Στις 27 Οκτωβρίου 2023 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έλαβε αίτημα του ελληνικού Υπουργείου Οικονομικών για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με ορισμένα σχέδια τροποποιήσεων της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας, τα οποία αποκλείουν τη δυνατότητα αγοράς ακινήτων με πληρωμή σε μετρητά (πρώτο σχέδιο τροποποίησης) και επεκτείνουν περαιτέρω τα ήδη υφιστάμενα φορολογικά αντικίνητρα για τη χρήση μετρητών (δεύτερο σχέδιο τροποποίησης).
Σύμφωνα τον εσωτερικό κανονισμό της ΕΚΤ, το Διοικητικό Συμβούλιο εξέδωσε γνώμη που υπογράφει η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, και την οποία αποκαλύπτει αποκλειστικά η «Ναυτεμπορική».
Οι τροποποιήσεις
Το πρώτο σχέδιο τροποποιεί ορισμένες διατάξεις του νόμου για την αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και του νόμου για τον φόρο που εφαρμόζεται στη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας , ώστε να αποκλειστεί η δυνατότητα αγοράς ακίνητης περιουσίας με καταβολή μετρητών.
Το πρώτο σχέδιο προβλέπει ότι για τη σύνταξη οποιασδήποτε συμβολαιογραφικής πράξης ή εγγράφου για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτων (συμπεριλαμβανομένων των δεσμευτικών προσυμφώνων και των συμβολαίων διακανονισμού), το σύνολο του τιμήματος καταβάλλεται αποκλειστικά με τραπεζική πληρωμή.
Εάν σε συμβολαιογραφικό έγγραφο ή έγγραφο καταγράφεται ότι το αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου έχει καταβληθεί, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, σε μετρητά, είναι ipso jure άκυρο. Επιπλέον, δεν μπορεί να καταχωρηθεί στο οικείο δημόσιο μητρώο και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα έναντι των μερών, του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου.
Το πρώτο σχέδιο τροποποίησης προβλέπει επίσης ότι οι συμβολαιογράφοι οφείλουν να καταγράφουν στο συμβολαιογραφικό έγγραφο τον τρόπο καταβολής του σχετικού ανταλλάγματος, δηλαδή την αποκλειστική χρήση τραπεζικών μέσων πληρωμής, και ότι απαγορεύεται στους συμβολαιογράφους να καταχωρίζουν στο δημόσιο μητρώο συμβολαιογραφικό έγγραφο που παραβιάζει την απαίτηση αυτή.
Τέλος, το πρώτο σχέδιο προβλέπει ότι στα πρόσωπα που δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις αυτές θα επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 10 % της αντιπαροχής που καταγράφεται ότι καταβλήθηκε σε μετρητά, αλλά όχι λιγότερο από 10 000 ευρώ για κάθε παράβαση.
Το δεύτερο σχέδιο τροποποίησης τροποποιεί το άρθρο 23 του ελληνικού Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος για να επεκτείνει περαιτέρω ένα ήδη υπάρχον φορολογικό αντικίνητρο για τη χρήση μετρητών. Ειδικότερα, ο ελληνικός Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος προβλέπει επί του παρόντος ότι ορισμένες επιχειρηματικές δαπάνες μπορούν να εκπίπτουν από τον υπολογισμό του “φορολογητέου κέρδους που προκύπτει από επιχειρηματικές δραστηριότητες” (όπως ορίζεται στον ελληνικό Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος).
Ο ελληνικός Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος απαριθμεί επίσης όλες τις επιχειρηματικές δαπάνες που δεν μπορούν να εκπέσουν από το φορολογητέο κέρδος. Μία από αυτές τις μη εκπιπτόμενες δαπάνες είναι κάθε δαπάνη για την απόκτηση αγαθών ή υπηρεσιών αξίας άνω των 500 ευρώ που δεν έχει εξοφληθεί με τραπεζική πληρωμή. Το δεύτερο σχέδιο τροπολογίας προτείνει τη μείωση του ορίου των 500 ευρώ σε 300 ευρώ και ότι το νέο όριο θα πρέπει να ισχύει από το φορολογικό έτος 2024 και μετά.
Σύμφωνα με το επεξηγηματικό σημείωμα που συνοδεύει το σχέδιο τροπολογιών και το οποίο παρέχεται από τη συμβουλευτική αρχή, ο πρωταρχικός σκοπός του σχεδίου τροπολογιών είναι να μειωθεί η φοροδιαφυγή και να καταπολεμηθεί το ξέπλυμα χρήματος μέσω της παροχής κινήτρων για τη χρήση ηλεκτρονικών συναλλαγών και να συμβάλει στην αύξηση των εσόδων του ελληνικού κράτους.
Τι σημειώνει η ΕΚΤ για τη χρήση μετρητών
Τα μετρητά εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην κοινωνία. Τα μετρητά εκτιμώνται γενικά ως μέσο πληρωμής επειδή είναι ευρέως αποδεκτά, γρήγορα και διευκολύνουν τον έλεγχο των δαπανών του πληρωτή. Είναι επί του παρόντος το μόνο μέσο πληρωμής που επιτρέπει στους πολίτες να διακανονίσουν μια συναλλαγή σε χρήματα κεντρικής τράπεζας, τα οποία επίσης διακανονίζονται άμεσα, ενώ, το σημαντικότερο, διασφαλίζει την ιδιωτικότητα και δεν ενέχει τη νομική δυνατότητα επιβολής τέλους για τη χρήση τους.
Επιπλέον, τα μετρητά θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο σε περίπτωση διαταραχής του συστήματος πληρωμών και είναι ανθεκτικά έναντι του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, δεδομένου ότι οι πληρωμές με μετρητά δεν απαιτούν λειτουργική τεχνική υποδομή ή σχετικές επενδύσεις, αλλά είναι πάντα διαθέσιμα. Επιπλέον, οι πληρωμές σε μετρητά δεν υπόκεινται σε ημερήσια ή εβδομαδιαία όρια πληρωμών που θέτουν οι οντότητες που παρέχουν τις υποκείμενες υπηρεσίες πληρωμών.
Επιπλέον, οι πληρωμές με μετρητά διευκολύνουν επίσης την ένταξη ολόκληρου του πληθυσμού στην οικονομία, επιτρέποντας στους πολίτες να διακανονίζουν ένα ευρύ φάσμα συναλλαγών πληρωμών με αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζοντας έτσι την ελευθερία επιλογής του τρόπου πληρωμής για όλους τους πολίτες.
Τέλος, η δυνατότητα πληρωμής με μετρητά παραμένει ιδιαίτερα σημαντική για ορισμένες κοινωνικές ομάδες που, για διάφορους θεμιτούς λόγους, προτιμούν να χρησιμοποιούν μετρητά αντί άλλων μέσων πληρωμής ή δεν έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα και στα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμών. Οι ομάδες αυτές περιλαμβάνονται όχι μόνο οι ηλικιωμένοι, αλλά και ορισμένοι πολίτες με αναπηρία, οι μετανάστες, οι κοινωνικά ευάλωτοι πολίτες, οι ανήλικοι και άλλοι με περιορισμένη ή καθόλου πρόσβαση σε ψηφιακές υπηρεσίες πληρωμών. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ παρακολουθεί στενά κάθε εξέλιξη της εθνικής νομοθεσίας που αποσκοπεί στον περιορισμό των δυνατοτήτων πληρωμών με μετρητά και, ως εκ τούτου, παρεμβαίνει στο δικαίωμα των πολιτών να πληρώνουν με μετρητά.
Η ΕΚΤ θεωρεί ότι τα σχέδια τροποποιήσεων συνιστούν περιορισμούς του καθεστώτος νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ και ότι, ως εκ τούτου, θα πρέπει να αξιολογηθούν με βάση τα κριτήρια που έχει θέσει το Δικαστήριο.
Η ΕΚΤ θεωρεί περαιτέρω ότι κανένα από τα σχέδια τροποποίησης δεν έχει ως στόχο ή ως αποτέλεσμα την τροποποίηση των νομικών κανόνων που διέπουν το καθεστώς του νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ή κερμάτων ευρώ. Τα σχέδια δεν οδηγούν, νομικά ή πραγματικά, στην κατάργηση των τραπεζογραμματίων στην Ελλάδα.
Το σχέδιο τροπολογιών προτείνεται να εγκριθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Όσον αφορά το πρώτο σχέδιο , το αιτιολογικό σημείωμα εξηγεί ότι, με βάση τα επί του παρόντος διαθέσιμα στοιχεία, περίπου το ένα τέταρτο του συνόλου των μεταβιβάσεων ακινήτων στην Ελλάδα έχει καταγραφεί ως μερικώς ή πλήρως πληρωθέν σε μετρητά.
Η συμβουλευτική αρχή θεωρεί το πρώτο σχέδιο για την κατάργηση της δυνατότητας αγοράς ακινήτων με μετρητά αναγκαίο για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, την εξυγίανση της αγοράς ακινήτων και ταυτόχρονα την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος με τη διοχέτευση των μετρητών και την ενεργοποίηση των διαδικασιών καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (AML) για τις αγορές ακινήτων.
Στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται επίσης ότι η επιβολή της χρήσης τραπεζικών πληρωμών για τις εν λόγω αγορές θα επιτρέψει στις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές να εντοπίσουν άμεσα περιπτώσεις φοροδιαφυγής, καθώς και περιπτώσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, οι οποίες με το ισχύον πλαίσιο είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπιστούν και να αντιμετωπιστούν, ακόμη και αν οι αρμόδιες υπηρεσίες αυξήσουν τον αριθμό των διενεργούμενων ελέγχων.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, στόχος του δεύτερου σχεδίου τροποποίησης είναι να περιοριστεί περαιτέρω η χρήση μετρητών στις επιχειρηματικές συναλλαγές, προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια των συναλλαγών αυτών και να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία.
Η αιτιολογική έκθεση παρατηρεί ότι η χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής αναμένεται να αποτελεί την πρώτη επιλογή μιας οργανωμένης επιχείρησης και σε κάθε περίπτωση απαιτείται για την ορθή διαχείρισή της. Η αιτιολογική έκθεση αναφέρει ότι παρά το γεγονός ότι ο νόμος προβλέπει ήδη ότι απαγορεύεται κάθε εφάπαξ πληρωμή με μετρητά για την απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών που υπερβαίνει τα 500 ευρώ για συναλλαγές μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων και ότι η πληρωμή αυτή μπορεί να γίνει μόνο με ηλεκτρονικά μέσα , και παρά τους αυξημένους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές, έχει διαπιστωθεί στην πράξη ότι το ποσοστό φοροδιαφυγής παραμένει υψηλό.
Στην αιτιολογική έκθεση επισημαίνεται επίσης ότι η χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής παραμένει χαμηλή ακόμη και μετά την παροχή σχετικών φορολογικών κινήτρων στις επιχειρήσεις από την ελληνική νομοθεσία και παρατίθεται η έρευνα της ΕΚΤ για τη χρήση μετρητών από τις επιχειρήσεις στη ζώνη του ευρώ του Οκτωβρίου 2022 , σύμφωνα με την οποία το 51 % των ελληνικών επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου, ξενοδοχείων, εστιατορίων, ψυχαγωγίας και αναψυχής πληρώνουν σήμερα τους προμηθευτές τους με μετρητά, έναντι του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ που είναι 20 %.
Στο επεξηγηματικό σημείωμα τονίζεται επίσης ότι, με βάση τους αντίστοιχους ετήσιους υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα κατέχει την τρίτη υψηλότερη θέση όσον αφορά την απώλεια εσόδων από τον ΦΠΑ. Ωστόσο, το επεξηγηματικό σημείωμα παρέχει μια εκτίμηση που δεν συνάδει πλήρως με τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην έρευνα της ΕΚΤ, όπου το ποσοστό 51 % αναφέρεται απλώς στις επιχειρήσεις που κάνουν τακτική ανάληψη μετρητών, οι οποίες αντιστοιχούν στο 30 % των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση που πραγματοποίησαν οι ελληνικές αρχές ενδέχεται να έχει υπερεκτιμήσει το ποσοστό των επιχειρήσεων που πληρώνουν τους προμηθευτές τους με μετρητά. Από την άλλη πλευρά, είναι ακριβές σύμφωνα με την έρευνα ότι η επικράτηση των εταιρειών που κάνουν ανάληψη μετρητών για να πληρώσουν τους προμηθευτές τους στην Ελλάδα είναι περίπου 2,5 φορές υψηλότερα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ συνολικά.
Η επέκταση των υφιστάμενων φορολογικών αντικινήτρων για τη χρήση μετρητών κρίνεται επίσης σκόπιμη, σύμφωνα με το αιτιολογικό σημείωμα, διότι προβλέπεται ότι το 2024 θα καταστεί υποχρεωτική η σύνδεση των επιχειρήσεων με την ψηφιακή φορολογική πλατφόρμα myDATA και η αναφορά των εσόδων και των δαπανών τους μέσω της εν λόγω πλατφόρμας. Τα πρόστιμα σύμφωνα με το σχέδιο τροπολογιών αναμένεται να συνδυαστούν με α) αυξημένα πρόστιμα για την παράβαση της απαγόρευσης χρήσης μετρητών για όλες τις συναλλαγές μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων που υπερβαίνουν τα 500 ευρώ και β) τα πρόστιμα που αναμένεται να επιβληθούν στις επιχειρήσεις που δεν διαβιβάζουν φορολογικά δεδομένα στην ψηφιακή φορολογική πλατφόρμα myDATA, ώστε να υπάρξει συνδυασμένο αποτρεπτικό αποτέλεσμα.
Η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι οι στόχοι του σχεδίου νόμου για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μπορεί, σε γενικές γραμμές, να συνιστούν «λόγους δημοσίου συμφέροντος» που δικαιολογούν την αποθάρρυνση και τον συνακόλουθο περιορισμό της χρήσης πληρωμών σε μετρητά. Ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι η φοροδιαφυγή και η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ενδέχεται να διευκολύνονται από τα μετρητά, ιδίως στην αγορά ακινήτων.
Στις 14 Ιουλίου 2023 και στις 21 Νοεμβρίου 2023, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συνέστησαν στην Ελλάδα να ενισχύσει τη φορολογική συμμόρφωση με την επέκταση της χρήσης των ηλεκτρονικών πληρωμών. Η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα φαίνεται να είναι υψηλότερη από ό,τι σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ. Για το 2021, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτίμησε ότι η Ελλάδα έχει το τρίτο υψηλότερο κενό ΦΠΑ (η διαφορά μεταξύ των εσόδων ΦΠΑ που θα μπορούσαν θεωρητικά να εισπραχθούν με πλήρη συμμόρφωση και του ΦΠΑ που πράγματι εισπράττεται) στην ΕΕ, που ισούται με 17,8% των δυνητικών εσόδων ΦΠΑ.
«Ασαφής περιγραφή και κίνδυνος χρηματοπιστωτικού αποκλεισμού»
Ωστόσο, είναι δύσκολο για την ΕΚΤ να αξιολογήσει κατά πόσον τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο σχέδιο είναι κατάλληλα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων δημοσίου συμφέροντος και κατά πόσον δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών, ιδίως λόγω της ασαφούς περιγραφής των στόχων αυτών στο επεξηγηματικό σημείωμα του σχεδίου τροποποιήσεων και της απουσίας συγκεκριμένων εκτιμήσεων επιπτώσεων των αναμενόμενων επιπτώσεων του σχεδίου τροποποιήσεων.
Η ΕΚΤ σημειώνει ότι το πρώτο σχέδιο συνεπάγεται πλήρη απαγόρευση της χρήσης μετρητών στην Ελλάδα για συναλλαγές επί ακινήτων. Η ΕΚΤ σημειώνει περαιτέρω ότι η τιμή αγοράς ορισμένων ακινήτων μπορεί να είναι πολύ χαμηλή ανάλογα με το μέγεθός τους (π.χ. θέσεις στάθμευσης, αποθήκες) ή την τοποθεσία και τη φύση τους (π.χ. αγροτεμάχια, αγροικίες σε αγροτικές περιοχές).
Ο τελευταίος τύπος περιουσιακών στοιχείων μπορεί να έχει ισχυρή παρουσία σε περιοχές όπου οι πολίτες έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε τραπεζικά γραφεία ή υπηρεσίες ψηφιακών πληρωμών.
Το επεξηγηματικό σημείωμα δεν ασχολείται με τον κοινωνικό αντίκτυπο και τον κίνδυνο χρηματοπιστωτικού αποκλεισμού που θα μπορούσε δυνητικά να προκύψει από το πρώτο σχέδιο τροποποίησης. Η προβλεπόμενη απαγόρευση των μετρητών θα σήμαινε ότι οι νόμιμες συναλλαγές περιουσιακών στοιχείων ακινήτων χαμηλής αξίας δεν θα μπορούσαν να διακανονίζονται με τη χρήση μετρητών ως μέσο πληρωμής. Επιπλέον, όπως έχει δείξει η εμπειρία εντός της Ένωσης, ορισμένα μέσα πληρωμών χωρίς μετρητά ενδέχεται να μην είναι προσωρινά διαθέσιμα, καθώς εξαρτώνται από την υποκείμενη τεχνική υποδομή που διαχειρίζονται οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών.
Όσον αφορά το δεύτερο σχέδιο τροπολογίας, το αιτιολογικό σημείωμα δεν εξηγεί γιατί το ισχύον όριο των 500 ευρώ που καταβάλλεται σε μετρητά για την απόκτηση αγαθών ή υπηρεσιών και δεν μπορεί να εκπέσει από το φορολογητέο κέρδος που προκύπτει από επιχειρηματικές δραστηριότητες δεν έχει αποφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας και στην αύξηση των εσόδων από τον ΦΠΑ.
Εάν ένα τέτοιο μέτρο δεν επέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα, είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς γιατί η μείωση αυτού του ορίου στα 300 ευρώ θα θεωρηθεί πιο κατάλληλη και πιο αποτελεσματική ή αναγκαία, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την προβλεπόμενη υποχρεωτική σύνδεση των επιχειρήσεων με τις ελληνικές φορολογικές αρχές μέσω της ψηφιακής φορολογικής πλατφόρμας myDATA, στην οποία θα πρέπει να δηλώνονται όλα τα έσοδα και όλα τα έξοδα μιας επιχείρησης. Το νέο προτεινόμενο όριο των 300 ευρώ είναι στην πραγματικότητα σήμερα χαμηλότερο από ό,τι όταν προτάθηκε για πρώτη φορά από τη συμβουλευτική αρχή το 2019, αφού ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός.
Το επεξηγηματικό σημείωμα δεν εξηγεί επίσης γιατί αυτός ο έμμεσος περιορισμός της χρήσης μετρητών μέσω φορολογικών αντικινήτρων δεν έχει αποφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα όταν συνδυάζεται με τη γενική απαγόρευση της χρήσης μετρητών για την απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών άνω των 500 ευρώ.