δρ. Εἰρήνης Ἀρτέμη
PhD & MA Θεολογίας
θεολόγου – φιλολόγου
Εἰσαγωγή
Ἡσύγχρονη ἱστοριογραφία διακρίνει τήν προσπάθεια καί τήν διαδικασία συγκροτήσεως τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους μεθοδολογικά σέ τέσσερις περιόδους: τήν προεπαναστατική περίοδο 1770 – 1820, τήν περίοδο τοῦ ἀγῶνα γιά ἀνεξαρτησία 1821 – 1828, τήν καπποδιστριακή 1828 – 1831 καί τήν ἀπολυταρχία τοῦ Ὄθωνα 1833 – 1843 (1) . Ἡ τελευταία περίοδος αὐτή ἀρχίζει συγκεκριμένα στίς 25 Ἰανουαρίου 1833 μέ τήν ἄφιξη τοῦ Ὄθωνα, τοῦ ἀνηλίκου γυιοῦ τοῦ Βασιλιᾶ τῆς Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄. Αὐτός κατέφθασε στό λιμάνι τοῦ Ναυπλίου, συνοδευόμενος ἀπό τριμελῆ Ἀντιβασιλεία Βαυαρῶν, τόν Κόμη Ἄρμανσπεργκ, τόν φόν Μάουρερ καί τόν Ὑποστράτηγο Ἔϊντεκ. Αὐτοί θά κυβερνοῦσαν τήν χρονιά τῆς ἐνηλικιώσεως τοῦ Ὄθωνα τό 1835 (2). Τήν περίοδο αὐτή
ἐμφανίζονται οἱ πολιτικοί θεσμοί καί τό νομικό πλαίσιο πού καθορίζουν τήν λειτουργία τοῦ δημοσίου βίου καί τίς σχέσεις κράτους καί πολιτῶν (3).
1. Τό θεσμικό ἔργο
Ἡ κοινοτική ὀργάνωση ἦταν ἤδη καταργημένη ἀπό τόν κυβερνήτη Καπποδίστρια. Μέ τόν Νόμο τῆς 3/4/1833 τό κράτος διαιρεῖται σέ 10 Νομούς – Νομαρχίες, ὑποδιαιρούμενες σέ 42 Ἐπαρχίες καί Δήμους (4). Οἱ δημογεροντίες καταργήθηκαν καί ἀντικαταστάθηκαν ἀπό ὑπαλλήλους «δημάρχους» καί «δημοτικά συμβούλια» πού διόριζε ἡ βασιλική ἐξουσία (5). Ἔτσι παύουν νά ὑπάρχουν καί οἱ πιό στοιχειώδεις δημοτικές ἐλευθερίες, τά δικαιώματα ἀλλά καί οἱ ὑποχρεώσεις, καί γίνεται προσπάθεια δημιουργίας ἑνός συγκεντρωτικοῦ κράτους στά πρότυπα τῆς Βαυαρίας (6).
Ἡ Ἀντιβασιλεία ἔκανε τό σφάλμα καί διέλυσε ὅλα τά ἑλληνικά «στρατεύματα τῶν ἀτάκτων», ἀντικαθιστώντας τα μέ 5.000 ἀκριβοπληρωμένους μισθοφόρους ἐθελοντές, στρατολογημένους στήν Βαυαρία. 10.000 ἀγωνιστές τοῦ Πολέμου τῆς Ἀνεξαρτησίας ἀποπέμφθηκαν, χωρίς τήν ὕπαρξη ἰδιαίτερης φροντίδος γιά αὐτούς (7) . Ἔτσι πολλοί, ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης φτώχειας τους, ἀναγκάστηκαν νά γίνουν ληστές ἤ προσπαθοῦσαν νά «συμμαχήσουν» μέ τόν Τουρκαλβανό διοικητῆ τοῦ Δομοκοῦ τῆς Θεσσαλίας προκειμένου νά πολεμήσουν τόν «βαβαρέζο». Μόνον 1.000 ὥς 1.200 Ἕλληνες στρατιῶτες μποροῦσαν νά καταταγοῦν στόν νέο στρατό καί στήν χωροφυλακή. Ἔτσι ἡ ἀποπομπή τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν ὑπῆρξε ἡ αἰτία γιά τήν μεγάλη αὔξηση τῆς φτώχειας καί γιά τήν ἀναζωπύρωση τῶν ληστειῶν (8) Στόν τομέα τῆς Δικαιοσύνης ἐπιτελέσθηκε σημαντικό ἔργο. Ὁ καθηγητής Μάουερ ἐργάζεται μέ μεθοδικότητα καί ἐπιμονή στήν ὀργάνωση τῆς Δικαιοσύνης (9).
Συνέταξε καί θέσπισε νέα νομοθεσία. Ὁ Ποινικός νόμος, οἱ κώδικες Ποινικῆς Δικονομίας καί Πολιτικῆς Δικονομίας, καθώς καί ὁ ἐμπορικός Νόμος, διατηρήθηκαν μέχρι τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ προηγουμένου αἰῶνα (10). Οἱ νόμοι καί τά διατάγματα συντάχθηκαν μέ βάση βαυαρικούς, γερμανικούς καί γαλλικούς νόμους. Ἡ Ἀντιβασιλεία, ὅσον ἀφορᾶ στό Ἀστικό Δίκαιο, εἰσήγαγε προσωρινά τούς «πολιτικούς (ἀστικούς) νόμους τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων» καί ἀναγνώρισε τό ἐθιμικό δίκαιο. Παράλληλα ἱδρύονται 10 Πρωτοδικεῖα στίς ἕδρες τῶν Νομῶν, δύο Ἐφετεῖα καί
ἕνα ἀνώτατο ἀκυρωτικό Δικαστήριο, ὁ «Ἄρειος Πάγος», τό 1835 (11).
Στό θέμα τῆς Παιδείας, ὁ Μάουερ προσπάθησε νά μεταφέρη στό νεοσύστατο ἑλληνικό κράτος τό γερμανικό σύστημα ἐκπαιδεύσεως, ἀδιαφορώντας ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶχαν διαφορετική νοοτροπία καί παράδοση ἀπό τούς Γερμανούς. Ἐπί πλέον οἱ πρῶτοι, μόλις πρίν μερικά χρόνια εἶχαν καταφέρει νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό 400 χρόνια τουρκικῆς σκλαβιᾶς (12). Συγκεκριμένα ἡ πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση παρεχόταν στά Δημοτικά σχολεῖα πού εἶχαν ἑπτά χρόνια διάρκεια καί ἦταν ἀλληλοδιδακτικά. Ἡ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση προσφερόταν: α) ἀπό τά Ἑλληνικά σχολεῖα πού ἦταν τριτάξια καί βρίσκονταν στίς πρωτεύουσες τῶν ἐπαρχιῶν, β) ἀπό τά Γυμνάσια πού ἦταν τετρατάξια καί βρίσκονταν στίς πρωτεύουσες τῶν νομῶν (13). Τέλος, ἡ τριτοβάθμια ἐκπαίδευση παρεχόταν ἀπό τό πρῶτο ἑλληνικό Πανεπιστήμιο πού ἱδρύθηκε στήν Ἀθήνα τό 1837, ἐνῶ τήν ἴδια χρονιά ἱδρύθηκε καί τό Πολυτεχνικό Σχολεῖο, πρόδρομος τοῦ σημερινοῦ Πολυτεχνείου (14). Στό χρηματοπιστωτικό σύστημα ἱδρύεται τό 1841 ἡ πρώτη ἐπί ἑλληνικοῦ ἐδάφους τράπεζα, ἡ Ἐθνική, μέ κεφάλαια κυρίως ἀπό τόν φίλο τοῦ Καπποδίστρια τόν Ἐϋνάρδο (15). Τέλος, ἡ Ἐκκλησία ἀνακηρύχθηκε αὐτοκέφαλη καί ἀνεξάρτητη ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο (16). Παράλληλα κλείσθηκαν πολλά Μοναστήρια ἀνδρικά καί σχεδόν ὅλα τά γυναικεῖα, ἐκτός τριῶν Μονῶν (17).
2. Ἡ πολιτική
Τόσο ἡ περίοδος τῆς Ἀντιβασιλείας, ὅσο καί ἐκείνη τῆς ἀναλήψεως τῶν βασιλικῶν καθηκόντων ἀπό τόν Ὄθωνα, εἶχαν σάν χαρακτηριστικό τήν ἀπολυταρχική διακυβέρνηση τῆς χώρας. Στήν ἀρχή δέν ὑπῆρχε Σύνταγμα, ἀλλά καί ὅταν δημιουργήθηκε τό 1844, εἶχε ὡς βάση τό γαλλικό Σύνταγμα τοῦ 1830 καί ἔδινε πολλές ἐξουσίες στό Στέμμα. Παράλληλα ἡ ἐφαρμογή τοῦ Συντάγματος θά περιόριζε τήν ἀπολυταρχική διακυβέρνηση τοῦ Μονάρχη, κάτι πού ὅμως δέν συνέβη (18). Ἡ Ἀντιβασιλεία, λοιπόν, παραμέρισε κάθε δημοκρατικό θεσμό καί ἀπομάκρυνε τούς Ἕλληνες ἀπό τήν ἄσκηση ἐξουσίας, συγκεντρώνοντας ὅλες τίς ἐξουσίες στά χέρια της. Οἱ Ἕλληνες πού συγκροτοῦσαν τήν Ἑλληνική κυβέρνηση – Γραμματεία Ἐπικρατείας – Ὑπουργοί – ἔπαιζαν μόνο διακοσμητικό ρόλο (19). Ἔτσι ἄν καί ὁ Τρικούπης καί ὁ Μαυροκορδᾶτος ὑπῆρχαν ὡς μέλη τῆς Κυβερνήσεως, οἱ προτάσεις τους καί οἱ συμβουλές τους δέν εἰσακούονταν, οὔτε κἄν λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψιν γιά συζήτηση. Ἀρχικά οἱ ἀντιβασιλεῖς σχημάτισαν κυβέρνηση ὄχι μέ ἐκλεκτούς πολιτικούς ἀπό ὅλα τά τότε κόμματα, ἀλλά μόνο μέ ἐκείνους πού ἦταν ἀντίπαλοι τοῦ Καπποδίστρια. Ἄλλωστε ὅποιος θεωροῦνταν ὑποστηρικτής τοῦ Καπποδίστρια, αὐτομάτως ἦταν καί ἐπικίνδυνος γιά τούς ἀντιβασιλεῖς (20).
Οἱ ἀγωνιστές τῆς Ἐπαναστάσεως ἀποκλείστηκαν ἀπό ἀνάληψη κάθε κυβερνητικοῦ ἀξιώματος. Ταυτόχρονα ὁ Κολοκοτρώνης ἐπειδή θεωροῦνταν φιλορῶσσος καί ἄρα ἐπικίνδυνος γιά τούς Βαυαρούς, κατηγορήθηκε ψευδῶς καί φυλακίστηκε. Μάλιστα ὁ Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε γιά ἐσχάτη προδοσία, δηλαδή ὅτι ὁ γέρος τοῦ Μοριᾶ εἶχε σκοπό τήν κατάργηση τοῦ πολιτεύματος (21), γιά τόν λόγο αὐτό εἶχε ἔρθει σέ ἐπαφές μέ ἀνθρώπους ξένης χώρας. Ὁ Ὄθωνας μετά τήν ἐνηλικίωσή του ὅρισε ὡς πρωθυπουργό καί ἀρχικαγγελάριο τόν Ἄρμανσμπεργκ. Αὐτός εἶχε ὅλη τήν εὐθύνη τῆς διακυβερνήσεως τῆς χώρας. Ἡ γνώμη τῶν ὑπουργῶν δέν μετροῦσε καί δέν τούς ἐπιτρεπόταν καμμία αὐτόβουλη ἐνέργεια, οὔτε κἄν στό στενό κύκλο τῶν ὑπηρεσιῶν τῶν ὑπουργείων τους (22). Γρήγορα ὁ Ὄθων κατάλαβε ὅτι ἡ ἀπόκτηση τόσης δυνάμεως ἀπό τόν Ἄρμανσμπεργκ ἦταν μεγάλο λάθος. Ἕνα χρόνο ἀργότερα, τό 1836, ἀπομακρύνει τόν Ἄρμανσμπεργκ καί τόν ἀντικαθιστᾶ μέ τόν Ρούδχαρτ. Κατά τήν περίοδο τῆς ἀπόλυτης μοναρχίας, ὁ Ὄθωνας παρέδωσε τίς βασικώτερες κρατικές ἀρχές στά χέρια τῶν Βαυαρῶν (23). Ὁ ἀπολυταρχικός τρόπος διακυβερνήσεως τοῦ Ὄθωνα, καθώς καί ἡ «ἄρνηση» στούς πολεμιστές τοῦ Ἀγῶνα νά ἔχουν λόγο στήν διοίκηση τῆς χώρας, ὑπῆρξαν οἱ αἰτίες γιά τήν βίαιη ἀνατροπή τῆς ἀπόλυτης μοναρχίας κατά τήν νύχτα τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 (24). Τέλος, σημαντική ὑπῆρξε ἡ πολιτική τῆς Ἀντιβασιλείας στό Αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ὀδυνηρές περιπέτειες θά ταλάνιζαν τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, λόγῳ τῆς μονομεροῦς, βεβιασμένης καί ἀντικανονικῆς ἀνακηρύξεώς της ὑπό τῆς ἀντιβασιλείας τό ἔτος 1833 σέ Αὐτοκέφαλο Ἐκκλησία (25). Ἡ αὐτογνώμων, αὐθαίρετος καί ἀντικανονική αὐτή ἀνακήρυξη τοῦ αὐτοκεφάλου, ὑπῆρξε ἔργο τοῦ Μάουρερ καί τοῦ «συνεργοῦ» αὐτοῦ Θεοκλήτου Φαρμακίδου (26). Αὐτό εἶχε ὡς ἄμεσο ἐπακόλουθο τήν διακοπή τῶν κανονικῶν σχέσεων ὄχι μόνο μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί «τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησιαστικῶν Ἐπαρχιῶν αὐτοῦ, ἀλλά καί μετά τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» (27).
3. Οἱ ἀντιδράσεις
Ἡ βαυαρική Ἀντιβασιλεία μετακένωσε στήν ἀνεξάρτητη Ἑλλάδα τά πρότυπα καί τούς κανόνες διακυβερνήσεως πού εἶχε διαδώσει δύο δεκαετίες νωρίτερα ὁ Ναπολέοντας στήν ἠπειρωτική Εὐρώπη, ὅπως αὐτά εἶχαν ἀφομοιωθῆ ἀπό τά γερμανικά κρατίδια (28). Ἡ μετακένωση αὐτή προκάλεσε στούς Ἕλληνες δυσαρέσκειες καί ἀντιδράσεις (29). Γενικά οἱ Ἕλληνες ἀντιμετώπιζαν μέ
δυσπιστία, ἐχθρότητα καί μερικές φορές μέ συνωμοτικές κινήσεις τούς Βαυαρούς. Βέβαια καί τῶν τελευταίων τά αἰσθήματα πρός τόν ἑλληνικό λαό ὑπῆρξαν ἀμοιβαῖα. Ἀρχικά ἔντονες ἀντιδράσεις προέκυψαν μέ τήν κατάργηση τῶν δημογεροντιῶν καί ἡ ἀντικατάστασή τους ἀπό δημάρχους καί δημοτικά συμβούλια πού διορίζονταν ἀπό τόν βασιλιᾶ (30). Ὁ βασιλιάς ἀργότερα καί οἱ ἀντιβασιλεῖς νωρίτερα, ἤθελαν πιόνια τούς ἑκάστοτε πολιτικούς (31). Οἱ διάφορες δημοτικές ἐλευθερίες ὑπῆρχαν καί κατά τήν τουρκοκρατία, κατά συνέπεια ἡ κατάργησή τους προκάλεσε δυσαρέσκεια στόν λαό καί στούς πολιτικούς μέ πλῆθος ἀντιδράσεων (32).
Ἡ δημιουργία τακτικοῦ στρατοῦ ἀπό Βαυαρούς καί ἀπό μισθοφόρους ἐθελοντές, ὑπῆρξε ἄλλη μία σοβαρή αἰτία γιά ἀντιδράσεις τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἔναντι τῶν Βαυαρῶν κυβερνητῶν (33). Αἰτία αὐτῶν τῶν ἀντιδράσεων ἦταν καί ὁ πλήρης παραγκωνισμός τῶν Ἑλλήνων ἀγωνιστῶν πού ρακένδυτοι καί σέ πλήρη ἔνδεια περιφέρονταν στίς ἐπαρχίες καί στίς πόλεις. Σημαντικό πρόβλημα δημιουργήθηκε στίς 15 Ἰουλίου 1833, ὅταν ἀνακηρύχθηκε τό αὐτοκέφαλο τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας (34). Ἐπί πλέον μέ τό κλείσιμο τῶν Μοναστηριῶν καί τήν προσπάθεια ἀποδυναμώσεώς τους, ἀπαγορεύτηκαν καί οἱ δωρεές ἰδιωτῶν πρός Ἐκκλησίες καί Μοναστήρια. Ἔτσι ὅμως οὔτε οἱ κληρικοί, οὔτε οἱ μοναχοί εἶχαν ἔσοδα γιά νά ἐπιβιώσουν καί νά μορφωθοῦν. Ἐπί πλέον ἡ ἐντονώτερη ἀντίδραση προῆρθε ἀπό τούς ὀπαδούς τοῦ ρωσσικοῦ κόμματος. Ἡ Ρωσσία δέν ἤθελε τήν ἑλλαδική αὐτονομία, γιατί πίστευε ὅτι τό Πατριαρχεῖο θά μποροῦσε νά τό ἐπηρεάζη, νά τό ἐλέγχη, νά τό καθοδηγῆ καί νά τό ποδηγετῆ, κάτι τέτοιο δέν θά μποροῦσε νά κάνη μέ τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἑλλάδος. Ὁ ἑλλαδικός κλῆρος βρισκόταν σέ μεγάλη ἀπαιδευσία καί οἰκτρῆ κατάσταση: «ἡ ἐκ τῆς ἀγνοίας καί ἀμαθείας ἀσχημία ἦν μεγίστη» (35). Ἐπί πλέον ἄλλος ἕνας σημαντικός παράγοντας ἀντιδράσεως ὑπῆρξε τό οἰκονομικό καί φορολογικό σύστημα.
Στίς 27 Σεπτεμβρίου 1833 ἱδρύθηκε τό Ἐλεγκτικό Συνέδριο μέ πρόεδρο τόν Γάλλο οἰκονομολόγο Arthemond de Regny. Αὐτός ἐργάστηκε μέ ζῆλο καί ἀκαταπόνητα γιά τήν ὀργάνωση τῶν οἰκονομικῶν τοῦ κράτους, χωρίς ὅμως κανένα οὐσιαστικό ἀποτέλεσμα (36). Ἡ φορολογία παρέμεινε ὅπως ἦταν κατά τήν Τουρκοκρατία: στήν ἀγροτική παραγωγή ἐπιβαλλόταν ἡ δεκάτη καί ὁ φόρος ἐπικαρπίας στούς καλλιεργητές τῶν ἐθνικῶν κτημάτων, μέ ἀποτέλεσμα οἱ δύο φόροι νά ξεπερνοῦν τό 25% τοῦ ἀκαθαρίστου γεωργικοῦ εἰσοδήματος. Τό Ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν δέν κατόρθωσε νά προσεγγίση κάποια δημοσιονομική ἰσορροπία (ἐσόδων – δαπανῶν) καί τό κράτος ζοῦσε σέ διαρκῆ χρεοκοπία. Ἐνῶ τά λαϊκά στρώματα μαστίζονταν ἀπό τήν πείνα, τίς ἀσθένειες καί τήν φτώχεια (37). Ἐν κατακλείδι, ὅλα τά παραπάνω ἦταν ἡ αἰτία γιά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1843 καί γιά τήν δημιουργία τοῦ Συντάγματος τοῦ 1844.
Ἐπίλογος
Ἡ Ἀντιβασιλεία τοῦ Ὄθωνα, ἀλλά καί τά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Βαυαροῦ πρίγκηπα, ὑπῆρξαν ἡ αἰτία νά δημιουργηθοῦν νέες δομές καί θεσμοί στό ἑλληνικό κράτος. Τό λάθος τῶν Βαυαρῶν ὑπῆρξε ὅτι αὐτοί προσπάθησαν νά ἐφαρμόσουν στόν ἑλληνικό λαό πράγματα πού ἦταν ἀντίθετα μέ τήν ἱστορία του καί τήν παράδοσή του. Φυσικό, λοιπόν, ἦταν νά δημιουργηθοῦν διάφορες ἀντιδράσεις, ἀλλά καί πολλά ἀπό αὐτά τά μέτρα νά μήν εὐδοκιμήσουν ποτέ. Γενικώτερα στόν τομέα τῆς δημοσίας διοικήσεως ἐπιχειρήθηκε ἡ συνέχιση τοῦ ἔργου τοῦ Καπποδίστρια σέ συνδυασμό μέ παλαιώτερα συστήματα διακυβερνήσεως, ὅπως οἱ αὐτοδιοικούμενες κοινότητες. Οἱ ἀξιωματοῦχοι πού ἀνέλαβαν τόν ρόλο τῶν διοικητῶν τῶν νέων νομαρχιῶν ἦταν χωρίς πυγμή καί ἔτσι ὑπηρετοῦσαν τά συμφέροντα τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας, δηλαδή τῶν ἀντιβασιλέων.
Σπουδαῖο ἐπίτευγμα θεωρήθηκε ἡ δημιουργία τακτικοῦ στρατοῦ. Τό ἀρνητικό ἐδῶ ἦταν ὅτι δέν χρησιμοποιήθηκαν σέ μεγάλο βαθμό οἱ Ἕλληνες ἀγωνιστές καί πολεμιστές τοῦ ἀγῶνα. Ἐπί πλέον τό αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐκτός τῶν προβλημάτων πού δημιούργησε, ὑπῆρξε μία ἀπό τίς βασικές αἰτίες γιά τήν ἀνάπτυξη τῶν ἀντιπάλων ἐθνικισμῶν στά Βαλκάνια. Τό φορολογικό σύστημα εἶχε πρόβλημα, ἀφοῦ ὑπῆρξε ἐξ ἴσου ἄδικο μέ ἐκεῖνο ἀπό τόν καιρό τῆς τουρκοκρατίας. Παράλληλα τό ἐκπαιδευτικό σύστημα δέν ὑπῆρξε ἐπιτυχές, γιατί εἶχε σχεδιαστῆ γιά νά καλύψη τίς ἀνάγκες ἑνός ἄλλου λαοῦ, τοῦ γερμανικοῦ, πού εἶχε ζήσει σέ διαφορετικές συνθῆκες μέχρι τώρα καί εἶχε διαφορετική παράδοση καί ἰδιοσυγκρασία ἀπό ἐκείνης τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Τέλος, ὅλα αὐτά ἄρχισαν σιγά–σιγά νά δυναμώνουν τήν ἐναντίωση τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τοῦ Ὄθωνα. Ἔτσι μερικά χρόνια ἀργότερα θά ἀναγκάσουν τόν Ὄθωνα νά ἐγκαταλείψη τό βασίλειό του στήν Ἑλλάδα.
Βιβλιοπαρουσίαση
Βαλαωρίτης Ι. Α., Ἱστορία τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος (1842 – 1902), Ἀθήνα 1902.
Κορομηλᾶ Μ., «Μερικές ὑπενθυμίσεις γιά τήν περίοδο τῆς συγκρότησης τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου», εἰσήγηση στό σέ Συμπόσιο μέ θέμα «Παράδοση καί Ἐκσυγχρονισμός», 22/1/2006.
Κυριακίδης Ε., Ἱστορία τοῦ Συγχρόνου Ἑλληνισμοῦ ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος μέχρι τῶν ἡμερῶν μας 1832 – 1892, Ἐκ τῆς Βασιλικῆς Τυπογραφίας Ν. Γ. Ἰγγλέση, ἐν Ἀθήναις 1892.
Κωνσταντινίδης, Ε., «Σταθμοί τῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας», Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2000, σ. 3 – 7.
Μεγάλη Στρατιωτική καί Ναυτική Ἐγκυκλοπαίδεια, τ. 5ος, Ἀθήνα 1930.
Μαρκέτος Σ., «Ἀπό τόν Καποδίστρια στόν Βενιζέλο: Πολιτική Ἱστορία, τόμ. Γ΄. Νεότερη καί Σύγχρονη Ἑλληνική Ἱστορία, ἔκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999,
(139 – 172).
Μουσμούτης Δ., «Σημείωμα τῆς Σύνταξης», Ἱστορία Εἰκονογραφημένη, ἔκδ. Πάπυρος, τ. 513 (2013), σ. 3.
Παπαρηγόπουλος Κ., Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (1827 – 1847), τ. 21, ἔκδ. National Geographic Society, Ἀθήνα 2005.
Πετρίδης Π., Σύγχρονη Ἑλληνική Πολιτική Ἱστορία 1821 – 1862, ἔκδ. Γκοβόστη, Ἀθήνα 1994.
Πλουμίδης Σ., «Ὄθων, βασιλιάς τῆς Ἑλλάδας:Μία ἀποτίμηση», Ἱστορία Εἰκονογραφημένη, ἔκδ.Πάπυρος, τ. 513 (2013), σ. 14 – 24.
Πηγές
1. Π. Πετρίδης, Σύγχρονη Ἑλληνική Πολιτική Ἱστορία 1821 – 1862, ἔκδ. Γκοβόστη, Ἀθήνα 1994, σ. 10 – 13.
2. Σ. Μαρκέτος, «Ἀπό τόν Καποδίστρια στόν Βενιζέλο: Πολιτική Ἱστορία, Τόμ. Γ΄. Νεότερη καί Σύγχρονη Ἑλληνική Ἱστορία, ἔκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, (139 – 172) σ. 150.
3. Πετρίδης 13.
4. Κ. Παπαρηγόπουλος, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (1827 – 1847), τ. 21, ἔκδ. National Geographic Society, Ἀθήνα 2005, σ. 96.
5. Μ. Κορομηλᾶ, «Μερικές ὑπενθυμίσεις γιά τήν περίοδο τῆς συγκρότησης τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου», εἰσήγηση στό σέ Συμπόσιο μέ θέμα «Παράδοση καί Ἐκσυγχρονισμός», 22/1/2006.
6. Αὐτόθι.
7. Παπαρηγόπουλος 88.
8. Αὐτόθι, σ. 90.
9. Δ. Μουσμούτης, «Σημείωμα τῆς Σύνταξης», Ἱστορία Εἰκονογραφημένη, ἔκδ. Πάπυρος, τ. 513 (2013), σ. 3.
10. Αὐτόθι.
11. Σ. Πλουμίδης, «Ὄθων, βασιλιάς τῆς Ἑλλάδας: Μία ἀποτίμηση», Ἱστορία Εἰκονογραφημένη, ἔκδ. Πάπυρος, τ. 513 (2013), σ. 14
12. Παπαρηγόπουλος 93.
13. Αὐτόθι, σ. 94.
14. Αὐτόθι.
15. ΙΑ. Βαλαωρίτης, Ἱστορία τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος (1842 – 1902), Ἀθήνα 1902, σ. 9.
16. Πλουμίδης 15.
17. Πλουμίδης 16.
18. Μαρκέτος 148 – 149.
19. Παπαρηγόπουλος 88. 90.
20. Αὐτόθι, σ. 88.
21. Αὐτόθι, σ. 91.
22. Μεγάλη Στρατιωτική καί Ναυτική Ἐγκυκλοπαίδεια, τ. 5ος, Ἀθήνα 1930, σ. 55.
23. Αὐτόθι.
24. Αὐτόθι.
25. Ἐ. Κωνσταντινίδης, «Σταθμοί τῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας», Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα
2000, σ. 3.
26. Αὐτόθι, σ. 4.
27. Αὐτόθι.
28. Πλουμίδης 14.
29. Αὐτόθι.
30. Παπαρηγόπουλος 88.
31. Αὐτόθι.
32. Αὐτόθι.
33. Αὐτόθι.
34. Ἐ. Κυριακίδης, Ἱστορία τοῦ Συγχρόνου Ἑλληνισμοῦ ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος μέχρι τῶν ἡμερῶν μας 1832 – 1892, Ἐκ τῆς Βασιλικῆς Τυπογραφίας Ν. Γ. Ἰγγλέση, ἐν Ἀθήναις 1892, σ. 268.
35. Κυριακίδης 300: «Τότε προέκυψε σχῖσμα διαιροῦν τό καθολικόν ἔθνος καί συντρῖβον προαιώνιους δεσμούς, τόν σύνδεσμον τοῦ παρελθόντος πρός τό παρόν, καί προεκλήθησαν δειναί υζητήσεις καί ταραχαί λαβοῦσαι ἐπικινδύνους διαστάσεις …».
36. Πλουμίδης 20.
37. Αὐτόθι.