(Ἀπόσπασμα ἑρμηνευτικῆς ὁμιλίας πατρός Σαράντη Σαράντου ἐπί τοῦ 30ου κεφαλαίου τῆς «Κλίμακος» τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου)
«…Ἡ ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως καί τά ὅσα λέγονται ἀπό τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο προετοιμάζουν τόν ἄνθρωπο γιά τή θεία Κοινωνία. Εἶναι πολύ σημαντικές οἱ εὐχές αὐτές.
Σέ ἕνα βιβλίο πού ἔβγαλε ὁ κ. Γιανναράς κατηγορεῖ αὐτές τίς εὐχές. Λέει ὅτι οἱ εὐχές αὐτές εἶναι προϊόντα αὐτονομίας, ἀτομικῆς θρησκευτικῆς εὐσεβείας καί πώς εἶναι ἀσύμβατες μέ τό πνεῦμα τῆς θείας Εὐχαριστίας πού εἶναι συλλογικό καί εὐχαριστιακό. Κάνει λάθος.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει δύο βασικά στοιχεῖα: Τό ἐκκλησιολογικό, πράγματι στή Θεία Λειτουργία δέν εἴμαστε μόνοι μας ἀλλά ὅλοι ὡς ἀγαπητοί ἀδελφοί μέ κεφαλή τόν Χριστό. Ἀλλά παράλληλα δέν χάνεται ἡ προσωπικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ὡς πρόσωπα ἔχουμε τό δικαίωμα, τήν ἀνάγκη νά ἀναφερθοῦμε προσωπικά στόν Κύριο.
Ἐφ΄ὅσον ἔχει γίνει αὐτή ἡ προετοιμασία μέσα μας μέ τίς εὐχές τῆς θείας Μεταλήψεως κι΄ ὅταν ἔχει καθαριστεῖ ἡ ψυχή μας ἀπό τίς μικρότητες, τά πάθη, τίς ἀντιπαραθέσεις, ἀντιδικίες, τούς λογισμούς διαφόρων εἰδῶν, τότε παραγματικά μπαίνοντας κανείς στή θεία Λειτουργία ὄντως εἶναι μέσα στή Θεία Εὐχαριστία, ὡς ἕνας ἐκ τῶν ἀδελφῶν. Ἄν μπεῖ ὅμως ἀπροετοίμαστος, γεμᾶτος ἀπό τά πάθη δέν μπορεῖ νά καταλάβει, νά νιώσει ὅτι εἶναι εἷς ἐκ τῶν ἀδελφῶν. Μπορεῖ νά περάσει ἡ θεία Κοινωνία καί νά μήν καταλάβει τίποτε. Γι΄ αὐτό καί ὁ Κύριος εἶπε «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔρχεται μετά παρατηρήσεως, ἀλλά βιάζεται καί οἱ βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν. …Ἄν δέν ἔχει ἰσορροπήσει καί δέν ἔχει καθαρισθεῖ ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου διά τῶν εὐχῶν πού προετοιμάζεται γιά νά κοινωνήσει κανείς, θά κοινωνήσει, ἀλλά δέν θά ἔχει τή συνείδηση καί τή συναίσθηση ὅτι μεταλαμβάνει τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου.
Τότε θά εἶναι ἕνα γεγονός τυπικό ὄχι ἐκκλησιολογικό. Σέ αὐτό τό βιβλίο «Ἐνάντια στή θρησκεία» ὁ κ. Γιανναράς πολυβολεῖ σχεδόν ὅλους τούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας. Σνομπάρει τούς ἱερούς κανόνες ὡς νομικά κατευναστικά κατασκευάσματα. Τό ἀειπάρθενο τῆς Παναγίας ἐπίσης γιά αὐτόν ἔχει πρόβλημα…
Ἐνῶ στό παρελθόν εἶχε ζητήσει συγγνώμη γιά αὐτά πού ἔλεγε γιά τόν Ἄγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη τώρα τά ἐπαναλαμβάνει καί πάλι. …
Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ὅταν εἰσχωρήσει πραγματικά σέ μιά ψυχή λιώνει καί κατατρώγει τά λιπαρά πάθη τῆς σαρκός ¨καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τάς σάρκας μου¨ λέει ὁ ψαλμωδός στόν 118ο ψαλμό. …Τά σαρκικά πάθη μποροῦν πραγματικά νά καθαριστοῦν, ὅταν ὑπάρχει ὁ φόβος τοῦ Κυρίου. Οἱ παλαιότερες γενεές διακατέχονταν ἀπό τόν φόβο τοῦ Κυρίου. Ὄχι στήν τελειότητα βέβαια. Ἐνῶ ἡ σημερινή δική μας γενιά καί νεώτερες ἀπό μᾶς, μηδενίζουν τόν φόβο καί ἀποβάλλουν κάθε στοιχεῖο φόβου. Καί ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος τρέχει σέ ψυχιάτρους, ψυχολόγους, ψυχοθεραπευτές, δέν θεραπεύεται, ἀλλά ὅταν καί νά ἀκούσει μόνο γιά φόβο Κυρίου, αἰσθάνεται ἀποτροπιασμό· καί ὅπως λέει ὁ κ. Γιανναράς ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα φόβητρο καί προσπαθεῖ νά καπελώσει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Δέν καταλαβαίνει ὅτι ὁ φόβος εἶναι ἄλλης ποιότητας, ἄλλης τάξης, ἄλλου μεγέθους, ἄλλης λειτουργίας. Καί συνεχίζει ὁ ψαλμωδός, «ἐγκαρδίωσον ἡμᾶς». Μᾶς καρδιώνει μετά ἀπό τόν φόβο. Δηλ. μᾶς ἐπλήγωσες τήν καρδιά. Μᾶς ἐξυγίανες τήν καρδιά καί τήν ἔκανες νά λειτουργεῖ μέ τόν καλύτερο τρόπο. Εἶναι ὄντως καρδιά ἀνθρώπινη. Ἄλλους τούς κάνει ὁρισμένες φορές νά ἀγάλλονται καί νά λάμπουν ἀπό χαρά. Ἀπό αὐτό «ἤλπισε ἡ καρδία μου καί ἐβοηθήθη καί ἀνέθαλε ἡ σάρξ μου» πάλι ἀπό τό ψαλτῆρι…
Ὁ κατά Θεόν πόθος κόβει τήν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ. Αὐτοί πού ἔφθασαν σέ τέτοια ἀφθαρσία νομίζω ὅτι καί τό σῶμα τους δέν θά ἀσθενεῖ τόσο εὔκολα. Διότι κατά κάποιο τρόπο ἐξαγνίσθηκε πλέον καί ἀφθαρτοποιήθηκε. Ἡ φλόγα τῆς ἁγνότητας ἔσβησε τή φλόγα τῶν σαρκικῶν παθῶν καί ἀσθενειῶν. Νομίζω ἀκόμη ὅτι καί τό φαγητό πού τρῶνε δέν τούς προξενεῖ καμμία εὐχαρίστηση. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς οἱ φλέβες ποτίζουν μυστικά τίς ρίζες τῶν φυτῶν ἔτσι καί τίς ψυχές αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τίς τρέφει μυστικά το οὐράνιο πῦρ. …
Ἡ αὔξηση τοῦ φόβου εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀγάπης καί τό τέλος τῆς ἁγνείας (ἁγνότητος) ἡ προϋπόθεση τῆς θεολογίας. Ἐκεῖνος πού ἕνωσε τίς αἰσθήσεις του μέ τόν Θεό μυσταγωγεῖται στή θεολογία ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἄν ὅμως οἱ αἰσθήσεις δέν ἔχουν ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, εἶναι δύσκολο καί ἐπικίνδυνο νά θεολογεῖ κανείς. Ἄν βλέπει κανείς τή θεολογία μέσα ἀπό τήν καθαρή ἀνθρώπινη διανόηση, παραποιεῖ τή λατρεία, τίς ἀκολουθίες, τή ζωή τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὁ κ. Γιανναράς δέν μποροῦσε νά χωνέψει τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη γιατί μιλᾶ πάρα πολύ γιά τήν ἐγκράτεια (παρθενία, καθαρότητα).
Βλέπουμε ὅτι στόν ἁπλό λαό μας ἔχει ἀναρίθμητους ἀνθρώπους πού ἐξομολογοῦνται καί λένε «πάτερ τά ἔχω κάνει ὅλα. Καταθέτω τήν ἁμαρτωλότητά μου». Καί ἀναφέρουν πολλά ἁμαρτήματα καί φοβερά. Ὅ, τι θέλεις κάνε. Καταδίκασέ με ὅπως νομίζεις. Αὐτό εἶναι τό χριστιανικό φρόνημα. Καί αὐτό φαίνεται στή νοοτροπία τοῦ ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη. Παρουσιάζει τήν ἀληθινή ἐν Χριστῷ ζωή καί ὁ καθένας μας διαλεγόμενος μαζί του, διαβάζοντας τά κείμενά του ἤ τά καταλαβαίνει ἤ ὄχι καί λέει ¨ἐγώ τόσο καταλαβαίνω ἄς μέ κάνει ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, ἄς μέ κάνει ὅ, τι νομίζει¨. Ἀλλά δεν φθάνει νά κατηγορεῖ τόν ἅγιο. Μόνο οἱ αἱρετικοί τό κάνουν αὐτό.
Ὁ κ. Γιανναράς κατηγορεῖ τόν ἅγιο, γιατί δέν μπόρεσε νά καταλάβει ὅτι δέν ἦταν ἠθικιστής, ἠθικολόγος. Ἄν διαβάσει κανείς ὅλα τά ἔργα τοῦ κ. Γιανναρᾶ βλέπει τήν δυτική θεολογία του, παπικοῦ – προτεσταντικοῦ τύπου, πιετισμό, εὐσεβισμό….Ὅταν βρισκόμαστε μπροστά σέ ἁγίους δέν μποροῦμε νά συγκρίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ αὐτούς, ζητᾶμε τίς εὐχές τους, δέν μποροῦμε νά τούς κατηγορήσουμε. Ἄν ἀρχίσουμε νά κατηγοροῦμε τούς ἁγίους γινόμαστε ἁγιομάχοι. Ἀφοῦ δέν καταλαβαίνουμε τόν ἅγιο, δέν τόν καταλαβαίνουμε. Πῶς ἄντεξε π.χ. ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος νά τόν τρῶνε τά λιοντάρια; Θά τόν κατηγορήσω καί άπό πάνω; Δέν τό καταλαβαίνω. Δέν θά ‘χα την τόλμη νά κάτσω καί νά μέ τρῶνε τά λιοντάρια. Ὁ Ἅγιος Δανιήλ ὁ στυλίτης καθόταν σέ ἕναν στύλο. Δέν τόν καταλαβαίνουμε . Γιατί τό ἔκανε; Ἄν διαβάσουμε τόν βίο του καταλαβαίνουμε ὅτι εἶναι ἄσκηση…»