«ΕΝ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΜΟΥ ΕΚΚΑΥΘΗΣΕΤΑΙ ΠΥΡ»*
Ἡ ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ δὲν εἶναι καθόλου δύσκολη, γιατί δὲν ἀπαιτεῖ προσπάθεια. Ἡ ἀπόκτηση ὅμως καὶ ἡ διαφύλαξή του ἀπαιτοῦν κόπο καὶ ἄρα ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια καὶ συστηματικὴ ἐργασία. Πῶς λοιπὸν θὰ θελήσουμε νὰ ἀναλάβουμε τὸν ἀγώνα γιὰ τὸ καλό, ὅταν δύσκολα προτιμοῦμε τὸν κόπο; Ὁ πόθος γιὰ ὅ,τι θέλουμε νὰ κερδίσουμε εἶναι τὸ κίνητρο γιὰ κάθε ἀγώνα. Αὐτὸς γλυκαίνει ἀκόμη καὶ τοὺς πιὸ ὀδυνηροὺς πόνους. Καὶ τὸν πόθο γιὰ τὸ καλὸ δὲν τὸν ἀνάβει τίποτε ἄλλο παρὰ ἥ προσήλωση σὲ αὐτὸ καὶ ἡ γνώση τοῦ κάλλους του.
Αὐτὸ εἶναι τὸ πῦρ ποὺ ἄναψε στὴν ψυχὴ τοῦ Προφήτου ἀπὸ τὴν μελέτη τοῦ Θεοῦ. «Καὶ ἐν τῇ μελέτῃ μου, λέει, ἐκκαυθήσεται πῦρ»1. Ὁ ἴδιος, ἐξηγώντας ἀλλοῦ ποιό εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῆς μελέτης αὐτῆς καὶ τίνος ἀνθρώπου ἔργο εἶναι, λέει ὅτι ὁ «μακάριος ἄνθρωπος» ἀφοσιώνεται στὴν μελέτη αὐτή, καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς μελέτης του εἶναι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. «Ὁ μακάριος άνήρ, λέει, ἠμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ μελετήσει»2.
Ἄν ὅμως ἡ μελέτη τοῦ γραπτοῦ νόμου μπορῆ νὰ ἀνάψη τέτοιο πῦρ, τί πρέπει νὰ σκεφθοῦμε γιὰ τὸν νόμο τοῦ Πνεύματος; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνέπνευσε στοὺς ἀνθρώπους τὸν ἀληθινὸ ἔρωτα γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἄναψε μέσα τους πυρκαγιὰ θείου πόθου ποὺ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ τὴν σβήση, οὔτε εὐχάριστο οὔτε δυσάρεστο «οὔτε κάτι ἀπὸ τὰ παρόντα οὔτε κάτι ἀπὸ τὰ μέλλοντα»3. Γι’ αὐτό, νομίζω, καὶ ἐμφανίσθηκε «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν»4, ὅταν εἰσῆλθε στὸν κόσμο· ἐπειδὴ ἔφερε τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία σὰν τὴν φωτιὰ τολμᾶ τὰ πάντα. Καὶ τὸν Ἴδιο τὸν Νομοθέτη ἡ ἀγάπη πρῶτα ἀπὸ ὅλα Τὸν ἔφερε στὴν γῆ, καὶ τὸ Σῶμα Του εἶναι καρπὸς φιλανθρωπίας. Καὶ ὅλος γενικὰ ὁ νόμος συνέχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη.
Τὴν ἀγάπη ἐκδηλώνει ὁ Θεὸς μὲ κάθε τρόπο, τὴν ἀγάπη φέρνει, μὲ τὴν ἀγάπη προσπαθεῖ νὰ κερδίση τὴν ἀγάπη μας καὶ, ἄν τὴν λάβη, τὴν θεωρεῖ ἀντάξιο ἀντίδωρο γιὰ ὅσα μᾶς ἔδωσε. Δὲν μᾶς προστάζει σὰν δούλους ὀφειλέτες, ἀλλά, μόλις Τὸν πλησιάσουμε, μᾶς καλεῖ ἀμέσως νὰ γίνουμε μέτοχοι στὰ ἀγαθά Του, σὰν νὰ προηγήθηκαν πολλοὶ κόποι ἀπὸ μέρους μας καὶ σὰν νὰ ἔχη δημιουργηθῆ μεγάλη οἰκειότητα καὶ ἀγάπη μεταξύ μας. «Ἐγώ, λέει, ἀγωνίσθηκα γιὰ τὴν Βασιλεία καὶ μὲ πολλοὺς κόπους ἔπλεξα τὸ βασιλικὸ στεφάνι. Ἐσεῖς δεχθῆτε το χωρὶς νὰ κοπιάσετε. Τίποτε ἄλλο δὲν σᾶς ζητῶ παρὰ μόνο νὰ μὲ ἀγαπᾶτε».
Ὤ ἀνέκφραστη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ! Ὄχι μόνο μᾶς ἀγαπᾶ τόσο πολύ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη μας τόσο πολύτιμη τὴν θεωρεῖ, ὥστε τὰ πάντα ἐπιχειρεῖ, γιὰ νὰ τὴν κερδίση! Γιὰ ποιόν λόγο ἔκτισε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ, τὸν ἥλιο καὶ ὅλον τὸν ὁρατὸ κόσμο καὶ τὴν ἀσύλληπτη ὀμορφιὰ τοῦ ἀοράτου καὶ ὅλα αὐτὰ «νεύματι μόνῳ»; Καὶ γιατί μᾶς διδάσκει μὲ αὐτὰ ὅλη Του τὴν σοφία, ἄν ὄχι γιὰ νὰ μᾶς ἐπαναφέρη κοντά Του καὶ νὰ μᾶς κάνη νὰ Τὸν ἀγαπᾶμε; Κάνει ὅ,τι καὶ ἕνας θερμὸς ἐραστής· μᾶς δείχνει τὴν σοφία, τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν τέχνη Του, γιὰ νὰ βάλη μέσα μας τὸν ἔρωτα γι’ Αὐτόν. Καὶ τόσο σημαντική καὶ πολύτιμη θεωρεῖ τὴν ἀγάπη μας, ὥστε, ἐνῶ ἔκανε ὅλα ὅσα ταίριαζαν στὴν θεία Του φύση, δὲν ἀρκέστηκε σὲ αὐτό, ἀλλὰ στράφηκε καὶ σὲ ἄλλη φύση, τὴν ἀνθρώπινη, γιὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήση καὶ αὐτὴν γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό: Γιὰ ὅσα δὲν μποροῦσε νὰ μᾶς πείση ὄντας Θεός, νὰ μᾶς πείση γενόμενος ἄνθρωπος καὶ νὰ μπορέση μὲ αὐτὰ τὰ δύο – μὲ ἐκεῖνα δηλαδὴ ποὺ ἔφερε ὡς Θεὸς καὶ μὲ ὅσα προσέλαβε ὡς ἄνθρωπος – νὰ ἐλκύση κοντά Του τὸν ἀγαπημένο Του ἄνθρωπο.
Ὁ νόμος λοιπὸν τοῦ Πνεύματος εἶναι νόμος ἀγάπης καὶ καλλιεργεῖ μέσα μας τὴν εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεό. Στὸν νόμο αὐτὸν πρέπει νὰ ἔχουμε στραμμένο τὸν νοῦ μας.
Ἡ μελέτη τοῦ Θεοῦ δὲν ἀπαιτεῖ οὔτε ἱδρώτα οὔτε κόπο οὔτε χρήματα. Οὔτε θὰ ἀτιμασθοῦμε οὔτε θὰ ντροπιασθοῦμε οὔτε θὰ ζημιωθοῦμε σὲ κάτι ἄλλο. Ἀντιθέτως, καὶ τὸ ἐπάγγελμά μας μποροῦμε νὰ ἐξασκοῦμε καὶ κανένα ἐμπόδιο δὲν ἔχουμε γιὰ ὁποιαδήποτε ἀσχολία. Καὶ ὁ στρατηγὸς μπορεῖ νὰ συνεχίση νὰ εἶναι στρατηγὸς καὶ ὁ γεωργὸς νὰ καλλιεργῆ τὴν γῆ καὶ κάθε τεχνίτης νὰ ἀσκῆ τὴν τέχνη του καὶ γενικά, δὲν χρειάζεται νὰ ἐγκαταλείψη κανεὶς τὸ ἐπάγγελμά του, γιὰ νὰ στραφῆ στὴν μελέτη αὐτή. Γιατὶ δὲν εἶναι ἀνάγκη οὔτε νὰ καταφύγη κανεὶς στὴν ἔρημο οὔτε νὰ τραφῆ μὲ ἄλλου εἴδους τροφὴ οὔτε νὰ ἀλλάξη ἐνδυμασία οὔτε νὰ χάση τὴν ὑγεία του οὔτε νἀ τολμήση κάτι ἄλλο· ἀλλὰ καὶ μένοντας στὸ σπίτι του καὶ χωρὶς νὰ χάση τίποτε ἀπὸ ὅσα ἔχει, μπορεῖ νὰ ζῆ ἔχοντας διαρκῶς τὸν νοῦ του στὸν Χριστό.
Τί μᾶς ἐμποδίζει λοιπὸν ἀπὸ τὴν μελέτη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ἄξιζε καὶ νὰ κοπιάσουμε; Ἄν ὡς ἄνθρωποι προικισμένοι μὲ νοῦ εἶναι φυσικὸ νὰ σκεπτώμαστε πάντοτε κάτι, γιατί νὰ μὴ σκεπτώμαστε τὰ ἀνώτερα; Καὶ ἄν οἱ μάταιοι καὶ κακοὶ καὶ ἄνώφελοι λογισμοὶ δὲν θεωρήθηκαν ποτὲ ἱκανοὶ νὰ βλάψουν τὴν ζωὴ ἤ τὴν ἐργασία ἤ τὴν περιουσία ἑνὸς ἀνθρώπου ἤ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ βιοτικά, πολὺ περισσότερο δὲν θὰ μεμφθοῦμε γιὰ κάτι τέτοιο τοὺς καλοὺς λογισμοὺς καὶ δὲν θὰ κατηγορήσουμε τὸ ἀγαθὸ ὡς αἰτία κακοῦ.
1 Ψαλμ. 38, 4.
2 Βλ. Ψαλμ. 1, 1-2.
3 Βλ. Ρωμ. 8, 38.
4 Βλ. Πράξ. 2, 3.
* ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗΣ Λόγοι ἑπτὰ, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 32012, σ. 329, 331, 333.
Ἐπιμέλεια: ΤΟΜΕΑΣ ΝΕΟΤΗΤΟΣ Ε.ΡΩ. ΕΔΕΣΣΑΣ