Άγιε μου Γιώργη των Ρωμηών

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΜΑΣ
 

Άγιε μου Γιώργη των Ρωμηών,

άγιε μου Γιώργη των Ελλήνων, των Γραικών,

άγιε μου Γιώργη των Ορθοδόξων Χριστιανών,

στάθηκες παλληκάρι, βράχος της πίστης

και άστραψε ο κόσμος από την αρετή σου

και αντρείεψαν οι σκλάβοι της γης,

ψυχώθηκαν τα παλληκάρια,

οι γέροι ακούμπησαν γερά στις βακτηρίες τους,

οι μανάδες συνοφρυώθηκαν κι έστειλαν

τους γυιούς τους ακρίτες στα κάστρα.

“Εδώ να νικήσετε, είπαν, ή να πεθάνετε,

όπως πεθάναμε κι εμείς και σας γεννήσαμε”.

Έτσι έγινε μία ησυχία στον κόσμο

για πάνω από χίλια χρόνια γεμάτα.

Τότες είχαν όλες οι γυναίκες μαΐστρα τη Θεοτόκο,

προστασίαν φοβεράν και ακαταίσχυντον,

κι όλοι οι άντρες τον Κύριον της δόξης.

Ο κόσμος όλος τραγουδούσε

τους Διγενήδες ακρίτες που φύλαγαν τα κάστρα

κι έσωζαν την ειρήνη στον κόσμο.

Όλοι οι παπάδες ήταν δάσκαλοι

και μικρό-μεγάλοι τους φιλούσαν το χέρι.

“Τους μελιρρύτους ποταμούς της σοφίας, φορούσαν

όλοι κορώνα στο κεφάλι και περπατούσαν.

Κι εσύ με τ’ άσπρο σου άλογο έτρεχες καβαλάρης

γύρω απ’ τα τείχη με την υπερμάχο Στρατηγό,

για να νανουρίζουν ήσυχα τα μωρά τους

οι αρχόντισσες και οι φτωχές μαννάδες τιμώντας

και δοξάζοντας των αιχμαλώτων τον ελευθερωτήν

και των πτωχών τον υπερασπιστήν…

Ήρθαν όμως οι ώρες των πειρασμών.

Ευρωπαίοι Σταυροφόροι ήραν και στάθηκαν

κάτω απ’ τα παραθύρια των παρθένων,

με το λαούτο τις ξεμυάλισαν τραγουδώντας

μπαλλάντες ανόμων ερώτων.

Ξεχάστηκε κι η Κασσιανή, η οσία Μαρία,

η Μαγδαληνή, η Σαμαρείτιδα.

Λιγώθηκε ο κόσμος μας από τα εφήμερα

και βγήκαν στους δρόμους να πουλήσουν

την πίστη μας οι βασιλιάδες σαν να ήταν

του κόσμου πραμάτια.

Κι εσύ ο ελευθερωτής, άγιε μου Γεώργιε,

είπες “θα τους αφήσω ελεύθερους” κι έφυγες.

Κι έπεσαν χρόνοι δίσεχτοι και μήνες οργισμένοι

και ρίχτηκαν οι δόλιοι τροβαδούροι πάνω στην Πόλη μας

και τη διαγούμησαν.

Είπαν τότε όλοι “δια τας αμαρτίας ημών”.

Κι εσύ κοντοστάθηκες, των Ρωμαίων υπέρμαχε,

κι εφρούρησες τις μετάνοιες μας και τα δάκρυά μας.

Κι έτσι με χρόνους με καιρούς η γη μας ξανάνθισε.

Άρχίσαμε πάλι να γινόμαστε ελεύθεροι.

Σηκώσαμε τα λάβαρα της πίστης μας

και θυμηθήκαμε το “Τη υπέρμάχω…”

Αυτά όμως είναι τα τζιβαϊρικά μας

είπεν ο Πατροκοσμάς, που κίντυνος είναι

να μας πέσουν απ’ τα χέρια και να τα χάσομε.

Να μας τα πάρει κανείς δεν μπορείς εκτός

αν τα δώσουμε μόνοι μας.

Κι εμείς αυτό κάνομε τώρα: τα πουλάμε.

Έβγα να δεις τους πάγκους μας και τις

φωνές μας, που τα διαλαλούμε:

“Πάρτε, κόσμε, δεν μας χρειάζονται.

Φθηνά τα βάλαμε και όλα τέτοια”.

Κι εμείς οι λίγοι, που κρατούμε ακόμα

κλειστά τα συρτάρια μας, Άγιε…

Λάμπει το χρυσάφι στα χέρια των σαράφηδων

κι οι καρδούλες μας τρέμουν.

Από μία κλωστή κρέμεται η καινούργια μας άλωση.

Τι θα κάνομε άραγε χωρίς συμφορές,

χωρίς κουρσέματα και υποδουλώσεις;

Ξυπνήστε στους τάφους σας ήρωες του 21,

γυναίκες του Ζαλόγγου, Νεομάρτυρες.

Δεν έχομε πρόσωπο να φωνάξουμε εμείς

τον γενναίο μεγαλομάρτυρα τροπαιοφόρο

Γεώργιο. Εσείς ως έχοντες παρρησίαν καλέστε τον

να τρέξει πάλι γύρω από την Ελλάδα μας,

Μητέρα μεγαλόψυχη στον πόνο και στην δόξα,

να κόψει τα χέρια αυτών που κάνουν

τα παιδιά μας γενίτσαρους της νέας Παιδείας

να μας μαζέψει απ’ τους δρόμους και τα καφενεία,

να μας βάλει μαζεμένους απ’ τον πόνο

να καθίσομε στα στασίδια μας

και πάλι ν’ αρχίσουμε τις μετάνοιες μας.

Τότε, τότε μόνο ελπίδα έχομε

ν’ αντέξει η κλωστή, που μας κρατάει

πάνω απ’ το χάσμα της αβύσσου.

Κάλπασε άγιε Γεώργιε, γιατί ο καιρός

συνεσταλμένος είναι

και αι ημέραι πονηραί εισίν.

Πρόφτασε Τροπαιοφόρε, μεγαλομάρτυς Γεώργιε,

όσο ακόμα ακούγεται στην Ελλάδα μας

το Χριστός Ανέστη.