νὰ συνεχίσει καὶ πῆγε πρὸς τὴν πόρτα. Χωρὶς νὰ ἀνοίξει, εἶπε ἀπὸ μέσα: «Τί θέλετε; Ποιὸς εἶναι;»

– Ἀνοῖξτε, πάτερ! Εἶμαι μιὰ ἐνορίτισσα, ἡ Μάρθα· δὲν ξέρω ἅμα μᾶς θυμᾶστε, ἔφερα λουλούδια γιὰ τὸν Χριστό μας. Ἔχω μαζὶ καὶ τὴν κορούλα μου, σᾶς παρακαλῶ, ἀνοῖξτε!

– Δὲν γίνεται, κόρη μου, ἀπάντησε ὁ π. Ἰωσήφ. Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ φέρνεις σὲ δύσκολη θέση! Ἔχω διαταγές! Πιὸ πέρα εἶναι ἡ ἀστυνομία καὶ παραφυλάει!

– Ἀνοῖξτε, πάτερ! Σᾶς παρακαλῶ! Ἀκούστηκαν ἄλλοι δύο κτύποι καὶ ἕνα χέρι νὰ γλιστρᾶ στὴν πόρτα. Ἀναφιλητά… καὶ μετὰ τίποτε…

Ὁ π. Ἰωσὴφ ξαναγύρισε πρὸς τὸ Ἱερό, ὁ Ψάλτης εἶχε φτάσει στὸ «εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, λειτουργοὶ αὐτοῦ ποιοῦντες τὸ θέλημα αὐτοῦ», ὅταν ξανακούστηκαν δυνατοὶ κτύποι στὴν πόρτα. Ὁ ψάλτης ξανασταμάτησε ἀπορημένος. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ π. Ἰωσὴφ δὲν τοῦ εἶπε νὰ συνεχίσει. Πῆγε μὲ φόρα στὴν πόρτα καὶ χωρὶς νὰ ἀνοίξει φώναξε «Φύγε εὐλογημένη! Σοῦ εἶπα δὲν γίνεται! Θέλεις νὰ μποῦμε φυλακὴ ἀπόψε;»

– Ἀνοῖξτε Πάτερ! Ἀστυνομία!

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Μεγάλη Παρασκευὴ μεσημέρι σὲ μιὰ λαϊκὴ συνοικία τῆς Ἀθήνας.

Ὁ Πέτρος, ὅταν ἦταν μικρός, θαύμαζε πολὺ τοὺς ἥρωες τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδας μας. Τοὺς ζήλευε. Πῶς θὰ ἤθελε νὰ ζήσει στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων! Νὰ μαρτυρήσει Χριστό, νὰ τὰ βάλει μὲ Ρωμαίους τυράννους καὶ βάναυσους παγανιστές! Ἀλλὰ καὶ σὲ ὕστερα χρόνια θὰ ἤθελε νὰ βρεθεῖ, νὰ πολεμήσει τοὺς κατακτητὲς τῆς Πατρίδας μας, νὰ ζήσει τὶς ἔνδοξες στιγμές της. Δυστυχῶς ὅμως τοῦ ἔλαχε νὰ ζήσει στὰ χρόνια ποὺ τὴν Ἱστορία τὴν διάβαζαν καὶ δὲν τὴν ζοῦσαν. Ἡ Ἐκκλησία μας ἦταν ἀδιαμφισβήτητη καὶ ἡ Πατρίδα μας ἀσφαλὴς στὴν ἀγκαλιὰ τῶν Εὐρωπαίων. Στὸ Γυμνάσιο καὶ τὸ Λύκειο οἱ ὁμιλίες τῶν καθηγητῶν του γιὰ τὶς Ἐθνικὲς Ἐπετείους του ἀκούγονταν κενὲς καὶ βαρετές. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ κηρύγματα στὴν ἐκκλησία. Ἦταν ὅμως πάντα ἰδεαλιστὴς καὶ φιλότιμος καί, ἀφοῦ δὲν εἶχε νόημα νὰ γίνει ἥρωας γιὰ τὴν Πατρίδα του, ἀποφάσισε νὰ γίνει ἥρωας γιὰ τὴν κοινωνία. Καὶ κάπως ἔτσι πέρασε στὴν Σχολὴ Ἀστυφυλάκων. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του δὲν ἔνιωθε συχνὰ πὼς ὑπηρετοῦσε μὲ ἡρωισμὸ τὴν κοινωνία. Ἀντίθετα, σὲ διαδηλώσεις καὶ περιπολίες ἔβλεπε κάποιες φορὲς τὸν ἑαυτό του νὰ βρίσκεται ἀπέναντί της. Τὰ πρῶτα βήματά του στὸ Σῶμα συνέπεσαν μὲ τὴν περίοδο τῶν ἀναταραχῶν γιὰ τὸ Σκοπιανὸ καὶ γι’ αὐτὸν ἦταν μεγάλη δοκιμασία. Τὸν παρηγοροῦσε ὅμως τὸ ὅτι ἦταν πιστὸς στὸ ὑπηρεσιακὸ καθῆκον. Αὐτὸ ποὺ ἄκουγε ἀπὸ τοὺς παλαιότερους συναδέλφους του νὰ λένε: «Ἐμεῖς ἐντολὲς ἐκτελοῦμε…» σιγά-σιγά , σιγά-σιγά ὅσο ψυχρὸ κι ἂν τοῦ ἀκουγόταν, τὸν ἀνέπαυε. Τὸν βοηθοῦσε σὲ αὐτὸ καὶ ἡ προσωπικὴ ἐχθρότητα μὲ τὴν ὁποία τὸν ἀντιμετώπιζαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πολῖτες ποὺ εἶχε ἀπέναντί του. Ἔτσι τὸ φιλότιμό του ταυτίστηκε μὲ τὸ ὑπηρεσιακὸ καθῆκον καὶ τὴν τήρηση τοῦ νόμου.

– Μάνα ἡ δουλειά μου εἶναι νὰ ὑπηρετῶ τὴν νομιμότητα, καὶ ὄχι νὰ τὴν κρίνω.

– Τὴν ψυχὴ τῆς ἀδελφῆς σου ἀπάνω ἐκεῖ ποὺ εἶναι, ξέρεις πὼς τὴν ἔνοιαξε ἡ νομιμότητα; Παχιὲς κουβέντες λές! Πές μου, πές μου, τί ‘ναι τοῦτο νὰ μὴν μπορῶ νὰ πάω στὸ μνῆμα της νὰ τῆς ἀνάψω ἕνα κερί! Θεέ μου, συγχώρα με! Πῶς τὸ ἐπιτρέπεις; Τρεῖς ἄνθρωποι νὰ τὴν κηδέψουμε 22 χρονῶν νυφούλα! Τὴν πῆρες κοντά σου, καλὰ ἔκανες, μὰ νὰ μὴν μπορῶ νὰ τὴ θρηνήσω;

Ἦταν Παρασκευὴ πρὶν τοῦ Λαζάρου, ὅταν «ἔφυγε» ἡ Ἐλευθερία, ἡ ἀδελφὴ τοῦ Πέτρου. Ὅλα γίναν τόσο γρήγορα… Καλπάζουσα μορφὴ καρκίνου. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα ξεκίνησαν οἱ πίκρες. Πάσχα δὲν πρόφθασε… Λόγῳ τῆς ἀπαγόρευσης, ὁ κόσμος στὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία ἦταν λιγοστός. Στὸ νεκροταφεῖο μετρημένοι. Κάθε μέρα δυὸ λεωφορεῖα ἄλλαζε ἡ μάνα γιὰ νὰ φτάσει ὣς τὸ νεκροταφεῖο, μὰ οὔτε ποὺ τὸ ὑπολόγιζε γιὰ νὰ βρεθεῖ στὸ μνῆμα τοῦ παιδιοῦ της. Τὸ ἔκανε καὶ σήμερα κι ἂς τῆς εἶπε ὁ Πέτρος πὼς θὰ ἦταν κλειδωμένα. Ἔφτασε ἐκεῖ καὶ σπάραξε… Ποιός νὰ τὴν ἀκούσει…Ἕνας ὑπάλληλος μὲ μάσκα καὶ γάντια ἐμφανίστηκε γιὰ λίγο καὶ ὕστερα της γύρισε τὴν πλάτη. Τί νὰ τῆς κάνει; Ἔμεινε νὰ βαράει τὸ λουκέτο μὲ τὰ χέρια της, νὰ τραβάει τὶς ἁλυσίδες… Γύρισε πίσω στὸ μαῦρο της τὸ χάλι. Ὁ Πέτρος ἔκανε τὸ λάθος νὰ παραπονεθεῖ, γιατί δὲν τὸν ἄκουσε καὶ μάζεψε ὅλον τὸν καημό της. Τοῦ εἶπε καὶ κουβέντες γιὰ τὴν δουλειά του καὶ τὸ ἄδικο τὸ κράτος.

– Μάνα φεύγω! Ψέλλισε.

– Ναί, νὰ διώξεις τὸν κοσμάκη ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες! Μεγάλη Παρασκευή, Χριστούλη μου, κηδεύεσαι μονάχος σὰν τὴν Ἐλευθερία μου! Ἄχ, Χριστέ μου, συγχώρα με, ἐσὺ εἶχες τὴν Μάρθα ὅμως, δὲν φοβήθηκε, οὔτε καὶ ἐγὼ φοβᾶμαι, ἀλλὰ δὲν εἶχε στὸ μνῆμα Σου φράχτη ψηλὸ καὶ ἁλυσίδες!

Ὁ Πέτρος ξεκίνησε τὴν ὑπηρεσία του βαλαντωμένος. Δουλειά του ἦταν νὰ ἐλέγχει καὶ νὰ ἀποτρέπει τὴν πρόσβαση πρὸς τὴν ἐκκλησία. «Μηδενικὴ ἀνοχὴ» ἦταν οἱ ὁδηγίες. Ἀπὸ πάνω του σὲ ἕνα μπαλκόνι μιὰ κυρία μιλοῦσε δυνατὰ στὸ κινητὸ καὶ κατηγοροῦσε «τοὺς Χριστιανοταλιμπὰν ποὺ θέλουν σώνει καὶ καλὰ νὰ ἐπιδείξουν τὴν πίστη τους» Τὴν ἐνοχλοῦσε ποὺ χτυποῦσε καὶ ἡ καμπάνα πένθιμα. «Τὴν εἶχαν βάλει στὸ αὐτόματο καὶ οἱ παπᾶδες εἶχαν φύγει. Ἔμεινε νὰ χτυπάει ὅλο τὸ μεσημέρι». Στὸ ἐνδιάμεσο ἀπὸ τὰ τηλεφωνήματα μὲ τὶς φιλενάδες της ἄνοιγε καυγᾶ μὲ ὅσους ἀντιδροῦσαν στὸν Πέτρο γιὰ τὴν ἀπαγόρευση. Κάποια στιγμὴ ὁ Πέτρος διαμαρτυρήθηκε καὶ τῆς ζήτησε νὰ κάνει ἡσυχία καὶ μετὰ μπῆκε καὶ αὐτὸς στὸ στόχαστρό της.

Τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε ἔλεγχο στὴν Μάρθα, ὁ Πέτρος εἶχε ἤδη διώξει μερικούς. Ἔκοψε καὶ ἕνα-δύο πρόστιμα καὶ ὕστερα ἀπὸ πολὺ καιρό τον βασάνιζαν σκέψεις γιὰ τὸ τί ἀκριβῶς ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκανε. Ὅταν ἡ Μάρθα τοῦ ἔδωσε τὴν ταυτότητά της καὶ διάβασε τὸ ὄνομα, θυμήθηκε τὰ λόγια τῆς μάνας του. Ἦταν ἡ χαριστικὴ βολή. Βούρκωσε. Γύρισε ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ γιὰ νὰ μήν τον δεῖ. Ὅταν τὴν ἄφησε νὰ φύγει, ἄκουσε τὰ ἐξ ἁμάξης ἀπὸ τὴν κυρία στὸ μπαλκόνι. Προσπάθησε νὰ τὴν ἠρεμήσει λέγοντας ὅτι «πρέπει νὰ δείξουμε κατανόηση, περνάει δύσκολα ὁ κόσμος» καὶ τότε ἡ μεσόκοπη τὸν κατακεραύνωσε:

– Ἡ δουλειά σας, κύριε, εἶναι νὰ ὑπηρετεῖτε τὴν νομιμότητα καὶ ὄχι νὰ τὴν κρίνετε!

Ὁ Πέτρος θυμήθηκε ξανὰ τὴ μάνα του. «Μεγάλη Παρασκευή, Χριστούλη μου, κηδεύεσαι μονάχος…!» Θυμήθηκε, ὅταν πήγαινε Τετάρτη Δημοτικοῦ, καὶ ἄκουγε στὸ μάθημα Θρησκευτικῶν τὴν δασκάλα του ποὺ ἔλεγε γιὰ τὴν προδοσία τοῦ Χριστοῦ. «Ἐγὼ ἂν ἤμουν ἐκεῖ δὲν θὰ τὸν εἶχα ἐγκαταλείψει!» ξανάφερε στὸ μυαλό του τὸν παιδικό του λογισμό. Ξαναβούρκωσε. Ἀνέβηκε στὴν μηχανή του καὶ ξεκίνησε πρὸς τὴν ἐκκλησία.

-Ποῦ πάτε, κύριε; Φώναξε ἡ κυρία ἀπὸ τὸ μπαλκόνι τοῦ δευτέρου. Μὰ ὁ Πέτρος δὲν τὴν ἄκουσε καὶ οὔτε ποὺ τὸν ἔνοιαζε νὰ τὴν ἀκούσει.

Ἔφθασε στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας. Εἶδε τὴν πόρτα κλειστὴ καὶ παραδίπλα, κάτω ἀπὸ τὸν πίνακα ἀνακοινώσεων τὴν Μάρθα γονατισμένη. Ἡ μικρή, δίπλα της, τὴν κοιτοῦσε στὰ ἴσια. Ἀνέβηκε τὰ σκαλοπάτια, ἡ Μάρθα γύρισε, τὸν κοίταξε ἦταν δακρυσμένη.

-Τί θέλετε τώρα; Ἀφοῦ μοῦ εἴπατε νὰ περάσω!

-Εἶναι κλειστά; ρώτησε ὁ Πέτρος.

-Μέσα εἶναι, ἀλλὰ δὲν ἀνοίγουν.

Ὁ Πέτρος κτύπησε τὴν πόρτα μὲ δύναμη. Ὁ ψάλτης σταμάτησε καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀκούστηκε ὁ ἱερέας ἀπὸ μέσα «Φύγε εὐλογημένη! Σοῦ εἶπα δὲν γίνεται! Θέλεις νὰ μποῦμε φυλακὴ ἀπόψε;»

Ὁ Πέτρος ἀπάντησε «Ἀνοῖξτε, πάτερ! Ἀστυνομία!»

Ὁ π. Ἰωσὴφ σάστισε. Ξεκλείδωσε τὴν πόρτα. Εἶδε τὸν Πέτρο νὰ τὸν κοιτᾶ σοβαρὸς καὶ δίπλα τὴν Μάρθα νὰ σηκώνεται μὲ σκονισμένη τὴν μαύρη της φούστα. Εἶδε καὶ τὴν Μαρία παραδίπλα νὰ κρατάει σὲ ἕνα ἀλουμινόχαρτο λίγα λουλουδάκια.

-Τί θέλετε; Ξεκίνησα ἀκολουθία, εἶμαι ἀπολύτως νόμιμος! εἶπε ξεψυχισμένα.

– Πάτερ μου νὰ μποῦμε θέλουμε… Ὁ Χριστός μας κηδεύεται μονάχος!

Ὁ π. Ἰωσὴφ ἔνιωσε καὶ πάλι τὸ πρόσωπό του νὰ ἀλλοιώνεται, ὅπως λίγο πρὶν προσκυνήσει. Τοὺς ἄφησε νὰ μποῦνε. Κλείδωσε τὴν πόρτα. Ὅλοι ἦταν βουρκωμένοι. Ἡ μικρὴ Μαρία ξεδίπλωσε τὸ ἀλουμινόχαρτο καὶ ἄρχισε νὰ σκορπίζει μὲ τὰ χεράκια της τὰ πέταλα πάνω στὸν Χριστούλη.

-Πῶς σὲ λένε, κοριτσάκι μου; τὴν ρώτησε ὁ π. Ἰωσήφ.

-Μαρία! τοῦ ἀπάντησε γλυκὰ καὶ ὁ π. Ἰωσήφ τῆς ἀπάντησε «Μαρία! Σὰν τὴν μητέρα μου. Μαρία σὰν τὴν Παναγιά, τὴν μητέρα τοῦ Χριστοῦ μας!

Ὅλα ἔλιωσαν ἐκείνη τὴν ὥρα μέσα στὸν π. Ἰωσήφ. Ὁ κορωνοϊός, οἱ θάνατοι, οἱ μεγαλοδημοσιογράφοι, τὰ διδακτορικά, ἡ ἐγγραφή του ὡς ὑποψηφίου γιὰ τὴν Ἱεραρχία. Γύρισε πρὸς τὸν ψάλτη, τοῦ ἔκανε νόημα νὰ συνεχίσει καὶ μπῆκε στὸ Ἱερό. Ἔκλαψε, ἔκλαψε ὅπως τὸ ποθοῦσε. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ βγεῖ στὴν Ὡραία Πύλη εἶδε τὴν πόρτα ἀπέναντι ποὺ ἦταν κλειδωμένη.

– Μὲ συγχωρεῖτε, ἀδελφοί! Γεώργιε, ἄναψε τὰ ἔξω φῶτα! εἶπε στὸν ἐπίτροπο καὶ πῆγε νὰ ξεκλειδώσει τὴν πόρτα…

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Θὰ ἤθελα πολὺ νὰ σᾶς ἔλεγα ὅτι ὅταν ὁ π. Ἰωσὴφ ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ ἄναψαν τὰ ἔξω φῶτα, ὁ κόσμος ἀπὸ τὴν γειτονιὰ ἔσπευσε νὰ ἔρθει στὴν ἀκολουθία. Δὲν ἔγινε ἔτσι. Ἄλλωστε θὰ τὸ μαθαίνατε ἀπὸ τὶς καταγγελτικὲς τῆς «Συνάθροισης τῶν Πιστῶν» εἰδήσεις. Κάποιοι λίγοι μπήκανε καὶ ἀπὸ αὐτοὺς λίγοι παρέμειναν.

Θὰ ἤθελα πολὺ νὰ εἶχα νὰ σᾶς διηγηθῶ ἕνα θαῦμα, πὼς ἡ Κυβέρνηση ἔκανε πίσω ἀπὸ κάποιο θεϊκὸ σημάδι καὶ ἄφησε τὶς ἐκκλησίες ἀνοιχτὲς γιὰ τὸ ἑπόμενο βράδυ.

Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν συνέβη. Ὁ Χριστός μας κηδεύτηκε μονάχος του, ὅπως τότε. Μά, ὅπως τότε, ἡ Μάρθα ἐτόλμησε, ὁ Ἰωσὴφ ἀρίστευσε καὶ ὁ Πέτρος μεταμελήθη.

«Προσκυνοῦμεν Σου τὰ Πάθη, Χριστέ, δεῖξον ἡμῖν καὶ τὴν ἔνδοξόν Σου Ἀνάσταση»

ΤΕΛΟΣ

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ 19-4-2020

ΜΕΡΟΣ 1ο

ΜΕΡΟΣ 2ο

ΜΕΡΟΣ 3ο