Ωστόσο, οι πωλήσεις ενός φαρμάκου δείχνουν πως εκείνη η υγειονομική περιπέτεια άφησε στην κοινωνία ένα μεγάλο «κουσούρι»: το άγχος. Οπως φαίνεται από τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει από το σύνολο των φαρμακείων της χώρας η IQVIA, εταιρεία τεχνολογίας και ανάλυσης δεδομένων στον τομέα της Υγείας, οι συνολικές πωλήσεις του στην Ελλάδα σημείωσαν σημαντική αύξηση, της τάξης του 27,5%, μεταξύ 2019 και 2021. Η κατανάλωση του δημοφιλούς αγχολυτικού παραμένει στα ίδια υψηλά επίπεδα μέχρι και σήμερα, με την ανοδική τάση να παρατηρείται και σε άλλες χώρες, με τη Γαλλία να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
ΧΑΝΑΧ είναι η επωνυμία του φαρμάκου της Pfizer με δραστική ουσία την αλπραζολάμη, μια βενζοδιαζεπίνη με κατασταλτικές, υπνωτικές και αγχολυτικές ιδιότητες. Η δράση της ουσίας κορυφώνεται έως δύο ώρες μετά την κατανάλωση του σκευάσματος, ενώ η ουσία παραμένει στον ανθρώπινο οργανισμό από 12 έως και 15 ώρες. Οπως υπογραμμίζει στα «ΝΕΑ» ο ψυχίατρος Δημήτρης Λέννας, δεν πρόκειται για ένα θεραπευτικό φάρμακο, αλλά για συνοδευτικό ιατροφαρμακευτικής αγωγής, κυρίως αντικαταθλιπτικών. Ο ρόλος του, επομένως, δεν είναι να θεραπεύσει τη διαταραχή (άγχος, αϋπνία κ.λπ.) αλλά να βοηθήσει στην αντιμετώπισή της. «Είναι το πιο προσφιλές φάρμακο για τον πανικό και έχει άμεση δράση», επισημαίνει ο ψυχίατρος.
Το ΧΑΝΑΧ κυκλοφορεί στην Ελλάδα σε τέσσερις διαφορετικές μορφές / δόσεις αλπραζολάμης: των 0,25 mg, των 0,50 mg, του 1 mg και των 2 mg, σε συσκευασίες των 30 δισκίων. Πιο συνήθης είναι η συνταγογράφηση του σκευάσματος των 0,50 mg, ενώ τις λιγότερες πωλήσεις καταγράφει το «βαρύτερο» σκεύασμα των 2 mg. Σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο φάρμακο έχει ουσιαστικό μονοπώλιο στη δραστική ουσία της αλπραζολάμης, καθώς τα γενόσημα έχουν αθροιστικά μερίδιο μικρότερο του 1% της αγοράς. Από τα στοιχεία της IQVIA για τις πωλήσεις του στη χώρα μας τα τελευταία 10 χρόνια, προκύπτει αύξηση της κατανάλωσής του στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, αλλά κυρίως ένα άλμα στις πωλήσεις του από την αρχή της πανδημίας, το οποίο διατηρείται έως σήμερα.
Οι πωλήσεις πριν από τον κορωνοϊό
Ενδεικτικά, το 2014 οι μέσες μηνιαίες πωλήσεις ανέρχονταν σε 30.317 τεμάχια των 0,25 mg, σε 142.958 τεμάχια των 0,5 mg, σε 47.200 τεμάχια του 1 mg και σε 8.850 τεμάχια των 2 mg. Το 2018, προς τα τέλη δηλαδή της οικονομικής κρίσης με τις επακόλουθες κοινωνικές επεκτάσεις (μείωση εισοδήματος, αύξηση ανεργίας κ.ο.κ.) που ταλαιπώρησε τη χώρα επί σχεδόν μία δεκαετία, οι μέσοι όροι των μηνιαίων πωλήσεων είχαν διαμορφωθεί ως εξής: 35.042 συσκευασίες των 0,25 mg, 182.558 για το σκεύασμα των 0,5 mg, 57.450 για αυτό του 1 mg και 15.008 των 2 mg. Το αποτύπωμα της κοινωνικοοικονομικής κρίσης είναι σαφές, καθώς ο μέσος όρος μηνιαίων πωλήσεων για όλες τις μορφές του ΧΑΝΑΧ αυξήθηκε κατά 26,5%, από 229.325 συσκευασίες το 2014 σε 290.058 συσκευασίες κάθε μήνα το 2018. Το 2019, που είναι και η πρώτη χρονιά με τη χώρα εκτός της μέγγενης των Μνημονίων και της αυστηρής λιτότητας, οι μέσες μηνιαίες πωλήσεις σημείωσαν μια μικρή κάμψη, της τάξεως του 8% συνολικά, και διαμορφώθηκαν ως εξής: 28.808 τεμάχια των 0,25 mg, 156.217 τεμάχια των 0,5 mg, 65.192 τεμάχια του 1 mg και 16.050 τεμάχια των 2 mg.
Και ύστερα ήρθε η… πανδημία
Κι ενώ το στρες της οικονομικής στενότητας άρχισε να υποχωρεί (και) στη χώρα μας, ολόκληρη η υφήλιος μπήκε βίαια και αναπάντεχα σε μια νέα, πρωτόγνωρη περιπέτεια: αυτή της πανδημικής κρίσης. «Η πανδημία και ο καταιγισμός αρνητικών ειδήσεων για εκατόμβες θανάτων εκείνη την εποχή συνετέλεσαν σημαντικά στην αύξηση της ζήτησης και της συνταγογράφησης του ΧΑΝΑΧ», εξηγεί ο Μανώλης Κατσαράκης, γενικός γραμματέας του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου. Ο εγκλεισμός, δε, είναι βέβαιο πως προκάλεσε προβλήματα στον ύπνο σε χιλιάδες συμπολίτες μας. Ετσι, το 2020, οι μηνιαίες πωλήσεις του σκευάσματος εκτοξεύτηκαν εκ νέου: κατά μέσο όρο, τη χρονιά της πρώτης και αυστηρότερης καραντίνας πωλούνταν 35.658 συσκευασίες των 0,25 mg, 194.575 συσκευασίες των 0,5 mg, 73.233 συσκευασίες του 1 mg και 16.008 συσκευασίες των 2 mg. Συνολικά, το 2020 πωλούνταν 319.475 συσκευασίες ΧΑΝΑΧ σε μηνιαία βάση, αριθμός που μεταφράζεται σε αύξηση 41% από την αντίστοιχη του 2019.
Το 2021, με την παγκόσμια υγειονομική κρίση να έχει μπει σε νέα φάση και τα εμβόλια να δείχνουν ότι υπάρχει έξοδος από το τούνελ της πανδημίας, η κατανάλωση του σκευάσματος συνέχισε να κινείται σε υψηλά επίπεδα. Ειδικότερα, κάθε μήνα πωλούνταν κατά μέσο όρο 40.683 τεμάχια των 0,25 mg (+41% από το 2019), 199.575 τεμάχια των 0,5 mg (+28%), 74.742 τεμάχια του 1 mg (+15%) και 21.300 τεμάχια των 2 mg (+33%).
Κομμάτι της ζωής των Ελλήνων
Κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα. Το 2023, το ΧΑΝΑΧ συνέχισε την κούρσα της «δημοφιλίας» του, κινούμενο σε επίπεδα ανώτερα του 2021 στις τρεις από τις τέσσερις μορφές του, αποδεικνύοντας πως το αγχολυτικό έχει γίνει πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής πολλών Ελλήνων. Ο μέσος όρος μηνιαίων πωλήσεων έκλεισε το 2023 στα 32.808 τεμάχια των 0,25 mg, 207.858 τεμάχια των 0,5 mg, 73.942 τεμάχια του 1 mg και 22.025 τεμάχια των 2 mg. Μάλιστα, ο Μάρτιος του 2023 αποτέλεσε ορόσημο, καθώς τότε κατεγράφησαν οι περισσότερες μηνιαίες πωλήσεις διαχρονικά στο σκεύασμα των 0,5 mg, με 226.200 τεμάχια. Πλέον, κάθε μήνα πωλούνται συνολικά περίπου 335.000 συσκευασίες των 30 δισκίων. Αυτό σημαίνει πως πωλούνται περισσότερα από 10 εκατομμύρια χάπια ΧΑΝΑΧ μηνιαίως – δηλαδή, σχεδόν ένα χάπι για κάθε κάτοικο της χώρας.
«Το ΧΑΝΑΧ ζητάται καθημερινά στα φαρμακεία, ενώ είναι αρκετά σύνηθες το φαινόμενο να έρχονται ασθενείς και να το ζητούν χωρίς την απαραίτητη συνταγή γιατρού», λέει στα «ΝΕΑ» ο Μανώλης Κατσαράκης. Το ανώτατο όριο για τη συνταγογράφησή του είναι τρεις μήνες, αφού ανήκει στην κατηγορία των ναρκωτικών και των αντιβιοτικών, η συνταγογράφηση των οποίων γίνεται αποκλειστικά ηλεκτρονικά και η διάθεσή τους ελέγχεται συστηματικά. Εντούτοις, όπως επισημαίνεται σε διεθνείς έρευνες, ένα σημαντικό ποσοστό των χρηστών προμηθεύεται το σκεύασμα από συγγενείς ή φίλους που έχουν συνταγή ή ακόμα και από το dark web.
Αλόγιστη χρήση
«Με φάρμακα όπως το ΧΑΝΑΧ είναι συχνή η περίπτωση της κακοχρησίας (drug misuse), δηλαδή είτε της “χαλαρής” συνταγογράφησης είτε της επίμονης ζήτησης από τον καταναλωτή που θεωρεί ότι του κάνει καλό», σημειώνει ο Γεράσιμος Παπαναστασάτος, επικεφαλής του Τομέα Ερευνας του ΚΕΘΕΑ. Παράλληλα, προκύπτει ζήτημα εθιστικής συμπεριφοράς όταν η χρήση γίνεται συστηματική. «Παρατηρείται αλόγιστη χρήση και εξάρτηση, ειδικά όταν δεν υπάρχει επιστημονική επίβλεψη από ψυχίατρο. Αυτό συμβαίνει και γιατί είναι συχνή η συνταγογράφησή του από μη αρμόδιους γιατρούς, π.χ. από παθολόγους ή καρδιολόγους», εξηγεί, από την πλευρά του, ο Δημήτρης Λέννας.
Ο κίνδυνος από έναν δύσκολα αναγνωρίσιμο εθισμό
Οι διαδοχικές κρίσεις -οικονομική και πανδημική – των περασμένων ετών εισήγαγαν στην καθημερινότητά μας μία σειρά από καινά δαιμόνια. Ιδίως η τελευταία, άφησε μία σειρά από συνήθειες. Η χρήση μάσκας σε δημόσιους χώρους, για παράδειγμα, είναι μία από αυτές τις συνήθειες, με θετικό αντίκτυπο τόσο για το άτομο όσο και για το σύνολο. Η χρήση αγχολυτικών, από την άλλη, βοήθησε χιλιάδες συνανθρώπους μας να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που δημιούργησαν οι πρωτόγνωρες συνθήκες. Τι γίνεται όμως όταν η χρήση γίνεται κατάχρηση;
Οπως επισημαίνει ο ψυχίατρος Δημήτρης Λέννας, για σκευάσματα όπως το XANAX «καλό είναι η χορήγησή του να σταματά στους δύο μήνες από την πρώτη εισαγωγή στον οργανισμό». Το πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται στο ότι με την πάροδο του χρόνου αναπτύσσεται ανοχή (δηλαδή χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα για να «πιάσει») και εθισμός στην ουσία. «Αν παρέλθει τρίμηνο χρήσης, είναι δύσκολο να τερματιστεί» λέει, από την πλευρά του, ο γενικός γραμματέας του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου Μανώλης Κατσαράκης. Αλλωστε, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, ένας άνθρωπος που είναι εθισμένος στο ΧΑΝΑΧ μπορεί να καταναλώνει έως και 20-30 χάπια την ημέρα.
Επιρρεπείς οι άνθρωποι τρίτης ηλικίας
Ο εθισμός, παρ’ όλα αυτά, δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμος. «Η εξάρτηση αναγνωρίζεται πολύ σπάνια από τον χρήστη και η χρήση του ΧΑΝΑΧ δεν συνδέεται με αντικοινωνική συμπεριφορά» περιγράφει ο ερευνητής του ΚΕΘΕΑ Γεράσιμος Παπαναστασάτος και τονίζει πως οι περιπτώσεις εξαρτημένων από το εν λόγω σκεύασμα που μπαίνουν σε προγράμματα απεξάρτησης είναι ελάχιστες. «Αυτό που έχουμε συχνότερα είναι η συνδυαστική χρήση βενζοδιαζεπινών με οπιοειδή, σε προγράμματα με υποκατάστατη διαγωγή για την ηρωίνη και παράλληλη χρήση βενζοδιαζεπινών» προσθέτει και εξηγεί πως ο εθισμός σε φάρμακα αφορά περισσότερο τους γηραιότερους συμπολίτες μας. «Οι άνθρωποι τρίτης ηλικίας είναι επιρρεπείς στην κατανάλωση φαρμάκων και συχνά εθίζονται χωρίς καν να το γνωρίζουν. Αλλωστε, και η υπερσυνταγογράφηση είναι ιδιαίτερα συχνή στους υπερηλίκους».
Κοινωνικό φαινόμενο
Η αύξηση της χρήσης του ΧΑΝΑΧ στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές χώρες του εξωτερικού, πάντως, είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. «Από τη δεκαετία του 2000 παρατηρείται σημαντική αύξηση του άγχους, του φόβου και του πανικού. Οι διαταραχές αυτές αναπτύσσονται σταδιακά από όλο και πιο μικρές ηλικίες» λέει ο Δημήτρης Λέννας, με τον Γεράσιμο Παπαναστασάτο να συνοψίζει: «Η σημαντική αύξηση της χρήσης ψυχοφαρμάκων όπως το ΧΑΝΑΧ δεν δικαιολογείται από αντίστοιχη αύξηση της ψυχοπαθολογίας. Ωστόσο, οι αγχογόνες καταστάσεις οδηγούν στην “εύκολη” και “αθώα” συνταγογράφηση αγχολυτικών, που έρχεται μαζί και με τη στρατηγική προώθησης των προϊόντων των φαρμακευτικών εταιρειών. Σε αυτό το ζήτημα, είναι σημαντικό να υπάρξει άμυνα από τη μεριά των γιατρών».