Η ομιλία έγινε με αφορμή και για ανάλυση του απολυτικίου:
Ωφελοῦ ἢ ὠφελεῖ ἢ φεῦγε τάχιστα,
ἐξαγοράζων τὸν χρόνον
τῆς ἐπὶ γῆς βιωτῆς
τῆς ψυχῆς ἐπ’ ἀγαθῷ καὶ ἴσθι τίμιος,
πᾶσιν εὐχάριστος, πραΰς,
αὐστηρὸς εἰς σεαυτόν,
φιλάρɛτος, ἐλεήμων,
ἐπιεικὴς τοῖς πλησίον,
διδακτικὸς καὶ εὐσυμπάθητος.
Μετάφραση:
Να ωφελείς ή να ωφελείσαι ή φύγε γρήγορα,
εξαγοράζοντας τον χρόνο
της επί γης ζωής
της ψυχής για καλό και να είσαι τίμιος,
σε όλους ευχάριστος, πράος,
αυστηρός προς τον εαυτό σου,
φιλάνθρωπος, ελεήμων,
επιεικής προς τον πλησίον,
διδακτικός και συμπονετικός.
Η ομιλία του κ. Μπούσια είχε στο κέντρο της το πώς πρέπει να χρησιμοποιούμε τον χρόνο μας για τη σωτηρία της ψυχής. Μίλησε για το πόσο εύκολα χάνουμε τον χρόνο μας σε μάταιες κουβέντες, πολυλογία και κουτσομπολιά, που τελικά βλάπτουν την πνευματική μας πρόοδο. Όπως είπε, ακόμη και οι πνευματικές συζητήσεις χρειάζονται μέτρο – δεν πρέπει να κρατούν πάνω από 15 με 30 λεπτά.
Αναφέρθηκε σε τρία πολύ όμορφα παραδείγματα από τους βίους Αγίων.
Το πρώτο ήταν του Ιωάννη, που άφησε τη δόξα του κόσμου, τη ζωή του δικηγόρου, και διάλεξε τον δρόμο της ταπείνωσης σε ένα μοναστήρι. Έζησε απλά, δούλεψε σαν αχθοφόρος και έλεγε πως είναι «αχθοφόρος των αμαρτιών του».
Το δεύτερο παράδειγμα ήταν ο πατέρας Αγαθάγγελος, που, για να μην προκαλέσει κανέναν σε αμαρτία εξαιτίας της ομορφιάς του, προτίμησε να ζήσει με θυσία και απομόνωση. Έβαλε την πνευματική ασφάλεια των άλλων πάνω από τη δική του άνεση.
Μια ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή της ομιλίας ήταν η αναφορά στους τελευταίους λόγους του πατρός Λογγίνου από την Ιερά Μονή του Οσίου Δαβίδ, ο οποίος εκοιμήθη πρόσφατα. Ο πατήρ Λογγίνος ζούσε έγκλειστος στο κελάκι του, μέσα σε αδιάκοπη προσευχή, μέσα από την οποία αξιώθηκε να δει Αγίους και να έχει θεοπτίες.
Όταν ήρθε η ώρα να τον μεταφέρει το ασθενοφόρο, γύρισε και είπε με μεγάλη γαλήνη:
«Δώσε μου την ευχή σου, γέροντα, γιατί δεν θα ξαναγυρίσω. Όλα έχουν ένα τέλος – αρκεί να μην είναι έλος», δηλαδή βούρκος.
Ο κ. Μπούσιας μοιράστηκε και δικές του εμπειρίες από το Άγιο Όρος, την Αγγλία, την Πάτμο, κι από συναντήσεις με πνευματικούς ανθρώπους που τον σφράγισαν, όπως ο Γέροντας Γαβριήλ και ο πατέρας Νικόλαος Κουμεντάκης. Μίλησε για τη χαρά της προσευχής και την πνευματική αναγέννηση που έζησε κοντά τους. Όπως είπε χαρακτηριστικά, «όποιος δεν προσεύχεται, δεν μπορεί να προοδεύσει πνευματικά». Και πρόσθεσε πως η πιο όμορφη παρέα είναι αυτή που κάνουμε με τον Χριστό, μέσα στη σιωπή και στην προσευχή.
