θεολόγου, εκκλησιαστικού ιστορικού και νομικού
Θεολογική προσέγγιση της εν Χριστώ ενσωμάτου Μεταστάσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας στην Βασιλεία της Τριάδος
Είναι γεγονός βεβαιωμένο και αναντίρρητο από την Ιερά Επιστήμη της Ορθοδόξου Θεολογίας ότι οι περί τον βίο της Υπεραγίας Θεοτόκου Μητρός του Σωτήρος και λυτρωτού Θεανθρώπου Ιησού Χριστού μαρτυρίες είναι πενιχρότατες στα Ιερά Ευαγγέλια και στα λοιπά βιβλία του «Ιερού Κανόνος» της Καινής Διαθήκης. Εντούτοις πάμπολλες υπήρξαν οι λεγόμενες «απόκρυφες διηγήσεις» εκ των οποίων ορισμένες ονομάστηκαν «Απόκρυφα Ευαγγέλια» για να συμπληρώσουν τα χαρακτηριζόμενα ως «ιστορικά κενά» σχετικά με τον βίο της Απειράνδρου Θοεμήτορος και Πανάγνου Μαρίας. Οι δε σημαντικότερες απόκρυφες πηγές περί του Ιερού προσώπου της Παναγίας Αχράντου Μαρίας είναι: α) το «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου και β) το Ευαγγέλιο του ψευδο- Ματθαίου.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία όμως διά της εν Αγίω Πνεύματι υπό των θεοφόρων Πατέρων καθιερώσεως της Ιεράς Παραδόσεως ως γνησίας εκφράσεως της αληθούς ευαγγελικής και δογματικής διδασκαλίας απεμάκρυνε όλα τα μυθώδη, εφήμαρτα και αιρετικά στοιχεία, τα οποία αφορούν την καθόλου ζωή της Υπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας.
Έτσι, οι θεοφοροι Πατέρες θεοπνεύστως κατέγραψαν την Ορθόδοξη θεολογική διδασκαλία περί του ιερού προσώπου της Πανάγνου Θεομήτορος, όπως τούτο αποδεικνύεται στους «Όρους» των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η Εκκλησία μετά πολλής προσοχής απεδέχθη και υιοθέτησε τα εκ της Ιεράς Παραδόσεως διδάγματα περί της Θεοτόκου Μαρίας.
Η μετάστασις της Υπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας
Στο θεολογικό αυτό πλαίσιο η Ορθόδοξη Εκκλησία, σύμφωνα με την Ιερά Παράδοση και χωρίς να αποτελεί δόγμα αυτής υπό την αυστηρή και στενή έννοια του όρου, αποδέχεται την διδασκαλία περί την εν Χριστώ «Μεταστάσεως» της Υπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας. Σύμφωνα δηλαδή με την Ιερά Παράδοση αφότου οι «εκ περάτων» της γης Απόστολοι έθαψαν το Πάναγνο σώμα της Παναγίας Θεομήτορος στην Γεσθημανή, μετά από τρεις ημέρες έφθασε στα Ιεροσόλυμα ο Απόστολος Θωμάς ο οποίος ηθέλησε διακαώς να προσκυνήσει το σεπτό σώμα της Πανάγνου Μητρός του Κυρίου. Όταν λοιπόν οι Άγιοι Απόστολοι άνοιξαν το μνήμα, διεπίστωσαν ότι το Πανάγιο σκήνωμα της Θεοτόκου «μετέστη εν Χριστώ», είχε αναληφθεί στους ουρανούς. Ενσάρκως, δηλαδή εν σώματι, η Υπεραγία Θεοτόκος εισήλθε στην Βασιλεία της Τριαδικής Θεότητος, αλλά σύμφωνα με την διδασκαλία των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων, η εν σώματι μετάσταση της Θεοτόκου συνέβη εν Χριστώ όχι όμως με το γήινο και φθαρτό σώμα, αλλά με το εν Χριστώ μεταμορφωμένο και αφθαρτοποιημένο σώμα, το οποίο δια της Αναστάσεώς του ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός «αθανατοποίησε» και με το οποίο «άπαν το γένος των βροτών», όλοι οι φθαρτοί άνθρωποι, θα λάβουμε κατά την τελική και μεγάλη κρίση της ενδόξου δευτέρας παρουσίας του Παμβασιλέως Αναστάντος Ιησού Χριστού.
Η Υπεραγία Θεοτόκος Μαρία ως θνητός άνθρωπος, όπως κάθε απόγονος του Αδάμ και της Εύας, εγεύθη τον φυσικό θάνατο, καθώς κάθε ανθρώπινη κτιστή ύπαρξη πλασθείσα υπό του ακτίστου Θεού δεν εξαιρείται του «κοινού κλήρου» της ανθρωπότητος, της φθαρτής και πεπερασμένης ανθρωπίνης φύσεως, που είναι ο θάνατος. Πλην όμως η Υπερευλογημένη εκ του Παναγίου Πνεύματος Θεοτόκος με την «κατ’ άνθρωπον κοίμηση» αυτής εισήλθε «εις τα Άγια των Αγίων» της αλήκτου Βασιλείας της Τριαδικής Θεότητος. Μετά την φυσική κοίμησή της, εν Αγίω Πνεύματι, παρέμεινε «άφθορη» η ψυχή της και «άφθαρτο» το πάναγνο και άσπιλο και αμόλυντο σώμα της. Και πώς ήταν δυνατόν το πάναγνο αυτό σώμα που εν Αγίω Πνεύματι συνέλαβε και έτεκε τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, πώς ήταν δυνατόν, να υποστεί μετά τον φυσικό θάνατο της Θεομητορος «φθορά και διαφθορά», γενόμενο «λάφυρο» του θανάτου, υποκείμενο στις συνέπειες, τις φυσικές και οντολογικές, κατ’ άνθρωπον και κατά την φυσική ακατανίκητη νομοτέλεια, ώστε να εκπέσει σε «σκεύος φθοράς» ενώ υπήρξε, ως η μόνη μετά τον φυσικό θάνατο της Θεομήτορος επί της γης ύπαρξη, «σκεύος χάριτος και ζωής». Έτσι παρέμεινε άφθορο και άφθαρτο το «Θεοδόχον σκήνωμα» της Θεοτόκου Παναγίας Μητρός του Κυρίου μας.
Ο φυσικός θάνατος της Θεοτόκου υπήρξε «ζωηφόρος» και γι’ αυτό ενώ ο θάνατος για όλους τους πιστούς είναι «Κοίμησις» εντούτοις για την Υπερευλογημένη και Κεχαριτωμένη Μητέρα του Θεού είναι «Μετάστασις», αφού καθώς ψάλλει θεολογικώτατα η Αγία Εκκλησία μας: «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησαν»αλλά και αλλού η Κοίμηση της Θεοτόκου χαρακτηρίζεται ως «δεύτερο Πάσχα», ως «Πάσχα του θέρους», υμνολογεί το πλήρωμα των Ορθοδόξων: «Τη ενδόξω Κοιμήσει Σου, ουρανοί επαγάλλονται και αγγέλων γέγηθε τα στρατεύματα. Πάσα η γη δε ευφραίνεται…».
Εισέρχεται εν Χριστώ η Θεοτόκος Παναγία στην αιώνια και άληκτη Βασιλεία του Τριαδικού Θεού καθώς «νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, Παρθένε Άχραντε. Παρθενεύει γαρ τόκος και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον Παρθένος και μετά θάνατον ζώσα…», όπως ακριβώς ο Ιησούς Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, «πρωτότοκος των νεκρών εγένετο εκ κοιλίας Άδου» χωρίς να υποστεί φθορά και διαφθορά στην αθάνατη ψυχή και στο τίμιο και υπερευλογημένο σώμα του. Η Θεοτόκος Μαρία «μετέστη προς την ζωήν Μήτηρ υπάρχουσα της ζωής» και κατά την θεόπνευστη διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο νικητής του θανάτου και χορηγός της αφθάρτου, αθανάτου και αιωνίου ζωής: «Δεσποτικαίς παλάμαις τη Παναγία ταύτη και θειοτάτη οία Μητρί λειτουργών, την Ιεράν ψυχήν υποδέχεται».
Ερμηνεία του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού
Ο μέγας της Δογματικής Θεολογίας Πατήρ Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ερμηνεύοντας το «διάφθορον και άφθαρτον» της ψυχής και του σώματος της Υπεραγίας Θεοτόκου μετά την ένδοξη κοίμηση αυτής και για τρεις ημέρες που το «θεοδόχον σκήνωμα» αυτής παρέμεινε εντός του γήινου μνήματος, γράφει θεοπνεύστως: «Πώς ήταν δυνατόν ο θάνατος να καταπίει αυτήν, η οποία στην ολότητά της ενώθηκε με τον Θεόν; Πώς θα μπορούσε ο Άδης να την δεχθεί στα σπλάχνα του; Πώς η φυσική διαφθορά θα αποτολμούσε να καλύψει το ζωοδόχο σώμα της; Όλα αυτά ήταν αλλότρια και παντελώς ξένα της θεοφόρου ψυχής και του σώματός της. Γι’ αυτό όταν ο θάνατος την αντίκρισε στα κατώτατα του κράτους του, φοβήθηκε, επειδή και όταν προσέλαβε τον Υιό της, έμαθε εξ αυτών που έπαθε και λαβών πείραν εσωφρονίσθη».
Σ’ αυτό το «δεύτερο Πάσχα», στο λεγόμενο «Πάσχα του θέρους», δεν θρηνεί, ούτε πενθεί η Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά παραδόξως για τα κοσμικά μέτρα και την ανθρώπινη λογική γεραίρει, μεγαλύνει και δοξολογεί την «αθάνατη κοίμηση» της Θεομήτορος Μαριάμ, στην οποία ως «υπερκόσμιον και υπερβατικόν μυστήριον» συνετελέσθη η «εν Χριστώ ενσώματος μετάσταση» από τα γήινα στα ουράνια, από τα φθαρτά στα άφθαρτα, από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, χωρίς να υποστεί τις φυσικές νομοτελειακές συνέπειες της «διαφθοράς και φθοράς» της ψυχής και του σώματος της κατά τις τρεις ημέρες που ευρέθη στο μνημείο της Γεσθημανή. Γι’ αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος μεγαλοφώνως ανακράζει: «Αντί γαρ θανάτου λοιπόν κοίμησις και ύπνος λέγεται η εντεύθεν μετάστασις», ενώ η Εκκλησία μεγαλοφρόνως ψάλλει αγαλλομένη: «Εν τη γεννήσει σου σύλληψις άσπορος, εν τη Κοιμήσει σου νέκρωσις άφθορος. Θαύμα εν θαύμασι διπλούν συνέδραμε, Θεοτόκε». Έτσι δεν θρηνούμε ούτε πενθούμε διότι η Θεοτόκος «εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπεν», αλλά ζει αιωνίως.
Θαύμα θαυμάτων και μυστήριον μυστηρίων αποτελεί το υπερφυές γεγονός της τριημέρου εντός του χοϊκού μνήματος παραμονής της θεομήτορος ως αφθάρτου και αδιαφθόρου ψυχοσωματικής υποστάσεως, ελευθέρας των φθοροποιών δεσμών του θανάτου, ο οποίος όμως κυριαρχεί επί πάντων των λοιπών ανθρώπων. Ο μόνος θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, η «αυτοζωή» και μόνη αληθής και άκτιστη πηγή της ζωής, ως νικητής του θανάτου και του κράτους του Άδου παρέμεινε τριήμερος, άφθορος, αδιάφθορος και απολύτως ψυχοσωματικά άφθαρτος.
Η Υπεραγία Θεοτόκος, πρώτη εκ του ανθρωπίνου γένους, δια του θανάτου της και της τριημέρου αφθάρτου και αδιαφθόρου εν τω μνήματι παραμονής της, καθώς και της ενσώματης στους ουρανούς μεταστάσεώς της, «προμνηστεύεται την αιώνια ζωήν». Και ενώ για όλους τους θνητούς και φθαρτούς ανθρώπους η απόλυτη αφθαρσία και «αθανατοποίηση» θα συμβεί κατά την ημέρα της κοινής Αναστάσεως πάντων, ζώντων και κεκοιμημένων, στα έσχατα, κατά την Δευτέρα παρουσία του Κυρίου και την τελική κρίση των πάντων, εντούτοις η Θεοτόκος Μαρία μετέστη στην Βασιλεία του Θεού «αφθαρτοποιημένη» και «αθανατοποιημένη» κατά την ψυχή και το σώμα της πριν από την κοινή ανάσταση του γένους των βροτών. Τούτο δε συνέβη κατ’ ευδοκίαν του Υιού και Θεού της Ιησού Χριστού, ο οποίος δεν επέτρεψε να γίνει η Πάναγνος Μητέρα του «λάφυρο» και υποχείριο του θανάτου, επειδή «ο Κύριος ήταν κατά φύσιν αναμάρτητος», ενώ η Θεοτόκος κατά χάριν αναμάρτητη», και γι’ αυτό ρητορικά διερωτάται ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: « Η γαρ τοις πάσι την όντως ζωήν αναβλύσασα, πώς θανάτω γένοιτ’ αν υποχείριος;».
Η «αθάνατος κοίμησις» της Υπεραγίας Θεοτόκου
Κατά τον φυσικό θάνατο της Θεομήτορος, που στην πραγματικότητα είναι οντολογικώς «αθάνατος κοίμησις», όπως εύστοχα ψάλλει η Εκκλησία μας, ο χωρισμός ψυχής και σώματος διήρκησε ελάχιστα, μόλις για τρεις ημέρες, αλλά κατά την εν Χριστώ μετάστασή της ενώθηκαν και πάλι τα δύο ως άφθαρτη και αναλλοίωτη ψυχοσωματική ενότητα και οντότητα, όπως ακριβώς μέλλει να συμβεί σε όλους τους θνητούς ανθρώπους λίγο πριν την Δευτέρα του Κυρίου Παρουσία, όταν θα συντελεσθεί η κοινή ανάσταση των κεκοιμημένων. Γι’ αυτό με την ενσώματη μετάστασή της «ως δε Θεού ζώντος μήτηρ υπάρξασα προς αυτόν αξίως ανακομίζεται», διότι όπως ψάλλει η Εκκλησία: «την ζωήν η κυήσασα προς ζωήν μεταβέβηκεν».
Συνεπώς δεν κάνουμε λόγο για ανάσταση, αλλά για ένδοξη ενσώματη μετάσταση, διότι η Θεοτόκος ανέβη στους ουρανούς ζώσα μέσα στην άληκτη Βασιλεία του Τριαδικού Θεού χωρίς να ξαναπεράσει από τη γη. Όσοι θαυματουργικά ανεστήθησαν υπό του Κυρίου, όπως ο Λάζαρος και άλλα πρόσωπα για τα οποία μαρτυρούν σχετικώς τα Ιερά Ευαγγέλια, ξαναπέθαναν και αναμένουν την κοινή ανάσταση για να ενωθεί και πάλι η αθάνατη ψυχή με το σώμα τους, ώστε ως ψυχοσωματικές οντότητες να εισέλθουν στην επέκεινα του τάφου αιώνια, άφθαρτη και αθάνατη ζωή. Μόνη η Υπεραγία Θεοτόκος δεν θα αναστηθεί, όπως άπαντες οι από καταβολής κόσμου κεκοιμημένοι, επειδή με την εν Χριστώ μετάστασή της ευρίσκεται ήδη και σωματικώς ζώσα στην Βασιλεία των Ουρανών, ως «εκ της ζωής εις ζωήν μεθισταμένη».
Η «αθάνατη κοίμηση» της Θεοτόκου «διαβατήριον» αιωνίου ζωής
Έτσι, η «αθάνατη κοίμηση» της Θεομήτορος καθίσταται «διαβατήριον» αιωνίου ζωής και την βεβαιότητα αυτή ψάλλει η Εκκλησία: «Ζωής αϊδίου και κρείττονος ο θάνατός σου γέγονε διαβατήριον», ενώ το χριστεπώνυμο πλήρωμα πανευλαβικώς υμνολογεί: «Μέλποντες εξόδιόν σοι ωδήν, Μήτερ του Υψίστου, σην μετάστασιν ευλαβώς γήθεν προς τα ύψη συν Αποστόλων δήμου υμνούμεν εκβοώντες. Χαρακτηριστικός είναι ο παρακάτω εξαίσιος ύμνος που εκφράζει το βαθύτερο θεολογικό περιεχόμενο της ευδόξου κοιμήσεως και μεταστάσεως της Θεομήτορος: Χαίρε, Παντάνασσα. Χαίροις παρ’ ημών Μαρία Θεοτόκε, το σεμνόν κειμήλιον απάσης της Οικουμένης, Η λαμπάς η άσβεστος, ο στέφανος της παρθενίας, το σκήπτρον ης Ορθοδοξίας, ο ναός ο ακατάλυτος και χωρίον του Αχωρήτου, η Μήτηρ και Παρθένος. Δι’ ης ονομάζεται εν τοις Αγίοις Ευαγγελίοις ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Χαίροις η τον Αχώρητον χωρήσασα εν μήτρα αγία Παρθενική δι’ ης Τριάς αγιάζεται, δι΄ης Σταυρός τίμιος ονομάζεται και προσκυνείται εις πάσαν την Οικουμένην, δι’ ης ο Ουρανός αγάλλεται, δι’ ης άγγελοι και αρχάγγελοι ευφραίνονται, δι’ ης βάπτισμα άγιον γίνεται τοις πιστεύουσι, δι’ ης έλεον αγαλλιάσεως, δι’ ης εις πάσαν την οικουμένην Εκκλησία τεθεμελίωνται, δι’ ης έθνη άγονται εις μετάνοιαν. Και τι δει πολλά λέγειν; Δι’ ης ο Μονογενής Υιός του Θεού φως έλαμψεν τοις εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις. Δι’ ην προφήται προεμήνυσαν, δι’ ης Απόστολοι κηρύττουσι σωτηρίαν τοις έθνεσιν, δι΄ης νεκροί εγείρονται, δι’ ης Βασιλεύς Βασιλεύουσιν δια Τριάδος Αγίας».
Η Παναγιά Βαθυρρύακος, η δική μας Παναγιά
«Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, γιατί δεν έχουμε γραπτά μνημεία λόγου, πριν από πεντακόσια περίπου χρόνια βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας. Άλλοι υποστηρίζουν ότι βρέθηκε πριν από τριακόσια χρόνια στην περιοχή Φατήρ Γιακά με θαυμαστό και υπερφυσικό τρόπο από Οθωμανό αγά τσιφλικά και όχι σε ορθόδοξο. Πρόκειται για τον αγά τσιφλικά του τεραστίου τσιφλικιού του Φατήρ Γιακά, ο οποίος επί τρεις νύκτες, μόνον αυτός και κανείς άλλος, έβλεπε φωτεινό όραμα μέσα στον γαλανό ουρανό της Θράκης και αυτό το φωτεινό όραμα ήταν το σημείο του Σταυρού επί της κορυφής ενός δένδρου, και συγκεκριμένα επάνω σε καραγάτσι. Δεν πίστευε στην αρχή, ώσπου κατ’ όναρ η Υπεραγία Θεοτόκος του υπέδειξε, προειδοποιώντας τον ότι δεν θα ανεχθεί την αμέλειά του, να ενημερώσει τις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές, να ανασκάψει σε συγκεκριμένο σημείο στην ρίζα του δένδρου όπου εμφανίζονταν ο σταυρός και σε πολύ μικρό βάθος κάτω από την επιφάνεια του εδάφους θα βρει την εικόνα της. Ο αγάς υπάκουσε και ενημέρωσε τον τότε Μητροπολίτη Μαρώνειας, ανέσκαψε με τα ίδια του τα χέρια παρουσία του τότε επισκόπου και των προυχόντων της τότε Γκιουμουλτζίνας, που ήταν η πρωτεύουσα του ομώνυμου Καζά, αλλά και πολλών Οθωμανών, και ως εκ θαύματος στα χέρια του βρέθηκε η μικρή φορητή εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης, η οποία ανήκει ως αγιογραφικός βυζαντινός τύπος στην Παναγία την Βρεφοκρατούσα. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ανήκει και στην ιδιαίτερη μορφή εκείνου του αγιογραφικού τύπου Παναγιάς που είναι η Παναγία η Γλυκοφιλούσα αλλά το πιο σωστό είναι ότι πρόκειται για τύπο της Βρεφοκρατούσας Παναγίας.
Το σημείο της ευρέσεως της θαυματουργού εικόνος είναι ο χώρος εντός του σημερινού Αμπελουργικού Σταθμού Αιγείρου, όπου ευρίσκεται το μικρό παρεκκλήσι της «Παναγίας των Ρόδων», όπως ονομάζεται και το οποίο ανακαινίσθηκε το 1994 με δαπάνες του Αμπελουργικού Φυτωρίου Κομοτηνής.
Το σημερινό παρεκκλήσιο είναι το ανακαινισμένο, το οποίο ανήγειραν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα δύο μεγάλοι ευεργέτες της Κομοτηνής. Αυτό το παρεκκλήσι που υπάρχει μέσα στον Αμπελουργικό Σταθμό αποτελεί το τρίτο ανακαινισμένο κτίσμα του πρώτου παρεκκλησίου που έκτισαν γύρω στα 1910 -1912 εκείνοι οι Κομοτηναίοι. Σήμερα το παρεκκλήσι ονομάζεται «Παναγιά των Ρόδων» και εκεί υπάρχει άλλη παλαιά εικόνα της Παναγίας, διαφορετική από την θαυματουργό ιστορική εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης. Αξίζει να αναφερθεί ότι η εικόνα που υπάρχει στο παρεκκλήσιο είναι του 19ου αιώνα και φέρει αναγεγραμμένη την ονομασία, το λεγόμενο «Θεομητορικό προσωνύμιο», της Παναγίας ως «Παναγίας των Ρόδων». Η ονομασία αυτή προήλθε επειδή επί της εικόνας απεικονίζεται ο μικρός Χριστός και κρατεί στο χεράκι του ρόδα, τα οποία υπάρχουν και στα πόδια της Παναγίας. Έτσι, θα μπορούσε η συγκεκριμένη εικόνα να φέρει και το προσωνύμιο: «Ρόδον το Αμάραντον».
Όταν βρέθηκε η Ιερά εικόνα, την διεκδικούσαν πολλές ενορίες όπως του Ιάσμου, της Αμβροσίας, της Σάλπης, του Πολυάνθου και του παλαιού χωριού όπου ευρίσκεται σήμερα η Μεσσούνη, διότι η Αίγειρος δεν ήταν χωριό απλά υπήρχε το τσιφλίκι του Φατήρ Γιακά. Τη λύση την έδωσε η ίδια Παναγία διότι η διαμάχη ήταν μεγάλη. Ενώ βρέθηκε στο Φατήρ Γιακά Τσιφλίκ, ο τσιφλικάς αρχικά δεν έδινε την άδεια να κτιστεί εκκλησάκι για να φυλαχθεί η εικόνα. Επίσης, όπως προείπα, δεν υπήρχε οργανωμένη κοινότητα και υπήρχε φόβος μήπως χαθεί η εικόνα. Για αυτό ο Μητροπολίτης επειδή οι ενορίες διεκδικούσαν την εικόνα, αποφάσισε τη λύση να τη δώσει η Παναγιά. Έτσι τοποθέτησε την εικόνα σε καινούργια άμαξα που δεν είχε χρησιμοποιηθεί ξανά και μάλιστα ζωήλατη, που την έσερναν αρσενικά ζώα πλυμμένα και αγιασμένα από το δεσπότη, έντυσαν το αμάξι και αφού έκανε δέηση ο Μητροπολίτης προς τη Θεοτόκο την παρεκάλεσε αυτή να δείξει το σημείο που θα ήθελε να εγκατασταθεί μόνιμα. Η πομπή ξεκίνησε χωρίς να υπάρχει οδηγός αναβάτης (καμουτσίκης) που να κατευθύνει την άμαξα. Ξεκίνησε με το χτύπημα του δέσποτα και πήρε τη στράτα. Δεν σταμάτησε σε κανένα από τα χωριά που τη διεκδικούσαν αλλά έφθασε στην Κομοτηνή, μπροστά στον Μητροπολιτικό Ναό της Παναγίας, κοντά στην σημερινή οδό Βενιζέλου. Εκεί σταμάτησαν τα ζώα, εκεί θέλησε να εγκατασταθεί η Θεοτόκος. Το δέχθηκαν οι κάτοικοι. Ο δεσπότης τοποθετεί την εικόνα στα Άγια των Αγίων. Συνέβη όμως και κάτι άλλο θαυμαστό. Όταν έβαλαν την εικόνα επάνω στο αμάξι και τα ζώα πήραν το δρόμο επιβιβάσθηκε και η ανάπηρη και κωφάλαλη εγγονή του ιδιοκτήτη του τσιφλικιού. Αυτό έγινε μετά από παράκληση της κόρης του. Την ώρα που έφθανε η άμαξα με την Παναγία μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας, το μικρό κορίτσι σηκώθηκε στο κάρο και φώναξε στα τουρκικά «Meri ane», Μητέρα Μαρία. Είχε βρει και τη φωνή της και σηκώθηκε στα πόδια της. Από τότε ο Οθωμανός αγάς πίστευσε και έδωσε λόγο τιμής στις εκκλησιαστικές αρχές ότι για κάθε τι που χρειάζονται για την προστασία αυτού του ιερού τόπου, θα το έχουν.
Οι δύο ευεργέτες Τελωνίδης και Σκουτέρης αλλά και ο αγάς Αμέτ Μποσνάκογλου, στον οποίο ανήκε ένα μικρό τμήμα του τσιφλικιού, παρεχώρησαν το κτήμα τους στον μητροπολιτικό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κομοτηνής. Το βέβαια πάντως είναι ότι μέχρι το έτος 1907 δεν είχε ανεγερθεί το πολύ μικρό παρεκκλήσιο της Παναγίας που βλέπουμε σήμερα στο σημείο όπου ευρέθη, εντός του νυν αμπελουργικού σταθμού, η θαυματουργή εικόνα. Θα πρέπει, με κάθε επιφύλαξη να υποθέσουμε ότι το μικρό παρεκκλήσιο να ανηγέρθη στο χρονικό διάστημα 1910-1912, πριν δηλαδή από την βουλγαρική κατοχή του τότε Καζά Γκουμουλτζίνας. Το μικρό εκείνο παρεκκλήσιο ανακαινίστηκε το 1994 και σήμερα υπάρχει πανέμορφο με τον ονομασία «Παναγιά των Ρόδων» για να μας υπενθυμίζει το σημείο ευρέσεως της ιστορικής και θαυματουργού εικόνος της Παναγίας Φανερωμένης.
Ο Μητροπολιτικός Ναός και η επιτροπή αποκαταστάσεως προσφύγων που είχε την έδρα της στην Κομοτηνή προσφέρουν χρήματα και στα 1930 στο νέο σημείο της έκτασης που παραχώρησε το ελληνικό κράτος ο τότε αείμνηστος μεγάλος μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου Άνθιμος ο Δ΄ κτίζει ένα μικρό ναΐσκο. Στη συνέχεια ο Μητροπολίτης Τιμόθεος (1957-1974) αποφασίζει η εικόνα να μην βρίσκεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Κομοτηνής αλλά να μεταφερθεί στον φυσικό της χώρο. Στις 3 Ιουλίου του 1955 εγκαθίσταται η εικόνα από τον Μητροπολιτικό Ναό της Παναγίας στη σημερινή μονή Παναγίας Φανερωμένης Βαθυρρύακος με ειδική τελετή. Από τότε ξεκινά η ανοικοδόμηση της Μονής. Από εκεί και πέρα το 1960-1962 έγινε η ολοκλήρωση των κελιών που ξεκίνησε το 1958 και το 1971 κτίσθηκε το κωδωνοστάσιο. Αρχικά (1957)λειτούργησε ως ανδρικό μοναστήρι και αργότερα το 1960 γυναικεία μονή. Το 1969 έγινε και πάλι ανδρώα μονή. Το 1970 έγινε το μαρμάρινο θρονί που βρίσκεται η Παναγιά από τη δωρεά της Χριστίνας Μουρίκη στη μνήμη του συζύγου της Αναστασίου και το 1971 εγκαινιάστηκε το παρεκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής.
Ένα τελευταίο που θα ήθελα να πω είναι ότι συγχέει ο κόσμος την εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης με την εικόνα που βρίσκεται στο παρεκκλήσιο του Αμπελουργικού Σταθμού. Αναφέρουν εσφαλμένα ότι, όταν την έπαιρναν από τον Μητροπολιτικό Ναό και την πήγαιναν στο Μοναστήρι, η εικόνα γύριζε πίσω. Δεν είναι η εικόνα της Φανερωμένης που γύριζε πίσω, αλλά η εικόνα που βρίσκεται εντός του Αμπελουργικού Σταθμού στο μικρό παρεκκλήσι. Η θαυματουργή εικόνα από το 1955 που εγκαταστάθηκε στο νέο μοναστήρι δεν μετακινήθηκε. Η εικόνα της Παναγιάς που γύριζε πίσω είναι αυτή που βρίσκεται στο προσκυνητάρι μέσα στον Αμπελουργικό σταθμό η Παναγία των Ρόδων. Αυτή όντως προσπάθησαν να την πάρουν από το παρεκκλήσιο και να την τοποθετήσουν στο νέο μοναστήρι. Μέρα την πήγαιναν και τη νύχτα ένα φως έφευγε από το μοναστήρι και κατευθύνονταν στον Αμπελουργικό Σταθμό. Το πρωί έβρισκαν την εικόνα στο μικρό παρεκκλήσι. Τρεις φορές έγινε αυτό, ώσπου ο Μαρωνείας Τιμόθεος είπε ότι η Παναγία των Ρόδων «εδώ θέλει να μείνει. Ας την αφήσουμε στο μικρό παρεκκλήσι, γιατί δεν επιθυμεί να αλλάξει τον τόπο της. Και μέχρι σήμερα παραμένει εκεί στο προσκυνητάρι στο εκκλησάκι του Αμπελουργικού Σταθμού που οι γιαγιάδες της Αιγείρου το παρομοίαζαν πριν ανακαινισθεί με μικρό φούρνο. Σε αυτό το μικρό φούρνο σώζεται η Παναγιά των Ρόδων μια μικρή φορητή εικόνα. Εκεί που βρέθηκε η Φανερωμένη.»