Απαντώντας στο άρθρο των τριών Kαθηγητών και του ενός Ναυάρχου

Γράφει ο Θεόδωρος Νικολοβγένης, Αξιωματικός στρατού ξηράς ε.α., Υπ. Διδάκτωρ Γεωπολιτικής ΕΚΠΑ

 

  “Ιχνηλατώντας τον δρόμο για την Χάγη“ τιτλοφορείται το άρθρο τριών καθηγητών (δύο Διεθνών Σχέσεων κι ενός Διεθνούς Δικαίου) κι ενός Αντιναυάρχου ε.α που διετέλεσε και σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, στο οποίο αισθανόμαστε ανάγκη να απαντήσουμε.         

Ξεκινώντας από τον τίτλο,  το πρώτο σχόλιο που έχουμε να καταθέσουμε είναι πως το άρθρο ξεκινάει ανάποδα. Είναι δηλαδή χτισμένο πάνω στο ότι η παραπομπή στην Χάγη είναι μια αναγκαιότητα. Δεν έχει ωστόσο αποδειχθεί οτι η συγκεκριμένη είναι η βέλτιστη λύση η οποία θα εξασφαλίσει στην Ελλάδα πως δεν θα εξέλθει αλώβητη όσον αφορά την Εθνική της Κυριαρχία και τα Κυριαρχικά της Δικαιώματα, καθώς ακόμη και στην περίπτωση που οι δύο χώρες συμφωνήσουν το πλαίσιο, υπάρχουν τρόποι η Τουρκία απλά να εγγράψει τις δικές της διεκδικήσεις επί θεμάτων Ελληνικής Κυριαρχίας σε ένα επίσημο έγγραφο, γεγονός που θα αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα για τις επόμενες κινήσεις της. Δεν θα σταθούμε όμως σε αυτό και θα προχωρήσουμε στο κυρίως μέρος του άρθρου, παραθέτωντας την άποψή μας με μπλε χρώμα.

(το άρθρο των καθηγητών και του κ. Ναυάρχου με πλάγια μαύρα bold γράμματα)


 

Το άρθρο ξεκινάει, από την λεζάντα της αρχικής φωτογραφίας, την διόπτευση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων εστιάζοντας εσφαλμένα στην τελευταία τετραετία λέγοντας πως:

 “Σήμερα, ύστερα από σχεδόν τέσσερα χρόνια πρωτοφανούς έντασης και επιθετικότητας από πλευράς Τουρκίας, η Αγκυρα εγκατέλειψε επί του παρόντος τη στρατηγική άσκησης συνεχούς και αυξανόμενης πίεσης προς τη χώρα μας”.

Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική καθώς αυτό που βλέπουμε, νιώθουμε, ζούμε από την τουρκική πλευρά δεν είναι τίποτε άλλο από έναν Ελληνοτουρκικό Ψυχρό Πόλεμο που ξεκίνησε από την από την 18η Φεβρουαρίου του 1952 ημερομηνία ταυτόχρονης εντάξεως των δυο χωρών στη Βορειοατλαντική Συμμαχία (υπενθυμίζουμε πως το 1964 και 1974 οι θερμές συρράξεις έλαβαν χώρα επί του Κυπριακού εδάφους, δηλαδή σε μη «ΝΑΤΟϊκο» έδαφος). Και σε έναν Ψυχρό Πόλεμο υπάρχουν οι λεγόμενες αυξομειώσεις της έντασης, αλλά δεν μεταβάλλεται η πραγματική πραγματικότητα, ότι δηλαδή υπάρχει πόλεμος. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ορισμένα γεγονότα αποδεικτικά “πρωτοφανούς έντασης και επιθετικότητας από πλευράς Τουρκίας” την τελευταία εικοσαετία:

*Οι παρασκηνιακές διπλωματικές κινήσεις και ο πακτωλός χρημάτων σε επιλεγμένες προσωπικότητες στην Κυπριακή Δημοκρατία προκειμένου να επηρεάσουν την κοινή γνώμη υπέρ του Σχεδίου Ανάν (2001 – 2004),

*η κατάρτιση του Σχεδίου Βαριοπούλα (2003)

*η δολοφονία του Σμηναγού Ηλιάκη (2006),

*η κατάργηση της Κυπρο-λιβανικής Συμφωνίας ΑΟΖ (2007)

*η κατάργηση της Ελληνο-αλβανικής Συμφωνίας ΑΟΖ (2009)η διείσδυση μέσω των τουρκικών τηλεοπτικών σειρών  (2010)

*οι παρασκηνιακές κινήσεις για κατάργηση της Κυπρο-αιγυπτιακής Συμφωνίας ΑΟΖ (2012)

*ο παρολίγον διεμβολισμός του “Flying Enterprises” από τουρκική φρεγάτα (2005)

*η επιθετική στάση και εν τέλει αποχώρηση από το Κρανς Μοντανα (2017)

*η δήλωση για την αναγκαιότητα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης και τα “πραγματάκια” που έγιναν κατά την επίσκεψη Ερντογάν στην Θράκη (2017)

*η ενίσχυση του κατοχικού στρατού στην Κύπρο με τουρκικής κατασκευής συστήματα πυροβολικού και γερμανικά τεθωρακισμένα (2017)

*η σύλληψη των δυο Ελλήνων Στρατιωτικών (2018)

*ο διεμβολισμός του ΠΑΘ “Γαύδος” στην περιοχή των Ιμίων (2018)

*ο παρολίγον διεμβολισμός σκάφους του Πολεμικού Ναυτικού το ίδιος έτος

*η παραβίαση της Κυπριακής ΑΟΖ και οι επτά (7) παράνομες γεωτρήσεις (2018)

*και γενικότερα η επιθετική συμπεριφορά των τούρκων πιλότων από το 2006 έως τον Φεβρουάριο τοπυ 2023 η οποία είναι καταγεγραμμένη σε πληθώρα βίντεο από τα αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας και στη βάση δεδομένων του ΓΕΕΘΑ αναφορικά με τον αριθμό των παραβάσεων / παραβιάσεων / υπερπτήσεων,

αποδεικνύουν πως η Τουρκία δεν παρουσιάζει επιθετική συμπεριφορά μόνο την τελευταία τετραετία (δεν είναι δηλαδή πρωτοφανής η ένταση και η επιθετικότητα), αλλά συνεχώς τις τελευταίες δεκαετίες με αυξομειώσεις έντασης κατά περίπτωση. Κατά συνέπεια, αποτελεί μεθοδολογικό σφάλμα, η εστίαση (zoom) της ανάλυσης των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων την τελευταία τετραετία, καθώς αυτό αποτελεί “απομόνωση συμπεριφορών και γεγονότων”.

Στο Βίλνιους, Μητσοτάκης και Ερντογάν έδειξαν έτοιμοι να δώσουν μια ευκαιρία στην επαναπροσέγγιση. Και ενδεχομένως να ακολουθήσει η διαπραγμάτευση. Αν και είμαστε πολύ μακριά από μια τέτοια προοπτική

Συμφωνούμε

ο δημόσιος διάλογος έχει ανοίξει και η ψυχραιμία δεν περισσεύει. Σε αυτή την προοπτική θα σταθούμε. Τρία στοιχεία, διασυνδεόμενα, είναι σημαντικά σε μια διαπραγμάτευση: οι όροι/το πλαίσιο με τους οποίους αυτή γίνεται, οι εναλλακτικές που υπάρχουν σε περίπτωση μη συμφωνίας και ο χρόνος.  

Διαφωνούμε, καθώς όπως εξηγήσαμε εάν το άρθρο δεν εστιάζονταν μόνο στην τελευταία τετραετία, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν επιπλέον παράγοντες στην ανάλυση

Ο παράγων χρόνος, επί παραδείγματι, έχει τόσο την έννοια του χρονισμού (timing) όσο και του ποιο από τα δύο μέρη επείγεται περισσότερο για συμφωνία αλλά και του πώς εξελίσσονται οι συνθήκες που καθορίζουν τη δυναμική σχέση των δύο πλευρών, κάτι που αυτονόητα επηρεάζει και τις εναλλακτικές τους.

Συμφωνούμε για τον παράγοντα χρόνο, ωστόσο το ζήτημα είναι πολυπαραγοντικό και δεν επιτρέπει την ανάλυση κάθε παράγοντα ξεχωριστά και μόνο, αλλά ως ένα σύνολο παραγόντων

Περί όρων / πλαισίου

Μετά σχεδόν τέσσερα χρόνια πρωτοφανούς έντασης και επιθετικότητας από πλευράς Τουρκίας

διαφωνούμε, τοποθετηθήκαμε πιο πάνω  

η Αγκυρα εγκατέλειψε επί του παρόντος τη «διπλωματία του καταναγκασμού» (coercion diplomacy), δηλαδή τη στρατηγική άσκησης συνεχούς και αυξανόμενης πίεσης προς τη χώρα μας, προχωρώντας σε βήματα αποκλιμάκωσης 

Διαφωνούμε. Ίσως βέβαια να πρόκειται περί λεκτικού σφάλματος, αλλά αυτό που λαμβάνει χώρα στην Τουρκία δεν είναι εγκατάλειψη επί του παρόντος κάποιας στρατηγικής.Είναι απλά τακτικοί ελιγμοί και μόνο. Κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός η Τουρκία επί του πεδίου δεν έχει μεταβάλλει τη στρατηγική της. Το ότι στην παρούσα φάση δεν υπάρχουν παραβιάσεις πάνω από το Αιγαίο, συμβαίνει προκειμένου να εκπέσει μέρος των επιχειρημάτων του Γερουσιαστή Μενέντεζ για την μη αποδέσμευση των Viper) .

Οι περισσότεροι απέδωσαν αυτή την αλλαγή στη «διπλωματία των σεισμών», αν και κάποιες ενδείξεις είχαν διαφανεί νωρίτερα. Στην πραγματικότητα, ο σεισμός στην Τουρκία και η άμεση αντίδραση της Ελλάδας αποτέλεσαν απλώς επιβοηθητικούς παράγοντες, προσφέροντας και πολιτική κάλυψη στην αλλαγή κατεύθυνσης της γείτονος. Λειτούργησαν δηλαδή ως ένα άλλοθι για μια τακτική έστω αναδίπλωση. Αυτή ήλθε ως συνέχεια στα αντίστοιχα ανοίγματα της Τουρκίας προς Ισραήλ, Αίγυπτο, Σ. Αραβία και Εμιράτα. Οι λόγοι λοιπόν είναι βαθύτεροι και έχουν να κάνουν με την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο πόλεμος ειδικά, επηρεάζει και περιορίζει σε κάποιο βαθμό τις τουρκικές επιλογές σε αρκετά επίπεδα.

Κατά την άποψή μας ήταν λάθος η εικόνα που παρουσιάσαμε, με τις αγκαλιές και τα φιλιά των δύο ΥΠ.ΕΞ. Ήταν ορθή η αποστολή των στελεχών της ΕΜΑΚ, αλλά εντελώς λανθασμένη η επίθεση που δεχθήκαμε στο δημόσιο λόγο περί ευκαιρίας και περί αλλαγής στάσεως του τουρκικού λαού έναντι στον Ελληνικό

Κατ’ αρχάς, ανέδειξε ότι ο αναθεωρητισμός δεν είναι χωρίς κόστος, ιδιαίτερα σε συγκυρίες διεθνούς αποσταθεροποίησης και ιδιαίτερα όταν απειλεί τη συνοχή της Δύσης και του ΝΑΤΟ. 

Συμφωνούμε

Η ενότητα που επέδειξε η Δύση, η συναντίληψη των συντριπτικά περισσοτέρων μελών της Συμμαχίας για τη ρωσική απειλή περιορίζει την ελευθερία κινήσεων της Aγκυρας, παρότι η τελευταία αναβαθμίζεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Συμφωνούμε στο πρώτο σκέλος, διαφωνούμε στο δεύτερο. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε με ποιον τρόπο έχει αναβαθμιστεί η τουρκία που υπόκειται στο αμερικανικό εμπάργκο και παρατηρεί την απομείωση του γεωπολιτικού – γεωστρατηγικού της δυναμικού με την αναβάθμιση της Αλεξανδρούπολης. Επιπλέον, ο Οκτώβριος που επαναλειτουργεί η τουρκική εθνοσυνέλευση και θα πρέπει να επικυρωθεί ή όχι η είσοδος της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ γαρ εγγύς. Πραγματικά δεν αντιλαμβανόμαστε για ποιο λόγο η Τουρκία είναι γεωπολιτικώς αναβαθμισμένη

Επιπλέον, η απώλεια κύρους της Μόσχας, η αντιστροφή των σχέσεων εξάρτησης μεταξύ Τουρκίας – Ρωσίας, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η επανάκαμψη των ΗΠΑ στην Ευρώπη έχουν δημιουργήσει ένα νέο περιβάλλον ασφάλειας που δεν διευκολύνει τον επιθετικό ακτιβισμό και τη στρατηγική αυτονομία που η Aγκυρα σταθερά επιδίωκε

Συμφωνούμε εκτός του σημείου ότι υπάρχει αντιστροφή των σχέσεων εξάρτησης μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας

Την ίδια στιγμή, η αναβάθμιση της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο, λόγω της στάσης της στο Ουκρανικό αλλά και της πολυδιάστατης γεωπολιτικής χρησιμότητας του λιμένος της Αλεξανδρούπολης, επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τον τουρκικό στρατηγικό σχεδιασμό

Συμφωνούμε, το αναλύσαμε προηγουμένως. Θα μπορούσαμε δηλαδή να υποστηρίξουμε οτι οι συγγραφείς του άρθρου, αυτοαναιρούνται

 Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε. έχουν ανανεώσει το ενδιαφέρον τους για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Χωρίς να παραβλέπουμε ότι το βασικό πρόβλημα είναι ο τουρκικός αναθεωρητισμός, τα παραπάνω δημιουργούν μια συγκυρία που ίσως ευνοεί μια διαδικασία ουσιαστικότερης διαπραγμάτευσης επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου, όπως διαχρονικά επιδιώκει η Αθήνα εδώ και μισόν αιώνα

Συμφωνούμε

Ρεαλιστικά, η μόνη εναλλακτική που δεν οδηγεί σε σύγκρουση (μια καταστροφική από κάθε άποψη εξέλιξη και για τις δύο χώρες) είναι η διατήρηση της παρούσας κατάστασης  

Διαφωνούμε πλήρως, καθώς ουσιαστικά η πιο πάνω θέση αποτελεί την αποδοχή του τουρκικού Casus Belli το οποίο είναι αντίθετο του Διεθνούς Δικαίου και παράνομο. Συμπληρώνονται σχεδόν τριάντα (30) χρόνια κατά τα οποία οι Ελληνικές Κυβερνήσεις χρησιμοποιώντας την δικαιολογία αυτή, αντί να την προσβάλλουν στους Διεθνείς Οργανισμούς και FORA, ακολουθούν κατευναστικές και υποχωρητικές πολιτικές  οι οποίες σταδιακά έχουν επιφέρει κέρδη για την Τουρκία η οποία ακολουθεί το pattern «δημοσιοποίηση θέσεως – ενέργειες επί του πεδίου (χωρίς θερμή σύγκρουση) – εξασφάλιση Ελληνικής αποδοχής εγγράφως». Δεν είναι δυνατόν να ομιλούμε για μη σύγκρουση, οταν κατά την τριαντακονταετία έχουν χαθεί δεκάδες Αεροπόροι και αεροσκάφη εκατέρωθεν και έχουν επέλθει τετελεσμένα επί του εδάφους. Τελικά υφίσταται ο όρος μη σύγκρουση; Και αν ναι, τι ακριβώς σημαίνει; Η μη σύγκρουση είναι περισσότερο ειρήνη ή πόλεμος;   Το επιχειρήμα λοιπόν των αρθρογράφων περί μη σύγκρουσης, εκπίπτει. Επιπλέον, καταστροφικός θα είναι ένας πόλεμος για αυτόν που θα τον χάσει. Είμαστε σίγουροι ότι σε περίπτωση πολέμου η Ελλάδα θα είναι η χαμένη; Το καλοκαίρι του 2020, άλλα έδειξε

Αυτή η επιλογή έχει το μικρότερο πολιτικό κόστος

Συμφωνούμε και είναι αυτός ο μόνος λόγος που οι Ελληνικές Κυβερνήσεις επέλεξαν την πολιτική αυτή. Είναι η Στρατηγική του ελάσσονος πολιτικού κόστους, αλλά δυστυχώς μεγάλου κόστους επί του πεδίου. Θα τολμήσουμε να πούμε πως το αφήγημα του Casus Belli και των «άδικων συμμάχων» που συνεχώς «καβατζώνουν» την Τουρκία σε σχέση με την Ελλάδα και βέβαια το ότι «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται» αποτέλεσαν το τρίπτυχο της επιτυχούς διαφυγής των Ελληνικών Κυβερνήσεων τα τελευταία τριάντα (30) χρόνια. Αυτό που στο ποδόσφαιρό ονομάζεται «η μπάλα στην κερκίδα». Τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να μην συμβεί στη βάρδιά μας 

αλλά δεν είναι χωρίς κόστος γενικότερα. Για το μείγμα εσωτερικής (αποτροπή) και εξωτερικής (ανάσχεση) εξισορρόπησης, δαπανούμε τεράστιους πόρους και πάρα πολύ διπλωματικό κεφάλαιο.

Και στο σημείο αυτό διαφωνούμε. Ποια είναι η αποτροπή που επέδειξαν οι Ελληνικές Κυβερνήσεις από τη δολοφονία του Σμηναγού Ηλιάκη (2006) και έπειτα; Το AirPolicing αντί των σκληρών αναχαιτήσεων ή η εκκωφαντική σιωπή στις παραβιάσεις της Κυπριακής ΑΟΖ και των Βαρωσιών; Να θυμίσουμε στον κ. Ναύαρχο ότι αναγκάσθηκε σε παραίτηση επειδή δήλωσε δημοσίως πως το Oruc Reis προχώρησε σε έρευνες εν αντιθέσει με τις επίσημες δηλώσεις της Ελληνικής Κυβερνήσεως; Θεωρείται αποτροπή η δημοσία δήλωση πως η κόκκινη γραμμή μας είναι τα 6 ν.μ; Θεωρείται αποτροπή η επίσημη δήλωση πως το Oruc Reis εισήλθε στο Ελληνικό FIR; Και για να πάμε πιο πίσω, θεωρείται αποτροπή η μη απάντηση στον διεμβολισμό σκάφους του Λιμενικού; Κατά συνέπεια, αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι οτι δαπανούμε τεράστιους πόρους επί του πεδίου και τα αποτελέσματα που παράγουν αυτοί τα δαπανούμε με  τη διπλωματική μας αμφισημία

Υπολογίζεται ότι δαπανούμε περίπου το 4% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο τα τελευταία 50 χρόνια για την Aμυνα. Σε σημερινές τιμές, έχουμε δαπανήσει συνολικά κοντά στα 400 δισ. ευρώ (όσο ακριβώς είναι σήμερα το δημόσιο χρέος)!

Κάποια φορά, ο γράφων συζητούσε με τον εργοδότη του για το πως θα μειωθεί το Logistics Cost της εταιρείας στην οποία εργάζεται. Λόγω του νεαρού της ηλικίας τότε, είχε προχωρήσει σε τολμηρές προτάσεις για να λάβει την απάντηση από τον έμπειρο επιχειρηματία “ξέρεις Θεόδωρε, υπάρχει τρόπος αν θέλεις να καταφέρουμε να έχουμε μηδενικό logistics cost. Να τα κλείσουμε και να πάμε σπίτι μας”. Δεν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε ευστοχότερο επιχείρημα. Αν τα 400δις (αν είναι τόσα, διότι δεν στοιχειοθετείται )είναι πολλά, μπορούμε να τα κλείσουμε όλα και να πάμε κάπου αλλού.

Αλλά για μισό λεπτό.

Πόσο λιγότερα χρήματα θα είχαμε ξοδέψει αν από το 1975 και έπειτα απαντούσαμε στις τουρκικές παραβιάσεις με τον τρόπο που απάντησαν οι Δινόπουλος και Σκαμπαρδώνης; Υπενθυμίζουμε μετά την κατάρριψη του F-102, δεν έλαβε χώρα κανένας Ελληνοτουρκικός Πόλεμος. Ουτε καν το 1964 με τα γεγονότα της Τηλλυρίας δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Ούτε καν το 1974 με την Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο κατά την οποία ενεπλάκισαν αμιγώς Ελλαδικές Δυνάμεις (ΕΛΔΥΚ, ‘Α Μοίρα Καταδρομών, Αρματαγωγό Λέσβος) με τουρκικές, δηλαδή έλαβε χώρα μάχη μεταξύ ΝΑΤΟϊκων τμημάτων.

Άρα λοιπόν είναι καταφανές, οτι στα εξοπλιστικά των 400 δις (αν είναι τόσα) δεν οδηγήσε οτιδήποτε άλλο, παρά μόνο η ατολμία και τα φοβικά σύνδρομα των εκάστοτε Ελληνικών Κυβερνήσεων.  Διαφεύγει όμως στους συντάκτες του άρθρου, ότι 2,5% του ΑΕΠ είναι η υποχρεωτική μας συνεισφορά στο ΝΑΤΟ.

Άρα αν ισχύουν τα νούμερα που παρατέθηκαν, πολύ φοβόμαστε ότι δεν ισχύουν, μόνο τα 150δις αφορούν επιπλέον από τους «υποχρεωτικούς» εξοπλισμούς. Ε, το χρέος δεν είναι μόνο 150δις.

Επίσης παράλογο είναι να συγκερίνεται η αξία των εξοπλιστικών με το δημόσιο χρέος. Απορίας άξιον γιατί δεν συγκρίνεται το δημόσιο χρέος με το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων, με τη ζημία του Χρηματιστηρίου, με το λειτουργικό κόστος του υπέρογκου, υπεράριθμου και αναποτελεσματικού δημοσίου τομέα, με την αξία της παραοικονομίας, με το κόστος των προστίμων λόγω των χρόνιων μη συμμορφώσεων με τις διάφορες ευρωπαικές οδηγίες ή τη ζημία που προκύπτει από τις πυρκαγιές που κάθε καλοκαίρι αποδεικνύουν την αναποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού ή τέλος το ύψος των καταναγκαστικών δανείων και των πολεμικών αποζημιώσεων;

Ο λόγος που χρησιμοποιείται το ύψος των εξοπλιστικών και συγκρίνεται με το δημόσιο χρέος είναι διότι οι συντάκτες του άρθρου επιθυμούν να οδηγήσουν την συζήτηση ακριβώς εκεί. Στο να περάσει υποσυνείδητα στο ευρύ κοινό, πως με έναν συμβιβασμό με την Τουρκία και χωρίς εξοπλιστικά, θα περνάμε καλύτερα, θα φτιάξει η τσέπη μας. Προκύπτει όμως η εξής απορία. Τα προηγούμενα δεκαπέντε έτη που οι εξοπλιστικές δαπάνες ήταν μηδενικές, το δημόσιο χρέος μειώθηκε ή αυξήθηκε; 

Είναι λοιπόν πιθανό η κούρσα εξοπλισμών, που ξεκίνησε λόγω της διαφοράς μας για την υφαλοκρηπίδα, να έχει κοστίσει μέχρι σήμερα περισσότερο από το όποιο προσδοκώμενο κέρδος θα μας απέφεραν τυχόν πλουτοπαραγωγικοί πόροι της υφαλοκρηπίδας. Επιπλέον, υπάρχει και το κόστος των ευκαιριών. Αν αυτό το ποσό επενδυόταν στο κράτος πρόνοιας, στις υποδομές και σε άλλους κοινωφελείς σκοπούς, θα μπορούσε να παραγάγει πολλαπλάσιο αποτέλεσμα σε οικονομία και κοινωνία

Κοιτάξτε, οι αμυντικές δαπάνες, επειδή είναι αμυντικές και όχι επεκτατικές – αναθεωρητικές, είναι απαραίτητες και αποτελούν προϋπόθεση για την ύπαρξη του κράτους προνοίας, των υποδομών και άλλων κοινωφελών σκοπών. Δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται τέτοιους είδους επιχειρήματα την ώρα του πολέμου στην Ουκρανία που απέδειξε ότι ο αναθεωρητής δεν σέβεται συνθήκες, συμφωνίες και υποδομές. Επίσης θα πρέπει να αναφέρουμε πως οι εξοπλιστικές δαπάνες δεν ξεκίνησαν όταν ξεκίνησε η διαφορά μας για την υφαλοκρηπίδα. Ξεκίνησαν την επομένη της ανεξαρτησίας του νέου Ελληνικού κράτους και συνεχίζονται έως σήμερα.  Ο Ελληνισμός δυστυχώς ή ευτυχώς γεννήθηκε και ανδρώθηκε στο χώρο αυτό, έναν χώρο  που από εκείνο το πρωινό του Σεπτεμβρίου του 490 π.Χ στην παραλία του Μαραθώνα, αποτέλεσε το πεδίο της αντιπαράθεσης της Ανατολής με τη Δύση. Θα ήταν ευχής έργο να γειτονεύαμε με το Λουξεμβούργο και την Κόστα Ρίκα, αλλά η γεωγραφία είναι καταδικαστική

Επιπλέον, σε λίγα χρόνια δεν θα έχουν νόημα τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ακόμη και αν αυτά υπάρχουν και είναι εκμεταλλεύσιμα, λόγω της κλιματικής κρίσης και συνακόλουθα της αναπόφευκτης πράσινης μετάβασης

Έχουμε την εντύπωση, ότι τον πρώτο λόγο στο ζήτημα αυτό έχουν οι Κινέζοι, οι Ινδοί, οι Αμερικανοί και οι υπόλοιποι με βαριά βιομηχανία. Αυτοί θα καθορίσουν αν οι υδρογονάνθρακες είναι ξεπερασμένη πηγή ενέργειας. Όχι η Ελλάδα ή η Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως εδώ υπεισέρχεται και το εξής ερώτημα:  Γιατί δεν εκμεταλλευόμαστε τα κοιτάσματά μας, έστω και με ορίζοντα εικοσαετίας, προκειμένου να ξεπληρώσουμε ολόκληρο ή μέρος του χρέους; Ας δεχτούμε ότι είμαστε υπέρμαχοι της πράσινης ενέργειας και ότι το οικονομικό μοντέλο που έχουμε επιλέξει να ακολουθήσουμε τις επόμενες δεκαετίες, δεν περιλαμβάνει την «παραγωγή» υδρογονανθράκων. Γιατί δεν εκμεταλλευόμαστε τα κοιτάσματα έστω και ευκαιριακά, χωρίς να δημιουργήσουμε ακριβές παραγωγικές υποδομές; Ας υλοποιήσουμε το οικονομικό μοντέλο που αποφασίσαμε και ας πουλήσουμε τους υδρογονάνθρακές over and above. Χαρτζιλίκι

Κλωτσώντας λοιπόν το τενεκεδάκι παρακάτω, διατηρούμε μεν ακέραια τα «κυριαρχικά μας δικαιώματα» σε θεωρητικό (αλλά και φαντασιακό) επίπεδο, στην πράξη όμως, όσο δεν οριοθετούμε, δεν έχουμε τίποτα πέραν των 6 ν.μ. κυριαρχίας. Προσδοκούμε ΑΟΖ που φθάνει μέχρι την Κύπρο, αλλά προσώρας δεν μπορούμε καν να διεξάγουμε σεισμικές έρευνες στη μέση του Θερμαϊκού Κόλπου! 

Συμφωνούμε απόλυτα !!! Οι συντάκτες του άρθρου αυτοαναιρούνται για ακόμη μία φορά. Αφού τόσα χρόνια ακολουθούμε την πολιτική των διαπραγματεύσεων και των ΜΟΕ και έχουμε σκορπίσει έναν «σκασμό λεφτά» στα εξοπλιστικά και το μόνο που έχουμε επιτύχει είναι το να κλωτσούμε το τενεκεδάκι πιο κάτω, για ποιο λόγο συνεχίζουμε την ίδια τακτική;

Πολλοί αναλυτές και δημοσιολόγοι εκφράζουν βάσιμες ενστάσεις στη διαδικασία προσέγγισης με την Τουρκία λόγω της καθ’ υποτροπήν παραβατικότητάς της, καθώς επίσης εκφράζουν εύλογες αμφιβολίες για το κατά πόσον η Aγκυρα θα δεχτεί ποτέ μια επίλυση που θα βασίζεται στο διεθνές δίκαιο. Το πρόβλημα με τις αναλύσεις αυτές δεν είναι ότι έχουν άδικο στην επιχειρηματολογία τους, αλλά πως αδυνατούν να προτείνουν μια αξιόπιστη και ρεαλιστική εναλλακτική

Ο γράφων προτείνει κάτι πολύ συγκεκριμένο: Εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου. Αν αυτό αποτελεί μη ρεαλιστική και μη αξιόπιστη λύση, τότε αγαπητοί κ. Καθηγητές και κ. πρώην Σύμβουλε Εθνικής Ασφαλείας η Ελληνική Υψηλή Στρατηγική των τελευταίων δεκαετιών έχει αποτύχει παταγωδώς, οπότε θα πρέπει να προτείνετε / προτείνουμε / προταθεί μια διαφορετική ιδέα και όχι η εντατικοποίηση της παλιάς, της αποτυχημένης που υποστηρίζεται στο παρόν άρθρο

Κατασκευάζουν άρτια επιχειρήματα μεν, μη διευθέτησης δε. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η ακινησία. Και αν κάποια πλευρά επιθυμεί να τορπιλίσει τον διάλογο, αυτή δεν (πρέπει να) είναι η Ελλάδα 

Το αφήγημα του blame game, που χρησιμοποιείται από τις Ελληνικές Κυβερνήσεις είναι το τέταρτο εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Πως είναι δυνατόν, μια χώρα που αντιμετωπίζει χιλιάδες παραβιάσεις της σκληρής της κυριαρχίας, να κατηγορηθεί ότι προσπαθεί να τορπιλίσει τον διάλογο;

Ο καταγγελτικός και αφοριστικός λόγος (ακόμη και αν είναι δικαιολογημένος) δημιουργεί άρνηση αλλά δεν προσφέρει λύση.

Προτάθηκε συγκεκριμένη λύση νωρίτερα. Εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου

Ο αποκομμένος από την πραγματικότητα βολονταρισμός («η ευγενής μας τύφλωσις») οδηγεί σε επικίνδυνες αυταπάτες και στρατηγικά αδιέξοδα. Στις περιπτώσεις που, πέρα από την καταγγελία, προτείνονται κάποιες (αντι)δράσεις της ελληνικής πλευράς, αυτές είναι κατά κανόνα άστοχες, μη ρεαλιστικές, έως και επικίνδυνες

Είπαμε: Εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου

 Η Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια έχει βασίσει τη στρατηγική της στο διεθνές δίκαιο και οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις αρχές μας θα αποτελέσει στρατηγικό λάθος 

μα αυτό που βιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες είναι ακριβώς αυτό. Παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου από την Ελλάδα και συνεχείς παρεκκλίσεις από τις αρχές μας

Μονομερείς ενέργειες από πλευράς μας θα δικαίωναν τις τουρκικές αντιδράσεις, θα εξομοίωναν τις συμπεριφορές και θα μετέφεραν τη διαδικασία επίλυσης από το «πεδίο του δικαίου» (όπου έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα) στο «πεδίο της ισχύος»

Στο πεδίο της Ισχύος δεν έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα; Ο κ. Ναύαρχος δεν συνομιλεί με συμμαθητές του που έλαβαν μέρος στα γεγονότα του 2020, ώστε με τη σειρά του να ενημερώσει τους κ. Καθηγητές για την νίκη των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων από τον Μάρτιο ως τον Αύγουστο του 2020;

Η συνέπεια άλλωστε είναι εκ των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μας σε σχέση με τη γείτονα

 οποιοδήποτε συγκριτικό πλεονέκτημα υπάρχει θα πρέπει να κεφαλαιοποιείται, διαφορετικά χάνεται

Επίσης, είναι αλυσιτελής η πρόταση για άμεση οριοθέτηση ΑΟΖ με την Κύπρο προκειμένου να φέρουμε την Aγκυρα προ τετελεσμένων. Είναι προφανές ότι όμορες χώρες, όπως η Αίγυπτος, σημαντικός περιφερειακός δρων και εκ των σημαντικότερων αραβικών κρατών, με τις οποίες επιθυμούμε μια σχέση εμπιστοσύνης και λειτουργική, θα προβληματίζονταν, ενώ στα μάτια της διεθνούς κοινότητας θα εμφανιζόμασταν περιφρονητικοί έναντι προνοιών του Δικαίου της Θάλασσας που κατά τα άλλα επικαλούμαστε 

Υπάρχουν αρκετά βήματα πριν η Ελλάδα οριοθετήσει ΑΟΖ με την Κυπριακή Δημοκρατία. Κλείσιμο των κόλπων, Γραμμές Βάσεως, επέκταση Χ.Υ και Ε.Ε.Χ στα 12ν.μ, κήρυξη ΑΟΖ και αποστολή των συντεταγμένων στον ΟΗΕ. Ο κ. Κοτζιάς απερχόμενος από το Υπ. Εξωτερικών, ανέφερε πως είχε υλοποιηθεί το κλείσιμο των κόλπων και η χάραξη των γραμμών βάσεως. Ακόμη όμως και να μη ισχύει κάτι τέτοιο, οι διπλωμάτες και οι επιτελείς του Υπ. Εξωτερικών χρειάζονται περισσότερο από πέντε (5) έτη για να ολοκληρώσουν την διαδικασία; Αυτή είναι η «παραγωγική» δυνατότητα του υπουργείου; Με αυτή την «παραγωγική» ικανότητα θα κάτσουν στο τραπέζι απέναντι στον Χακάν Φιντάν;

Το σημαντικότερο: Η Aγκυρα θα προσπαθούσε άμεσα, αφού πρώτα μας κατήγγελλε για αποκλεισμό της, να παραβιάσει τη συμφωνία μας με τη Λευκωσία με διάφορους τρόπους (ερευνητικά, πλωτά γεωτρύπανα κ.ά.) και εμείς θα έπρεπε να είμαστε σε θέση να την υπερασπιζόμαστε επιχειρησιακά μόνιμα και μόνοι μας, δεδομένης της αντικειμενικής αδυναμίας της Κύπρου

βέβαια με βάση αυτό το επιχείρημα, ενδεχομένως να απαιτηθεί και «απομείωση» της κυριαρχίας όπως αυτήν τη γνωρίζουμε σήμερα, καθώς θα ήταν προτιμότερο το Σύμπλεγμα της Μεγίστης να μην είχε καθόλου Χ.Υ διότι που έχει, θα πρέπει να τα υποστηρίξουμε μόνοι μας. Και το Καστελόριζο είναι μακριά…

Aλλοι πάλι ζητούν να αρχίσει και η χώρα μας να «διεκδικεί» (τι;)

το Σεβασμό των Συνθηκών και των Διεθνών Συμβάσεων. Τι άλλο δηλαδή να θέλει η χώρα μας να διεκδικήσει; Για την Ίμβρο και την Τένεδο προβλέπονται συγκεκριμένα πράγματα .

Να γίνουμε δηλαδή και εμείς αναθεωρητική χώρα 

Όχι. Εμείς δεν συζητάμε για αναθεώρηση των Συνθηκών. Απαιτούμε την εφαρμογή τους. Για την Ίμβρο και την Τένεδο προβλέπονται συγκεκριμένα πράγματα .

Να υιοθετήσουμε με άλλα λόγια την πολιτική της Τουρκίας χωρίς να έχουμε τα χαρακτηριστικά της Τουρκίας. Δηλαδή, να καθίσουμε στο τραπέζι ως δύο αναθεωρητικές χώρες και να βάλουμε κάτω όλες τις εκατέρωθεν διεκδικήσεις αντί να συνομιλούμε ως κράτος που υπερασπίζεται το status quo με βάση το διεθνές δίκαιο. Και εδώ η μυωπία σε στρατηγικό αλλά και τακτικό επίπεδο είναι χαρακτηριστική

ο γράφων πιστεύει ακράδαντα, πως αν χρησιμοποιούσε την συγκεκριμένη επιχειρηματολογία στην διδακτορική του διατριβή, οι κ. Καθηγητές που συγγράφουν το άρθρο, δεν θα την δέχονταν. Πως ένα κράτος που έχει σημαία του το Διεθνές Δίκαιο και πιστεύει ότι το υπερασπίζει αυτό και το status quo και απαιτεί την εφαρμογή των Συνθηκών,  μπορεί να θεωρηθεί αναθεωρητικό; Ειλικρινά, δεν το αντιλαμβανόμαστε. Επιπλέον, παρακαλούμε αναφέρετέ μας δυο αναθεωρητικά κράτη που κάθισαν στο τραπέζι, πριν λύσουν τις διαφορές τους επί του πεδίου. Άρα το επιχείρημα εκπίπτει.

Είναι δε παράδοξος ο θαυμασμός που ορισμένοι εκφράζουν για την τουρκική εξωτερική πολιτική και τις ενέργειες Ερντογάν. Συναγωνίζονται το πρακτορείο «Αναντολού» στην προβολή των «επιτυχιών του προέδρου». Στα μάτια τους ο Ερντογάν είναι σχεδόν αλάνθαστος. Δεδομένου όμως ότι ο τελευταίος χαρακτηρίζεται από συχνές και ραγδαίες μεταβολές στην πολιτική του, είναι άλογο να θεωρείται επιτυχία όταν κάνει κάτι και έπειτα από λίγο εξίσου επιτυχία όταν κάνει το αντίθετό του. Στην ουσία, οι «θαυμαστές» της τουρκικής πολιτικής συγχέουν τη γεωπολιτική σημασία της χώρας με τη στρατηγική. Αν η Τουρκία δεν είχε τα Στενά, αν δεν ήταν μια χώρα του Εύξεινου Πόντου που επιπλέον συνορεύει με Ιράν, Ιράκ, Συρία και την Κεντρική Ασία, αν δεν είχε νεανικό πληθυσμό 85 εκατομμυρίων, αλλά και τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ (ούσα η μόνη μουσουλμανική χώρα ενός δυτικού συνασπισμού), κανείς δεν θα ανεχόταν τους εκβιασμούς και τα καμώματα του προέδρου Ερντογάν. Κανείς δεν θα ανεχόταν τις σχέσεις με τον Πούτιν και την υπονόμευση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Κανείς δεν θα ενδιαφερόταν «να μη χαθεί η Αγκυρα». Για όποιον όμως έχει βρεθεί στο εξωτερικό και έχει συνομιλήσει με διεθνείς παράγοντες, είναι φανερό πως η Τουρκία (και ειδικά ο πρόεδρός της), όσο πολύτιμη είναι στη γεωπολιτική σκακιέρα, άλλο τόσο αναξιόπιστη καθίσταται στις δυτικές πρωτεύουσες 

(Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο, ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική από το περιστατικό του Mavi Marmara , αλλά κυρίως από το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 και μετά, υπέπεσε σε τεράστια στρατηγικά σφάλματα. Εγκατέλειψε το Δόγμα Νταβούτογλου περί μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες (κεκαλυμμένα διότι υποχθονίως προβλέπονταν η υλοποίηση των τουρκικών στρατηγικών σχεδίων) και πήρε τη μορφή της ψυχοσύνθεσης του Ερντογάν. Επιθετική και ανυπόμονη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι Τούρκοι στερούνται Υψηλής Στρατηγικής. Το αντίθετο μάλιστα. Τα τρία ορόσημα υλοποιούνται βήμα προς βήμα. Σχετικά με το αν οι Δυτικοί θέλουν να χάσουν την Τουρκία η απάντηση είναι απλή. Φυσικά και δεν θέλουν να την χάσουν. Την Ελλάδα θέλουν να την χάσουν;

Η οριοθέτηση υφαλοκρυπίδας και ΑΟΖ

Η Ελλάδα διαχρονικά έχει βασίσει τη στρατηγική της στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, σύμφωνα με το οποίο τα κυριαρχικά δικαιώματα υφαλοκρηπίδας υπάρχουν αυτοδικαίως και εξ υπαρχής και ΑΟΖ εφόσον θεσπιστεί. Oμως δεν ασκούνται αυτομάτως. Αντιθέτως με τα χωρικά ύδατα/αιγιαλίτιδα ζώνη όπου η επέκταση είναι μία μονομερής πράξη, καθώς πρόκειται για κυριαρχία, για την κατοχύρωση και την άσκηση δικαιωμάτων υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ απαιτείται οριοθέτηση με τα γειτονικά κράτη, είτε με συμφωνία είτε με δικαστική διευθέτηση. Μέχρι τότε η Ελλάδα έχει μόνο διεκδικήσεις, ενώ μονομερής οριοθέτηση ή μονομερείς ενέργειες (π.χ. σεισμικές έρευνες) δεν κατοχυρώνουν δικαιώματα εφόσον υπάρχει υποχρέωση οριοθέτησης και αποχής από αυτές. Παράνομες πράξεις, όπως οι σεισμικές έρευνες του «Ορούτς Ρέις» σε ανοριοθέτητη περιοχή δεν παράγουν δίκαιο και δεν διορθώνονται με αντίστοιχες ενέργειες. Εάν επιμείνουμε στη διεκδίκηση θεωρώντας –εσφαλμένα σε μη οριοθετημένη περιοχή– ότι συνιστά δικαίωμα θα οδηγηθούμε στο δίλημμα είτε να ανεχόμαστε κατ’ εξακολούθηση καταπάτηση «δικαιώματος» είτε να εμπλακούμε σε σύγκρουση προκειμένου να το προασπίσουμε

Δυστυχώς, δεν έχουμε πράξει ούτε τα αυτονόητα και μονομερή. Χωρικά Ύδατα, Εθνικός Εναέριος Χώρος και Αιγιαλίτιδα Ζώνη. Αυτά είναι αυτοδίκαια και μονομερή. Γιατί δεν εφαρμόζονται; Και εφόσον, παράνομες πράξεις όπως οι σεισμικές του Ορούτς Ρέις δεν παράγουν δίκαιο, γιατί δεν οριοθετούμε με την Κύπρο και ας αφήσουμε τους Τούρκους να κάνουν τρύπες στο νερό (φράση του πρώην ΥΠΕΞ Νίκου Δένδια); Και εφόσον τα σεισμικά του Ορούτς Ρέις δεν παράγουν δίκαιο, γιατί πριν τρία καλοκαίρια βγάλαμε το Στόλο στις θάλασσες επί τετραμήνου και αναγκαστήκαμε να τους τρυπήσουμε τη ναυαρχίδα 70 ν.μ νοτίως του Καστελλορίζου; Κάτι δεν κολλάει στην όλη συλλογιστική. Εδώ όμως μας διαφεύγει η έννοια της κήρυξης της ΑΟΖ και η αποστολή των συντεταγμένων στον ΟΗΕ. Κι αυτό είναι μονομερές δικαίωμα που δεν έχουμε εφαρμόσει. Επιπλέον, με την Τμηματική Συμφωνία ΑΟΖ με την Αίγυπτο, αυτοπαγιδευτήκαμε καθώς συμφωνήσαμε γραπτώς πως καμιά από τις δύο χώρες δεν έχει δικαίωμα να προχωρήσει σε οριοθέτηση ανατολικώς του 28ου χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της άλλης. Για να οριοθετήσουμε πλέον με την Κύπρο, θα πρέπει να συμφωνεί και η Αίγυπτος. Αλλά, αφού οι τυχαίες γραμμές στο χάρτη (φράση του Έλληνα Πρωθυπουργού) δεν παράγουν δίκαιο, γιατί σπεύσαμε σε τμηματική οριοθέτηση με την Αίγυπτο και δεν αφήσαμε απλά τους τούρκους να στείλουν γεωτρύπανα στις περιοχές του τουρκολιβικού κι ας είναι αυτοί που θα έχουν το πρόβλημα να τα υποστηρίξουν επί του πεδίου; Πείτε μας κάτι. Οι περιοχές νοτίως της Κρήτης είναι περιοχές αεροναυτικής υπεροχής της Τουρκίας ή της Ελλάδας σε περίπτωση επιχειρήσεων; Και γιατί, τον Νοέμβριο του 2019 με το τουρκολιβικό, όταν δηλαδή παρουσιάστηκε η αφορμή και η ευκαιρία να μην φορτωθούμε εμείς το blame Game, δεν προχωρήσαμε σε επέκταση Χ.Υ, ΕΕΧ στα 12ν.μ και ανακήρυξη ΑΟΖ, κάτι που θα ακύρωνε το μνημόνιο εν τοις πράγμασι και θα αποφεύγαμε την τμηματική οριοθέτηση με την Αίγυπτο; Κάτι τέτοιο δεν έκανε και η Αίγυπτος με την Λιβύη και σπεύσαμε να το χειροκροτήσουμε;

Συχνά προβάλλεται το επιχείρημα ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται να διαπραγματευτεί με την Τουρκία, διότι η υφαλοκρηπίδα υφίσταται ipso facto και ab initio και άρα το πρόβλημα είναι η ελληνική δειλία. Αυτό που διαφεύγει είναι ότι το ίδιο ισχύει και για την Aγκυρα, και η τουρκική υφαλοκρηπίδα υπάρχει ipso facto και ab initio. Η παρέκκλιση από τις αρχές μας υπέρ της διμερούς οριοθέτησης θα είναι εσφαλμένη κίνηση και δώρο στη δημόσια διπλωματία της γείτονος. Η Τουρκία δεν είναι μόνο «επίμονος αντιρρησίας» για την αιγιαλίτιδα ζώνη πέραν των 6 ν.μ., αλλά και σε κάθε ελληνική μονομερή ενέργεια, στην οποία θα αντιδράσει έμπρακτα για να «παγώσει» την άσκηση δικαιώματος υφαλοκρηπίδας ή την ανακήρυξη ΑΟΖ. Μια τέτοια ενέργεια περιμένει η Τουρκία για να ισχυριστεί ότι υψώνουμε ένα «σιδηρούν παραπέτασμα» εις βάρος της ώστε να δικαιολογήσει τυχόν απόπειρα δημιουργίας τετελεσμένων ως δήθεν αναγκαστική αντίδραση/επιλογή, δείχνοντας προς τον ξένο παράγοντα ότι την ευθύνη της κλιμάκωσης φέρει η ελληνική πλευρά

στο σημείο αυτό παραβλέπεται ο ακρογωνιαίος λίθος της Ελληνικής επιχειρηματολογίας. Ότι έχουμε το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο των Θαλασσών υπέρ μας. Αυτός είναι ο λόγος που η Τουρκία αποφεύγει να υπογράψει την UNCLOS και προσπαθεί να κερδίσει αυτά που επιθυμεί με τετελεσμένα επί του πεδίου, χρησιμοποιώντας εξωπραγματικές θεωρίες. Θεωρίες του χάους.  Αν με την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου των Θαλασσών η Τουρκία αισθάνεται ότι υψώνεται γύρω της ένα «σιδηρούν παραπέτασμα» ας το χωνέψει. Τι να κάνουμε; Δεν μπορεί για τα ψυχολογικά του καθενός να είμαστε το μοναδικό παράκτιο κράτος στον κόσμο που δεν εφαρμόζει το Δίκαιο.

Χρόνος και Χρονισμός

Για πολλούς λόγους, από πλευράς χρονισμού (timing), αυτή είναι μάλλον η καλύτερη περίοδος των τελευταίων 20 χρόνων για να ξεκινήσουμε μια ουσιαστική συζήτηση με την Τουρκία

Καθαρά υποκειμενική άποψη. Η άποψή μας είναι πως μετά τη συνέντευξη του Πρωθυπουργού στον ΣΚΑΙ και την συζήτηση που έγινε εκεί περί απομείωσης της Κυριαρχίας όπως την γνωρίζουμε σήμερα και την απάντησή του περί σχετικότητος, είναι η χειρότερη στιγμή. Αν ο Πρωθυπουργός ξεκαθάριζε ότι η Εθνική Κυριαρχία είναι αδιαπραγμάτευτη και υπάρχει η διάθεση να συζητηθούν τα κυριαρχικά δικαιώματα, θα μπορούσαμε ίσως να συμφωνήσουμε με τους συντάκτες του άρθρου.

Οι σχέσεις μας δεν εκτυλίσσονται εν κενώ, αλλά μέσα σε ένα διεθνές σύστημα στο οποίο η Δύση προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τις ορίζουσές της και την περιφερειακή αλλά και παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφάλειας μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία

Συμφωνούμε

Εξίσου, οι προτεραιότητες των δύο ηγεσιών διαφοροποιούνται, στην περίπτωση της Τουρκίας εκ των πραγμάτων. Διότι ο Ερντογάν τελεί υπό την πίεση ανάταξης της οικονομίας που απαιτεί προσαρμογές. Οχι μόνο στην οικονομική αλλά και στη γεωπολιτική πραγματικότητα. Πώς μπορεί η Αγκυρα να επιδιώκει να προσελκύσει επενδυτικά κεφάλαια (όχι μόνο πουλώντας «ασημικά» στις αραβικές μοναρχίες) αν με τις ενέργειες της εξωτερικής πολιτικής της προκαλεί αστάθεια; Πώς μπορεί να αναμένει υποστήριξη πολιτική και οικονομική από τη Δύση αν υπονομεύει τα συμφέροντα της δεύτερης σε κάθε ευκαιρία

Συμφωνούμε, αλλά ως τακτικούς ελιγμούς κι όχι ως αλλαγή Στρατηγικής έστω και πρόσκαιρης;

Επομένως, σε αυτή την ιστορική καμπή, η Τουρκία δεν μπορεί να συνεχίσει τη διπλωματία του καταναγκασμού εις βάρος της χώρας μας χωρίς υψηλό κόστος. Ετσι, η επιλογή η όποια διαδικασία και διαπραγμάτευση να λάβει χώρα αυστηρά στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου θεωρείται πλέον πολιτικά αυτονόητη από τους περισσότερους εταίρους μας

Κατά τον γράφοντα, η συλλογιστική αυτή αποτελεί επικίνδυνη γενίκευση, καθώς δεν συνυπολογίζει παράγοντες όπως το τουρκικό lobbying στις ΗΠΑ ή τους τουρκικούς πληθυσμούς στη Γερμανία κλπ. Οι ΗΠΑ δεν θα είχαν πρόβλημα το Αιγαίο να ήταν σε συνεκμετάλλευση Ελλάδας και Τουρκίας αρκεί και οι δύο να είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Εδώ λοιπόν υπεισέρχεται η Ελληνική διάθεση εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου .

Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε. έχουν αντιληφθεί πλήρως τη συναλλακτική λογική που χαρακτηρίζει τις τουρκικές ενέργειες και έχουν προσαρμόσει τη στάση τους αντίστοιχα. Τα όποια ανοίγματά τους προς αυτή γίνονται στη βάση συμμόρφωσης της τελευταίας σε συμφωνηθέντα και σε μια λογική (βηματιστικά) qui pro quο, με αναστρεψιμότητα. Η Αγκυρα για το προβλεπτό μέλλον πρέπει να εξομαλύνει τη σχέση της με τη Δύση, ενδεχομένως και να την αναθερμάνει, λόγω των αναγκών της οικονομίας της. Ακόμη και ο εκσυγχρονισμός της Τελωνειακής Ενωσης έπεσε στο τραπέζι από τον Ερντογάν, ο οποίος μπορεί να φτάσει στο σημείο να δανειστεί ευρωπαϊκά χρήματα για να αποφύγει το ΔΝΤ, και η Ελλάδα με την Κύπρο θα έχουν λόγο σε αυτό. Ενώ και με όρους σκληρής ισχύος, αυτή τη στιγμή η κατάσταση είναι εμφανώς βελτιωμένη. Συμπερασματικά, λοιπόν, δύσκολα θα παρουσιαστεί ευνοϊκότερη συγκυρία στο ορατό μέλλον

Όπως προαναφέραμε η συγκεκριμένη θέση είναι καθαρά υποκειμενική. Διότι όπως απέδειξε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο σεισμός στην Τουρκία, υπάρχει πιθανότητα να λάβουν χώρα γεγονότα που ενδεχομένως να επιδεινώσουν την κατάσταση και την διαπραγματευτική θέση της Τουρκίας. Αν συμβεί ένας σεισμός στην Κωνσταντινούπολη για παράδειγμα, ή αν η τουρκική Εθνοσυνέλευση δεν κυρώσει την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Ο κόσμος της 22ας Φεβρουαρίου 2022 είναι ο ίδιος με τον κόσμο της 24ης ; Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να προβλέπουμε το μέλλον εν ήδη αστρολόγων και να υποστηρίζουμε ότι δύσκολα θα παρουσιαστεί ευνοϊκότερη συγκυρία στο ορατό μέλλον. Που το ξέρεις; Μάντης είσαι;

Το μέλλον βέβαια είναι εγγενώς αδύνατον να προβλεφθεί, αλλά μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες τάσεις και να κάνουμε προβολές. Το διεθνές σύστημα που βασίζεται σε κανόνες είναι αυτή τη στιγμή ρευστό και κλυδωνίζεται 

Όσες προβολές και να γίνουν, όσα προβλεπτικά μοντέλα και να χρησιμοποιηθούν, πάντα θα υπάρχει ο αστάθμητος παράγοντας. πχ σεισμοί.

Οι κανόνες πάνω στους οποίους βασίζουμε τα δίκαιά μας και τη στρατηγική μας αμφισβητούνται από πολλές πλευρές. Η επίθεση της Μόσχας στην Ουκρανία φέρνει ανατροπές στη μεταπολεμική αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης και η Κίνα, στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, παραβιάζει και περιφρονεί τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας

Εδώ λοιπόν αναδεικνύεται η αναγκαιότητα των εξοπλιστικών.

Τυχόν αλλαγή της ηγεσίας των ΗΠΑ μπορεί να μεταβάλει, επί τα χείρω  

ή προς το καλύτερο. Κανείς δεν γνωρίζει. Τα πάντα είναι θέμα διπλωματίας, ικανότητας εκμεταλλεύσεως των ευκαιριών και lobbying

ακόμη περισσότερο τις ισορροπίες και η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι πολύ διαιρεμένη και αδύνατη για να αποκτήσει στρατηγική αυτονομία

Άρα γιατί πριν τρία χρόνια είχαμε εναποθέσει όλες μας τις ελπίδες για αποτροπή στις ευρωπαϊκές κυρώσεις που θα δαγκώνουν;

Οπως έγραφε ο Σάιμον Τίσνταλ στον Guardian: Η εξαιρετικά ευάλωτη Ευρώπη έχει εισέλθει σε επικίνδυνη τροχιά αποσταθεροποίησης, σημειώνοντας ότι εχθρικές δυνάμεις με αρπακτικές διαθέσεις καραδοκούν, καθώς «οσμίζονται αίμα». Οι απειλές από Ρωσία και Κίνα, η εξασθένηση των συμμαχικών δεσμών ασφαλείας με τις ΗΠΑ και ο κοινωνικός και πολιτικός διχασμός στο εσωτερικό τους, αναδεικνύουν θεμελιώδεις αδυναμίες στρατηγικού χαρακτήρα. Σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό, η Ευρώπη μοιάζει πλέον με μια «πολιορκημένη νησίδα δημοκρατίας» σε έναν κόσμο αναρχίας που σημαδεύεται από διογκούμενα κύματα απολυταρχισμού, ατιμωρησίας και μαζικών παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου, τα οποία απειλούν να την κατακλύσουν.Επιπλέον, είναι κρίσιμη η εξέλιξη παραμέτρων που επηρεάζουν το ισοζύγιο ισχύος και τη δυναμική των σχέσεων με την Τουρκία. Τα τελευταία 50 χρόνια όλοι οι συγκριτικοί δείκτες, ποιοτικοί και ποσοτικοί, έχουν μεταβληθεί εις βάρος μας. Το 1970 είχαμε σχεδόν ίδιο ΑΕΠ και η Τουρκία είχε τετραπλάσιο πληθυσμό. Σήμερα η Τουρκία έχει τετραπλάσιο ΑΕΠ από εμάς και σχεδόν εννεαπλάσιο πληθυσμό με μέσο όρο ηλικίας τα 31 έτη, πολύ μικρότερο από τον δικό μας που είναι περίπου 45 έτη. Οι τάσεις αυτές δεν φαίνεται να αναστρέφονται στο ορατό μέλλον 

Μα καλά, η Τουρκία δεν έχει φοβερά οικονομικά προβλήματα, ενώ η Ελλάδα αναβαθμίζει την πιστοληπτική της ικανότητα;  Η Ελλάδα δεν είναι αυτή με το ισχυρότερο νόμισμα, άρα και την οικονομική δυνατότητα να διεξάγει μεγάλης διάρκειας πόλεμο με την Τουρκία; Αυτά τα επιχειρήματα χρησιμοποιήθηκαν στον δημόσιο λόγο, για αυτό και τα παραθέτουμε. Ο πληθυσμός πως καθορίζει το Ισοζύγιο Ισχύος; Με βάση αυτή τη λογική, η ισχυρότερη χώρα είναι η Κίνα, μετά η Ινδία και τρίτες οι ΗΠΑ. Ενώ, η Ινδονησία, το Πακιστάν, η Νιγηρία, η Βραζιλία και το Μπαγκλαντές ισχυρότερα από την Ρωσία. Ενώ το Μεξικό, ισχυρότερο από την Ιαπωνία. Και εν τέλει, το Ισραήλ δεν θα έπρεπε να πολεμήσει στον Πόλεμο των 6 ημερών και του Yom Kippur .

Οι καιροί ου μενετοί

Παραπέμποντας στον χρόνο την απόπειρα διευθέτησης, ενδέχεται να βρεθούμε σε έναν κόσμο τελείως διαφορετικό και πολύ πιο επικίνδυνο, με εκκρεμή τα θέματά μας με την Τουρκία. Να έχουμε μετακυλίσει δηλαδή το πρόβλημα στις επόμενες γενιές, οι οποίες θα πρέπει να το διαχειριστούν, κατά τα φαινόμενα, με χειρότερους όρους

Υποκειμενικές και πάλι απόψεις. Από παράθυρα ευκαιρίας που θα είναι τα τελευταία , έχουμε χορτάσει. Τα ίδια λέγονταν και το 2004 με το Σχέδιο Ανάν και είκοσι χρόνια μετά, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ τα κατεχόμενα είναι ακόμη ένα ψευδοκράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει υπογράψει τρείς (3) Συμφωνίες Οριοθέτησης ΑΟΖ με τη μέθοδο της μέσης γραμμής με Αίγυπτο (πληθυσμός Κ.Δ 1 εκ, Αιγύπτου 110εκ, εδώ δεν υπάρχει ανισοζύγιο ισχύος;), Ισραήλ και Λίβανο, ενώ η Τουρκία με κανέναν. Αν δεν μπορέσουμε να λύσουμε το πρόβλημα με την Τουρκία όπως πρέπει, καλύτερα να το παραδώσουμε στα παιδιά μας άλυτο, αλλά με προοπτικές αφού κανείς δεν μπορεί να μαντέψει το μέλλον και σίγουρα κανείς δεν θα έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει Συμφωνίες που δεν είναι συμφέρουσες για τον ίδιο. Συμφωνία των Πρεσπών δεν ακυρώθηκε. Συνθήκη της Λωζάνης δεν ακυρώνεται. Άρα, αν στις επόμενες γενιές παραδώσουμε μια κακή για την Ελλάδα Συμφωνία με την Τουρκία και οι επόμενες γενιές χαρακτηρίζονται από ρεαλισμό και κανονικότητα και όχι όπως εμείς, τότε η μόνη επιλογή που θα τους αφήνουμε για να διορθώσουν τα λάθη μας θα είναι ο πόλεμος !!! Κακή συμφωνία στα Ελληνοτουρκικά σημαίνει πόλεμος .

Η γεωγραφία είναι πεπρωμένο. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο (όχι βέβαια οποιονδήποτε τρόπο) να συνυπάρξουμε με την Τουρκία που έχουμε, όχι με αυτή που θέλουμε. Μια ενδεχόμενη όμως επίλυση στη βάση του διεθνούς δικαίου διασφαλίζει τα δικαιώματά μας, την ασφάλεια και τη σταθερότητα 

Σχολιάστηκε εκτενώς. Δεν εφαρμόζουμε το Διεθνές Δίκαιο. Μακάρι να το εφαρμόζαμε.

Αν λοιπόν υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας, έστω και μικρό, χρήσιμο είναι να το αξιοποιήσουμε. Δεν θα διαπραγματευτούμε από φόβο ή αδυναμία, αλλά με αυτοπεποίθηση και γιατί πιθανόν θα κρίνουμε ότι είναι η ορθή επιλογή στην παρούσα συγκυρία. Και βεβαίως χωρίς να διακοπεί ούτε στιγμή η συνεχής ενίσχυση και ο εκσυγχρονισμός των Ενόπλων Δυνάμεων και άλλων συντελεστών ισχύος και αποτροπής

Άρα δηλαδή να προχωρήσουμε σε περαιτέρω δαπάνες πέραν των 400δις; Συγχιστήκαμε .

Ανακεφαλαιώνοντας:

Δυστυχώς οι αμφισημίες και η φοβικότητα των Ελληνικών Ηγεσιών τις τελευταίες δεκαετίες έχουν δημιουργήσει ένα πρόβλημα που φαντάζει δύσκολο να επιλυθεί. Από τη μια υπάρχει ένας κρατικός δρών που έχει καθορίσει τους Στρατηγικούς του Στόχους υλοποιεί πλάνα 50ετίας και από την άλλη ένας αντιδρών που συνεχώς ετεροπροσδιορίζεται,  αναβάλει οτιδήποτε μπορεί να αναβάλει και κινείται αντιδραστικά αφού πρώτα ζητήσει και λάβει την έγκριση των «μεγάλων».

Επί χρόνια, η Ελλάδα εισήλθε σε έναν Ψυχρό Πόλεμο με την Τουρκία που κόστισε εκατέρωθεν σε ανθρώπινες ζωές και μέσα, χωρίς να «πέσει ούτε μια ντουφεκιά». Θερμή σύγκρουση υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν αδύνατο να συμβεί καθώς και οι δύο χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ από τον Φεβρουάριο του 1952.  Η Τουρκία όμως, χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία «δημοσιοποίηση θέσεως – ενέργειες επί του πεδίου (χωρίς θερμή σύγκρουση) – εξασφάλιση Ελληνικής αποδοχής εγγράφως» κατόρθωσε με την τακτική της πολιορκίας ή αλλιώς του σαλαμιού (φέτα-φέτα) να κερδίζει συνεχώς επί του πεδίου.

Θα πει κάποιος ναι, κερδίζει αλλά με μεγάλο κόστος. Σίγουρα με μεγάλο κόστος, αλλά με μικρότερο από αυτό ενός πολέμου. Οι Τούρκοι δεν βιάζονται. Εφαρμόζουν κατά γράμμα την βασικότερη Αρχή του Πολέμου «Εκλογή σκοπού και εμμονή σε αυτόν» και έτσι κινούνται. Σε αντίθεση με εμάς που παίζουμε ένα συνεχές κατενάτσιο με στόχο να μην φάμε γκολ.

Οι Τούρκοι έχουν όραμα και το ακολουθούν. Αν θα το φτάσουν είναι άλλη κουβέντα. Ας υποθέσουμε ότι είμαστε δρομείς των 3 χλμ και βάζουμε στόχο να τρέξουμε Μαραθώνιο. 42,125χλμ. Ξεκινάμε προπονήσεις και διατροφή, προσλαμβάνουμε personal trainer και αγοράζουμε τον απαιτούμενο εξοπλισμό. Μετά από έναν χρόνο, κατεβαίνουμε στον Μαραθώνιο, αλλά στο 20ο χιλιόμετρο εγκαταλείπουμε. Γεννάται το ερώτημα. Επιτύχαμε ή αποτύχαμε στο στόχο μας; Οι περισσότεροι θα πουν ότι αποτύχαμε, αλλά αν το καλοσκεφτούμε έχουμε μεταμορφωθεί από δρομείς των 3χλμ σε δρομείς των 20χλμ.

Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για την Τουρκία. Στην πορεία για τα δικά της ορόσημα (2023-2053-2071) και τους δικούς της αιώνες έχει μεγαλώσει, έχοντας όμως δομικές αδυναμίες και έχοντας θέσει τον πήχη πολύ ψηλά γεγονός που μπορεί να της επιστρέψει ως μπούμερανγκ.

Από την άλλη, στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα βολεύτηκε, με το να «κλωτσάει το τενεκεδάκι παρακάτω» και με το να χρησιμοποιεί θεωρίες που προαναφέρθηκαν. Δεν θα μας κάνει εντύπωση αν κάποια μέρα τα εγγόνια μας διαβάσουν αποχαρακτηρισμένα αρχεία στα οποία θα αναφέρεται ότι το Casus Belli που ψηφίστηκε από την τουρκική Εθνοσυνέλευση ήταν εις γνώσιν των τότε Ελληνικών Κυβερνήσεων (αν και δεν θέλουμε να το πιστεύουμε).

Από το 1952 και έπειτα έχουν διαπραχθεί εγκληματικά λάθη από την Ελληνική Διπλωματία και παρουσιάστηκαν ευκαιρίες να λυθούν οι διαφορές με την Τουρκία τις οποίες αφήσαμε να περάσουν ανεκμετάλλευτες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα τελευταία εβδομήντα χρόνια η Τουρκία επέτυχε τη συρρίκνωση του Ελληνισμού (Κωνσταντινούπολη, Ίμβρος, Τένεδος, Κύπρος) και την αλλαγή του Status Quo, ενώ η στάση του Ελληνικού πολιτικού συστήματος που έριχνε το φταίξιμο στους κακούς συμμάχους που πάντα «καβατζώνουν» την Τουρκία, δημιούργησε έναν αντιαμερικανισμό και μια καχυποψία στην κοινή γνώμη.

Δεν έχει και τόσο νόημα πλέον να επιδοθούμε σε περαιτέρω ιστορική αναδρομή. Την τελευταία τετραετία και μόνο μετά την απροκάλυπτη επίθεση με τη χρήση σύγχρονων βαζιβουζούκων από την πλευρά της Τουρκίας, το Ελληνικό πολιτικό σύστημα επέδειξε κινητικότητα και εκμεταλλεύθηκε σε κάποιο βαθμό ορισμένες από τις ευκαιρίες που εμφανίστηκαν.

Μεταβλήθηκε βέβαια και το γενικότερο περιβάλλον (πραξικόπημα στην Τουρκία, πόλεμος στην Ουκρανία) που σε συνδυασμό με την αλλαγή του τρόπου που υλοποιούνταν η τουρκική εξωτερική πολιτική των μηδενικών προβλημάτων με τους γεόιτονες σε μια ανυπόμονη και επιθετική προς όλους, επέφεραν μια μετατόπιση γεωπολιτικού δυναμικού από την Τουρκία προς την Ελλάδα και την Κύπρο.

Το γεγονός είναι ότι πρέπει να επιλέξουμε πως προχωρούμε. Αναλύοντας του τέσσερις βασικούς πυλώνες Γεωπολιτικής Ισχύος :

  1. Άμυνα / Ασφάλεια
  2. Οικονομία
  3. Πολιτική
  4. Πληροφορία / Πολιτισμός

Μπορούμε να πούμε πως το μέλλον είναι αισιόδοξο καθώς η Σκληρή μας Ισχύς (άμυνα) είναι μεγάλη και συνεχώς αυξάνεται, μπορούμε και πρέπει να δουλέψουμε στο κομμάτι της ασφάλειας, η οικονομία έχει προοπτικές καθώς διαθέτουμε κοιτάσματα που μπορούμε να εκμεταλλευτούμε και βρισκόμαστε εντός της ευρωζώνης έχοντας ένα δυνατό νόμισμα, στον πυλώνα της πληροφορίας και του πολιτισμού είμαστε η υπερ-υπερδύναμη του πλανήτη και απομένει ο πυλώνας της πολιτικής που εκεί πραγματικά υστερούμε.

Ρωτούμε όμως, το εξής απλό γιατί καμιά φορά η υπερανάλυση μας οδηγεί σε παράλυση. Υπάρχει κάποιος που θα προτιμούσε αντί να ζει και να επιχειρεί / εργάζεται στην Ελλάδα ή την Κύπρο το 2023, να ζει ή να εργάζεται στην Τουρκία;

Η πρόταση:

Το αν επιθυμούμε να προσέλθουμε σε συνομιλίες με την Τουρκία είναι ένα ρητορικό ερώτημα. Εννοείται ότι επιθυμούμε, αλλά το ζήτημα είναι πότε / υπό ποιες προϋποθέσεις και για ποια θέματα. Το διπλωματικό – διαπραγματευτικό μας παρελθόν είναι βεβαρυμμένο.

Για να προσέλθουμε σε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, θα πρέπει να έχουν ασκηθεί πρωτίστως τα μονομερή και αυτοδίκαια δικαιώματά μας και να έχουμε αποφασίσει τι ακριβώς θέλουμε να επιτύχουμε από την διαπραγμάτευση.

Αν αισθανόμαστε ότι είναι δύσκολο να επιτευχθεί η πρώτιστη άσκηση των μονομερών μας δικαιωμάτων, σημαίνει ότι ο χρονισμός (timing) δεν είναι ο ορθός, οπότε θα πρέπει να ροκανίσουμε τον χρόνο ώστε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που θα μας δώσουν τη δυνατότητα να μπορέσουμε.

Επίσης θα πρέπει να φορτώσουμε την ατζέντα και να την επικοινωνήσουμε με τους συμμάχους που θα την μεταφέρουν ανεπίσημα στην απέναντι πλευρά. Η κατάσταση είναι συγκεκριμένη.

*Αναγνώριση της Ελληνικής Κυριαρχίας σε ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια

*Ξήλωμα του τουρκικού προξενείου της Κοζάνης και της Ζιράτ Μπάνκ

*Κατάργηση του Casus Belli

*Κατάργηση του τουρκολιβυκού και αποστολή επιστολής στον ΟΗΕ που να ακυρώνει αυτή του Σινιρλίογλου

*Επαναφορά της Αγια Σοφιάς σε κατάσταση μουσείου

*Επαναφορά του καθεστώτος που προβλέπεται για την Ίμβρο, την Τένεδο και αποκατάσταση των περιουσιών των αυτοχθόνων Ελλήνω

*Αποκατάσταση των περιουσιών των Ελλήνων της Πόλης

*Αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, Μ. Ασίας και Ιωνίας

*Αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας

*Αποχώρηση των Κατοχικών Στρατευμάτων από τα κατεχόμενα

*Επιστροφή των περιουσιών των Ελλήνων της Κύπρου στους νομίμους ιδιοκτήτες

*Να αναφέρουμε κι άλλα ή το ΥΠΕΞ έχει ήδη έτοιμη τη λίστα;

Σε περίπτωση που η Ελλάδα “φορτώσει” την ατζέντα πόσο επιπλέον μπορεί να την φορτώσει η Τουρκία από οτι το έχει κάνει ήδη;

Και επειδή αναφέρθηκε η λογική του qui pro quο, με αναστρεψιμότητα, υπάρχει κι εδώ η δυνατότητα να φορτώσουμε το “Εαν κάνεις ή δεν κάνεις αυτό, θα πάρεις ή δεν θα πάρεις εκείνο”. Τι να πρωτοαναφέρουμε.

*Την συγκατάθεσή μας για την αποδέσμευση των F-16;

*Τη μη χρήση του βέτο για την αναβάθμιση της τελωνειακής σχέσης;

*τη μη χρήση βέτο για την αποδέσμευση των κονδυλίων για τον έλεγχο της λαθρομετανάστευσης;      

Σίγουρα πάντως σε μια διαπραγμάτευση δεν εισέρχεσαι, έχοντας προκαταβολικώς δηλώσει δημοσίως ότι δεν θέλεις πόλεμο και ότι είσαι διατεθειμένος για γενναίες υποχωρήσεις προκειμένου να επιτύχεις την όποια συμφωνία.

Και σίγουρα σε μια διαπραγμάτευση με την Τουρκία δεν εισέρχεσαι επιτρέποντας στην Αλβανία με τα 0 αεροσκάφη, 0 άρματα μάχης και 0 φρεγάτες να αυτοκτονεί τον Κατσίφα με 3 σφαίρες και να έχει τον Μπελέρη φυλακή για 2,5 μήνες,

ούτε επιτρέπεις στον εταιρόκλητο όχλο των Σκοπίων (δεν αναφερόμαστε στην πρωτεύουσα, στη χώρα αναφερόμαστε) να καταπατεί τη Συμφωνία και να το παίζει απόγονος του μεγαλύτερου Στρατηλάτη όλων των εποχών.  

amynageostratigiki